Ξεχνάω. Τώρα τελευταία, όλο ξεχνάω. Με φοβίζει αυτό. Δεν ξέρω αν έζησα όσα έζησα ή αν ήταν αποκυήματα της φαντασίας μου. Προσπαθώ να θυμηθώ πρόσωπα, καταστάσεις, εποχές, μα μου είναι αδύνατο. Μόνο ασύνδετες σκηνές υπάρχουν και σκόρπιες, μέσα στο χρόνο, στιγμές. Όπως εκείνο το βράδυ που καθόμασταν με την Εύα στον λόφο κι αγναντεύαμε την άδεια λεωφόρο κάτω απ’ τα πόδια μας. Αφηγούμασταν ιστορίες γι αγρίους εκείνο το βράδυ, παραμύθια που έχω πια ξεχάσει. Στιγμές είναι όλα. Ένα πράσινο μπουκάλι να εκσφενδονίζεται στον αέρα και να σκάει μακριά, να κομματιάζεται, να σπαράζει μέσα στο ουρλιαχτό του σεπτεμβριανού αέρα.
Βιώναμε μια αναπόφευκτη ντεκαντάντσια εκείνο το διάστημα. Εμένα με στοίχειωναν οι αναμνήσεις μου· έτσι έλεγα. Μου πήρε χρόνια για να καταλάβω ότι δεν είχα πρόβλημα με τις θύμησες, μα με τα όνειρα. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια και τα παλαβά όνειρα που πάλεψα για να υλοποιήσω, προσπαθώντας, ταυτόχρονα, να συνυπάρξω μέσα στον σκληρό κόσμο, που ‘χει χάσει κάθε ίχνος λογικής κι αξιοπρέπειας. Ήταν που ‘ρθαν όλα νωρίς, πολύ νωρίς για να ανταπεξέλθω. Ήταν που ‘ρθαν όλα στραβά, πολύ στραβά για να βρω το κουράγιο να τ’ αλλάξω. Ήταν οι συζητήσεις και τα αδειάσματα. «Να βγούμε, να μιλήσουμε, να τα πούμε, να…» λέγαμε τότε, μα δεν γινόταν τίποτα. Δεν είχαμε βρει τον ακρογωνιαίο λίθο της πραγματικότητας, παραμέναμε παιδιά, παραμέναμε τυφλοί, παραμέναμε απροσάρμοστοι. Ήμασταν οι αιώνιοι έφηβοι, εκείνοι που μια ζωή και σήμερα θα έπρεπε να μάθουμε απ’ την αρχή κάτι. Ανακαλύπταμε κάθε βράδυ τον τροχό και το πρωί το ‘χαμε ξεχάσει, μιας και το αλκοόλ είχε σβήσει κάθε μας ανάμνηση απ’ τον χαμό που δημιουργούσαμε. Δικλείδες ασφαλείας.
Ύστερα, εκεί που έλεγες πως δεν θα μπορούσε να στραβώσει κι άλλο η ζωή, να που εκείνη το κατάφερνε και στο έτριβε στην μάπα. Πανικός. Όλη η ζωή ένας συγκαλυμμένος πανικός. Αυτός ο πανικός που σ’ ακολουθεί από παιδί, γέννημα των όσων προσπάθησαν να σου επιβάλλουν, καρπός εκείνων που φύτεψες στην ψυχή σου. Στην αρχή ήταν η άρνηση εξωτερίκευσης συναισθημάτων και λέξεων. Κάπου ήρθε και το τραύλισμα. Το σφίξιμο στο στομάχι και το στήθος. Ο πόνος. Ο ανυπόφορος συναισθηματικός πόνος, που όσο κι αν έψαχνα διέξοδο, τόσο έπεφτα μπροστά σε ημίμετρα. Να μουδιάζω το μυαλό ήθελα και το κατάφερνα, όπως, όσο κι όποτε μπορούσα. Κύλησα χάμω κι αρνήθηκα να σηκωθώ. Ακόμη και τώρα, υπάρχουν στιγμές που το αρνούμαι. Μου τελείωσε το κουράγιο κι έχασα την αρετή της υπομονής.
Δεν μπορώ να θυμηθώ ποιο ήταν το ακριβές σημείο στο χρόνο που ξεκίνησε όλο αυτό. Νομίζω πως η συνειδητοποίηση του πανικού ήρθε κάποιο απόγευμα που κοίταζα τον τοίχο μιας τουαλέτας· τότε ήμουν στον στρατό. Ένα καραβάκι ζωγραφισμένο με κάποιο φτηνό στυλό, με κοίταζε παράταιρα. «Εδώ οι μέρες μας περνάν σαν παλιά, αργοκίνητα καράβια» έγραφε ανορθόγραφα, με κεφαλαία γράμματα, ο επίδοξος καλλιτέχνης κάτω απ’ το δημιούργημά του. Θυμάμαι να βγαίνω έξω, να παραχώνω το κωλόχαρτο στην τσέπη της παραλλαγής και να αγναντεύω προς το τάγμα. Μιλιούνια ήταν τα φαντάρια· πράσινα ανθρωπάκια, κοντοκουρεμένα, μια κοψιά όλοι, ξεχασμένοι απ’ τον θεό τους σε κάποια γωνιά του κόσμου. Δεν περνούσανε οι μέρες μας, έτσι πιστεύαμε.
Τότε κατάλαβα το αναπόφευκτο του θανάτου και την ροή του χρόνου. Δεν ξέρω πια ποιο απ’ τα δύο ήρθε πρώτο. Συνειδητοποίησα ότι θα πεθάνω και το μυαλό μου βάλθηκε να με πεθάνει πριν την ώρα μου. Είχα από χρόνια σταματήσει να κάνω καλαμπούρι. Αντί να δω τα πράγματα αλλιώς, να παλέψω για να πετύχω τα όσα θέλω μέχρι την στιγμή της φυγής μου από αυτόν τον μάταιο κόσμο, εγώ κλειδώθηκα μέσα σε μια μικρή γωνιά και περίμενα καρτερικά την τελευταία μου στιγμή. Άρχισα να φοβάμαι τον θάνατο και κατ’ επέκταση εμένα. Άρχισα να φοβάμαι την οικογένεια, τους δεσμούς, τους φίλους, τους γνωστούς, τον κόσμο στο δρόμο που ούτε μ’ ήξερε, ούτε τους γνώριζα. Έπρεπε να τα κάνω όλα σωστά, έπρεπε να θυμάμαι τα πάντα, έπρεπε να μην κάνω λάθη, έπρεπε να ‘μαι κάτι μεταξύ υπεράνθρωπου και θεού. Δεν ξέρω γιατί. Ποτέ δεν το κατάλαβα. Όμως κατάλαβα γιατί είχα ανάγκη να σέρνω το κουφάρι μου προς το σπίτι, κάτι χαράματα που δεν έβρισκα αγαλλίαση πουθενά.
Το κάθε κλειστό λούκι μ’ οδηγούσε σ’ ακόμη ένα, χειρότερο, βαθύτερο, στενότερο. Μέχρι που κατέβασα ασφάλειες και κλείστηκα μέσα σ’ ένα σκοτεινό νου, προσπαθώντας, ταυτόχρονα, να ζήσω και να πεθάνω. Δεν μπορώ πια να μετρήσω τις μέρες που αρνήθηκα να ζήσω και τα βράδια που δεν ήθελα να πεθάνω. Δεν μπορώ να θυμηθώ τις στιγμές που είχα κρυμμένο το μαχαίρι κάπου κοντά, για να μην χρειαστεί να το ψάξω αν ένιωθα την ανάγκη να φύγω. Δεν μπορώ να καταλάβω τις αντιφάσεις και τον φόβο, ίσως και να φοβάμαι να κοιτάζω πίσω στα μονοπάτια που βάδισα, για να φτάσω στο σήμερα. Ξέρω ότι, ακόμη και τώρα, υπάρχουν στιγμές που παραπαίω, που καταρρέω, που έχω ανάγκη κάποιον να με σηκώσει μέσα απ’ τα σκατά που καταφέρνω να κυλίσω τον εαυτό μου. Ξέρω γιατί το κάνω, μα δεν έχει έρθει ακόμη η στιγμή να το ψιθυρίσω στον εαυτό μου, για να το αλλάξει. Ναι, ίσως και να βρίσκω κάποια αρρωστημένη ευχαρίστηση στο να ξυλοφορτώνω το εγώ μου, κάθε φορά που γίνεται κάτι το οποίο δεν μπορώ να αντέξω. Γαμημένοι συμβιβασμοί· ποτέ δεν τους πήγα και πάντοτε τους έκανα, μέχρι που κατάντησα ασυμβίβαστος και τσακιζόμουν κάθε φορά που πλήγωνα κάποιον επειδή δεν έκανα πίσω. Μονόδρομος. Σαν τη ζωή και το θάνατο. Μονόδρομος. Σαν το ρυπαρό ποτάμι που λέγεται χρόνος.
Κάποια στιγμή ξύπνησα. Μη με ρωτήσεις πότε, ούτε και θέλω να θυμάμαι. Έπρεπε να βάλω φωτιά στη ζωή μου, να φτάσω στα όριά μου, να τα ξεπεράσω, να συρθώ σαν σκουλήκι στις λάσπες, να κυλιστώ στις στάχτες όσων κατάφερνα, κατά καιρούς, να αποτεφρώσω στο πέρασμά μου. Είχα φύγει απ’ το διαμέρισμα και βάδιζα στην Ελπίδος, δίπλα απ’ τις γραμμές· πόσες φορές, ρε, την είχαμε κάνει την διαδρομή; Έφτασα στα σφαγεία με τα πόδια. Χιλιόμετρα και χιλιόμετρα, πεζός, χαμένος μέσα στην καταχνιά που μετατρεπόταν, σιγά – σιγά, σε πυκνή ομίχλη. Τότε έτρεμα ακόμη. Έτρεμα μέχρι κι εκείνον που ‘βλεπα στον καθρέφτη. Προσπαθούσα να επιβληθώ ξανά στο μυαλό μου, μα είχα κάνει τόσο μεγάλο αγώνα την πρώτη φορά, που την δεύτερη μου φάνταζε βουνό. Από παιδί, ακόμη, προσπαθούσα. Να είμαι σωστός, κύριος, δίκαιος, σοφός, αλάθητος, αλώβητος… Να γίνω όσα κατάφερα να μισήσω. Να μην φαίνονται οι αδυναμίες μου, να μην πονάω, να δείχνω χαρούμενος κι ευτυχισμένος, σώνει και καλά αναίσθητος και συνάμα να κρύβομαι. Να κρύβομαι απ’ το ίδιο μου το είδωλο, εκείνο που ράγισε, που έσπασε, που θρυμματίστηκε κι έπειτα σκορπίστηκε σαν τέφρα νεκρού στον αέρα της βρωμερής πόλης.
Το είναι μας καθορίζεται από τα βιώματά μας. Είναι εκείνες οι σκηνές που καταχωνιάσαμε μέσα στο νου μας και τις αφήσαμε να χαθούν μέσα στη λήθη των χρόνων. Φοβάμαι να κάνω οικογένεια, αν και θέλω, γιατί δεν ξέρω αν θα μπορέσω να ανταποκριθώ στις προσδοκίες των παιδιών μου. Τρέμω στην ιδέα ότι θα γίνω σαν τους γονείς μου, που ποτέ δεν ανταποκρίθηκαν στις δικές μου προσδοκίες. Αργοπεθαίνω κάθε φορά που σκέφτομαι ότι τα παιδιά μου θα βαδίσουν τους ίδιους, με εμένα, δρόμους.
Να ‘σαι μικρός, λέει, μικρός και άμαθος και να προσπαθείς να κρατήσεις στα χέρια σου τεράστια όπλα για να χτυπήσεις εκείνους που σε πονάνε. Είν’ ευκολότερο, για κάποιους, να στρέψουν το κουμπούρι στον δικό τους κρόταφο, παρά να πυροβολήσουν κάποιο άλλο άτομο. Μαθαίνεις, με τα χρόνια, να ‘σαι σωστός, να μην ρίχνεις πισώπλατες μαχαιριές, να ‘σαι άντρας μ’ αρχίδια και να χτυπάς κατά μέτωπο. Κι ύστερα… Ύστερα βλέπεις εκείνους που σε δίδαξαν, να κάνουν όλα όσα σου απαγόρευσαν να κάνεις. Χάνεται η πίστη σου στο άτομο, στην φιγούρα, στον άνθρωπο. Κι όμως, εσύ, παραμένεις πεισματικά προσκολλημένος στις ιδανικές τους διδαχές. Να θεωρείς ότι πρέπει να ντρέπεσαι για ό,τι κι αν έγινες, μην μπορώντας να καταλάβεις και να αποδεχτείς ότι αυτός που είσαι, δεν είναι ένα καθαρά δικό σου κατασκεύασμα. Δίνεις και παίρνεις χαρακτήρα. Δίνεις και παίρνεις ψυχή. Δίνεις και παίρνεις βιώματα. Ζεις μόνος μέσα στο χάος και επιλέγεις να εγκλωβιστείς στην βασανιστική μοναχικότητα, να βαυκαλιστείς ότι θα έπρεπε να είσαι εκείνος που σου επέβαλλαν οι άνθρωποι, τα περιβάλλοντα κι οι νόρμες.
Κι έτσι, σαν χαζό παιδί, σαν μικρό παιδί, σαν αιώνιος έφηβος που θεωρούσε τον εαυτό του επαναστάτη· μα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα φοβισμένο ανδρείκελο· αρκείσαι στο να φυλακίσεις εκείνο το, εν μέρει, προδιαγεγραμμένο είναι, σ’ έναν ιδανικό κόσμο που απέχει παρασάγγας από την πραγματικότητα. Κοίταξέ τους. Κάθισε εδώ και κοίταξέ τους. Θεωρείς ότι πιστεύουν κι ότι υπακούουν σ’ όσα διδάσκουν στα παιδιά τους; Όχι. Προσπαθούν να τα εγκλωβίσουν, για να μην κάνουν τα δικά τους λάθη, τους κόβουν τα φτερά, τα πόδια, τα χέρια, τα συναισθήματα, ακόμη και το μυαλό, για να διαιωνίσουν αυτό το σύστημα τυφλής υποταγής σ’ αξίες που δεν ακολουθεί κανένας. Κανένας, παλιόφιλε. Ζούμε σ’ έναν κόσμο που το ανήθικο, το παράνομο, το παράλογο, το λάθος, μετατρέπονται αυτόματα σε κάτι κοινώς αποδεκτό, όταν καταφέρουμε να το πλασάρουμε όπως θα έπρεπε κι όχι όπως έχει.
Προσπαθώ να μου ξεφύγω… Προσπαθώ να ξεφύγω απ’ το κομμάτι που έχτισαν οι δικοί μου, μέσα μου. Είναι δύσκολο, το ξέρω, τώρα το ξέρω, τώρα το βλέπω. Μου πήρε χρόνια κι ακόμη το παλεύω. Ακόμη παλεύω με το σφίξιμο στο στήθος, με το μούδιασμα, με την ψευδαίσθηση του διαρκούς θανάτου που δεν έρχεται ποτέ, με τον φόβο ότι θα χτυπήσω κάποιον, με τον φόβο ότι θα με τσακίσουν σωματικά και ψυχολογικά. Καθημερινά μονομαχώ με τα νεύρα μου, με το σώμα μου, με την αντίληψή μου και το μυαλό μου. Δεν μπορώ να ξέρω πια αν είναι λάθος ή σωστό, αν πρέπει να γυρίσω πίσω στο παιδί που ήμουν κάποτε, ή αν πρέπει να ενηλικιωθώ, έστω και τώρα που γέρασα και το αποδέχτηκα. Δεν ξέρω τι θα μου φέρει το αύριο, ούτε ξέρω αν τα όνειρά που έκανα σαν παιδί θα εκπληρωθούν. Προσπαθώ να αλλάξω προοπτική, να φτιάξω νέα όνειρα, να παραμερίσω τις φοβίες, να καταφέρω να κοιμηθώ κάτω από ένα νέο ουρανό, μακριά απ’ τον παλιό, βρωμερό κι ανταριασμένο, που φοβόμουν τόσα χρόνια.
Γιατί στα λέω; Δεν ξέρω. Ίσως και να το κάνω επειδή γινόμαστε πατεράδες. Εγώ για πρώτη φορά, εσύ για δεύτερη. Το φοβάμαι, παλιόφιλε. Το φοβάμαι και το τρέμω, όπως κάποτε έτρεμα το να περπατήσω μόνος στο δρόμο. Γυρνάνε στο μυαλό μου οι ενδοιασμοί, κάθε μέρα γυρνάνε, μα δεν μπορώ να κάνω πίσω πια. Τζογάρω, όσο κι αν δεν το γουστάρω. Τζογάρω γιατί άλλαξα κι έμαθα, με τον πλέον σκληρό τρόπο, πως ο κόσμος δεν είναι φτιαγμένος όπως μας έμαθαν όταν ήμασταν παιδιά. Θυμάσαι τι σου ‘χα πει κάποτε; Ο κόσμος, παλιόφιλε, είναι μικρός, κακός και ηλίθιος. Κι εσύ, τότε, στα χαμένα, χωμένος μέσα στα δικά σου λούκια, είχες πει ότι ο κόσμος είναι ρόδινος και συνάμα ακάνθινος. Πρέπει να ξέρεις από πού να τον πιάσεις για να μην πονέσεις, μα όσο κι αν μάθεις, όση πείρα κι αν έχεις, όσο κι αν έχεις ζήσει, πάντοτε θα βρίσκεται κάποιο ξέμπαρκο αγκάθι για να σε τρυπήσει.
Συνειδητοποιείς. Είναι παλαβό αυτό που θα σου πω, αλλά οι δικές μου συνειδητοποιήσεις ήρθαν σε μια δικιά σας επίσκεψη. Τότε που μάλωσες την μικρή σου γιατί έτρεξε κατ’ ευθείαν στο πιάνο. Εκείνο το βράδυ που ‘χα κλειδωθεί στο γραφείο μου κι ήρθατε άρον – άρον για να με συνεφέρετε στην πραγματικότητα. Κοίταζα την πιτσιρίκα που ‘παιζε εκείνες τις μελαγχολικές μελωδίες και σκεφτόμουν ότι της ενστάλαξες κομμάτια του δικού σου χαρακτήρα. Είμαι πια σίγουρος ότι σε δέκα χρόνια θα ξενυχτάει τα βράδια, μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα, χαμένη μέσα στις παρτιτούρες της, κατά προτίμηση στο τραπέζι της κουζίνας· να, σαν τον πατέρα της· μ’ ένα γεμάτο τασάκι κι ένα άδειο μπουκάλι βότκα και θα παλεύει με τον εαυτό της για να βγει από τα δικά της λούκια, με τον δικό της τρόπο. Θα της χτυπάνε οι γείτονες την πόρτα και θα απαντάει «συρ’ γαμίσ’ ‘ε, γιατί εγώ κάνω τέχνη». Μια ακόμη παράταιρη κοπέλα, σε μια παλαβή εποχή, που καταβροχθίζει οτιδήποτε δεν συμβαδίζει, φαινομενικά, μαζί της.
Φοβάμαι γιατί δεν ξέρω πού θα είμαι σε είκοσι χρόνια, γιατί δεν ξέρω αν θα τα έχω καταφέρει, γιατί δεν ξέρω αν θα έχω περάσει στα παιδιά μου, όλα εκείνα τα επώδυνα που πέρασαν οι γονείς μου σε εμένα. Φοβάμαι γιατί ζω σε μια κοινωνία ηλιθίων. Ζούμε ανάμεσα σε άτομα που θεωρούν τον έρωτα, ντροπή κι ύστερα σου ζητάνε εγγόνια. Φοβάμαι τους ηλίθιους που παίρνουν στα χέρια το κουμπούρι, γιατί τους μαγάρισες την κόρη κι ύστερα σου επιβάλλουν να την μαγαρίσεις, για να δουν εγγόνι, για να μεγαλώσουν το παιδί που δεν κατάφεραν, στα νιάτα τους, να μεγαλώσουν. Φοβάμαι εκείνους που δεν βγάζουν φλας στο φανάρι, φοβάμαι γιατί δεν υπάρχει καμία απολύτως λογική στον κόσμο.
Φοβάμαι και λέω ότι θα τα καταφέρω. Είναι στιγμές που νιώθω ότι μου λέω ψέματα κι άλλες που πιστεύω ότι μου δίνω κουράγιο. Περίεργη είναι η φάση κι ακόμη πιο παράξενα τα συναισθήματά μου. Ίσως και να φταίνε τα τριάντα φεύγα, ίσως και να φταίει που ‘χω ξεχάσει πώς ήμουν σαν παιδί, ίσως και να με πονάει που αυτοί που αγάπησα έφυγαν από κοντά μου πολύ νωρίς. Μπορεί να φταίνε όλα. Ενδέχεται να φταίει κι αυτός ο μονόλογος. Δεν ξέρω πια.
Φοβάμαι, παλιόφιλε, ότι ξαπλώσαμε κάτω από έναν νέο κι αχαρτογράφητο ουρανό κι όσο κι αν προσπαθούμε να βρούμε τα μονοπάτια που χάσαμε, τόσο δεν θα τα καταφέρνουμε και θα παραμένουμε φοβισμένοι και χαμένοι.