,

Το μαντίλι (Διαγωνισμός Ιστορίας Αγάπης)

Ο ήχος του κεραυνού έκανε τη νέα γυναίκα να τρέξει στο παράθυρο. Την λάτρευε την βροχή! Της ξυπνούσε μνήμες. Θυμήθηκε ατελείωτες ώρες ξαπλωμένη στην ποδιά της γιαγιάς της, να της πλέκει τα μαλλιά και να της λέει ιστορίες. Και το βλέμμα της καρφωμένο στην τζαμαρία, στις στάλες της βροχής. Τρελαινόταν για τις ιστορίες της γιαγιάς της. Σαν να την ακούει τώρα!

«Δεκαοχτώ χρονώ ήμουνα κι ο Στρατής εικοσιδυό. Αγαπιόμαστε από παιδιά. Όλοι το ξέρανε. Μα ‘κείνος ήθελε πρώτα να δουλέψει, να βάλει στην άκρη λίγους παράδες κι ύστερα να ‘ρθει να με ζητήσει. Ήθελε να ‘χει το κεφάλι ψηλά όταν θα μιλεί του πατέρα μου. Ήθελε να μπορεί να μου προσφέρει μια άνετη ζωή γιατί με ‘χανε καλομαθημένη. Κι ήρθε η ώρα που λαχταρούσα από παιδί! Από βραδύς λούστηκα, χτενίστηκα και περίμενα να ξημερώσει. Δε μ’ έπιανε ύπνος. Η μάνα μου ως τα μεσάνυχτα έκανε δουλειές για να υποδεχτεί τους συμπεθέρους όπως τους έπρεπε. Έπλυνε το καλό σερβίτσιο, γυάλισε τα ασημικά, σιδέρωσε το κοφτό τραπεζομάντηλο και κάθε τόσο σιγοτραγουδούσε. Ο πατέρας μου ήτανε σκεφτικός. Όχι για μένα. Για μένα χάρηκε, τον γνώριζε τον Στρατή μου και τον εκτιμούσε. Άλλα σκοτείνιαζαν τις σκέψεις του. Κι εγώ τα ‘ξερα, όλοι ξέραμε, μα ‘γω είχα το νου μου στα δικά μου…

Και ξημέρωσε η μέρα. Μόνο που δεν ήταν ευλογημένη όπως περίμενα. Καταραμένη ήτανε! Εκείνη η μέρα αντί να σφραγίσει την ευτυχία μου, έφερε την δυστυχία, τον ανείπωτο πόνο σε όλους μας! Από μέρες φαινότανε μα δε δίναμε σημασία. Με την πρώτη αχτίνα του ήλιου ακούσαμε φωνές και ποδοβολητά. Ο στρατός μας κατέβαινε από τα βουνά και μας προειδοποιούσε να φύγουμε για να σωθούμε. Να φύγουμε… Να πάμε που; Λίγα θυμούμαι από ‘κείνη τη μέρα, μα είναι σα να τα βλέπω μπροστά μου. Θυμούμαι τον πατέρα μου να τρέχει μέσα στο σπίτι και να μαζεύει ότι μπορεί, ότι προλαβαίνει. Θυμούμαι τη μάνα μου να κλαίει και να προσεύχεται στο εικόνισμα της Παναγιάς. Κι εγώ σε μια γωνιά να τρέμω. Δεν μπορούσα να κάμω τίποτα, μόνο έτρεμα και σκεφτόμουνα τον Στρατή μου. Για μια στιγμή συνήλθα κι έτρεξα να τον βρω, μα ο πατέρας μου με σταμάτησε στην πόρτα. «Δε μπορείς να πας πουθενά κόρη μου! Θα φύγουμε μαζί. Τέλειωσε για μας η ζωή εδώ.» και τα μάτια του είχανε δάκρυα που δεν κυλούσανε, δάκρυα που τον πνίγανε. Κι εγώ ήθελα να του πω πως δεν πάω πουθενά χωρίς τον Στρατή μου, μα δεν έβγαινε η φωνή μου.

Ένα συνθηματικό χτύπημα στην πόρτα έκανε την καρδιά μου να φτερουγίσει. Κι είχε δίκιο! Η καρδιά ήξερε. Σαν τον ήλιο μπήκε ο λεβέντης μου μέσα στο σπίτι. Γονάτισε μπρος στα πόδια του πατέρα μου. «Δώσε μου την κόρη σου για γυναίκα μου κυρ Λάμπρο! Σήμερα είχα υποσχεθεί πως θα στη ζητήσω και τον λόγο μου δεν μπορώ να τον πατήσω!»
Ο πατέρας μου τον τράβηξε από το χέρι κι εκείνος σηκώθηκε απάνω. Αγκαλιάστηκαν κι εμένα η καρδιά μου έλιωνε! Ύστερα κάτι ψιθυρίσανε και ο Στρατής φίλησε τα χέρια των γονέων μου. Μετά ο πατέρας μου πήρε τη μάνα μου, που έκλαιγε με λυγμούς, από το μπράτσο και πήγανε στην κουζίνα. Μείναμε μόνοι με τον Στρατή μου και τα πόδια μου τρέμανε. Ήρθε κοντά μου. Μ’ αγκάλιασε κι εγώ κόντεψα να πεθάνω. Κι ύστερα ακούμπησε τα χείλια του στα δικά μου και μ’ έκαψε η πιο γλυκιά φωτιά! Μου ορκίστηκε πως ότι και να γίνει θα ‘μαστε μαζί. Θα πήγαινε μαζί με τ’ άλλα παλικάρια να μαζέψουνε τους δικούς μας στην εκκλησιά μέχρι να νυχτώσει και να φύγουμε με τις βάρκες. Κι ύστερα τίποτα δε θα μας χώριζε πια. Μα τώρα έπρεπε να βιαστεί. Του ‘δωσα το μαντίλι μου το μεταξωτό που ‘χα κεντήσει απάνω τα μονογράμματά μας και το φύλαξε στην τσέπη του. Με έσφιξε στην αγκαλιά του κι έφυγε βιαστικά. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί μαρμαρωμένη.

Ύστερα δε θυμούμαι πώς, βρεθήκαμε μέσα στην εκκλησιά. Ήτανε κόσμος πολύς, μα ο Στρατής μου δεν ήτανε. Κοίταξα γύρω μου. Άνθρωποι φοβισμένοι, άντρες, γυναίκες, μωρά παιδιά. Άνθρωποι νοικοκύρηδες που άφησαν το βιος τους, τη ζωή τους ολάκερη πίσω κι έτρεχαν να κρυφτούν για να ζήσουν τουλάχιστον. Μα πώς να ζήσουν; Μισή ζωή…

Και τότε, μες στην ησυχία, ξαφνικά, μια τουφεκιά μας πάγωσε το αίμα. Κι ύστερα άλλη μια, κι άλλη μια. Πολύ κοντά. Κι αμέσως άνοιξε η πόρτα και όλοι πιστέψαμε πως ήρθε το τέλος μας! Μα νιώσαμε ανακούφιση μόλις είδαμε ένα δικό μας παλικάρι. «Γρήγορα! Τρέξτε! Πρέπει να φύγουμε τώρα!» είπε. Κι ύστερα εξήγησε πως παραλίγο να μας καταλάβουν, μα ένας δικός μας θυσιάστηκε για να μας σώσει. Φανερώθηκε μπροστά τους κι εκείνοι τον χτύπησαν μέχρι να ομολογήσει που κρυβόμαστε. Τους είπε πως είμαστε στην εκκλησιά στο βουνό στην άλλη άκρη, μα ‘κείνοι τον πυροβόλησαν κι αφού έπεσε νεκρός τον πήραν μαζί τους κι έτρεξαν κατά ‘κει που τους είχε δείξει. Και τώρα έπρεπε να βιαστούμε πριν γυρίσουν.
Τρέξαμε όλοι έξω. Τόσοι άνθρωποι, τρέχαμε φορτωμένοι, μα όλοι κοντοσταίνονταν σ’ ένα σημείο και κάναν τον σταυρό τους. Όταν έφτασα κι εγώ εκεί κατάλαβα γιατί. Το αίμα του σωτήρα μας είχε ποτίσει το χώμα. Δαγκώθηκα μα το χέρι του πατέρα μου που με τράβηξε, δε μ’ άφησε να σταθώ. Μα τότε με την άκρη του ματιού μου είδα κάτι που σταμάτησε την καρδιά μου. Έτρεξα κοντά κι ο πατέρας μου με κυνήγησε. Όχι! Δε μπορεί να ‘ταν αλήθεια! Κι όμως ήταν αυτό, το μαντίλι μου με τα μονογράμματά μας, εκεί στο χώμα, ματωμένο. Όχι! Δε μπορεί…


Εκεί έσβησαν όλα! Τίποτα άλλο δε θυμούμαι. Δεν ξέρω πώς φύγαμε, τι γίνηκε, πώς σωθήκαμε. Το επόμενο που θυμούμαι είναι μια παράγκα, κι εγώ στη μέση ένα κουβάρι. Από παντού έμπαινε κρύο και μου τρυπούσε το δέρμα. Μα δε μ’ ένοιαζε. Σα πεθαμένη ήμουνα.

Μια μέρα η μάνα μου μ’ έπιασε από τους ώμους και με ταρακούνησε δυνατά. «Σήκω πια κόρη μου! Άμα πεθάνεις κι εσύ δε θα γυρίσει πίσω ο Στρατής. Σήκω να φας κάτι, να στελιώσεις.»

Κείνη τη μέρα έκλαψα πολύ. Άδειασα την ψυχή μου με δύο θάλασσες δάκρυα. Σιγά σιγά άρχισα να στέκομαι στα πόδια μου. Έπιασε κι ο πατέρας μου μια δουλειά, καθάριζε κι η μάνα μου στα μαγειρεία, κάτι γινότανε. Πήγαινα κι εγώ και βοηθούσα. Έχτισε ο πατέρας μου την παράγκα γύρω γύρω με πέτρα και σταμάτησε να μπάζει. Αυτό ήταν το σπίτι μας πια. Μα εμένα η παγωνιά είχε φωλιάσει στην ψυχή μου.

Μια μέρα έσυρα να πάω στον ποταμό να πλύνω. Κουράστηκα πολύ και το λιοπύρι με ζάλισε. Σαν γύριζα, όταν έφτανα στο σπίτι, είδα από μακριά μια γνώριμη φιγούρα να μιλά με τους περαστικούς. Σα να έψαχνε, σα να ρωτούσε μ’ αγωνία. Έσερνε το ένα του πόδι μα έτρεχε πάνω κάτω. Πλησίασα. Πίστεψα πως μου σάλεψε! Και τότε έγινε κάτι πολύ περίεργο… Σα να σκοτείνιασε απότομα και αμέσως ξαναβγήκε ο ήλιος! Κι όλος ο τόπος έλαμπε λουσμένος στο φως. Μα ‘γω προσπαθούσα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά, δεν τολμούσα να τα κλείσω. Ζαλίστηκα. Έχασα την ισορροπία μου και γονάτισα. Και τότε έτρεξε κοντά μου και με σήκωσε στην αγκαλιά του! Ο Στρατής μου! Ναι, αυτός ήτανε, αληθινός, ολοζώντανος! Τα χέρια μου ακουμπούσανε το δέρμα του για να βεβαιωθώ πως είναι αλήθεια, τον κοίταζα, τον φιλούσα, τον έσφιγγα. Ναι ήταν ο Στρατής μου! Κι εκείνος με κρατούσε στην αγκαλιά του σα να φοβόταν μη με χάσει πάλι και τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα. Πώς; Κοίταξα γύρω μου και είδα μάτια δακρυσμένα. Ο Στρατής μου κατάπιε τον κόμπο που ‘χε στο λαιμό και μας εξήγησε.

Μας είπε πως ‘κείνη τη μέρα πάλευε με τ’ άλλα παλικάρια να μαζέψουν τους δικούς μας για να φύγουμε. Όπως κατέβαιναν το λόφο, έπεσε ένας βράχος και του πλάκωσε τα πόδια. Οι άλλοι είχαν φύγει μπροστά και δεν είδαν. Μόνο ο Γιακουμής είδε που ήτανε κοντά του. Γύρισε και προσπάθησε να τον βοηθήσει. Κατάφερε να βγάλει τον βράχο μα το ένα του πόδι ήτανε σακατεμένο. Αδύνατο να περπατήσει. Μα δεν είχανε χρόνο. Έπρεπε να φύγουν οι βάρκες. Ο Στρατής είπε στον Γιακουμή να φύγει, να σωθεί. Μόνο πριν φύγει, ο Στρατής του έδωσε το μαντίλι μου και του ‘πε να μου το δώσει και να μου πει πως ότι και να γίνει θα με βρει όπως μου ‘χε ορκιστεί! Ο Γιακουμής ήτανε αυτός που σκοτώσανε έξω από την εκκλησιά. Ο Στρατής μου υπέφερε, έμεινε ώρα πολλή εκεί πεσμένος και λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του, τον βρήκε ο στρατός μας και τον πήραν μαζί τους. Έκανε πολύ καιρό να περπατήσει. Μα από την ώρα που στάθηκε στα πόδια του έψαχνε να με βρει. Και με βρήκε! Από τότε δεν χωρίσαμε ποτέ ξανά…»

Η κοπέλα έριξε μια τελευταία ματιά στην φωτογραφία της γιαγιάς και του παππού της. Έζησαν μαζί εξήντα δύο χρόνια. Αχώριστοι. Ο παππούς πάντα κούτσαινε κι όταν άλλαζε ο καιρός πονούσε πολύ. Μα η γιαγιά του έτριβε το πόδι με αλοιφή κι ας πονούσαν τα χέρια της από τα αρθριτικά. Κι ύστερα εκείνος της έτριβε τα χέρια και τα φιλούσε. Αυτή η εικόνα ήταν για εκείνη η απόλυτη αγάπη. Ο παππούς έφυγε πρώτος στα ογδόντα πέντε του χρόνια από καρδιά. Μία εβδομάδα μετά τον ακολούθησε και η γιαγιά. Πάντα μαζί…

Μία απάντηση στο “Το μαντίλι (Διαγωνισμός Ιστορίας Αγάπης)”

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: