Ήταν βράδυ Παρασκευής και η Εύη γυρνούσε από το φροντιστήριο, που είχε μάθημα ως αργά. Κόντευαν μεσάνυχτα. Έκαναν προσομοίωση εξετάσεων για τις Πανελλήνιες της Β’ Λυκείου στη χημεία, και δεν μπορούσε να λείψει.Όπως περπατούσε προς το σπίτι, σκεφτόταν μια ελληνική ταινία, με τον αγαπημένο της Δημήτρη Χορν, «Αλίμονο στους νέους» λεγόταν. Το θυμήθηκε, γιατί την φράση αυτή την είχε ξεστομίσει αγανακτισμένος ο φιλόλογός της, στην τάξη, όταν η Χριστίνα, μια συμμαθήτριά της, δεν κατάφερε να κλίνει πλήρως το «λύω/λύομαι»
«Μα τι σκέφτεσαι!» μονολογούσε. Κι εκείνη την ώρα κοίταξε ψηλά, την πανσέληνο που φώτιζε τα στενά του Αμαρουσίου. Και σκέφτηκε τον Μάκη. Τον Μάκη…
Ο Μάκης, ήταν ένα παιδί με θέματα. Κλειστό, αλλά όπου φασαρία μέσα.
Εξωστρεφής, αλλά με μέτρο η Εύη, άριστη μαθήτρια, με φιλοδοξίες και όνειρα. Ήθελε να διδάξει στο πανεπιστήμιο. Ιστορία. Της άρεσε η ιστορία, όλων των χωρών και των χρονικών στιγμών. Μέσα από την ιστορία, ερευνούσε για μύθους, δοξασίες και παραδόσεις. Κι ήθελε αυτά να τα περάσει και σε άλλους. Αλλά ποιος συνομήλικος 17άρης θα καθόταν να ανοίξει τέτοιες κουβέντες; Ο Μάκης. Συμμαθητής της που είχε χάσει δυο χρονιές. Από απουσίες, και από αδιαβασιά.
Εκείνος την άκουγε όταν μιλούσε, αλλά εκείνη ονειρευόταν φιλιά και χάδια. Εφηβεία κι αμηχανίες. Έτσι είναι.
Στο δρόμο για το σπίτι, σταμάτησε να πάρει ένα καφέ, από το μαγαζί του αδερφού του κολλητού της, για να συνεχίσει το διάβασμα σπίτι. Έκατσε στο ξύλινο πάσο του μπαρ και περίμενε να ετοιμαστεί ο καφές της, όσο δεχόταν τα πειράγματα του Χρήστου, του ιδιοκτήτη, που την κορόιδευε ότι δεν ζει την ηλικία της, ότι δεν το ρίχνει έξω βρε αδερφέ.
«Χρήστο, άσε το κορίτσι να πάει να μελετήσει», ακούστηκε μια απαλή αλλά καθαρή φωνή, πάνω από τον ώμο της, τόσο κοντά της που ανατρίχιασε.
«Ρε φίλε, άμα δε πειράξω το μυξιάρικο να γελάσει λίγο, πώς θα δω τα σιδεράκια του να γελάσω εγώ;» Είπε ο Χρήστος.
Ο ψηλός νεαρός άντρας, της χαμογελούσε, με χαμόγελο καθαρής συγκατάβασης και κατανόησης. Σαν να ήξερε τι έχει στο κεφάλι της. Η μικρή μας, σάστισε από τα φωτεινά μεγάλα πράσινα μάτια του. Τον παρατήρησε. Γύρω στα 30-35, γεροδεμένος, σταρένιο δέρμα με γένια ημερών, και μαύρα μαλλιά.
«Εύη είπαμε;» τη ρωτάει εκείνος.
«..νναι..» ψελλίζει εκείνη, σπάζοντας το κεφάλι της αν είχαν συστηθεί.
«Λοιπόν Εύη…» συνεχίζει ο άγνωστος νεαρός με χαμηλή φωνή, που παρά τη μουσική στο χώρο, η Εύη, τον άκουγε κατακάθαρα «Πες μου τον πιο κρυφό σου πόθο, το όνειρό σου, πες πως είμαι μάγος και θέλω να σου χαρίσω κάτι που χρειάζεσαι, που έχεις ανάγκη, που λαχταράς»
«ΑΑΑΑΑ, θέλει να διδάξει ιστορία στο πανεπιστήμιο» πετάγεται ο Χρήστος, που της έφερε τον καφέ της, επιτέλους.
«Έτσι είναι; Αυτό θέλεις;» ρώτησε ο άνδρας, χαμογελώντας λοξά.
«Όχι!» είπε αποφασιστικά η Εύη. «Αυτό θα το καταφέρω με τη μελέτη. Είπες να πω πως είσαι μάγος. Θέλω κάτι που δεν γίνεται με τη μελέτη, κάτι που δεν γίνεται, γενικώς»
«Όλα γίνονται, αρκεί να μη φοβηθείς να τα ζητήσεις».
«Γιατί να φοβηθώ; Τα θέλω μου δεν τα φοβάμαι» Είπε με στόμφο η Εύη.
Η Εύη ήθελε τον Μάκη. Αυτό ηθελε. Να την θέλει ο Μάκης. Να μην κάνουν μόνο φιλικές κουβέντες, να μην την ακούει μόνο. Να της κάνει πράγματα ήθελε…
Τα είπε αυτά στον άγνωστο η Εύη, χωρίς φρένα στα μυαλά της. Η γλώσσα της με τις επιθυμίες της, έτρεχαν από το στόμα της σαν χείμαρρος, χωρίς λογική.
Ο άγνωστος νεαρός, της χάιδεψε το μάγουλο, και την άφησε υπνωτισμένη στη μέση του καφέ.
Την επόμενη μέρα, όπως πήγαινε για τρέξιμο να εκτονωθεί από την μελέτη, πέφτει πάνω στον Μάκη. Σάστισε στην αρχή, αλλά δεν δίστασε να του πιάσει την κουβέντα. Θυμήθηκε τον άγνωστο «μάγο» της προηγούμενης νύχτας. Οι μέρες πριν τις εξετάσεις κυλούσαν, κι ο Μάκης όλο και πιο κοντά στη μικρή Εύη. Ραντεβουδάκια, βόλτες, φιλιά αποχαιρετισμού στην πόρτα της. Το όνειρό, της, το «θέλω» της στον «μάγο»εκείνης της νύχτας, το ζούσε!
Παραμονή Πανελληνίων κι η Εύη το βραδάκι, αφού σουρούπωσε, πάνε μια βόλτα με τον Μάκη με το αμάξι του.
«Που πάμε;» ρώτησε η Εύη.
«Βόλτα από τα βουνά, να χαλαρώσουμε, αύριο ξεκινάς να κυνηγάς το όνειρό σου», της είπε εκείνος.
Είχε νυχτώσει για τα καλά, όταν βγήκαν από το αμάξι και περπατούσαν προς μια ερειπωμένη κατοικία, μακριά, στην Παλλήνη…
Την επόμενη μέρα, στο σχολείο, αναζητούσαν την Εύη. Άφαντη, άνοιξε η γη και την κατάπιε. Γονείς τρελαμένοι, είχε πει θα κοιμόταν σε μια φίλη της. Της είχαν εμπιστοσύνη, δεν είχε δώσει κανένα δικαίωμα. Συμμαθητές ανήσυχοι, παγωμένοι.
Ο Μάκης, ατάραχος. Έπαιζε με ένα μικρό στιλέτο, με εβένινη λαβή πριν μπουν να γράψουν. Το φίλησε και μπήκε να γράψει. Ιστορία.
Μετά από μέρες, ένα πτώμα βρέθηκε από την αστυνομία, στην περιοχή της Παλλήνης. Μια πεντάλφα ανάποδη, χαραγμένη στην κοιλιά, φλέβες κομμένες εγκάρσια, να μη ράβονται. Κεριά καμένα γύρω από το νεκρό και βιασμένο κορμί. Σημάδια σχοινιού σε καρπούς κι αστραγάλους. Καμένα χαρτιά ολόγυρα και το πρόσωπο της νεκρής, σχεδόν μη αναγνωρίσιμο, από τα δαγκώματα σκυλιών. Μόνο κάτι σαν μέταλλο, στο στόμα της.
Σιδεράκια.