Όταν πήρα στα χέρια μου την βιντεοκασέτα από την βάφτιση της δεύτερης κόρης μου, κάναμε πάρτυ.
Μαζευτήκαμε και με κατιτίς για μεζέ, περάσαμε ένα βράδυ οικογενειακώς να πατάμε ξανά και ξανά το replay ,μέχρι να χορτάσουμε και να βαρεθούμε.
Είδαμε την κάθε στιγμή, κρίναμε, κουτσομπολέψαμε μέχρι και τους πολυελαίους της εκκλησίας και βάλαμε την βιντεοκασέτα στο ράφι σε περίοπτη θέση, αφού πρώτα γράψαμε με όμορφα χοντρά γράμματα «βάφτιση» .
Μόλις επτά χρόνια μετά, η βιντεοκασέτα του επόμενου παιδιού, είχε και πρόλογο, τίτλους σαν να λέμε. Ήμασταν και πιο ψαγμένοι, βάλαμε και ρούχα ασορτί που να «γράφουν» πιο όμορφα, αμέ, διαλέξαμε και τα βαφτιστικά έτσι που να βγουν όμορφα και στην βιντεοσκόπηση.
Αμ πώς;
Είχαμε ψάξει εν τω μεταξύ, είχαμε διαβάσει κάθε άρθρο στα περιοδικά, κάθε μυστικό: τα φώτα του φωτογράφου είναι έντονα γι αυτό θέλει πιο έντονο μακιγιάζ, πιο έντονα χρώματα στα ρούχα, τι νομίζατε, ολόκληρη επιστήμη είναι.
Η πρώτη βιντεοκάμερα ήταν και λίγο άβολη, μεγάλη και βαριά, άσε που ήθελε το φως της μέρας, αλλά βρε παιδί μου, αλλιώς αποτυπώνεται το γελάκι του παιδιού στην κάμερα από το χαρτί της φωτογραφίας.
Και γυρνούσαμε από τις διακοπές και βάζαμε να δούμε όλες τις στιγμές αυτές κι ωπ! Αυτή τη χοντρή πίσω πώς και δεν την είχαμε προσέξει, χριστός και παναγία, πώς τρώει έτσι;
Και το πιτσιρίκι εκείνο, πώς κοιτάζει έτσι, άραγε ζηλεύει, εντυπωσιάστηκε, πού είναι η μάνα του, μόνο του ήταν στην θάλασσα, ούτε αυτό το προσέξαμε.
Η τηλεόραση έγινε έγχρωμη, όλο πιο ζωηρά τα χρώματα, το κόκκινο του αίματος ας πούμε, ας κάνουμε καλύτερη λήψη, ολόκληρη ομηρία σε λάιβ μετάδοση, μπουμ μια βόμβα, πόλεμοι, βία και δυστυχία όλα σε λαιβ μεταδόσεις, «είδες χθες ειδήσεις; όχι; κρίμα, έχασες τι γίνεται στον κόσμο βρε παιδάκι μου!»
Η κλειδαρότρυπα μεγαλώνει κι η ηδονή ακόμη περισσότερο.
Ένα κόκκινο κουμπί μόνιμα πατημένο και καταγραφές των πάντων.
Γέννες και θάνατοι, γλέντια και φόνοι όλα στο record
Αποκτήσαμε και κινητά, μπορούσαμε να πάρουμε τηλέφωνο από τον δρόμο, να κάνουμε ντου «είσαι σπίτι; Όχι; Πώς, αφού από κάτω είμαι βλέπω το αυτοκίνητό σου» να κάνουμε κλήσεις ανενόχλητοι, πάει η εποχή που το τηλέφωνο ήταν στο χωλ, να κάνουμε αναπάντητες κι αν θέλαμε ακόμη πιο διακριτικά πράγματα, γραπτά μηνύματα σιωπηλά, κρυφά, διακριτικά, αλλά και γραπτά: ξέρετε τι πάει να πει γραπτό, ε; Μένει εκεί για πάντα, ίσως γίνεται και λάβαρο, γιατί ο καυγάς ο ζωντανός έχει άλλο φινάλε, κοιτάς τα μάτια τ αλλουνού, βλέπεις πού ακριβώς χτυπάνε οι κακίες.
Όταν δε τα κινητά απέκτησαν κάμερα, τι ευτυχία, ε;
Μπορούσαμε να κραδαίνουμε τις διακοπές, τους έρωτες, τους γάμους και τις γεννήσεις μας σαν λάβαρα. Κι όλο ψήλωναν τα λάβαρα κι όλο πιο εντυπωσιακά, ίσως και λίγο πιο σκηνοθετημένα.
Μέχρι που η κάμερα στράφηκε προς τον κόσμο.
Μα τι ευτυχία είναι αυτή;
Μπορούσαμε να καταγράψουμε κι εμείς, να γίνουμε κι εμείς «δημοσιογράφοι» στο αδηφάγο κοινό των σόσιαλ ,ε;
Να καταγράψουμε κρυφά πάντα τον ιδιαίτερο, τον παράξενο, κρυφά πάντα, να καταγράψουμε τον καυγά, τον τσαμπουκά, τον παράνομο, τον φόνο, την κακοποίηση παιδιών ή και ζώων, τις τελευταίες στιγμές ενός ταλαίπωρου ζωντανού πλάσματος.
Έχουμε και τις παντού στημένες κάμερες και προς «όφελος του κοινού και των πολιτών», να δημοσιοποιούνται βίντεο από φρικτά τροχαία όπου ο γιος του ζάμπλουτου έπεσε πάνω στην οικογένεια με την φλεγόμενη Πόρσε του, ο τουρίστας που δολοφονήθηκε από θερμόαιμους μπράβους, όλα αυτά από κάμερες του δρόμου, που υπάρχουν εκεί για το καλό μας βρε.
Εμείς όμως είμαστε ιδιώτες,ε;
Κι έχουμε το κινητό για μια ώρα ανάγκης, την κάμερά του για να καταγράφουμε οικογενειακές και ιδιωτικές στιγμές, δικές μας ή ξένες καμιά σημασία δεν έχει, τα κλικ να πέφτουν, γι’ αυτό και φροντίζουμε να έχουμε και πάντα γεμάτη μπαταρία, ας πάρουμε και την φορητή μπαταρία για το μη γένοιτο και πεθάνει το τηλέφωνο και δεν μπορούμε να καταγράψουμε τις στιγμές.
Μπορούμε άνετα να καταγράψουμε κι έναν καυγά ας πούμε ε;
Έναν καυγά ενός θερμοκέφαλου που πήγε σε συναυλία με το ζωνάρι λυμένο για καυγά.
Με το πρώτο σούσουρο, το record πατήθηκε από κάποιον που φυσικά και δεν είναι σαν κι αυτόν τον υπανάπτυκτο νταή κι η καταγραφή άρχισε.
Της μιας στιγμής.
Μόνο που εδώ, η κάμερα δεν κατέγραψε μόνο τον καυγά.
Είδαμε και μια κυρία που ένιωθε πως θα πάθει έμφραγμα από την ταραχή της, είδαμε κι ανθρώπους που απλά παρακολουθούσαν γιατί έτσι θέλουν βρε αδερφέ, είδαμε κι ένα ζευγάρι που εγκατέλειψε τον χώρο, είδαμε την καταγραφή ενός βίαιου γεγονότος, που γέννησε βία, με τον πιο παράδοξο, ύπουλο και άτιμο τρόπο.
Κι αν ο νταής χρησιμοποίησε τις γροθιές του, τις σπρωξιές του και τις φωνές για να επιβάλλει την άποψή του και που στο τέλος έφυγε κατακόκκινος και ηττημένος, αυτός ο νταής ο υπανάπτυκτος, ο νεάτερνταλ τα έβαλε με έναν και με έναν αναμετρήθηκε.
Ο πολιτισμένος με το κινητό και το record, πατώντας το share, δημοσιοποίησε χωρίς να πάρει άδεια τα πρόσωπα και τις αντιδράσεις δεκάδων ανθρώπων.
Ο νταής χαστούκισε κι έσπρωξε την γυναίκα του που προσπάθησε να τον εμποδίσει.
Ο πολιτισμένος, έσπρωξε αυθαίρετα στην κριτική των πάντων όλους τους μάρτυρες του γεγονότος.
Πατώντας share και ντύνοντάς το με τον φερετζέ της «κοινωνικής αφύπνισης – φτάνει πια» ο νταής έγινε μια θλιβερή μικρή καρικατούρα μπροστά στην βία και την παραβίαση κάθε έννοιας ιδιωτικότητας των θεατών μιας συναυλίας.
Τις προάλλες, ένα plus size μοντέλο, ταξίδεψε με αεροπλάνο.
Την έβαλαν να καθίσει δίπλα σε κάποιον επιβάτη, ο οποίος ένιωσε άβολα και πνιγηρά κι άρχισε να αστειεύεται με τον φίλο του σε ιδιωτικά μηνύματα.
Το μοντέλο, που κατέγραψε και φωτογράφισε κρυφά την ιδιωτική συνομιλία του συνεπιβάτη της με τον φίλο του και έγραψε ένα πύρινο άρθρο, ένα μανιφέστο για το γεγονός, που τεκμηριώθηκε από κρυφή και με δόλο υποκλοπή της, ξεφτιλίζοντας τον συνεπιβάτη της.
Ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα λοιπόν;
Ποιος είναι αυτός που αποφασίζει πως προς χάριν ενός «κοινωνικού μηνύματος» θα δημοσιοποιήσει μια ιδιωτική μου στιγμή, μόνο και μόνο επειδή έτυχε να κάθομαι στην από κάτω κερκίδα από τον νταή;
Ποιος είναι αυτός που θα μου επιβάλλει να μου αρέσει ο μαλάκας μόνο και μόνο επειδή έτυχε ν ανήκει σε μια ευπαθή ομάδα;
Γραπώστε γερά λοιπόν το μόνο κοινωνικό μήνυμα που βγαίνει από κάτι τέτοια.
Ο ταύρος καρφώνει τον ταυρομάχο με τα κέρατα τρελαμένος από τον πόνο.
Το αιμοδιψές κι αδηφάγο κοινό συνήθως την γλιτώνει.
Αυτό δεν σημαίνει πως είναι αθώο,ε;