Πες με ξινή, πες με πικρή, πες με στραβόξυλο, θα τα δεχτώ όλα. Αλλά άκουσε με. Πάταξον με, Άκουσον δε! Καλά μην με βαρέσεις κιόλας, Θεμιστοκλής speaking! Δεν είναι όλες οι γιορτές, μέσα στα κέφια και τα γέλια και τα τραγούδια και τις χαρές. Και δεν θα το εμβαθύνω τόσο πολύ για να σου πω για την κατάθλιψη των γιορτών και τέτοια. Απλές καθημερινές πλην γιορτινές στιγμές μιας βαρετής ελληνικής οικογένειας.
Βράδυ της Αναστάσεως.
Η μητέρα τηγανίζει συκωτάκια και μοσχομυρίζει ο τόπος. Το μικρότερο θηλυκό παιδί βλέπει ταινία με ζωάκια που του αρέσουν πολύ κι αργεί να ετοιμαστεί. Το μεγαλύτερο αρσενικό παιδί αργεί να επιστρέψει από τον καφέ με τους φίλους του. Η ώρα περασμένες έντεκα κι ο πατέρας με το κοστούμι και την γραβάτα αδημονεί να ξεκινήσει η οικογένεια για την εκκλησία. Αδημονεί, εκνευρίζεται, βράζει, εκρήγνυται, σκάγια παντού κι όποιον πάρουν σιχτιρίζει για την αργοπορία, βαράει πόρτες, γδύνεται, βάζει πιτζάμες, πάει για ύπνο. Κοινώς έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος! Το αναστάσιμο τραπέζι διεκπεραιώνεται βιαστικά από την υπόλοιπη οικογένεια και η μαγειρίτσα δεν χωνεύεται με τίποτα.
Ημέρα του Πάσχα, πρωί (πολύ πρωί, πάρα πολύ πρωί, ξημερώματα)
Πατέρας περιμένει τον έφηβο γιο του και μονάκριβό του να μαζέψουν πουρνάρια, και ξυλαράκια και άλλα τέτοια βρύα και λειχήνες για να ανάψουν την φωτιά για τον παραδοσιακό οβελία. Ο γιος επιστρέφει αργά από την βραδινή διασκέδαση, δεν το χει με το πρωινό ξύπνημα, δεν το χει και με το βουκολικό καθόλου, κάνει και λίγο επαναστάτης χωρίς με αιτία θα σε γελάσω, καθυστερεί, στραβώνει ο πατέρας, παρατάει τον οβελία στην σούβλα στην κλασική grand guignol στάση με το γλωσσίδι έξω ( που εμένα με ψιλοφρικάρει, μην μου δίνεις σημασία όμως) και αποσύρεται. Το Πασχαλινό τραπέζι διεκπεραιώνεται τελικά χάρη στην έγκαιρη επέμβαση των γυναικόπαιδων και των ψυχραιμότερων συγγενών που λειτουργούν πάντα ως κυανόκρανοι ( ο Θεός να τους ευλογεί). Τα μούτρα στο εορτάσιμο τραπέζιον καθιστούν τον οβελία, το κοκορετσάκιον και το τζατζίκιον αδύνατα να χωνευθούν οπότε και η εν λόγω οικογένεια καταφεύγει πάντα στις πρώτης ανάγκης σόδες και στα Μααlox.
Ημέρα του Πάσχα (απογευματάκι)
Με το στομάχι ξέχειλο, με το μεσημεριανό όργιο να βγαίνει από τη μύτη, και κόκκινοι σαν ερυθρόδερμοι μετά το γύρισμα του αρνιού υποχρεούσαι να δεχτείς ή να πραγματοποιήσεις επισκέψεις στα σπίτια συγγενών και να μοιράσεις τα παραδοσιακά τσουρέκια “γιατί πότε θα γνωρίσετε τα ξαδέλφια σας και τις θειάδες σας, αν όχι τώρα, σκατόπαιδα». Τα σκατόπαιδα υπακούουν απρόθυμα όχι γιατί δεν συμπαθούν τους συγγενείς αλλά μετά τόσο καπνό που έφαγαν στα μούτρα γύρνα γύρνα το αρνί στη σούβλα και μετά από μια βασανιστική σιέστα που ξυπνάς κάθιδρος και δεν ξέρεις ποιος είσαι, που είσαι, από πού ήρθες και πού θα καταλήξεις είναι έτοιμα να πουν χρησμούς σαν την Πυθία και μιλούν ακατάληπτα μην γνωρίζοντας ακριβώς αν έχουν στόμα κι αν ναι σε ποιο σημείο είναι πάνω στη μούρη τους (δίπλα από το ρυάκι με τα σάλια που κυλούν ηδονικά πιθανότατα). Τελικά και κινδυνεύοντας από σπλαγχνόπτωση στριμώχνονται σε μια φόρμα ΧΧΧL και πάνε να γνωρίσουν το σόι τους.
Δευτέρα του Πάσχα (απόγευμα, βραδάκι)
Τίγκα στις τοξίνες και με το αρνί να τους εκδικείται εκ των έσω, η τυχαία ελληνική οικογένεια τοποθετεί το υπόλοιπο στην γνωστή φρικιαστική λεκάνη και την στριμώχνει στο πορτ μπαγκάζ. Στις εθνικές οδούς συναντάται το τρομακτικό θέαμα από την μία των τεράστιων ουρών των εκδρομέων που επιστρέφουν και από την άλλη το τρομακτικότερο θέαμα των πορτ μπαγκάζ μισάνοιχτων με τα πτώματα της γενοκτονίας των αρνιών με τα αποστεωμένα ποδαράκια έξω. Αν το συνδυάσεις με την μελαγχολία του τέλους της γιορτής, τα νεύρα της κίνησης και τον καβγά μεταξύ των γονέων γιατί το ερίφιο ήταν 12 κιλά κι όχι μικρότερο κι αφού «δεν σας αρέσει και δεν το φάγατε γιατί το πήραμε» καταλήγεις εύκολα στο συμπέρασμα ότι το αναστάσιμο μήνυμα της αγάπης δεν άγγιξε βαθιά τους πρωταγωνιστές μας.
Δεν θα σας μιλήσω για τις βαλίτσες που πρέπει να ανεβάσεις ενώ δεν μπορείς να ανεβάσεις το σαρκίο σου και παρακαλάς να ήσουν στα Μετέωρα να σε ανέβαζαν με το καλαθάκι σαν τους καλόγερους, ούτε για το κρύο αρνί που είναι –κατά πολλούς-ο καλύτερος μεζές για το κρασάκι αλλά για τους υπόλοιπους –που δεν ξέρουν να ζουν – τους μυρίζει κι αναγκάζονται παρόλα αυτά να το φάνε σε όλες τις μορφές που μπορεί να φαγωθεί. Φρικασέ, με μουστάρδα, μέσα σε ομελέτα, μέσα σε παέλια, μέσα σε ριζότο, μέσα σε μέλανα ζωμό, μέσα στο γάλα το πρωί με το πασχαλινό κουλουράκι παπάρα μέχρι και να σου το κάνουν γκλύσμα να τελειώνεις. Κι έτσι να περάσει ένας σχεδόν χρόνος και να λαχταρίσεις –και πάλι- σαν γνήσιο ελληνόπουλο λίγη πετσούλα!
Καλό κι Ευλογημένο Πάσχα σ΄ όλους!
Ασπασία Κουρέπη