Ο Σπύρος άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο σκοτεινό σπίτι. Ο Ρούμπι, ο σκύλος του, τον ακολούθησε κι έκατσε ακίνητος να του βγάλει το λουρί. Η ουρά κουνιόταν σαν τρελή, ώρα για φαγητό!
Κρέμασε το λουρί στην κρεμάστρα του χωλ «ναι, πονηρέ, εδώ είναι, το ξέρεις πια ε;». Πήγε στην κουζίνα με τον σκύλο ν’ ακολουθεί χαρούμενος και να βγάζει μικρά, χαρούμενα γαβγίσματα. Όση ώρα ο σκύλος έπινε θορυβωδώς νερό, εκείνος άδειαζε στο γυαλιστερό ανοξείδωτο μπολ τις κροκέτες. Χαμογέλασε, έπινε νερό κι η ουρά δεν σταματούσε. Ο ήχος από τις κροκέτες θα έμοιαζε στ’ αυτιά του σαν την πιο μαγευτική μελωδία!
Μόλις χόρτασε νερό, ο Ρούμπι έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό.
Ωραία.
Ο Σπύρος βγήκε από την πόρτα της κουζίνας και πήγε στην σκεπαστή αποθήκη να φέρει ξύλα για το τζάκι. Ο Οκτώβρης είχε μπει για τα καλά και μπορεί οι μέρες να ήταν γλυκές ακόμη, μα μόλις έπεφτε η νύχτα, έπρεπε να ανάψει το τζάκι. Ήταν μια διαδικασία που αγαπούσε πολύ, μια διαδικασία που του έλειπε το καλοκαίρι. Κι απόψε, ήταν η πρώτη φορά για φέτος που θα το άναβε κι είχε σκοπό να το κάνει τόσο τελετουργικά, σαν εγκαίνια ένα πράγμα.
Έφερε τα ξύλα και τ’ ακούμπησε στο καλάθι δίπλα στο τζάκι. Ο Ρούμπι παρακολουθούσε κάθε του κίνηση με την ουρά να σαλεύει αργά. Ο Σπύρος πηγαινοερχόταν, μπήκε στο μικρό υπνοδωμάτιο να βγάλει τα ρούχα και να φορέσει την φόρμα του, να κλείσει τα παντζούρια, ν’ ανάψει την λάμπα στην γωνία στο σαλόνι, μια λάμπα αντίκα αγαπημένη της, που χάριζε ένα γλυκό φως.
Ο Ρούμπι τον παρακολουθούσε.
Ακίνητος.
Ίσως καταλάβαινε πως οι κινήσεις του Σπύρου ήταν πια εντελώς μηχανικές, πως το μυαλό του ταξίδευε αλλού, ίσως ήξερε πως σκεφτόταν εκείνη, πως πάντα εκείνη την ώρα σκεφτόταν εκείνη, ήταν η ώρα της κι όσο ήταν εδώ, ήταν η ώρα τους.
Πάντα έμενε σιωπηλός ο Ρούμπι αυτήν την ώρα. Ούτε το λαστιχένιο μπαλάκι του έφερνε, ούτε κυνηγούσε φανταστικούς εχθρούς που σχημάτιζαν οι σκιές, ούτε τον ακολουθούσε παντού μέσα στο σπίτι, παρά μόνο καθόταν ακίνητος και παρακολουθούσε τον Σπύρο.
Τον είδε να πηγαίνει στην κουζίνα και να φέρνει δύο ποτήρια. Τ’ ακούμπησε στο τραπέζι, το ένα στην πλευρά της πολυθρόνας και το άλλο στην πλευρά του καναπέ. «Ε; φίλε; Πώς τα βλέπεις; Θ’ ανάψω και το τζάκι να είναι ζεστό το σπίτι, ε;». Ο Ρούμπι κούνησε αργά την ουρά, αλλά δεν πλησίασε. Ο Σπύρος πήγε προς την κουζίνα. Έπρεπε να βρει εκείνα τα μακριά σπίρτα που τα χρησιμοποιούσε για ν’ ανάψει το τζάκι. Το καλοκαίρι κάπου χάθηκαν, ίσως κάπου θα τα έβαλε η γυναίκα που ερχόταν μέρα παράμερα.
Ανοιγόκλεινε τα συρτάρια, μάλλον αφηρημένος, γιατί τα σπίρτα ήταν ήδη πάνω στο περβάζι του παραθύρου, πάνω από τον νεροχύτη, εκεί που έβαζε τους αναπτήρες για το γκαζάκι. Έκλεισε και το τελευταίο συρτάρι και τότε, τα είδε. Το συρτάρι δεν έκλεισε καλά, κάτι το εμπόδιζε, έσπρωξε ξανά, μάταια. Ήταν το συρτάρι αυτό που όλοι έχουμε – το συρτάρι ψυχή όπως το έλεγε εκείνη – «σαν την ψυχή μας, που όλο πετάμε κάτι μέσα που και άχρηστο δεν είναι, αλλά που μόνο χώρο πιάνει».
Το έβγαλε για να δει τι είχε πίσω. Έσκυψε κάτω και με το χέρι τράβηξε κάτι. Ένα μικρό, κόκκινο πουγκάκι, από αυτά των κοσμηματοπωλείων, κόκκινο και βελούδινο, λίγο πιο μεγάλο από την παλάμη του, ζαρωμένο και βρώμικο. Ένιωσε την καρδιά του να κλωτσάει. Το θυμόταν, ήταν το πρώτο δώρο που της είχε κάνει: ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια. Ένα ζευγάρι χρυσούς κρίκους. Κοίταξε το πουγκάκι ξανά. Το έφερε στην μύτη του. Πώς είναι δυνατόν; Είχε την μυρωδιά της.
Πήρε τον αναπτήρα και πήγε στο σαλόνι. Έβαλε τα μικρά ξυλαράκια, το προσάναμμα κι άναψε το τζάκι. Οι φλόγες, αδύναμες στην αρχή, έπαιρναν τα πάνω τους σιγά σιγά, χάριζαν φως και σκιά στο δωμάτιο, μα εκείνος κοιτούσε το πουγκάκι, το έφερνε στην μύτη του, ρούφαγε την μυρωδιά κι απορούσε πώς ένα ξεχασμένο βρώμικο πουγκάκι μπορεί να μύριζε εκείνη.
Κάθισε στην πολυθρόνα.
Εκείνη θα καθόταν στον καναπέ, ν’ άπλωνε τα πόδια της, της άρεσε έτσι.
Ο Ρούμπι ήρθε και κάθισε στα πόδια του.
Ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατά του κι ο Σπύρος τον χάιδευε απαλά πίσω από τα αυτιά, ανάμεσα στα μάτια.
Ο Σπύρος βυθίστηκε σ’ αυτήν την σιωπή, μύριζε το πουγκάκι κι άκουγε τα ξύλα που έτριζαν στο τζάκι. Το χτύπημα στην πόρτα ήταν τόσο σιγανό που στην αρχή νόμιζε πως ήταν από το τζάκι. Μόλις κατάλαβε, χαμογέλασε στον Ρούμπι «ήρθε!» του είπε και πήγε ν’ ανοίξει.
Στεκόταν στην πόρτα.
«Πέρασε, μην στέκεσαι» της είπε. «Σε περίμενα, έτοιμο και το ποτό σου».
Εκείνη, πέρασε μέσα. Πόσο όμορφη ήταν Θεέ μου! Τα μαλλιά της κατάμαυρα και στιλπνά, το δέρμα της αλαβάστρινο, τα μάτια της στο χρώμα του μελιού κι η μυρωδιά της… Αχ αυτή η μυρωδιά της! Μοναδική και αξεπέραστη, τον είχε ποτίσει λες σε κάθε πόρο του δέρματός του, την ένιωθε κι ανατρίχιαζε.
«Ήρθες!» της είπε κι εκείνη τον κοιτούσε.
Κάθισε στην πολυθρόνα και πάλι κι εκείνη όχι, δεν πήγε στον καναπέ ήρθε από πάνω του, έσκυψε από πάνω του κι ένιωσε τα χείλη της δροσερά και απαλά να τον αγγίζουν.
Πόσο του είχε λείψει, πόσο!
Ένιωσε μια γλυκιά αναστάτωση μ’ εκείνο το φευγαλέο φιλί. Άπλωσε τα χέρια του να την αγκαλιάσει, μα εκείνη τραβήχτηκε.
«Γιατί;» την ρώτησε με παράπονο. «Γιατί;».
Ήταν ανεξιχνίαστο το βλέμμα της, μα εκείνος επέμενε.
«Γιατί;»
Εκείνη ξαναέσκυψε κι αυτή την φορά, το φιλί της ήταν πιο θερμό, πιο απαιτητικό, όχι, δεν ήταν απαιτητικό, ήταν σχεδόν άγριο, σίγουρα έντονο μα και άγριο.
Ένιωσε τα χέρια της να τον αγγίζουν παντού, ένιωσε να φουντώνει, του είχε λείψει τόσο πολύ όλον αυτόν τον καιρό. Τον ξανακοίταξε βαθιά στα μάτια αυτήν την φορά.
Εκείνος αμήχανα της είπε «Κοίτα τι βρήκα…» της έδειξε το πουγκάκι.
«Θυμάσαι αγάπη μου; Στα είχα πάρει στα πρώτα σου γενέθλια. Θυμάσαι τι μου είπες; «Δύο κρίκοι για τα αυτιά! Δύο κρίκοι για τ’ αυτιά κι όχι για τα δάκτυλα, ε; Πώς να το πάρω τώρα αυτό;». Και σκάσαμε στα γέλια, θυμάσαι; Κοίτα το πουγκάκι, μύρισε! Μυρίζει το άρωμά σου. Ανυπομονούσα να στο δείξω, πεταμένο στο συρτάρι το βρήκα». Τον κοιτούσε και δεν μιλούσε. Άπλωσε το χέρι της να πάρει το πουγκάκι.
Μόλις το ακούμπησε εκείνο το κόκκινο, βρώμικο πουγκάκι έγινε αίμα, κόκκινο, λαμπερό και πεντακάθαρο, αίμα που γέμισε τα δάχτυλα του Σπύρου, όχι τα δικά της.
Ο Σπύρος κοιτούσε τώρα το χέρι του, έκπληκτος, άναυδος, κοιτούσε εκείνη που τον κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα όχι ανεξιχνίαστο πια, μα ένα βλέμμα άγριο, ένα βλέμμα γεμάτο μίσος. Ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει. Ένιωσε δάκρυα καυτά να κυλούν στα μάγουλά του, ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό.
«Αχ αγάπη μου, πώς θα με συγχωρέσεις; Πότε θα με συγχωρέσεις πια;»
Κοιτούσε το αίμα, το ένιωσε ν’ απλώνεται παντού στο σώμα του. Προσπάθησε να το σκουπίσει, το έτριβε με το πουγκάκι κι εκείνο όλο και απλωνόταν τον έβαφε κόκκινο, άλικο.
«Συγχώρα με αγάπη μου, συγχώρα με! Τρόμαξα μόλις μου μίλησες για την εγκυμοσύνη, δεν ήταν στα σχέδιά μας, έτσι δεν είναι; Θυμάσαι; Κι εσύ ταράχτηκες μόλις το διαπίστωσες. Νέοι είμαστε, θα έρχονταν κι άλλα παιδιά, ήταν τόσο ξαφνικό! Κι ήταν ο καλύτερος γιατρός αυτός, κανένα πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Όσα παιδιά θέλαμε θα κάναμε, μας είχε διαβεβαιώσει, θυμάσαι; Μα ποιος να φανταζόταν αυτήν την εξέλιξη,ε; Ποιος να φανταζόταν αυτό το πράγμα; Συγχώρα με μωρό μου, δεν ζω χωρίς εσένα, σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με. Μόνο μαζί σου θέλω να είμαι, δεν ζω πια, δεν ζω χωρίς εσένα…».
Τώρα έκλαιγε γοερά. Τώρα ήθελε να της φωνάξει, να της μιλήσει, μα η φωνή του πνιγόταν, δεν έβγαινε. Ήθελε να της τα πει όλα αυτά που γέμιζαν το μυαλό του, όλα αυτά που έπνιγαν την ψυχή του μα η φωνή δεν έβγαινε.
Εκείνη τον κοίταξε σιωπηλή. Έκλαιγε κι εκείνη, τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της στραφτάλιζαν στο φως του τζακιού, σήκωσε το χέρι του να της τα σκουπίσει, μα ήταν πασαλειμμένο με αίματα, το τράβηξε πίσω ντροπιασμένος.
Εκείνη σκούπισε τα δάκρυά της με την ανάστροφη του χεριού της. Έσκυψε ξανά πάνω του.
«Πες μου πως με συγχώρεσες και πως με θέλεις κοντά σου. Μόνο αυτό πες μου. Μόνο αυτό περιμένω πια. Ε; Με θέλεις; Με συγχώρεσες;»
Εκείνη του χαμογέλασε. Ναι, του χαμογέλασε γλυκά. Το είδε, ήταν σίγουρος.
«Με θες αγάπη μου; Με θες! Πόσο ευτυχισμένο με κάνεις, πόσο χαρούμενο να ‘ξερες!»
Ένιωσε ανάλαφρος, ήταν ευτυχισμένος, η γυναίκα του, η ζωή του η ίδια του χαμογέλασε, τον συγχώρεσε επιτέλους, τον θέλει κοντά της!
Η γυναίκα που ερχόταν μέρα παρά μέρα, τον βρήκε το άλλο πρωί εκεί στην πολυθρόνα ξυλιασμένο, νεκρό από αλκοόλ και χάπια και τον Ρούμπι να κλαίει σιγανά στα πόδια του.
Το μικρό κόκκινο πουγκάκι ήταν πεσμένο ακριβώς κάτω από το χέρι του και στο τραπέζι υπήρχαν δύο ποτήρια, αλλά καθόλου ξένα δακτυλικά αποτυπώματα.
Όλοι θρήνησαν τον χαμό του, αν και βαθιά μέσα τους ήξεραν πως ποτέ δεν ξεπέρασε τον θάνατο της γυναίκας του από ανακοπή στην διάρκεια μιας έκτρωσης τρία χρόνια πριν. Ήταν θέμα χρόνου να πέσει η αυλαία.
Μάτα Βισβίκη