«Δεν μπορώ να το κάνω! Δεν μπορώ!». Η φωνή της λύγισε, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και το κεφάλι της έπεσε βαρύ πάνω στα ντυμένα με λευκή δαντέλα χέρια της. Το χτύπημα στην πόρτα δεν πτόησε το χείμαρρο των ματιών της. Δεν έκανε καν τη φιλότιμη προσπάθεια ν’ απαντήσει.
«Είμαστε έτοιμοι!», είπε μια αντρική φωνή πίσω απ’ την πλάτη της.
«Θέλουμε λίγο χρόνο ακόμα!», απάντησε η γυναίκα δίπλα της.
Μόλις έκλεισε η πόρτα, δύο χέρια την τράβηξαν απ’ το λήθαργο. «Μυρτούλα μου σε παρακαλώ. Τώρα πια είναι αργά! Αυτή η ιστορία έχει τελειώσει εδώ και καιρό. Μην την αφήνεις να σε τραβήξει πίσω!».
Η Μυρτώ σηκώθηκε απ’ την καρέκλα και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα πρησμένα, απ΄το κλάμα γαλάζια μάτια της, με δυσκολία παρέμεναν στεγνά. Για εκείνη τίποτα δεν είχε τελειώσει κι αν έκανε αυτό το βήμα, τότε όλα θα πήγαιναν στράφι. Όλα όσα ένιωσε κάποτε. Όλα όσα έδωσε. Όλα όσα πήρε. Όλα όσα θυμόταν.
Ξαφνικά έκλεισε τα μάτια και βρέθηκε σ’ ένα κτήμα. Το ήξερε καλά αυτό το κτήμα. Το είχαν χιλιοπερπατήσει αγκαλιασμένοι, για να βρεθούν στη σκιά του μεγάλου επιβλητικού πλατάνου στο βάθος. Εκείνη την ώρα, δεν τους ένοιαζε τίποτα. Κανένας. Ο ένας κρατούσε τον άλλον τόσο σφιχτά, λες κι αν τον άφηνε, θα χανόταν. Αυτό δε θα το άντεχε κανένας απ’ τους δύο.
Μόλις έστρωναν το καρό σεντόνι στο χώμα, ξάπλωνε πρώτος εκείνος και μετά η Μυρτώ ακουμπούσε το κεφάλι της στο σημείο της καρδιά του. Λάτρευε τον ήχο των χτύπων της. Ένιωθε πως μπορούσε να τους διαχειριστεί όπως εκείνη επιθυμούσε. Μ’ ένα «σ’ αγαπώ» της, ένιωθε την καρδιά του να σταματάει. Μ’ ένα της φιλί να χτυπάει πιο γρήγορα, ενώ όταν τον ένιωθε βαρύ επάνω της μετά από μια νύχτα γεμάτη έρωτα, φοβόταν ότι θα σπάσει απ’ τη χαρά της.
Τον είχε μάθει απ’ έξω. Κάθε σπιθαμή του κορμιού του. Κάθε σημάδι του. Ήταν ο καλύτερός της φίλος και με τα χρόνια, τον ερωτεύτηκε παράφορα. Εκείνος, από μικρό παιδί την αγαπούσε, όμως περίμενε στωικά την κατάλληλη στιγμή για να τη διεκδικήσει. Δε θα την άφηνε να του φύγει. Έτσι είχε υποσχεθεί στον εαυτό του…
Τα χρόνια μαζί του ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος στη ζωή της Μυρτώς. Αν μπορούσε να βάλει ένα όνομα, θα ήταν το δικό του. Άλκης. Ο δικός της Άλκης.
Τα πάντα είχαν μια μυρωδιά. Το πρώτο τους φιλί μια μυρωδιά από περγαμόντο και καβουρδισμένη καραμέλα. Νεανικά και παγωμένα χείλη ενώθηκαν για πρώτη φορά, κάτω από ένα κόκκινο φανάρι στο κέντρο της Αθήνας. Η πρώτη φορά που έκαναν έρωτα μια μυρωδιά από πράσινο σαπούνι και κρέμα εντριβών. Το κορμί του καταπονημένο από την προπόνηση και το κορμί της υγρό απ’ το μπάνιο. Ενώθηκαν υπό τους στίχους του Sinatra στο μεγάλο, διπλό του κρεβάτι, ένα ανοιξιάτικο δειλινό. Το πρώτο τους «σ’ αγαπώ» μια μυρωδιά από τζάκι. Αγκαλιασμένοι μπροστά στη φωτιά με τα χέρια τους πλεγμένα. Η πρώτη φορά που τσακώθηκαν μια μυρωδιά από τσιγάρο κι ουίσκι. Εκείνη καθισμένη σ’ ένα ξύλινο παγκάκι να κλαίει και να καπνίζει κι εκείνος να μυρίζει αλκοόλ από χιλιόμετρα γιατί πίστευε πως η ιστορία τους θα τελείωνε και δεν το άντεχε. Η πρώτη συγγνώμη μια μυρωδιά από ζεστή σοκολάτα. Γραμμένη πάνω στην κούπα της με ανεξίτηλο μαρκαδόρο. Ο πρώτος χωρισμός μια μυρωδιά από κρεμοσάπουνο και καφέ. Εκείνη του το ζήτησε το ίδιο πρωινό που έμαθε πως την κεράτωσε.
Η πρώτη συγχώρεση μια μυρωδιά από γιασεμί και αλάτι. Σε μια παραλία λίγο πιο έξω απ’ την Αθήνα. Το πρώτο «για πάντα» μια μυρωδιά από φρεσκοψημένα κρουασάν. Το πρώτο «σε θέλω» μια μυρωδιά από καυσαέριο και βρεγμένο χώμα.
Δε θα ξεχάσει ποτέ εκείνο το βράδυ. Δύο ερωτοχτυπημένοι νέοι άνθρωποι να προσπαθούν να συγχρονίσουν τις αθόρυβες ανάσες τους πάνω σ΄ έναν τοίχο μια βραδιά Πρωτοχρονιάς. Εκείνη να ζει για να ξεκλέβει λίγο απ΄τον πόθο του κι εκείνος για να σβήνει τις επιθυμίες της. Έτσι ήταν αυτοί οι δύο. Πυρ και μανία. Αναρίθμητα βράδια βουτηγμένα σε έρωτα. Ανάσες που ξεχύνονταν σαν λάβα. Λόγια αχαλίνωτα. Πάθη αχόρταγα. Χρόνο με το χρόνο, δυνάμωνε η αγάπη τους και φούντωνε ο έρωτάς τους.
Πόσα χέρια πλεγμένα. Πόσες νύχτες τους βρήκε γυμνούς κάτω από σκεπάσματα. Πόσα θολωμένα τζάμια αυτοκινήτου. Πόσες βόλτες. Πόσα «σ’ αγαπώ». Πόσα «δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα» και να το εννοούν. Πόσα κλεφτά φιλιά. Πόσα φιλιά που κράταγαν αιώνες. Πρωινά στο κρεβάτι. Κλάματα, φωνές, κόντρες. Πόσο ίδιοι και ταυτόχρονα, πόσο διαφορετικοί…
Μερικά χρόνια μετά, η πρόταση γάμου είχε μια μυρωδιά από κόκκινη σάλτσα και κρασί. Το πρώτο «είμαι έγκυος» μια μυρωδιά από πορτοκάλι και αμύγδαλο. Λίγο καιρό μετά, το ατύχημα μια μυρωδιά από πάγο και λιωμένο πλαστικό.
Δεν ήθελε να τη θυμάται εκείνη την ημέρα, όμως ήταν η μέρα που επιβεβαιώθηκε η αγάπη της γι’ αυτόν τον άντρα. Όταν τον είδε στην εντατική να παλεύει για τη ζωή του. Γιατί εκείνος πετάχτηκε μπροστά της για να την προστατεύσει. Μπορεί να μην κατάφερε να τους σώσει και τους δύο, όμως η Μυρτώ, βρισκόταν δίπλα του. Να του κρατάει το χέρι και να του μιλάει για την αγάπη τους. Να του λέει πως είναι ο έρωτας της ζωής και πως μόνο εκείνον φανταζόταν στο πλάι της. Να είναι ο πατέρας των παιδιών της. Ο άνθρωπος που θα μετρούσαν μαζί καληνύχτες και καλημέρες. Χαμόγελα και δάκρυα. Η αιωνιότητά της. Στάθηκε στα πόδια της και του υποσχέθηκε πως όταν συνέλθει, θα κάνουν πολλά παιδιά. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξυπνήσει.
Όταν άνοιξε ο Άλκης τα μάτια του, η Μυρτώ ήταν εκεί. Εκείνος, άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί και να της ζητάει συγγνώμη. Της υποσχέθηκε πως θα την αγαπάει για πάντα. Πως ό,τι κι αν γινόταν, εκείνος θα ήταν ο ακοίμητος φρουρός της γιατί εκείνη ήταν η γυναίκα της ζωής του. Το άλλο του μισό. Η ανάσα του. Δεν μπορούσε να φανταστεί το μέλλον του χωρίς τα γαλάζια της μάτια και τα ξανθά της μαλλιά. Εκείνη η εξομολόγηση είχε μια μυρωδιά από οινόπνευμα και χαμομήλι κι ίσως ήταν οι αγαπημένες τους μυρωδιές!
Η ζωή όμως είχε άλλα σχέδια. Λίγο καιρό μετά το ατύχημα, οι δρόμοι του χωρίστηκαν. Απόφαση από κοινού. Το ατύχημα είχε κάνει καλά τη δουλειά του. Κανένας απ’ τους δύο δεν το ήθελε, όμως δε γινόταν αλλιώς. Θα κατέστρεφαν καθετί όμορφο που είχαν φτιάξει μαζί κι αυτό δε θα το άντεχαν. Από φόβο, έχασαν. Τους εαυτούς τους. Την αγάπη τους. Το μέλλον τους.
Οι ζωές τους κυλούσαν χωριστά, όμως το «μαζί» περιπλανιόταν πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Στάθηκαν στα πόδια τους. Έφτιαξαν τις ζωές τους ξανά, αλλά οι θύμησες δεν έλεγαν να φύγουν. Εκείνη, ερωτεύτηκε ξανά. Εκείνος, ερωτεύτηκε τη δουλειά του. Στη ζωή της, η πρόταση γάμου δεν άργησε να έρθει και δέχτηκε. Στη ζωή του, η μία προαγωγή διαδεχόταν την άλλη.
Είχαν φτιάξει την ευτυχία τους. Ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζαν…
Προπαραμονή του γάμου της, τον πέτυχε τυχαία. Ο ηλεκτρισμός διάχυτος. Τα βλέμματα σπινθηροβόλα και τ’ αγγίγματά τους, η καταστροφή τους. Δε θυμάται πως βρέθηκαν στο κρεβάτι της. Δεν την ένοιαζε. Μετά από τόσα χρόνια, πήραν την ανάσα που τους κράταγε στη ζωή. Εκείνος να φιλάει όλο της το κορμί, θωρακίζοντας τη μυρωδιά από βανίλια και κανέλα κι εκείνη, να μπλέκει τα χέρια της στα μαλλιά του, αποτυπώνοντας το πικραμύγδαλο στη μνήμη της. Δύο πρώην εραστές. Ένας αιώνιος χορός. Μια κορύφωση. Χέρια πλεγμένα. Μάτια ανοιχτά. Ανάσες κοφτές και το «για πάντα» τους να περιμένει να ειπωθεί, λίγο πριν το τέλος. Δύο ονόματα. Μια ιστορία.
Λίγο πριν κλείσει την πόρτα πίσω του, γύρισε και την κοίταξε. Ήταν η Μυρτώ του κι ήταν ο Άλκης της. «Θα σε αγαπώ για πάντα!», της είπε κι έφυγε. «Κι εγώ!», απάντησε λίγο πριν τα λόγια της, γίνουν λυγμός. Η αυλαία είχε κλείσει και το ήξεραν…
Άνοιξε τα μάτια της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Πρέπει να είχαν περάσει μόνο λίγα λεπτά, ενώ για εκείνη πέρασε μια ολόκληρη ζωή. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα, όμως δεν τ’ άφησε να φύγουν. Σήμερα ήταν μέρα χαράς. Η δικιά της μέρα χαράς. Ίσιωσε το νυφικό της, φόρεσε το πέπλο της, πήρε την ανθοδέσμη της και γύρισε να κοιτάξει τη μοναδική γυναίκα στο δωμάτιο.
«Έχεις δίκιο! Τελείωσε… Πάμε!».