Αν ρωτήσεις δέκα ανθρώπους, ποια είναι η μεγαλύτερη δοκιμασία σ’ ένα γάμο, οι επτά θα σου απαντήσουν «το κέρατο».
Αν ρωτήσεις δέκα παντρεμένες γυναίκες, οι έντεκα θα σου απαντήσουν «το Πάσχα στο χωριό του».
Είσαι λοιπόν παντρεμένη, τον αγάπησες βρε αδερφέ, τον πήρες. Έκανες και δυο παιδιά μαζί του. Κι ήξερες πως έχει μάνα και πατέρα στο χωριό. Κι αν είσαι και πολύ τυχερή, έχει και δυο τρεις μαντηλοφόρες και μουστακαλούδες θειες.
Κι έρχονται οι άγιες μέρες του Πάσχα. Έχεις ξεθεωθεί να κάνεις γενική στο σπίτι σου, ν’ αμπαλάρεις το μισό γι’ αυτές τις ρημαδο-δυό-τρεις μέρες που θα μείνεις. Γιατί όταν έχεις μικρά παιδιά και φεύγεις μακριά από το σπίτι, είναι κανόνας πως για να καλύψεις κάθε ενδεχόμενο, μόνο τις αράχνες από το πατάρι δεν υπάρχει πιθανότητα ν’ αναζητήσεις εκεί που πας.
Φτάνει λοιπόν Μεγάλη Πέμπτη απόγευμα κι ενώ στις Εκκλησίες γίνεται η αναπαράσταση της Σταύρωσης, κάτω από το σπίτι γίνεται live η δική σου, ώσπου να φορτωθεί το αυτοκίνητο και να δεθούν τα χρυσά σου στα καθισματάκια τους.
Το ταξίδι αρχίζει και μόλις στο τρίτο στενό από το σπίτι, αρχίζει από το πίσω κάθισμα η χορωδία του «φτάσαμε;;;;» κι εσύ από μέσα σου να επαναλαμβάνεις την λίστα των πραγμάτων που πήρες, ν’ αγωνιάς γι’ αυτά που σίγουρα ξέχασες, να μιλάς στον βρόντο ελπίζοντας να σε ακούσει το χαρωπό αγόρι που οδηγεί με λαχτάρα να φτάσει γρήγορα στην μανούλα και στ’ άλλα ρεμάλια που θ’ ανταμώσει στο καφενείο.
Τα παιδιά πίσω, πριν τα πρώτα διόδια έχουν ρίξει ήδη τρεις καβγάδες, τους χυμούς τους παντού, έχουν κλάψει, έχουν γελάσει κι εσύ έχεις ευχηθεί να φανερωθεί ο Ηρώδης από μία γωνία.
Εντάξει. Κι εσύ από χωριό είσαι, ξέρεις από αυτά. Λίγο που η πεθερά τα έχει σκυλο-βαρεθεί όλα αυτά, λίγο που η υγιεινή έχει φτάσει στο επίπεδο “κι εμείς τι πάθαμε;», ας κάτσει στην γωνιά της. Προτιμάς να τα κάνεις όλα εσύ, για να ξέρεις πως τα παιδιά σου θα φάνε στην ώρα τους κι αυτό που πρέπει.
ΜΕΓΆΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ.
Μέρα σιωπής και κατάνυξης. Μόνο που η πεθερά, ξέρει το τέλος του έργου κι ούτε σιωπή και φυσικά, πουθενά κατάνυξη. Ήδη έχει δει τα πράγματα που έφερες… «Τι τα κουβάλησες όλα αυτά; Πού θα πάτε; Θα φύγετε; Κι εμείς εδώ; Ή μήπως έχετε κατά νου να μας αφήσετε τα παιδιά και να φύγετε;;; Α πα πα πα!!! Εμείς είμαστε μεγάλοι άνθρωποι, δεν μπορούμε τα πολλά πολλά!».
«Όχι μητέρα, πού να πάμε (γαμώ την τύχη μου) εδώ θα μείνουμε, να μην φέρω δυο αλλαξιές στα παιδιά;» λες με μια ανάσα και σηκώνεις τα μανίκια.
Να δυο ελιές και μια ρακή για τον μπάρμπα που ήρθε να δει τον ανιψιό του, να κι ένα σκέτο καφεδάκι για την θειά που ήρθε για να δει αν το δικό σου παιδί είναι πιο ψηλό από τον έγγονό της κι ένας νεροχύτης γεμάτος κρέατα για πλύσιμο και προετοιμασία «Αααα εγώ την νυφούλα μου την έχω καλύτερα κι από κόρη μου, μέχρι και στον νεροχύτη μου την αφήνω να κάνει κουμάντο!».
Νιώθεις τις φλεβίτσες να σπάνε μία μία από την ορθοστασία κι εκείνο το μαχαίρι που σου έδωσε κόβει τέλεια, να σφάξεις το χαρωπό αγόρι που εξαφανίστηκε με τους φίλους του στο καφενείο, δήθεν για να φέρει προμήθειες. Ακούς απ’ έξω χαχανητά και βλέπεις τον παππού να παίζει μπουγέλο με το λάστιχο του ποτίσματος με τα παιδιά! «Πας καλά χριστιανέ μου;;; Θα τα πουντιάσεις τα παιδιά!».
«Πφφφφ! Άστα μωρέ να παίξουν κι εμείς έτσι κάναμε, τι πάθαμε;;»
Βράζεις.
Βράζεις.
Βράζεις.
Βράζεις στις 7 το απόγευμα που ετοιμάζεστε για τον Επιτάφιο κι η πεθερά σε ακολουθεί από δωμάτιο σε δωμάτιο «Τι;;;; Μ’ αυτά τα παπούτσια θα πας στον Επιτάφιο; Τι θέλεις; Να μας πιάσουν στο στόμα τους που θα πας μ’ αυτά τα χαμηλά παπούτσια λες κι ήρθες από το χωράφι;;; Δεν έφερες ψηλά τακούνια;;;».
Βράζεις στις 9 το επόμενο βράδυ, που εσύ κυνηγάς τα παιδιά για να τα ντύσεις για την Ανάσταση κι εσένα σε κυνηγάει πάλι η πεθερά «Πάλι τα ίδια θα φορέσεις; Τόσα πράγματα κουβάλησες, δεν έφερες τίποτα δικό σου;;; Να σου δώσω κάτι δικό μου να φορέσεις; ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΑΣ ΜΕ ΑΥΤΑ!!!».
Βράζεις στις δύο τα ξημερώματα της ίδιας μέρας, που ξάπλωσες το ταλαίπωρο κορμί σου μετά το Αναστάσιμο Δείπνο. Βράζεις νωρίς το άλλο πρωί, καθώς κάθε είσαι σίγουρη πως όλοι αυτοί εκεί έξω, δεν ξέρουν άλλη λέξη από το «φέρε». Όμως ξέρεις πως οι ώρες της ταλαιπωρίας σου τελειώνουν σιγά σιγά, τι έμεινε; Το απόγευμα θα τελειώσουν τα βάσανά σου, έχει βόλτα και ξεκούραση.
Τα πιτσιρίκια παίζουν όλα μαζί, έχει κι ωραία το χωριό, ξαδέρφια, γειτονάκια όλα μια παρέα, μα τα δικά σου σαν μαζεμένα είναι, κάπως στέκονται άκεφα. Μπα ιδέα σου είναι, τα παραμέλησες αυτές τις μέρες, το απόγευμα θα πάτε μια μεγάλη βόλτα και θα είναι όλα μια χαρά.
Κατεβάζεις το μπρίκι από την φωτιά, ο καφές της ξεκούρασης λέγεται αυτός κι ονειρεύεσαι ένα μισάωρο απόλυτης ησυχίας, εκεί κατά τις πέντε η ώρα που όλοι είναι ναρκωμένοι απ’ το φαΐ και το κρασί. Ακούς μια αδύναμη φωνή πίσω σου «Μαμά… πονάει το κεφάλι μου». Γυρίζεις και βλέπεις μάτια που γυαλίζουν από τον πυρετό! 38,6 παρακαλώ τα μπουγέλα με τον παππού! Αφήνεις τον καφέ να κρυώνει, ντεπόν, κομπρέσες και σ’ ετοιμότητα για επιστροφή άρον άρον!
Κι ο παππούς, κοντά στην στόφα να μουρμουράει «πολύ καλομαθημένα τα έχετε εκεί στην πρωτεύουσα τα παιδιά σας! Άκου κρύωσε με λίγο νεράκι!».
Άντε και του χρόνου βρε!!!
Μάτα Βισβίκη
Μία απάντηση στο “Πάσχα στο χωριό (του!)”
Νταξ πέθανα!!!!
Είσαι θεά!!!