Οι πρώτες της διακοπές τελειώνοντας το λύκειο μαζί με φίλες σε νησί ήταν πια γεγονός. Ένα χρόνο τώρα μάζευαν χρήματα για αυτό το ταξίδι και ήταν το όνειρο των τριών κοριτσιών. Επιτέλους μετά από μια χρονιά με διάβασμα, φροντιστήρια και εξετάσεις, απολαμβάνουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Δύο εβδομάδες απόλυτης ελευθερίας χωρίς άγχος και πίεση. Οι τρεις φίλες είχαν συμφωνήσει να περάσουν ένα αξέχαστο καλοκαίρι και ήταν αποφασισμένες να το καταφέρουν.
Το νησί της υποδέχτηκε με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Κόσμος αρκετός αλλά όχι ασφυκτικά γεμάτο. Οι παραλίες απάνεμες και με τον ήλιο να τους χαρίζει ένα σταρένιο υπέροχο χρώμα. Κάθε βράδυ στα μπαράκια ξενύχτι και χορός και εκείνος ο όμορφος μελαχρινός να τις κερνάει σφηνάκια καθημερινά. Όλες είχαν καταλάβει την παρουσία του και φυσικά την προτίμηση του στην Αναστασία. Η Αναστασία ένα όμορφο άβγαλτο κορίτσι, είχε ενθουσιαστεί με τις κινήσεις του άγνωστου νεαρού. Ένα βράδυ την πλησίασε και της ζήτησε να την ξεναγήσει στο νησί. Έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις και από εκείνη την στιγμή έγιναν αχώριστοι. Στην αγκαλιά του γνώρισε για πρώτη φορά τον έρωτα σε μια ρομαντική νύχτα κάτω από τον έναστρο ουρανό. Οι διακοπές τελείωσαν όχι όμως και η σχέση τους. Έναν ολόκληρο χρόνο μέχρι το επόμενο καλοκαίρι με τακτές επισκέψεις του Μάνου στην Αθήνα, βρέθηκαν ξανά στο νησί. Ο Μάνος ήταν από το νησί και δεν είχε σκοπό να το εγκαταλείψει. Ζητούσε όμως επίμονα από την Αναστασία να μείνει μόνιμα μαζί του. Ήθελε να την κάνει γυναίκα του όσο το δυνατόν συντομότερο.
Ομηρικοί οι καβγάδες της Αναστασίας με τους γονείς της και ομηρικοί με τον Μάνο που θεωρούσε πως δεν τον αγαπά τόσο ώστε να πείσει τους γονείς της. Δεν έβλεπε τίποτα άλλο μπροστά της εκτός από τον Μάνο. Άδικα προσπαθούσαν να την πείσουν οι γονείς της να τελειώσει τις σπουδές της και μετά να αποφασίσει για παντρειές. Η Αναστασία είχε πάρει την απόφαση της καθώς ο Μάνος της είχε θέσει όρο ή έρχεσαι ή χωρίζουμε. Δεν πήρε τίποτα φεύγοντας από το σπίτι της μιας και ο Μάνος θα της παρείχε τα πάντα και έτσι το δεύτερο καλοκαίρι τους έβρισκε στο νησί πιο ερωτευμένους από ποτέ.
Όλα κυλούσαν τέλεια αν εξαιρέσεις κάτι ξεσπάσματα του Μάνου όταν νόμιζε ότι η Αναστασία κοιτούσε άλλους άντρες. Παρόλο τις φωνές και τις βρισιές το έβρισκε άκρως κολακευτικό να την ζηλεύει και ας μην του έδινε την παραμικρή αφορμή. Οι συγνώμες και τα χάδια μετά τις φωνές κατέληγαν σε μια έντονη ερωτική συνεύρεση που τρέλαινε και τους δύο. Μετά το τέλος του καλοκαιριού την ενημέρωσε ότι θα μεταφερθούν στο ορεινό μέρος του νησιού και στο πατρικό του σπίτι όπου θα έπρεπε να ασχοληθεί με την κτηνοτροφία. Αυτή ήταν η κύρια ασχολία της οικογένειας του. Όσο ελεύθερο χρόνο είχε το καλοκαίρι, τόσο σκληρό και πολύωρο ήταν το πρόγραμμα του τον χειμώνα. Τα πρώτα κρύα του χειμώνα έφεραν και τα πρώτα κρύα στην σχέση τους. Ολημερίς κλεισμένη στο σπίτι με μόνη παρέα την τηλεόραση που δεν έπιανε και καλά και την υπερήλικη γιαγιά του.Οι έξοδοι το βράδυ στο μοναδικό καφενείο του χωριού ήταν καθαρά αντρικό προνόμιο και οι γυναίκες έμεναν στο σπίτι για τις δουλειές.
Ένα πρωινό αποφάσισε να κατέβει στην χώρα αλλά και εκεί τίποτα δεν θύμιζε την χώρα του καλοκαιριού. Ήπιε τον καφέ της έκανε μια βόλτα στα λιγοστά καταστήματα που λειτουργούσαν τον χειμώνα και επέστρεψε αργά το απόγευμα στο χωριό. Εκεί βρήκε έναν Μανό έξαλλο και εξαγριωμένο που σχεδόν την έσυρε στην στάνη τραβώντας την. Το πρώτο χαστούκι την βρήκε απροετοίμαστη καθώς προσπαθούσε να του δώσει να καταλάβει ότι δεν ήξερε ότι θα τον πείραζε τόσο πολύ που δεν τον ρώτησε για την βόλτα στην χώρα. Το χαστούκι από ένα έγιναν δύο, τρία μέχρι που λιποθύμησε. Όταν συνήλθε τον βρήκε να κλαίει και να έχει πέσει στα γόνατα ζητώντας της ταπεινά συγγνώμη. Τον λάτρευε και όταν τον είδε σε αυτή την κατάσταση έπεσε στην αγκαλιά του να τον παρηγορήσει. Συμφώνησαν πως άλλη φορά θα τον ρωτάει και δεν πρόκειται να κάνει κάτι χωρίς να τον ενημερώσει.
Τα πρώτα Χριστούγεννα στο χωριό ήρθαν με πολύ κρύο και αναγκάστηκαν να κατέβουν λίγο στο σπίτι της χώρας μιας και τα ζώα θα έμεναν κλεισμένα στην στάνη. Ήταν μια ευκαιρία να ξεσκάσουν λίγο και να βγουν στα δύο τρία μπαράκια που έμεναν ανοιχτά όλο το χρόνο στο νησί. Εκείνο το βράδυ η Αναστασία είχε πολύ καλή διάθεση και χάρηκε που είδε κόσμο. Μίλησε με κάποιους ντόπιους φίλους του Μάνου και επιτέλους αντάλλαξε μερικές κουβέντες με άτομα της ηλικίας της. Όλο αυτό τον καιρό δεν είχε επικοινωνήσει ούτε με τους γονείς της ούτε με τις φίλες της. Όλοι αιφνιδιάστηκαν με την απόφαση της και στην προσπάθεια τους να της αλλάξουν γνώμη τσακώθηκε με όλους. Όταν γύρισαν σπίτι ο Μάνος της έκανε μια άγρια επίθεση γιατί ερωτοτροπούσε ξεδιάντροπα μπροστά του με όλους τους φίλους του. Ότι και αν τόλμησε να πει βρήκαν τοίχο απέναντι στον Μάνο ο οποίος όρμησε πάνω της χτυπώντας την σε όλα τα σημεία του κορμιού της. Όταν συνήλθε το πρωί το σώμα της ήταν γεμάτο μώλωπες και ξεραμένα αίματα στην μύτη και στα χείλη. Ο Μάνος σε εμβρυακή στάση στο σαλόνι να χτυπάει το κεφάλι του κλαίγοντας. Της ζήταγε συγνώμη και της έλεγε ότι του αξίζει να πεθάνει για αυτό που έκανε. Παρόλο τον σωματικό πόνο που ένιωθε, η ιδέα ότι μπορούσε να χάσει τον Μάνο την πονούσε περισσότερο.
Δυστυχώς το ξύλο και οι εξάρσεις του Μάνου συνεχίζονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα και φυσικά πάντα για ασήμαντους λόγους. Το καλοκαίρι ξανά ήρθε αλλά η Αναστασία δεν το ένιωσε ποτέ. Μέσα της είχε παγώσει και το ξύλο είχε σπάσει και την καρδιά της εκτός από κάποια πλευρά. Όταν ξύπνησε ένα πρωί στο νοσοκομείο, ξύπνησε μαζί της και το ένστικτο της επιβίωσης. Ήξερε ότι δεν θα έφευγε ποτέ ζωντανή από τα χέρια του αν του ζήταγε να χωρίσουν. Κάθε μέρα στο προσκέφαλο της ζητούσε συγγνώμη ξανά και ξανά και του αξίζει ο θάνατος για αυτό που της έκανε. Όταν συνήλθε του ανακοίνωσε ότι θα φύγει και αν τολμούσε να την εμποδίσει θα άλλαζε την κατάθεση της. Θα έλεγε τον πραγματικό λόγο που βρέθηκε στο νοσοκομείο και όχι από πτώση στις σκάλες. Ήθελε λίγο χρόνο να επουλώσει τις πληγές της πριν πάρει το καράβι να φύγει. Όλο αυτό το διάστημα της ζητούσε συγγνώμη ξανά και ξανά. Την ημέρα της επιστροφής της τον πήρε αγκαλιά και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί γιατί στο λιμάνι όλοι τους κοιτούσαν. «Τελικά Μάνο μακάρι να πέθαινες»