– Ακριβέ μου Κύριε, είστε βέβαιος ότι έτσι γίνεται σωστά η δουλίτσα; ψέλλισε δήθεν αθώα η παιδούλα Μαρία Αντουανέτα στο στεφάνι της που θεωρώντας πως έπραξε το συζυγικό του καθήκον ξαπλώθηκε ήρεμος κι άρχισε ένα χασμουρητό σαν του κροκόδειλα που έχει μασήσει τρεις ζέβρες, ένα γκνού κι δυο μικρά φλαμίνγκο για επιδόρπιο!

Έβραζε η ριμάδα η αρχιδούκισσα, τέσσερα χρόνια ξαπλωμένη σαν τον αστερία να περιμένει να μείνει έγκυος! Από τη βαρεμάρα της είχε μάθει απ έξω όλα τα μοτίβα της οροφής του πριγκιπικού κρεβατιού κι είχε μετρήσει για νιοστή φορά όλα τα χρυσοποίκιλτα φουντάκια στα κουρτινάκια γύρω γύρω! Αλλά ça suffit, enough is enough μπάστα! Νισάφι! Αι σιχτίρ που λένε και στα ελληνικά στο φινάλε φινάλε!

Τακα τουκα τακα τουκα το κεφάλι της γέμισε καρούμπαλα, είχε ανοίξει από το κρεβάτωμα, πάλευε με τα pulvo κάθε πρωί με το κιλό της τα αγόραζαν κι είχαν μουδιάσει τα γοφιά της με το ζαβό το μπούλη πέρα δώσε πάνω κάτω σαν την παλιόβαρκα κάθε βράδυ! Ναυτία την έπιανε! Και να μπεις πως έμπαινε και στο λιμάνι if you know what I mean; Ανάθεμα κι αν ήξερε που να στοχεύσει ο Λουί ο 16ος! Στο γάμο του Καραγκιόζη πήγαινε!

Του χώνει μια αγκωνιά που χε αρχίσει να ροχαλίζει σαν το βαρυστομαχιασμένο ανακόντα, πως δεν έσπαγε τους καθρέφτες και στην Αίθουσα των Κατόπτρων στις Βερσαλλίες να μην έχουν τι να επισκέπτονται οι τουρίστες (μην κοιτάς, έβλεπε μπροστά η Αυστριακή) ένας Θεός ξέρει.

Και δεν ήταν ένα, δεν ήταν δυο, δεν ήταν καν τρεις! Δέκα μήνες τον περίμενε να πλησιάσει τη συζυγική κλίνη απλά για την πέσει για ύπνο, όχι τίποτα πονηρό κι άλλα τέσσερα που ήταν παντρεμένοι! Με δόξα και τιμή! Όχι αστεία!
Και να πεις δεν προσπάθησε; δεν υπομόνεψε υπομονετικά; (καλό;) Δεν τον συμβούλεψε διακριτικά;

– Γιατί δεν μιλάς με κάνα φιλαράκο σου πιο μπασμένο στα κόλπα Λουί μου να σου εξηγήσει πως το τρίβουν το πιπέρι;

Την κοίταζε ο Λουί μ εκείνο το πηχτό βλέμμα της αγελάδας της ολλανδικής όμως που δεν παίρνει χαμπάρι με την καμιά. Αργά τα ζα! Φεεεεεεέτα!

– Ποιο πιπέρι καλή μου;
-Το κόκκινο. Όχι άλλο εννοώ. Να σου εξηγήσει πως να μου εξηγήσεις τ όνειρο; πως να κουνήσουμε την αχλαδιά; πως το πνίγουν το κουνέλι;

Εκεί σταμάτησε γιατί ο Λουί αν κι εξαιρετικός και μορφωμένος νέος δεν στρόφαρε με τίποτα, δεν κατείχε και την αργκό την Αυστριακή κι είχε αρχίσει να βγάζει καπνούς από τ αυτιά! Βραχυκύκλωμα!

Ρε, να του διαβάζει πριν ξεραθεί τα βράδια το «Κάμα Σούτρα» για αρχάριους, ρε να του αγοράζει Nitro, Maxim, Playboy μάτσο τα τεύχη να ξεστραβωθεί, ρε να νοικιάζει βίντεο κασέτες με ταινίες για ενήλικες – τότε δεν είχε DVD, ούτε Ιντερνέτ – τίποτα. Δεν το έπιανε το υπονοούμενο. Ε, ρε μ έναν μαμούχαλο που χε μπλέξει! Δύσκολοι καιροί για αρχιδούκισσες, από τότε!

Μετά σκέφτηκε να το αναλάβει προσωπικά. Την πίεζε η μανούλα (λέμε τώρα) η Μαρία Θηρεσία των Αψβούργων (μην μου εύχεσαι γείτσες, ρε φιλενάδα, οίκος βασιλικός ήταν) αυτοκράτειρα της Γερμανίας, όχι παίζουμε! (ίδια η Μέρκελ στο πιο “αποφασίζομεν και διατάζομεν” Μπορείς να φανταστείς; Γι’ αυτό σου λέω! Προσοχή ο σκύλος δαγκώνει! κομματιάζει! πολτοποιεί!)
– Μαρί Αντουανέτα, πότε μαρί θα γίνεις μάνα;

Γιατί για να σε βάλω μέσα στο θέμα βαθιά μέχρι τώρα καλά την βόλευε ο Λουλού (έτσι τον φωνάζω χαδιάρικα) κι η Αντουανέτα. Το 1774 όμως που ο παππούλης (όχι πολύ, μόλις 64 χρόνων αλλά θέριζε η ευλογιά, μακριά από μας) Λουδοβίκος ο 15ος μας άφησε χρόνια το ζευγαράκι από νεαροί έφηβοι με καθόλου αναζητήσεις στο κρεβάτι έγιναν ο Βασιλιάς κι η Βασίλισσα της Γαλλίας. Κι ο θρόνος του βασιλείου χρειαζόταν διάδοχο! Κι όχι έναν, πολλούς, γιατί τους πεθαίνανε πολύ εύκολα την εποχή εκείνη τα μωράκια! Έπρεπε να αναπαράγονται στο μπαμ-μπαμ, σαν τα κουνέλια, να πετιούνται οι απόγονοι σαν τα ποπ-κορν! Το πιασες;

Πίσω στο δράμα της ξενιτεμένη λοιπόν!
– Θα του κάνω τρελίτσες, κορδελίτσες, καμώματα. Είμαι εγώ μια κολπατζού, άμα θελήσω τζου, τζου!
Κι αρχίζει ένα ρεσιτάλ εξωπραγματικό! Τι λιφτ, τι τριπλά άξελ, τι τετραπλά τολούπ, μια πανδαισία αλμάτων και στάσεων που έλεγες:
Που σαι Κωστάλα να παρουσιάσεις;

Κι εκείνη τη στιγμή ,τι να σου πω; Ήταν ή ώρα; ήταν η μέρα; ήταν η μοίρα; ήταν το φως μες το σκοτάδι; Ήταν το γκρίζο σου που έβαψα κόκκινο της φωτιάς χθες βράδυ; (soundtrack:Σοφούλα Βόσσου και special thanks με την ευκαιρία) κάτι ένιωσε ο 19 χρόνος Λουδοβίκος στο μαλακό του υπογάστριο, σα γαργαλητό, σα χάδι, σαν μια ορμή ασυγκράτητη, γενετήσια, σαν η ραχοκοκαλιά του να έγινε μέλι! Κι έτσι μπόρεσε και η Αντουανέτα να δει χαρά στα σκελ, ε συγνώμη στην καρδιά της.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: