Για λίγο μόνο τρεμόπαιξαν τα βλέφαρά του κι ύστερα έκλεισαν πάλι. Προσπάθησε ξανά. Αυτή τη φορά τον θάμπωσε το φως και ζάρωσε όλο του το πρόσωπο. Κατάφερε όμως να κρατήσει τα μάτια ανοιχτά. Έμεινε για λίγα λεπτά ακίνητος κι ύστερα κοίταξε γύρω. Έψαξε να βρει στον χώρο κάτι γνώριμο που θα του πρόδιδε που βρισκόταν, αλλά μάταια. Στένεψε τα μάτια και προσπάθησε να ανασύρει από την μνήμη του την παραμικρή πληροφορία για το πως μπορεί να βρέθηκε εκεί. Τι συνέβη;
Ποιο ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμόταν; Που βρισκόταν προηγουμένως;
Τίποτα. Απόλυτο σκοτάδι.
Τα χέρια του. Μα γιατί δεν μπορεί να κουνήσει τα χέρια του; Τι του συμβαίνει; Πρέπει να ζητήσει βοήθεια. Μα ούτε η φωνή του βγαίνει. Κανένα από τα μέλη του δεν υπακούει. Προσπαθεί ξανά και η φωνή του αρνείται να βγει από το στόμα του.
Η φωνή του! Θυμάται τον εαυτό του να φωνάζει, να φωνάζει πολύ, λυσσασμένα. Θυμάται να ανεβαίνουν τα ίδια του τα λόγια στο στόμα του και να τον πνίγουν. Θυμός. Το πιο έντονο συναίσθημα που θυμάται είναι θυμός. Κι ύστερα απόγνωση και μετά πόνος κι έπειτα σκοτάδι. Μα σε ποιον φώναζε; Ποιος τον πείραξε; Γιατί δεν μπορεί, κάποιος θα τον πείραξε. Εκείνος ήταν ήρεμος άνθρωπος, δεν μάλωνε ποτέ με κανέναν.
Εκτός από εκείνες τις μέρες… Τις μέρες που ξυπνούσε το τέρας…
Έπρεπε να θυμηθεί. Έσφιξε τα μάτια και πίεσε τον εαυτό του. Μια σουβλιά στα μηνίγγια τον πέθαινε. Την αγνόησε. Προσπάθησε κι άλλο. Κάτι αρχίζει να καταφέρνει, έρχονται εικόνες. Βλέπει το σπίτι του. Ναι, αυτό είναι, βρισκόταν στο σπίτι του. Και η Ματούλα του; Ναι, είναι εκεί και η Ματούλα του. Μα φοράει κόκκινα; Γιατί να φοράει κόκκινα; Όχι, δεν του άρεσε το κόκκινο. Όχι, δεν της ταίριαζε. Η Ματούλα του δεν ήταν γυναίκα που θα φορούσε ποτέ κόκκινα. Η Ματούλα του ήταν γλυκιά και τρυφερή, της άρεσαν τα ήσυχα χρώματα, αυτά της ταίριαζαν.
Αχ έπρεπε να πάει πιο πίσω, να θυμηθεί κι άλλα. Πριν το σπίτι… Ήταν στο μαγαζί του, ναι, στον φούρνο του! Νύχτα είχε ξεκινήσει να ζυμώνει και το ξημέρωμα περίμενε και την Ματούλα του για να τον βοηθήσει. Όπως κάθε ξημέρωμα. Έπιναν παρέα τον καφέ τους, μαζί με δυο βουτήματα ο καθένας. Εκείνη προτιμούσε αυτά με την σοκολάτα και το αμύγδαλο, ενώ εκείνος τα σκέτα του βουτύρου. Ύστερα επέστρεφαν στην δουλειά. Κάθε μέρα είχαν πολλή δουλειά. Ο φούρνος του Θύμιου ήταν ο μοναδικός φούρνος στο χωριό.
Όμως εκείνη η μέρα στο μυαλό του ξημέρωσε και η Ματούλα του δεν ερχόταν. Περίμενε λίγο ακόμα. Θα καταπιάστηκε με τις δουλειές του σπιτιού, σκέφτηκε. Όμως η ώρα περνούσε, ορκιζόταν πως έβλεπε τον ήλιο να ανεβαίνει σιγά σιγά στον ουρανό και η Ματούλα του πουθενά. Άρχισε να ανασαίνει πιο γρήγορα και χωρίς να το καταλαβαίνει δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από την πόρτα. Το κεφάλι του γύριζε, τα μάτια του θόλωσαν. Δεν πήγαινε άλλο, κάτι είχε συμβεί. Καθάρισε τα χέρια του όπως όπως από τα ζυμάρια, κι άρχισε να τρέχει προς το σπίτι. Δεν τον έβλεπε καλά τον δρόμο. Σαν να τον τύφλωνε το φως του ήλιου. Η μήπως ήταν σκοτάδι; Δεν ήξερε πια. Η Ματούλα του. Πού είναι η Ματούλα του; Μόνο αυτή την σκέψη είχε στο μυαλό του.
Από εκεί και πέρα μόνο σκόρπιες εικόνες μπόρεσε να θυμηθεί… Εικόνες που του έκοβαν την ανάσα, που του πονούσαν το κορμί. Η Ματούλα του στο κρεβάτι. Γυμνή. Μια σκιά δίπλα της. Το μεγάλο μαχαίρι στα χέρια του. Η φωνή του ένα ουρλιαχτό. Τα χέρια του κόκκινα. Αίμα ήταν; Η Ματούλα του γεμάτη κατακόκκινο αίμα; Σειρήνες. Άγνωστοι. Σκοτάδι…
Η πίεση στο κεφάλι του ήταν ανυπόφορη. Η καρδιά του πάλευε λες και θα έβγαινε έξω από το στήθος του. Η ανάσα του δεν έβγαινε πια. Τα μάτια του τρεμόπαιξαν ξανά κι ύστερα σφράγισαν.
«Ήταν αγαπημένο ζευγάρι.» είπε ο κυρ Ανέστης στην κατάθεσή του. «Ένας τοίχος μας χώριζε τόσα χρόνια, εγώ ξέρω τι γινόταν στο σπίτι τους. Ο Θύμιος ήταν ήσυχος άνθρωπος. Εκτός από τις μέρες που ξυπνούσε η αρρώστια του. Τότε δεν ήταν ο εαυτός του. Γινότανε ένας άλλος. Έχανε το μυαλό του. Έβλεπε πράγματα που δεν υπήρχαν. Έκανε σα παλαβός! Όλο το χωριό το ήξερε. Όμως όσο έπαιρνε τα φάρμακά του ήταν όλα καλά. Η Ματούλα του φρόντιζε γι’ αυτό. Καμιά φορά όμως εκείνος της ξέφευγε και τότε εμφανιζόταν το τέρας…
Ήταν ακόμα νύχτα όταν με ξύπνησαν οι φωνές του. Μου φάνηκε παράξενο γιατί αυτή την ώρα ο Θύμιος πάντα ήταν στον φούρνο και η Ματούλα κοιμόταν ακόμα. Με το ξημέρωμα πήγαινε να τον βοηθήσει. Όμως δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Την δική της φωνή δεν την άκουσα. Μάλλον θα την έσφαξε στον ύπνο της. Ποιος ξέρει τι θα φαντάστηκε πάλι! Κρίμα… Κρίμα τα νιάτα τους…»
Μία απάντηση στο “Κόκκινο”
[…] http://thebluez.gr/kokkino-2/ […]