,

Τελευταία εικόνα

Θυμάσαι, ρε, πώς ήμασταν κάποτε; Θυμάσαι; Την ανεμελιά μας, το ρεμπέλεμα, τις βόλτες, στα κρυφά πάντα, με τα ποδήλατα, τα μονοπάτια τα περίεργα, στ’ ανάχωμα, δίπλα απ’ το ποτάμι, κάτι μυστήρια σούρουπα, τότε, που κυνηγούσαμε να ξεφύγουμε απ’ τους πάντες; Τον σκύλο τον αλήτη, που γάβγιζε ό,τι κινούνταν, τον θυμάσαι; Τον πιτσιρικά, τον Χρηστάρα, που μας έπαιρνε στο κυνήγι με τα κοτρώνια και τον άλλονε, πώς τον ελέγανε να δεις, που ‘χε φουντάρει απ’ τον δεύτερο, για’ τον είχε κλειδώσει η μάνα του στο μπαλκόνι; Θυμάσαι μωρέ;
Που παλεύαμε να χουφτώσουμε λίγο βυζί, από ‘κεινη τη βυζαρού χαζογκόμενα, που ήταν στην παρέα, το θυμάσαι; Που την είχατε στριμώξει με τον Άφραγκο, σε κάποιο ΚΤΕΛ· εγώ το ‘παιζα κοιμισμένος, βαριόμουν οικτρά να συμμετάσχω στη μαλακία σας. Την άλλην, που δεν καθόταν σε κανέναν, και την βρίζατε νυχθημερόν, την θυμάσαι;
Εικόνες από εποχές, μακρινές, σχεδόν δεινοσαυρίσιες. Εγώ, εσύ, ο Αλέκος, ο Μπίδης, ο Σκιπετάρης, ο Νίκος, ο Μπίλης… Φαμίλια ολκής. Κι ύστερα ο ένας έφαγε τη γκόμενα του άλλου, κι ο τρίτος πηδούσε, στα κρυφά, τη δικιά σου. Κι όταν στο ‘παμε, θύμωσες κι εξαφανίστηκες. Σε πείραζ’ η πουτάνα, μα της το φορούσες το κέρατο κανονικά. Μία με την Λένα, μία με την Σόφι, μία με την Άντα, μία με την, πώς την ελέγανε, μωρέ, την άλλη, την ξεκωλιάρα, που πήδαγες στο σπίτι μου, τότε που ‘χα πεταχτεί με το παπί, να πάρω καμιά μπύρα; Κατάλαβες ποιαν λέω, την μελαχρινή, την νυχού. Παντρεύτηκε, έμαθα, αδερφέ. Παντρεύτηκε, μα το παιδί, κανείς δεν ξέρει ποιανού είναι. Εποχές κι εποχές. Άνθρωποι κι εικόνες.
Κι ύστερα ήρθ’ ο στρατός και χωρίσαμε. Αλλού ‘ντ’ αλλού στο χάρτη. Και δώσε τηλεκάρτα. Και χαίντε να σε συνδέσουν με το ΚΕΠΙΚ. Και να πέφτουν οι μονάδες. Μια μαλακία να πούμε, να ξεχαστούμε, να μη σκεφτόμαστε τον φράχτη, να μη σκεφτόμαστε το πράσινο, να μη σκεφτόμαστε τα όσα, πίσω μας, αφήσαμε. Και να μην κάθονται οι άδειες. Και να μου λες για τον λωποδύτη τον ψιλικατζή, που πούλαγε ένα πενηντάρι το τσιγάρο απ’ το πακέτο κι έβγαζε κέρδος. Και να σου λέω, «διακόσιες παίρναμ’ αδερφέ για το σχολείο, πενήντα το κουλούρι και τ’ άλλα, τρία τσιγάρα». Και δώσε γέλιο κι αναμνήσεις. Εικόνες κι εποχές. Άνθρωποι και άνθρωποι.
Κι ύστερα πίσω, για τρεις μέρες μόνο, έκατσε καλά η άδεια. Στο παλιό τ’ αμάξι. Με το subwoofer, που σου διέλυε τα σωθικά. Τέζα πίσω τα καθίσματα, αραχτοί σε κάποιο φανάρι στο κέντρο. Παρμένοι κι οι δυο, με τελείως διαφορετικά πράγματα. «Στον πρεζάκια, στην κάβα πάμε» σου ‘χα πει κι είχαμε φύγει. Στοκάραμε ό,τι πινόταν και δεν πινόταν, πίσω στο σπίτι, διαπασών οι Active Member, «νύχτωσ’ απόψε νωρίς» ο ένας, «ψυχή μου κρύψου όπου βρεις» ο άλλος.
Ήταν η μέρα που σούταρα την πουτάνα κι άλλαξα ρότα, την είδα αλλιώς, ρε αδερφέ, κι άρχισα τις μαλακίες. «Θα το φας το κεφάλι σου» είπες, ο πρώτος διδάξας της μαλακίας. Πόσες και πόσες φορές δεν έφαγες την γκλάβα κι έτρεχα να συμμαζέψω τ’ ασυμμάζευτα; Κάθε φορά τα ίδια. Κάθε που έκανες κάτι εσύ, ήταν σωστό, αν το έκανα εγώ, «μαλάκας» και «θα χτυπάς το κεφάλι σου».
Κι είπαμε ψυχή βαθιά, μία, για τη Δήμητρα κι ας σ’ είχα πει, ότι τραβάω καψούρες, και ας μ’ είχες πει ότι θα μου κάνεις το κονέ. Ενώ την είχες σπιτώσει και την πηδούσες, βέβαια, αλλά, για σένα, κάτι τέτοια πράγματα, ήταν «άλλο εγώ».
Κι είπαμε ψυχή βαθιά, δύο, για τότε που με κατηγόρησες για ρουφιάνο.
Κι είπαμε ψυχή βαθιά, τρεις, για όταν πήρες μια παλιά υπόσχεση και την πέταξες στα σκουπίδια.
«Κι όμως λυγίσαμε…» θα μου έλεγες, πριν μου ζητήσεις, για μια ακόμη φορά, να πούμε ψυχή βαθιά. Όχι, πια, παλιέ, καλέ μου φίλε. Μεγαλώσαμε πια, δεν είμαστε παιδιά. Τα παιδιά συγχωρούν τα πάντα· οι μικροί κρατάνε κακίες, οι μεγάλοι, απλώς, αδιαφορούν. Εσύ, μικρός, όπως πάντοτε, κρατάς κακία. Εγώ, που μεγάλωσα κι άλλαξα, αδιαφορώ. Για τους δικούς του λόγους ο καθένας, όπως πάντοτε. Έτσι δεν ήμασταν και τότε; Έτσι θα είμαστε για πάντα.
Σαν τελευταία εικόνα, παλιόφιλε, κρατάω την φάτσα εκείνου του πιτσιρικά, που ένα μυστήριο απομεσήμερο, μου ‘χε δώσει μια υπόσχεση. Εκείνη που κατάφερα να κρατήσω, μισή ζωή μετά, όσο κι αν άλλαξα, όσο κι αν παρέμεινες ίδιος. Κρατάω τη εικόνα του παιδιού, που ‘βαζε, πάν’ απ’ όλα, την παρέα κι όχι την παρτάρα του. Κρατάω την εικόνα του ανθρώπου, που χαιρόταν με τη χαρά μου και θλιβόταν με τη λύπη μου. Κρατάω τον παλιό, καλό μου φίλο. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Κι αν σε πειράξει, κάποτε, που έχω φύγει μακριά, να θυμηθείς ρε, τα όσα περάσαμε για να φτάσουμε ‘δω που σήμερα βρισκόμαστε. Αυτά μας έκαναν ανθρώπους. Συγχώρα με. Εσένα έκαναν άνθρωπο. Εμένα μ’ άφησαν αναλλοίωτο, στο πέρασμα του χρόνου. Κι αυτό, φιλαράκο μου, είναι ό,τι πιότερο σε πονάει.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: