Στεκόταν στην άκρη του γκρεμού και κοίταζε το απέραντο γαλάζιο που απλωνόταν γύρω του, ο παφλασμός των κυμάτων που έσκαγαν στα άγρια βράχια ήταν και ο μόνος ήχος που έσπαγε την απόλυτη σιωπή. Ήταν το ερημητήριό του, το μέρος που ερχόταν πάντα να χαλαρώσει και να βάλει σε σειρά τις σκέψεις του και τα τελευταία χρόνια είχε ανάγκη αυτή την απομόνωση όλο και περισσότερο.
Από τις αναμνήσεις του ανασύρθηκε το υπέροχο χαμόγελό της, αυτό το χαμόγελο που τον κέρδισε με την πρώτη μάτια όταν το μπαλάκι από τις ρακέτες χτύπησε με δύναμη στο κεφάλι του και όσα νεύρα είχε εκείνη την στιγμή τα ξέχασε με το αφοπλιστικό της χαμόγελο. Από εκείνη την στιγμή δεν μπόρεσε να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Ήταν η ψυχή της παρέας κινούνταν με άνεση και χάρη στην παραλία και σκορπούσε το γέλιο της σε όλους. Αυτός αντίθετα ήταν μόνος του διακοπές, όπως συνήθιζε πάντα και σπάνια αποζητούσε την συντροφιά φίλων.
Λοιπόν, πώς είναι το κεφάλι σου; Ελπίζω να μην έκανε κάποιο σημάδι και να σου χάλασα την όμορφη μόστρα σου!
Τον ξάφνιασε η παρουσία της την ώρα που κολυμπούσε και δεν την είχε δει που τον πλησίασε. Συζήτησαν αρκετή ώρα μέσα στο νερό και συνέχισαν μέχρι αργά το απόγευμα στο ταβερνάκι της παραλίας αφού επέμενε να του κάνει το τραπέζι για την ψυχική οδύνη του χτυπήματος.
Από εκείνη την ημέρα έγιναν αχώριστοι και μακάριζε την τύχη του που την γνώρισε, δεν ήταν μόνο η ομορφιά της που την έκανε ξεχωριστή, αλλά ο μοναδικός χαρακτήρας της, ένας άνθρωπος με πολύ αγάπη για τον συνάνθρωπό της και όλα τα πλάσματα του Θεού. Ανήκε σε αρκετές ομάδες εθελοντισμού και ήταν έτοιμη να στερηθεί οτιδήποτε δικό της για να ικανοποιήσει τις ανάγκες των αδύναμων και όσων χρειαζόταν βοήθεια υλική ή ψυχική. Μαζί της έγινε καλύτερος άνθρωπος και έμαθε να εκτιμάει περισσότερο την ζωή, βγήκε από το καβούκι του και για πρώτη φορά στην ζωή του ένιωθε ζωντανός και χρήσιμος. Η ζωή του μαζί της ήταν καθημερινά μια περιπέτεια και έτρεχε όπου και αν του ζητούσε, είτε σε κάποιο καταυλισμό προσφύγων, είτε σε κάποιο ορφανοτροφείο, είτε σε κάποιο κέντρο προστασίας ζώων. Σε μια από τις επισκέψεις τους σε ένα ίδρυμα κακοποιημένων παιδιών, καθισμένος σε μια γωνία, την κοιτούσε που έπαιζε με κάποια από τα παιδιά. Τους έκανε γκριμάτσες, τους έλεγε απίθανες ιστορίες και εκείνα ξεσπούσαν σε γέλια κάθε τόσο και έπεφταν στην αγκαλιά της γεμίζοντάς την φιλιά και αυτή τους τα ανταπόδιδε δίπλα και τριπλά. Φεύγοντας από εκεί, μέσα στο αυτοκίνητο, της είπε ότι θέλει να κάνουν παιδί και όχι μόνο ένα, αλλά πολλά παιδιά και να γίνει γυναίκα του. Του χαμογέλασε πλατιά, ακούμπησε πάνω στον ώμο του και του ψιθύρισε ναι, συνέχισε να οδηγεί και ένιωθε ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου!
Δυο χρόνια η κοινή τους ζωή ήταν γεμάτη αγάπη, κατανόηση και αλληλεγγύη και δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο τέλεια στιγμή από εκείνη που επέλεξαν για να δημιουργήσουν οι δυο τους οικογένεια.
Εκείνο περίπου τον καιρό άρχισε να νιώθει αδυναμία, ατονία και έντονη αδιαθεσία. Ήταν χλωμή και μονίμως κουρασμένη και σίγουρα δεν ήταν φυσιολογικό, όσο και αν προσπαθούσε να τον πείσει για το αντίθετο, όταν της ζητούσε να πάνε για εξετάσεις. Η κατάστασή της χειροτέρευε και όταν έπεσε μια μέρα λιπόθυμη μέσα στο σπίτι, δεν του άφησε άλλη επιλογή από να την μεταφέρει στο νοσοκομείο. Από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε ο εφιάλτης τους, η διάγνωση ήταν κακοήθης όγκος στον εγκέφαλο και το χειρουργείο έγινε άμεσα. Όταν συνήλθε από το πολύωρο και δύσκολο χειρουργείο της, ήταν ο πρώτος άνθρωπος που αντίκρισε στο προσκέφαλό της, αλλά της φάνηκε αλλιώτικος, αλλαγμένος, λες και γέρασε απότομα. Του χαμογέλασε με το πλατύ της χαμόγελο, που ακόμα και τώρα του φαινόταν υπέροχο και φωτεινό.
“Τι έγινε; Γιατί έχεις τέτοια χάλια; Νομίζω ότι εγώ χειρουργήθηκα και όχι εσύ.“
Δεν μπόρεσε να μην γελάσει που ακόμα και τώρα είχε όρεξη για αστεία και πειράγματα και ας ήξερε πως τα νέα των γιατρών δεν ήταν αισιόδοξα. Είχε αφαιρεθεί μεγάλο κομμάτι του όγκου, αλλά δυστυχώς υπήρχαν πολλές νέες εστίες καρκίνου που δεν μπορούσαν να αφαιρεθούν. Ήλπιζαν μόνο στις ακτινοβολίες και στις χημειοθεραπείες που θα έπρεπε να ακολουθήσουν από εδώ και πέρα. Οι μέρες τους και οι νύχτες τους έγιναν κόλαση, ήταν δίπλα της κάθε φορά που έκανε εμετό και της χάιδευε απαλά το κεφάλι της που ήταν γυμνό πλέον από μαλλιά και κρατούσε την λεκάνη όση ώρα κρατούσε το μαρτύριο της. Τις μέρες που ήταν λίγο καλύτερα, δεν σταμάτησε λεπτό την εθελοντική της δράση, που πλέον γινόταν από την οθόνη του υπολογιστή της και με το πρόβλημα της υγείας προσπαθούσε να αφυπνίσει όσους περισσότερους μπορούσε να γίνουν δότες και να βοηθήσουν ανθρώπους με καρκίνο και άλλα προβλήματα υγείας. Εκείνες τις μέρες την αγάπησε ακόμα περισσότερο και της ζήτησε να κάνουν τον γάμο τους, γιατί με αυτά και με τα αλλά τον είχαν αμελήσει.
Δέχτηκε με δάκρυα ευτυχίας και ήταν ένας υπέροχος και παραμυθένιος γάμος σε ένα ξωκλήσι κοντά στην θάλασσα. Έμοιαζε με νεράιδα μέσα στο λευκό, ανάλαφρο νυφικό της και το πρόσωπό της ήταν τόσο όμορφο, που αν και έλειπαν τα μαλλιά της, κανείς δεν το πρόσεχε. Χόρεψε και διασκέδασε με την ψυχή της, έβαλε τα δυνατά της να μην καταρρεύσει και ας ήταν ο σωματικός της πόνος αφόρητος και μόνο όταν ο κόσμος έφυγε, ζήτησε το καρότσι της για να πάνε μια βόλτα παραπάνω στο αγαπημένο τους σημείο κοντά στα βράχια. Εκεί αγκαλιάστηκαν και τον αποχαιρέτησε πιο ευτυχισμένη από ποτέ και αυτός την κράτησε για ώρες στην αγκαλιά του, μέχρι που τα δάκρυά του στέρεψαν και το κορμί της άρχισε να παγώνει.
Σκοπός της ζωής του πλέον έγινε να δημιουργήσει ένα ίδρυμα υποστήριξης για ανθρώπους σε τελικό στάδιο καρκίνου και των συγγενών τους και τα κατάφερε. Και κάθε φορά που ένιωθε την ανάγκη να την δει και να την νιώσει και να πάρει δύναμη από εκείνη, πήγαινε εκεί, εκεί, δίπλα στα βράχια που αγκαλιάστηκαν για τελευταία φορά, εκεί που άφησε την τελευταία της πνοή.
Σοφία Λακιώτη