,

Βιασμός και Τιμωρία

Η Νάντια μαγείρευε το βραδινό όταν μπήκε κλαίγοντας στο σπίτι η Μαρία, η κόρη της. Έφτιαχνε ένα απλό δείπνο, καθότι ήταν κουρασμένη από το συνεχές τρέξιμο των τελευταίων ημερών. Είχε αναλάβει μια δύσκολη υπόθεση, εκπροσωπούσε νομικά μια εταιρεία που κατηγορούνταν για φοροδιαφυγή. Έχανε τον καιρό της και το ήξερε, η εταιρεία ήταν τόσο βρόμικη όσο και ένας σκουπιδότοπος, αλλά αυτή ήταν η δουλειά της και το νομικό γραφείο που την είχε προσλάβει είχε ένα όνομα να διατηρήσει.

Η Μαρία στάθηκε πίσω από τη μητέρα της. Η Νάντια γύρισε και την κοίταξε. Το μεϊκάπ που έβαζε εδώ και δύο χρόνια η δεκαεξάχρονη Μαρία είχε χαλάσει από το κλάμα και το πρόσωπό της είχε μουτζουρωθεί άσχημα. Η μπλούζα της ήταν σκισμένη και η μίνι φούστα τσαλακωμένη. Η Μαρία προφανώς είχε βγάλει το καλσόν της και τα πόδια της φαίνονταν γδαρμένα.
«Μαμά», είπε η Μαρία.
Η Νάντια κατάλαβε, πριν το πει η μικρή.
«Μαμά… με… με βίασε».
Η Νάντια άφησε το κουτάλι και αγκάλιασε την κόρη της. «Λυπάμαι, Μαρία», είπε. «Λυπάμαι πολύ». Έκλεισε τα μάτια της και πήρε βαθιές αναπνοές, όπως είχε μάθει. «Λυπάμαι, μωρό μου».
«Γιατί, μαμά; Γιατί; Έχει κοπέλα. Γιατί μου ρίχτηκε; Γιατί… Γιατί με βίασε, μαμά; Γιατί;»
«Μερικοί άνθρωποι δεν ελέγχουν τον εαυτό τους, Μαρία μου», απάντησε η Νάντια, αν και ήξερε πως αυτό δεν είχε σημασία για την κόρη της. «Έλα, κάθισε». Οδήγησε την Μαρία σε μια καρέκλα. Έβαλε σε ένα ποτήρι νερό και της το έδωσε. Η Μαρία ήπιε μια δυο γουλιές. Η Νάντια έκλεισε το μάτι της κουζίνας, αλλά όχι επειδή νοιαζόταν για το φαγητό. Το έκανε γιατί έπρεπε να σκεφτεί. Να φανεί δυνατή, όπως όφειλε σαν μητέρα. Ένας εφιάλτης εξελισσόταν για την ίδια και την κόρη της.
Ύστερα, πήρε κι αυτή μια καρέκλα και κάθισε απέναντι από την Μαρία. «Ξέρω ότι σου είναι δύσκολο, αλλά θέλω να μου μιλήσεις γι’ αυτό. Τι συνέβη;» ρώτησε.
«Ήμουν στο κλαμπ μαζί με τον Πέτρο, την Αλεξάνδρα και τον Μανόλη. Περνούσαμε πολύ ωραία. Ήπιαμε λίγο και χορέψαμε».
Η Νάντια ένευσε. Πήρε ένα κουτί με χαρτομάντιλα και έδωσε ένα στην Μαρία, για να σκουπίσει τη μύτη της. Η ίδια με ένα άλλο χαρτομάντιλο άρχισε να καθαρίζει το πρόσωπο της κόρης της. «Και μετά;»
Η Μαρία κούνησε το κεφάλι της. «Ο Μανόλης μου έδωσε ένα ποτό. Είπε πως είναι ένα ελαφρύ κοκτέιλ. Αλλά είχα πιει και άλλα και δεν ήθελα. Όμως, επέμενε και μετά και ο Πέτρος και η Αλεξάνδρα είπαν πως είναι εντάξει και ότι δεν τρέχει τίποτα».
«Και το ήπιες», είπε η Νάντια.
Η Μαρία ένευσε.
«Και μετά βγήκες έξω για να κάνεις εμετό».
«Ναι».
«Ο Μανόλης σε ακολούθησε».
Κι άλλα δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της Μαρίας.

Η Νάντια αγκάλιασε πάλι την κόρη της. Έμειναν αμίλητες για λίγο. Η Μαρία προσπαθούσε να συνέλθει. Από την άλλη, η Νάντια θυμόταν τη δική της αντίστοιχη εμπειρία, δεκαέξι χρόνια πριν. Ήταν η τελευταία φορά που έκανε σεξ και ήταν το χειρότερο δυνατό τέλος στο κεφάλαιο αυτό της ζωής της. Ο ψυχολόγος που την είχε παρακολουθήσει τότε προσπάθησε να την πείσει πως δεν έπρεπε να επιτρέψει στο γεγονός αυτό να την επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό, αλλά η Νάντια είχε ένα παιδί στην κοιλιά της που δεν την άφηνε να το ξεχάσει. Ήταν μπερδεμένη τότε και δεν το έριξε. Οι γονείς της ήταν κατηγορηματικοί, το παιδί δεν έπρεπε να γεννηθεί. Αλλά το άφησε να μεγαλώσει μέσα της και τελικά να έρθει στον κόσμο.
Υπήρχαν φορές που αναρωτήθηκε γιατί το έκανε αυτό. Σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της, μερικές δικαιολογούσαν την απόφασή της, ενώ άλλες όχι. Εν τέλει, όμως, το γεγονός ήταν πως η μικρή Μαρία είχε έρθει στη ζωή και κάποιος έπρεπε να τη φροντίσει. Οι γονείς της Νάντιας δεν την υποστήριξαν και αναγκάστηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την κόρη της. Την κόρη της. Ούτε δεκαοχτώ δεν ήταν κι είχε παιδί.
Δεν είχε καταγγείλει τον βιαστή της τότε. Αυτό ήταν λάθος της και το ήξερε. Και το μετάνιωνε για καιρό μετά.
«Μαμά;» είπε η Μαρία. «Τι θα κάνω;»
Η Νάντια κοίταξε την κόρη της. Της έμοιαζε. Σαν να έβλεπε ξανά τον εαυτό της εκείνο το βράδυ, πάνω από μια δεκαετία πριν. Πληγωμένη και ατιμασμένη και θυμωμένη. Η αίσθηση του βιασμού, το ότι έγινε θύμα, δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό της. Οι εικόνες, τα χτυπήματα, τα βογκητά του βιαστή της, ο οποίος απολάμβανε ό,τι έκανε, αδιαφορώντας πλήρως για εκείνη και τα δάκρυά της. Η αρχέγονη βία, πάντα παρούσα στην ανθρώπινη ιστορία. «Εγώ είμαι εδώ», είπε η Νάντια. «Θα σε βοηθήσω, Μαρία. Μαζί θα το περάσουμε». Δεν θα κάνω πάλι το ίδιο λάθος, σκέφτηκε. Όχι πάλι.
Αυτή τη φορά ήταν η Μαρία που αγκάλιασε τη μητέρα της.

Ο Μανόλης ξάπλωσε δίπλα από την Αλεξάνδρα. Ήταν γυμνοί και οι δύο και λαχανιασμένοι. Δεύτερη φορά για σήμερα και υποψιάζονταν ότι είχαν ενέργεια και για τρίτη.
Για τον Μανόλη θα ήταν η τέταρτη, βέβαια, αλλά αυτό δεν χρειαζόταν να το ξέρει η Αλεξάνδρα. Ούτε το ότι του άρεσε πιο πολύ όταν πήδηξε τη Μαρία σ’ εκείνο το σκοτεινό δρομάκι πίσω από το κλαμπ.
«Θέλω μια μπίρα», είπε στην Αλεξάνδρα και σηκώθηκε. Γύρισε προς το μέρος της και της χαμογέλασε. «Κοίτα μη ντυθείς».
Εκείνη γέλασε και χάιδεψε το σώμα της. «Εδώ θα είμαι», του είπε. «Φέρε μου κι εμένα μία».
Ο Μανόλης κατέβηκε γυμνός στην κουζίνα. Οι γέροι του είχαν πάει σε μια εκδήλωση και θα αργούσαν. Είχε όλο το σπίτι δικό του. Καθώς άνοιγε το ψυγείο και έπαιρνε δύο μπουκάλια, αναρωτήθηκε πώς θα ήταν να το κάνανε με την Αλεξάνδρα στην κρεβατοκάμαρα των γέρων. Γαμάτο θα ήταν.
Άνοιξε το ένα μπουκάλι και ήπιε.
Άκουσε κάτι πίσω του και έκανε να γυρίσει, αλλά ήταν αργά. Ένα χέρι με νοτισμένο μαντήλι κάλυψε το στόμα του και ένα άλλο του έστριψε το αριστερό του πίσω στην πλάτη. Ο Μανόλης μύρισε κάτι πολύ έντονο που τον έκανε να χάσει τις αισθήσεις του αμέσως.

Όταν ξύπνησε ένιωσε το γυμνό σώμα του να ξεπαγιάζει, ενώ κάτι υγρό έρεε κάτω από το κορμί του. Χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα, αλλά ένιωσε απανωτούς πόνους να τρυπάνε τον εγκέφαλό του. Έκανε να φωνάξει, αλλά το στόμα του είχε καλυφτεί με ταινία. Προσπάθησε να κουνηθεί, όμως τότε είδε με τρόμο πως τα χέρια και τα πόδια του ήταν σε αφύσικες γωνίες.
Έβαλε τα κλάματα.
«Δεν είναι ωραία η αίσθηση, έτσι;»
Ο Μανόλης είδε μια γυναίκα να στέκεται από πάνω του. Ήταν πάνω από τριάντα χρονών και έδειχνε ήρεμη, παρά το βλοσυρό της πρόσωπο. Είχε κάτι αόριστα οικείο… Ο Μανόλης κατάλαβε ποια είναι όταν είδε να έρχεται δίπλα στη γυναίκα η Μαρία, η οποία κρατούσε ένα σουγιά.
Κούνησε το κεφάλι του και προσπάθησε να ουρλιάξει.
Η Νάντια έσκυψε και έπιασε το κεφάλι του Μανόλη. Έβγαλε από την τσέπη της ένα μεγάλο μαχαίρι. Η λεπίδα του ήταν βρόμικη με κάτι καφετιές κηλίδες. «Θες να δεις πώς είναι να βιάζεσαι;» τον ρώτησε.
Δεν περίμενε απάντηση. Μαζί με την Μαρία γύρισαν τον Μανόλη και ξεκίνησαν το αιματηρό έργο τους. Για την Νάντια η διαδικασία ήταν γνωστή. Με το ίδιο μαχαίρι είχε βιάσει και σκοτώσει τον δικό της βιαστή. Το είχε κρατήσει γιατί σκεφτόταν ότι μπορεί να το χρειαστεί ξανά.
Γιατί η ανθρώπινη ιστορία δεν αλλάζει τόσο εύκολα. Ειδικά όσον αφορά τη βία.
Και μερικές φορές τα λόγια δεν έχουν νόημα και χρειάζεσαι τις πράξεις.
Τουλάχιστον, αυτό είχε διαπιστώσει η Νάντια.

Η βία (συχνά) φέρνει βία.
Είναι μια από τις τραγικές αλήθειες της ζωής

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: