«Δεν ήτανε εύκολα τα παιδικά μας χρόνια. Ούτε που ξέραμε τι θα πει ξενοιασά. Είχα πολλά αδέρφια. Ούτε κατέχω να σου πω πόσα, γιατί όλα πεθαίνανε. Πείνα, πόλεμος, αρρώστιες. Άλλα πεθαίνανε στην κοιλιά, άλλα στη γέννα κι άλλα αργότερα από τσοι κακουχίες. Έτσι με τα πολλά, πομείναμε ζωντανοί οι πέντε μας. Εγώ, ο Στεφανής, ο Σήφης, ο Μανωλιός, κι η Λενιώ μας. Τέσσερα κοπέλια και μια βιόλα. Ξυπόλυτα και με χιλιομπαλωμένα ρούχα. Εγώ ήμουνα ο πιο μεγάλος και τσοι πρόσεχα όλους. Η μάνα κι ο πατέρας όλη μέρα στα χωράφια και στα ζώα, παλεύανε να φέρουνε ψωμί στο σπίτι μας. Κι εμείς όσο μεγαλώναμε κάναμε ότι μπορούσαμε. Όλοι δουλεύαμε.
Μια μέρα ήρθε μια γειτόνισσα και είπε του πατέρα μου πως είναι μια γυναίκα στο διπλανό χωριό που την εφωνάζουνε αρχόντισσα. Μα κρίμας τα πλούτη της! Είναι άρρωστη και δεν έχει κανένα να τηνε ξανοίξει. Κοπέλια δεν έκανε, οι συγγενείς της είναι όλοι πεθαμένοι και το σπίτι της στην ερημιά. Ζήτηξε το λοιπόν μια κόρη να μένει μαζί της, να τηνε ξανοίγει κι αυτή θα τηνε προικίσει. Το Λενιώ μας τότεσάς ήντονε δώδεκα χρονώ. Η μάνα μου έπεσε στα πόδια του πατέρα μου και τον επαρακάλιε να μην τηνε στείλει. Κι αυτός δεν ήθελε, μα τι να ‘κανε; Αυτή τουλάχιστο μπορούσε να γλιτώσει την πείνα. Με τα πολλά, πήγε τελικά το Λενιώ μας και μαράζωσε το σπίτι μας. Χάσαμε τη βιόλα μας.
Μαθαίναμε που και που νέα της και την εβλέπαμε μια φορά το χρόνο. Καλά περνούσε με την κερά Παναγιώτα, μα αναζητούσε το σπίτι μας. Κι εμείς την αναζητούσαμε πολύ! Πήγαμε κι εμείς μια φορά στο αρχοντικό της κερά Παναγιώτας. Τι μεγαλεία ήτανε αυτά! Μεγάλο σπίτι και καθαρό! Όλα γυαλίζανε κι αστράφτανε. Και το Λενιώ μας έλαμπε! Φορούσε ένα όμορφο φουστάνι, χρυσαφικά στον λαιμό και στα χέρια της. Και παπούτσια, φορούσε παπούτσια! Άσπρα λουστρίνια! Κάτσαμε στον καθαρό καναπέ με τα βρώμικα ρούχα μας κι η μάνα μας δαγκώθηκε από ντροπή. Μα η κερά Παναγιώτα συνέχεια χαμογελούσε. Καλοσυνάτη γυναίκα! Μας φίλεψε και καραμέλες και γλυκό του κουταλιού κυδώνι και μια δροσερή φρέσκια λεμονάδα. Κι εμείς γουρλώναμε τα μάτια και καταβροχθίζαμε το ένα γλυκό μετά το άλλο κι όλο χασκογελούσαμε. Πριγκίπισσα την είχε την βιόλα μας ή κερά Παναγιώτα! Κι έτσι ησύχασε κι ο πατέρας μας που είδε πως επέρνα καλά. Μόνο της μάνας μου δεν της καλορχότανε. Την έβλεπα σκεφτική. Μάνα ήτανε, ένα θηλυκό είχε κι αυτό μακριά. Μα ήτανε για το καλό της. Ξέρεις τι θα πει πείνα; Φτώχεια; Εμείς το κατέχαμε καλά κι αφού μπορούσε σκιας η βιόλα μας να γλιτώσει, είμαστε ευχαριστημένοι. Εκείνη ήτανε τυχερή κι εμείς μακαρίζαμε την τύχη της. Μα περάσανε τα χρόνια, μεγαλώσαμε πια…
Θεός σχωρέστη την κερά Παναγιώτα. Μα την ώρα της κηδείας της να γίνει στάχτη και το σπίτι της; Τι ατυχία! Το Λενιώ μας θα ‘ναι απαρηγόρητο τώρα…»
***
«Κανένας δε με ρώτηξε! Με πήγανε σ’ εκείνο το καταραμένο σπίτι χωρίς να το θέλω. Και με παρατήσανε εκεί πέρα χωρίς να κατέχουνε πώς περνώ. Ήμουνε βλέπεις για δαύτους ένα στόμα παραπάνω κι αφού μπορούσανε να απαλαχτούνε, γιατί να μη με δώσουνε; Κι ήρθανε μετά από καιρό επίσκεψη, σαν τους ξένους. Και πάλι δε ρωτήξανε. Μόνο πιστέψανε το θέατρο που είδανε και φύγανε ήσυχοι. Μονάχα η μάνα μου ήτανε μαγκωμένη, σα κάτι να καταλάβαινε, μα κι εκείνη δε μίλησε.
Ήμουνε δώδεκα χρονώ όταν πήγα στο σπίτι της Παναγιώτας. Με κλάματα και αναφιλητά. Δυο μερόνυχτα έμεινα κουλουριασμένη σε μια γωνιά και δε μιλούσα, ίσα που ανάσαινα. Καταλάβαινα πως με στείλανε για το καλό μου, μα ‘γω δεν ήθελα! Το σπίτι μας ήθελα κι ας ήτανε ρημάδι, τ’ αδέρφια μου που με προσέχανε, τη μάνα μου και τον πατέρα μου κι ας πεινούσαμε. Κι εκεί κάτι δε μ’ άρεσε από την πρώτη στιγμή. Αυτή δε μου μίλησε στην αρχή. Ύστερα από δυο μέρες μου πέταξε ένα ξεροκόμματο ψωμί και μου φώναξε:
«Άντε τώρα, τέλειωνε με τα παιδιαρίσματα και σήκω πάνω! Ένα σωρό δουλειές έχεις να κάνεις!»
«Θέλω να φύγω!» τόλμησα να πω και τότες εγυαλίσανε τα μάτια της. Σα να μπήκε ο διάολος μέσα της κι άρχισε να ουρλιάζει. Δεν καταλάβαινα ήντα έλεγε. Ήτανε κατακόκκινη, φώναζε, βλαστημούσε και μου πετούσε πράματα. Φοβήθηκα πολύ. Μια στιγμή ηρέμησε απότομα κι ήρθε κοντά μου. Έσκυψε κι εγώ κρατούσα την ανάσα μου, μα έτρεμα σαν το ψάρι.
«Δεν θα φύγεις ποτέ από δω!» στρίγγλιξε μέσα από τα δόντια της κι ύστερα γέλασε δυνατά. Μ’ άρπαξε από το χέρι και μ’ έκλεισε σε μια κάμαρη. Μετά από λίγο ήρθε και μου πέταξε δυο κουρέλια.
«Ντύσου! Έχεις δουλειές να κάνεις!» διάταξε.
Αυτή ήταν από ‘κει και ύστερα η ζωή μου. Δούλευα σαν το σκυλί και δεν έβγαινα ποτέ από το σπίτι. Κι άμα τολμούσα να αντιμιλήσω πάθαινε υστερία, ούρλιαζε και με χτυπούσε. Μια φορά πήγα να το σκάσω αλλά με κατάλαβε και με σάπισε στο ξύλο κι ύστερα με κλείδωσε στο υπόγειο για μέρες. Δεν το ξανατόλμησα ποτέ. Και το καταραμένο το σπίτι ήτανε στην ερημιά, δεν υπήρχε κανένας γύρω να με βοηθήσει. Κανείς δεν κάτεχε. Όλοι θαρρούσανε πως ήτανε καλή και χρυσή, η Παναγιώτα η αρχόντισσα! Μια φορά τον χρόνο με έντυνε, με στόλιζε και με πήγαινε στο σπίτι των γονιών μου, να καμαρώσουνε τη βιόλα τους που ζει ζωή χαρισάμενη πλάι στην άγια γυναίκα που την ανάστησε! Κι εγώ δε μιλούσα. Τη φοβόμουνα. Μισή ώρα καθόμαστε πάντα. Ίσα ίσα. Μετά έκανε την άρρωστη και φεύγαμε άρον άρον. Κι όταν ήρθανε στο σπίτι εκείνοι, τους έδειξε για κάμαρή μου τη δικιά της, δεν είπε πως εγώ κοιμάμαι στο υπόγειο με τα ποντίκια. Είπε πως όλο το σπίτι γυαλίζει και μοσχοβολάει γιατί έχει μια παραδουλεύτρα που έρχεται κάθε μέρα και καθαρίζει, δεν είπε πως εγώ ματώνω τα γόνατά μου να τρίβω κάθε μέρα τα πατώματα. Μου μιλούσε γλυκά κι ευγενικά, δε με φώναζε «Βρώμα και παλιοθήλυκο» όπως όταν δεν άκουγε κανείς. Με είχε ντύσει με το φουστάνι της, δε φορούσα τα κουρέλια μου όπως κάθε μέρα. Μου ‘χε βάλει και τα χρυσαφικά της και λαμποκοπούσα! Κι εκείνοι ήτανε χαρούμενοι που είχανε αφήσει τη βιόλα τους σε καλά χέρια! Κι όταν φύγανε μ’ έστειλε γρήγορα να αλλάξω και να πλύνω το φουστάνι της, γιατί της το μαγάρισα κι ύστερα αμέσως να τρίψω καλά καλά τον καναπέ, που τα μούλικα τ’ αδέρφια μου τονε κάνανε σαν τα μούτρα τους.
Και έτσι περνούσανε τα χρόνια μου και δεν εκατάλαβα πότε μεγάλωσα. Δέκα χρόνια έζησα φυλακισμένη εκεί μέσα. Κι όταν πέθανε ανακούφιση μόνο ένιωσα. Δεν τηνε σκότωσα εγώ. Το ‘θελα πολύ μα δεν το ‘καμα. Ούτε γι’ αυτό δεν ήμουνε άξια! Μα τη φωτιά εγώ την έβαλα και δε μετανιώνω! Την ώρα της κηδείας της δεν ήθελα να ‘μαι κοντά της. Να πω τι; Θεός σχωρέστη; Όχι! Δε θα τηνε σχωρέσει ο Θεός. Στην κόλαση θα καεί! Πίσσα στα κόκαλά της! Γι’ αυτό ‘κείνη την ώρα έκαψα και το σπίτι της. Εκεί ήτανε η δικιά μου κόλαση! Και τώρα κάμε ότι μου πρέπει. Έτσι κι αλλιώς δεν κατέχω πώς είναι να ‘μαι λέφτερη.»