“Ουρανίτσα μου τα σουτζουκάκια σου ήταν μούρλια, μάνα μου.” Μόλις είχαν τελειώσει το μεσημεριανό τους και ήδη είχε πάρει την θέση της στον νεροχύτη. Εκείνος έτριβε ευχαριστημένος την κοιλιά του και το ρέψιμο του ήταν τόσο δυνατό που τα παιδιά γελούσαν δυνατά. “Θαύματα κάνεις με τα χέρια σου όταν θες” της είπε και την χούφτωσε με τα λερωμένα χέρια του όπως ήταν γυρισμένη πλένοντας πιάτα. “Ρε Θανάση όχι μπροστά στα παιδιά σου έχω πει!” Τα παιδιά ήδη γελούσαν ακόμα μια φορά με τα άνοστα αστεία του πατέρα τους.
Αυτή ήταν η καθημερινότητα της εδώ και 8 χρόνια. Από τότε που ο Θανάσης της ζήτησε να γίνει γυναίκα του. Μεγαλωμένη σε μια μικρή επαρχιακή πόλη με αρκετούς περιορισμούς από τον αυστηρό πατέρα της, ο Θανάσης ήταν το εισιτήριο της για μια νέα ζωή. Στην ίδια γειτονιά μεγάλωσαν και την είχε βάλει στο μάτι από μικρή. Ήταν αρκετά όμορφη με υπέροχες καμπύλες και είχε τρελάνει όλα τα αγόρια της γειτονιάς. Το γεγονός ότι δεν την είχε πλησιάσει κάνεις στα μάτια τους φάνταζε ακόμα πιο προκλητική. Ήταν η φαντασίωση όλων. Ο πατέρας επιστάτης στο σχολείο, ακοίμητος φρουρός για οποίον την πλησίαζε. Ούτε τα κορίτσια την πλησίαζαν αφενός γιατί την ζήλευαν και αφετέρου δεν την άφηνε σε χλωρό κλαρί ούτε στα διάλειμμα ο πατέρας της.
Ένα στοίχημα που κέρδισε ήταν για τον Θανάση που φεύγοντας για την Αθήνα, ορκίστηκε πως θα την πάρει μαζί του. Το είχε δηλώσει σε όλους και δεν άργησε να το κάνει. Όταν τακτοποιήθηκε από δουλειά και σπίτι, πήγε και την ζήτησε. Για καλή του τύχη ο πατέρας της δεν έφερε καμία αντίρρηση. Αφού πρώτα τον διαβεβαίωσε η ίδια ότι δεν είχε ιδέα για την κίνηση του Θανάση. Ουδέποτε είχαν ανταλλάξει κουβέντα μόνοι τους, τον γνώριζε όπως όλα τα παιδιά της γειτονιάς.
Η Ουράνια μέχρι τον γάμο έμεινε στο πατρικό της με ελάχιστες συναντήσεις μόνη της με τον Θανάση. Πάντα με την συνοδεία των δικών τους ή κάποιων φίλων. Ένα φιλί είχε προλάβει μόνο να κλέψει ο Θανάσης και να ακουμπήσει το σφιχτό της στήθος που έκαναν τον ανδρισμό του να εκραγεί μέσα στο παντελόνι.
Την μέρα του γάμου όταν η νύφη έφτασε στην εκκλησία κόλασε τους πάντες. Το υπέροχο αλαβάστρινο στήθος που ξεχείλιζε από το μπούστο της έκοβε την ανάσα. Ο Θανάσης την ώρα του μυστηρίου είχε ιδρώσει προσπαθώντας να κρατηθεί για να μην εκσπερματώσει. Ο πόθος του είχε χτυπήσει κόκκινο. Ούτε θυμόταν τίποτα από γλέντι μέτραγε μόνο τις ώρες για να βρεθεί μόνος μαζί της.
Όταν επιτέλους βρέθηκαν μόνοι τους στην σουίτα τους, σαν λυσσασμένος σκύλος όρμησε πάνω της για να χορτάσει την πείνα του. Η Ουράνια τρόμαξε και πόνεσε πολύ εκείνο το βράδυ. Αν ο έρωτας ήταν έτσι δεν θα ήθελε να τον ξανά νιώσει. Την επόμενη μέρα κιόλας ταξίδεψαν για την Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στο σπίτι του Θανάση. Τα βράδια που ακολούθησαν στην κρεβατοκάμαρα τους ήταν το ίδιο επώδυνα και βίαια και σιγά σιγά η Ουράνια άρχιζε να παγώνει μέσα της. Πλέον δεν πονούσε τόσο αλλά η ίδια την ώρα της πράξης ήταν κενή. Μια κέρινη κούκλα που άνοιγε τα πόδια της μόνο για να σβήσει την κάψα και τον πόθο του Θανάση που μετά έπεφτε ξερός δίπλα της και ροχάλιζε.
Γρήγορα ήρθε το πρώτο παιδί και ευτυχώς σε όλη την διάρκεια της εγκυμοσύνης ο Θανάσης δεν την ενόχλησε καθόλου. Ο ίδιος πλέον είχε αρχίσει να ψάχνει σε άλλες αγκαλιές τον έρωτα. Μπορεί η Ουράνια να ήταν πανέμορφη, αλλά στο κρεβάτι ήταν σκέτη παγοκολόνα. Μετά το δεύτερο παιδί, ο Θανάσης άρχισε να λείπει τα βραδιά. Πήρε την δεύτερη βάρδια στο ξενοδοχείο που δούλευε και γυρνούσε σπίτι τα ξημερώματα. Κοιμόταν μέχρι το μεσημέρι και το απόγευμα εξαφανιζόταν. Η Ουράνια μεγάλωνε τα παιδιά και είχε αναλάβει τα πάντα μέσα στο σπίτι. Ψώνια, λογαριασμούς, δουλειές και μαγείρεμα. Φίλες δεν είχε, μόνο κάποιες γνωστές. Δυο τρεις μαμάδες στο σχολείο και δυο γειτόνισσες που αντάλλασσαν μερικές κουβέντες.
Όλα έμελλε να αλλάξουν από την στιγμή που ο καινούριος γείτονας της χτύπησε το κουδούνι για να δανειστεί ζάχαρη. Ένας μελαχρινός υπέροχος άντρας στεκόταν στο κατώφλι της πόρτας της και της χαμογελούσε. Ένιωσε τα μάγουλα της να καίγονται όταν της έτεινε το χέρι για να συστηθούν. Έδωσε ένα δεύτερο βαζάκι με ζάχαρη που είχε και του είπε να το κρατήσει. Από εκείνη την ώρα η μορφή του στοίχειωσε το μυαλό της. Όλη την ώρα αφουγκραζόταν το ταβάνι να ακούει τα βήματα του. Τον έψαχνε στα δωμάτια και προσπαθούσε να φανταστεί τι μπορεί να κάνει. Το μαρτύριο της όμως ήταν τα βράδια που οι γυναίκες εναλλάσσονταν καθημερινά και άκουγε τα βογκητά ηδονής που τους πρόσφερε ο Πάρης.
Ένα βράδυ μέσα στην μπανιέρα της με ανοιχτό το παράθυρο του φωταγωγού άκουγε τα πάντα από τους δυο εραστές. Προφανώς είχαν βρεθεί στο μπάνιο και έκαναν έρωτα με τις κραυγές τους να γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Η Ουράνια ένιωθε κάτι περίεργο ανάμεσα στα πόδια της. Ένα γαργάλημα που δεν είχε ξανάνιώσει. Κατέβασε το χέρι της εκεί και χωρίς να το καταλάβει άρχισε να χαϊδεύεται. Οι κινήσεις της αρχικά ήταν αργές και εξερευνητικές, στην συνέχεια όμως έγιναν πιο έντονες και ακολουθώντας τα βογγητά που άκουγε από πάνω, πιο έντονα και πιο έντονα. Η κορύφωση που ένιωσε ήταν πρωτόγνωρη δεν πίστευε αυτό που της συνέβαινε. Όλο της το σώμα έκαιγε και χρειάστηκε να ανοίξει το κρύο νερό για να συνέλθει. Τα βραδιά της πλέον είχαν άλλο νόημα. Όταν τα παιδιά έπεφταν για ύπνο ξάπλωνε στο κρεβάτι της και ανακάλυπτε όσα τόσα χρόνια δεν είχε ανακαλύψει. Σε μια συνεύρεση της με τον Θανάση προσπάθησε κιόλας να τον κατευθύνει αλλά μάταια. Δεν το τόλμησε ξανά και αρκέστηκε στις δικές της προσωπικές στιγμές ευχαρίστησης. Πάντα την ώρα της κορύφωσης στο μυαλό της είχε το πρόσωπο του Πάρη. Κάποια μέρα γυρνώντας από το σχολείο τον συνάντησε την ώρα που έβγαινε από την πολυκατοικία. Τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να προσέχει την εμφάνιση της και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από το έμπειρο μάτι του.
“Ακόμα δεν σε έχω ευχαριστήσει για την ζάχαρη, τι θα έλεγες να πίναμε έναν καφέ;”
Η πρόταση του την βρήκε απροετοίμαστη και χωρίς να το πολύ σκεφτεί απάντησε θετικά. Την ίδια στιγμή που το ξεστόμισε το ναι, το είχε μετανιώσει. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή και νόμιζε πως θα καταρρεύσει, αλλά όλα πήγαν καλά. Στο πρώτο τέταρτο είχε χαλαρώσει τόσο μαζί του και γέλαγε σαν κοριτσάκι. Αυτός διασκέδαζε τόσο με την αφέλεια της αλλά παράλληλα τον γοήτευε κιόλας. Ένα τηλεφώνημα από το σχολείο για τον γιο της που χτύπησε, την τάραξε πραγματικά. Ο Πάρης προσφέρθηκε να την μεταφέρει στο νοσοκομείο ενώ εκείνη προσπαθούσε να βρει τον Θανάση στο κινητό ο οποίος δεν απαντούσε. Του ζήτησε να σταματήσουν στο ξενοδοχείο που δούλευε ο Θανάσης μιας και ήταν στο δρόμο για το νοσοκομείο. Μόλις μπήκε στο ξενοδοχείο τον είδε να βγαίνει από ένα δωμάτιο αγκαλιά με μια γυναίκα. Δεν έκατσε λεπτό εκεί μέσα έτρεξε γρήγορα έξω με τον Θανάση να τρέχει ξοπίσω της.
Το ξημέρωμα την βρήκε στο προσκέφαλο του γιου της. Τέσσερα ράμματα στο κεφάλι και προληπτικά τον κράτησαν για τυχόν διάσειση Ο Θανάσης έξω στο διάδρομο του νοσοκομείου έκοβε βόλτες προβληματισμένος. Βγήκε και τον είδε, το μόνο που τον ρώτησε αν είναι καλά η κόρη τους και με ποιόν έμεινε στο σπίτι. “Ήρθε η μάνα μου αμέσως μόλις της τηλεφώνησα. Ουράνια θα με συγχωρέσεις;”
“Ο μικρός είναι καλά Θανάση, αυτό είναι το μόνο που θα πρέπει να σε απασχολεί. Όταν επιστρέψει η μάνα σου να πάρει και τα παιδιά μαζί της. Δεν θέλω να είναι εκεί όσο θα αδειάζεις τα πράγματα σου από το σπίτι.”
Μερικές μέρες μετά όλα είχαν πάρει τον δρόμο τους. Ο Θανάσης αν και με δυσκολία τελικά αποφάσισε να φύγει. Είχε ήδη αναθέσει σε δικηγόρο το διαζύγιο. Τα παιδιά θα έμεναν για λίγες μέρες ακόμα με τις γιαγιάδες τους.
Η Ουράνια φόρεσε ένα απλό φόρεμα που αναδείκνυε τις υπέροχες καμπύλες της. Είχε βαφτεί απαλά και είχε χτενίσει τα μαλλιά της. Ανέβηκε τις σκάλες αποφασιστικά και χτύπησε το κουδούνι του Πάρη με σταθερό χέρι.
“Ήρθα να με ξεπληρώσεις για την ζάχαρη” του είπε όλο υπονοούμενο.
Ο Πάρης πέρασε το χέρι του από την μέση της και την έσπρωξε πάνω του. Έβγαλε έναν μικρό αναστεναγμό και παραδόθηκε στην αγκαλιά του. Την σήκωσε τρυφερά και την οδήγησε στο κρεβάτι.
“Σε παρακαλώ θέλω να είσαι τρυφερός μαζί μου είναι η πρώτη μου φορά” του είπε όλο νάζι.
Την ακούμπησε στο κρεβάτι απαλά και άρχισε με τα ακροδάχτυλα του να χαϊδεύει κάθε σπιθαμή του κορμιού της. Σε κάθε του άγγιγμα το σώμα της τιναζόταν λες και την χτύπαγε ηλεκτρικό ρεύμα. Με τα χέρια του την θέση στο κορμί της πήρε η γλώσσα του. Όταν η γλώσσα του ακούμπησε ανάμεσα στα πόδια της τα βογγητά της έγιναν λύτρωση και μαζί με τα ζεστά υγρά της έτρεχαν και δάκρυα. Όταν μπήκε μέσα της, την άφησε να τον κατευθύνει ως προς τον ρυθμό και την ένταση. Οι κινήσεις του ήταν όπως αυτή επιθυμούσε. Στην αρχή αργά και σταθερά και μετά πιο έντονα και πιο βαθιά. Όταν ήρθε η κορύφωση για άλλη μια φορά μέσα σε λίγη ώρα, σπαρτάραγε από ηδονή. Ξέπνοη ξάπλωσε δίπλα του και όταν οι παλμοί της και η ανάσα της επανήλθαν στο φυσιολογικά της επίπεδα, τον φίλησε απαλά στα χείλη.“Σε ευχαριστώ που με έμαθες να είμαι γυναίκα. Σε ευχαριστώ που μου έμαθες πως κάνουν έρωτα.”