Από παιδί είχε τον θυμό μέσα του. Έναν θυμό ανεξέλεγκτο, να τον κυριεύει, να τον κάνει να τρώει τις σάρκες του και να ξεσπά προς πάσα κατεύθυνση. Αν δεν ήξερες την ιστορία του, θα ορκιζόσουν πως είναι απλά τρελός. Όμως η ζωή δεν του φέρθηκε ευγενικά για να μάθει κι εκείνος να φέρεται ανάλογα. Του Παύλου η ζωή ήταν γεμάτη πληγές. Από παιδί. Βαθιές πληγές, από ‘κείνες που αφήνουν ουλές που δεν κρύβονται. Που σε ακολουθούν για πάντα και σε διαμορφώνουν.

Από την πρώτη του ανάσα ήταν ανεπιθύμητος. Ανεπιθύμητος από τη μάνα του την ίδια. Αυτή η μάνα που του χάρισε τη ζωή, αυτή η ίδια μάνα παραλίγο να του την πάρει πίσω. Σαν τιμωρία για όσα έφερνε με την ύπαρξή του. Σαν ποινή για όλα όσα θα την έκανε να κουβαλάει μαζί της για πάντα.

Η Στέλλα ήταν μόλις δεκαεφτά χρονών όταν γνώρισε τον Αλέκο. Τον ερωτεύτηκε με όλη την ορμή της νιότης της. Εκείνος στα είκοσί του, ο νεοφερμένος γόης της γειτονιάς. Σε όλες άρεσε και όλες του άρεσαν. Η Στέλλα πίστεψε πως την ερωτεύτηκε κι εκείνος. Ήταν όμορφη, χυμώδης, η θηλυκότητα γιόρταζε επάνω της. Το πρώτο τους σμίξιμο έγινε πίσω από το πατητήρι του πατέρα της, μια νύχτα που δεν φανταζόταν η Στέλλα πόσο πολύ θα σημάδευε τη ζωή της. Κοντά του έγινε γυναίκα και για ‘κείνη σήμαινε πολλά. Όχι όμως και για εκείνον. Λίγο καιρό μετά η Στέλλα γύρευε να βρει φαρμάκι για να λυτρωθεί από τον πόνο που της προκάλεσαν τα λόγια του. «Τι περίμενες Στελλίτσα; Να βάζω στεφάνι σε κάθε γκόμενα που ανοίγει τα πόδια της για χάρη μου;» Κλείστηκε στο σπίτι της για να κρύψει την ανείπωτη ντροπή της.

Όταν άρχισε να φουσκώνει η κοιλιά της, κατάλαβε πως δεν είχε νιώσει ακόμα την πραγματική ντροπή, τον πραγματικό πόνο. Ο πατέρας της την πέταξε έξω από το σπίτι, παρά τα παρακάλια και τα κλάματα της μάνας της. «Μαγαρισμένη!» την αποκάλεσε και τούτη η λέξη θα αντηχούσε μέσα στο κεφάλι της για μήνες.

Μετά από μέρες που περιπλανήθηκε, έφτασε σ’ ένα χωριό αρκετά μακρινό από το δικό της. Εξαντλημένη όπως ήταν, έπεσε λιπόθυμη έξω από μια αυλή. Για καλή της τύχη την περιμάζεψε η κυρά Μέλπω. Χήρα γυναίκα, καλοσυνάτη, παιδιά δεν είχε, την λυπήθηκε, μα πιο πολύ λυπήθηκε το μωρό που είχε στην κοιλιά της. Η Στέλλα μετά από μέρες που μόνο έκλαιγε και δεν έβγαινε κουβέντα από το στόμα της, αποφάσισε να μιλήσει στην ηλικιωμένη γυναίκα. Της είπε όλη της την ιστορία χωρίς να αναφέρει ονόματα, ούτε των δικών της ούτε του χωριού της. Η Μέλπω συγκινήθηκε από την περιπέτεια της κοπέλας και της είπε ότι μπορεί να μείνει μαζί της για όσο θέλει. Της υποσχέθηκε πως θα την φρόντιζε και θα προσπαθούσε να κάνει για εκείνη και το μωρό της ό,τι χρειαζόταν. Η Στέλλα κλαίγοντας με αναφιλητά, φίλησε τα χέρια της γυναίκας και δεν έβρισκε λόγια για να την ευχαριστήσει. Στους γείτονες είπαν πως ήταν ανηψιά της που είχε έρθει από την πόλη να γεννήσει κοντά της, γιατί σκοτώθηκε ο άντρας της και δεν είχε άλλον στον κόσμο. Όχι πως έβγαινε και καθόλου από το σπίτι δηλαδή, απλά έτσι για να μην λένε τα κακά στόματα.

Όταν σπάσαν τα νερά, η Μέλπω ειδοποίησε τη μαμή και για δυο μερόνυχτα που η κοπέλα κοιλοπονούσε, δεν κουνήθηκε από κοντά της. Τελικά ήρθε στον κόσμο ο Παύλος, μπλαβισμένος και στραπατσαρισμένος. Η μαμή είπε πως είχε στενή λεκάνη η Στέλλα και γι’ αυτό δεν έβγαινε το μωρό. Η Μέλπω με όλη την στοργή και την αγάπη που της περίσσευε, φρόντισε το μωρό με τις οδηγίες της μαμής, όσο η Στέλλα κοιμόταν εξαντλημένη. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα εκείνη ξύπνησε κι έστειλε τη Μέλπω να ξεκουραστεί. Μόλις βεβαιώθηκε πως η γυναίκα κοιμόταν βαθιά, έπιασε το μωρό όπως ήταν τυλιγμένο στα πανιά, χωρίς να το κοιτά, με τα χέρια της τεντωμένα λες και κρατούσε κάτι βρώμικο. Το έβαλε στο καλάθι του, σκεπάστηκε με το παλτό της και βγήκε αθόρυβα από το σπίτι. Μόλις έφτασε έξω από την εκκλησία, ακούμπησε το καλάθι στο προαύλιο κι άρχισε να τρέχει.

Ο παπάς δεν πίστευε στα μάτια του όταν είδε το καλάθι με το νεογέννητο, έτοιμο να ξεψυχήσει μετά από τόσες ώρες στο κρύο και την υγρασία της νύχτας. Τα νέα δεν άργησαν να μαθευτούν σε όλο το χωριό κι έτσι το μωρό βρέθηκε ξανά στα χέρια της Μέλπως. Την Στέλλα δεν είδε ποτέ ξανά κανείς. Η Μέλπω πίστεψε πως θα μεγάλωνε η ίδια το μωρό και για λίγο χάρηκε που ένιωσε σαν να της έδωσε άλλη μια ευκαιρία η ζωή. Έκανε όνειρα, σχέδια για την ζωή του μικρού αγοριού. Ήταν αποφασισμένη να του δώσει όλη της την αγάπη και να μην το αφήσει να αισθανθεί την απουσία της μάνας που το παράτησε.

Όμως η νομοθεσία δεν γνωρίζει από συναισθήματα και όνειρα κι έτσι το μωρό κατέληξε στο ορφανοτροφείο. Τα πρώτα χρόνια τα πράγματα ήταν ήρεμα. Ιδανικά θα έλεγε κανείς. Τα παιδιά μεγάλωναν με αγάπη και στοργή. Ο Παύλος ήταν ατίθασος από μωρό. Αντιδραστικός σε όλα. Λίγο πριν κλείσει τα έξι του χρόνια, ο διευθυντής του ιδρύματος συνταξιοδοτήθηκε και ο νέος κάτοχος της θέσης δεν φαινόταν να αγαπά και πολύ τα παιδιά. Αυστηρός, νευρικός, βίαιος, απότομος με τα παιδιά και με το προσωπικό. Τα παραπτώματα των ανυπάκουων παιδιών τιμωρούνταν αυστηρά. Έτσι ο Παύλος ήταν αυτός που περισσότερο απ’ όλους γνώρισε την απομόνωση, την σωματική κακοποίηση και την στέρηση φαγητού. Προσπάθησε πολλές φορές να το σκάσει, αλλά πάντα τον προλάβαιναν. Σκληρό παιδί, αμετανόητο, δεν έκλαιγε ποτέ.

Η Μέλπω προσπαθούσε να πηγαίνει να τον βλέπει μια φορά το μήνα που κατέβαινε στην πόλη. Ο Παύλος από την αρχή την γνώρισε σαν θεία του. Δεν την ρώτησε ποτέ για τους γονείς του, σα να μην ήθελε να μάθει. Όμως είτε το ήθελε είτε όχι, γύρω στα εννιά του χρόνια, την ώρα που τον έκλειναν στην απομόνωση, αφού τον είχαν πιάσει για ακόμα μια φορά να προσπαθεί να το σκάσει, εμφανίστηκε μπροστά του εκείνος ο άντρας, άγριος, σκοτεινός και του πέταξε κατάμουτρα πως η μάνα του τον είχε παρατήσει μόλις τον γέννησε γιατί ήταν μπάσταρδο.

Το παιδί δεν ήξερε αν τον πονούσε πιο πολύ το ζωνάρι που έπεφτε επάνω στο δέρμα του με μανία ή εκείνα τα λόγια. Και τότε μόνο, για πρώτη φορά, εκεί καθισμένος στο κρύο πάτωμα του σκοτεινού δωματίου, κουλουριάστηκε σαν μωρό και έκλαψε, έκλαψε πολύ, με παράπονο και πόνο. Την Μέλπω όμως δεν την ρώτησε ποτέ. Μόνο στην επόμενη επίσκεψή της την κοίταξε με τα μεγάλα μάτια του και της είπε ικετευτικά «Πάρε με θεία από δω!» και της Μέλπως μάτωσε η ψυχή της. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και πήρε το γεμάτο γδαρσίματα χεράκι του παιδιού μέσα στα δικά της τα ζαρωμένα χέρια.

«Σου ορκίζομαι παιδί μου πως μόλις μου το επιτρέψουν θα σε πάρω!» Τι να πει σ’ εκείνο το παιδί που ο Θεός μόνο ξέρει πόσο ήθελε να το πάρει στο σπίτι της και να μεγαλώσει κοντά της!

Ο Παύλος καθώς μεγάλωνε, λες και αγαπούσε να μπλέκει σε καβγάδες, φασαρίες, ξυλοδαρμούς. Ήταν σαν να εκτονώνει την οργή που είχε μέσα του. Τη μέρα που έκλεισε τα δεκαοχτώ του χρόνια, πρωί πρωί μάζεψε τα πράγματά του κι έφυγε τρέχοντας από εκεί. Στην πόρτα είδε την Μέλπω να τον περιμένει και πιο πέρα ένα ταξί παρκαρισμένο. Την αγκάλιασε σφιχτά. Ήταν η πρώτη φορά που αγκάλιαζε άνθρωπο στη ζωή του. Αυτή η σκέψη έφερε ποτάμια τα δάκρυα στα μάτια της Μέλπως. Είχε γεράσει πια για τα καλά, όμως ορκίστηκε στην ψυχή του άντρα της, πως όσο ζούσε δεν θα άφηνε να λείψει τίποτα από εδώ και πέρα σ’ αυτό το πονεμένο παλικάρι.

Φρόντιζε να έχει πάντα καθαρά ρούχα και ζεστό φαγητό στο τραπέζι για εκείνον. Με την πενιχρή σύνταξή της του αγόρασε καινούρια ρούχα. Δυσκολεύτηκε πολύ να τον πείσει να τα δεχτεί. Δεν ήθελε να την επιβαρύνει. Ήδη αισθανόταν βάρος από μόνος του. Πάντα και παντού. Η Μέλπω όμως τον έκανε να αισθάνεται πρωτόγνωρα για εκείνον συναισθήματα. Αγάπη, ζεστασιά, τρυφερότητα, οικειότητα, ευγνωμοσύνη. Δεν τα είχε γνωρίσει ποτέ ως τώρα ο Παύλος αυτά! Τον πρώτο καιρό κατάφερε να τον μαλακώσει λίγο με την καλοσύνη της. Και όσο έβλεπε την επίδραση που είχε η αγάπη της επάνω του, τόσο γέμιζε η ψυχή της! Βρήκε δουλειά σε μια οικοδομή και με τα πρώτα του χρήματα αγόρασε για την Μέλπω ένα φουστάνι. Η Μέλπω χάρηκε σαν παιδί μ’ αυτό το δώρο.

«Πού να το βάλω εγώ παιδί μου τέτοιο φουστάνι; Στο κοτέτσι;» τον πείραξε για να κρύψει την συγκίνησή της.

«Ναι βρε θεία, μπας και κάνουν πιο πολλά αυγά οι κότες για χάρη σου!» ξεκαρδίστηκαν και οι δύο.

Δούλεψε για λίγους μήνες εκεί και έτσι κατάφερε να αγοράσει κι ένα αυτοκινητάκι. Εκεί κι αν έκανε χαρά η Μέλπω!

Όμως η ηρεμία δεν κράτησε πολύ… Ο Παύλος ήταν αγρίμι, σαν ένα πληγωμένο ζώο. Θαρρείς και όλοι του έφταιγαν, όλοι του χρωστούσαν. Έπαιζε με τις γυναίκες ως που να τις ρίξει στο κρεβάτι κι έπειτα εξαφανιζόταν. Η Μέλπω δεν μπόρεσε να μην σκεφτεί πως είχε πάρει τα γονίδια του πατέρα του.

Μετά από έναν καυγά με το αφεντικό του, έχασε την δουλειά του κι έπειτα σε καμία άλλη δουλειά δεν στέριωνε. Μάλωνε με όλον τον κόσμο. Όχι με την Μέλπω, όχι. Μ’ εκείνη ήταν ευγενικός, μόνο μ’ εκείνη. Όλο έμπλεκε σε φασαρίες και αργότερα ήρθαν και οι παρανομίες κι η καημένη η Μέλπω όλο έτρεχε και τον μάζευε από τα κρατητήρια.

«Εσύ παιδί μου δεν θα ‘χεις καλό τέλος.» του έλεγε η γυναίκα απογοητευμένη κάθε φορά.

«Γιατί ρε θεία σάμπως είχα καλή αρχή;» απαντούσε εκείνος γελώντας πικρά και σφιγγόταν η καρδιά της Μέλπως.

Ο Παύλος πάλευε με τους δικούς του δαίμονες. Εκείνη τη νύχτα ήταν αποφασισμένος. Περίμενε αρκετή ώρα στο σκοτάδι. Τον είδε να περνάει την πύλη. Το τραγούδι που επαναλαμβανόταν από τα ηχεία του αυτοκινήτου έκανε την ταραχή του μεγαλύτερη. Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε αγριεμένος.

«Δεν θα σημαδέψεις άλλων παιδιών τις ψυχές καθίκι!» φώναξε και πάτησε την σκανδάλη τρεις φορές.

Μπήκε ξανά στο αυτοκίνητο κι έφυγε δυναμώνοντας κι άλλο το τραγούδι. Μόλις έφτασε έξω από το σπίτι της Μέλπως, άκουσε τις σειρήνες να πλησιάζουν. Η Μέλπω βγήκε έξω ανήσυχη, την στιγμή που δύο αστυνομικοί έσπρωχναν τον Παύλο μέσα στο περιπολικό.

«Γιατί αγόρι μου; Γιατί;» φώναξε κλαίγοντας αλλά την απάντηση την πήρε από τα ηχεία του αυτοκινήτου:

«Έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη
π’ όλο με περιμένει
κι όλο την καρτερώ,
τηνε μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει,
μα ελπίζω να φιλιώσει
καιρό με τον καιρό.

Έχει τα δόντια στην καρδιά, τα νύχια στο μυαλό μου
κι εγώ για το καλό μου
για κείνη πολεμώ
κι όλου του κόσμου τα καλά με κάνει να μισήσω,
για να της τραγουδήσω τον πιο βαρύ καημό.

Όρη, λαγκάδια και γκρεμνά με σπρώχνει να περάσω,
για να την αγκαλιάσω
στον πιο τρελό χορό,
κι όταν τις κρύες τις βραδιές θυμάται τα κλουβιά της,
μου δίνει την προβιά της
για να τηνε φορώ.

Καμιά φορά απ’ το πιοτό πέφτομε μεθυσμένοι,
σχεδόν αγαπημένοι,
καθείς να κοιμηθεί
και μοιάζει ετούτη η σιωπή με λίγο πριν τη μπόρα,
σαν τη στερνή την ώρα
που θα επιτεθεί.»

Μαργαρίτα Τσεντελιέρου

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: