Μπήκε φουριόζα στο σπίτι, τόσο φουριόζα που κοπάνησε η πόρτα πίσω της. Καλά τα καφεδάκια με τις άλλες αμέσως μετά το σχολείο το πρωί, μα αυτές έφευγαν μετά για τις δουλειές τους κι εκείνη αργούσε να επιστρέψει σπίτι για το συμμάζεμα. Κρέμασε την τσάντα της στην κρεμάστρα κι έριξε μια ματιά γύρω της. Χάος. Έβγαλε τα παπούτσια της κι άρχισε μηχανικά το συμμάζεμα. «Πρώτα οι κρεβατοκάμαρες» σκέφτηκε κι έκανε να μπει προς τα εκεί. Η τηλεόραση είχε μείνει ανοιχτή στο παιδικό κανάλι και στη διαπασών.
«Κουφά είναι τα παιδιά μου πια;» σκέφτηκε και πήρε το κοντρόλ να την χαμηλώσει. Άλλαξε κανάλι. Φτάνει πια με τα παιδικά, τώρα είναι η ώρα μου. Οτιδήποτε εκτός από παιδικό, σκέφτηκε και πάτησε στην τύχη ένα άλλο κουμπί.
Πήγε να ανοίξει τα παράθυρα στις κρεβατοκάμαρες. Τίναζε, ξεσκόνιζε, συμμάζευε, παιχνίδια, κάλτσες, ρούχα «έλεος, για πότε γεμίζει το καλάθι των απλύτων, πια;» έβαλε κι ένα πλυντήριο, «ας σαπουνίσω και το μπάνιο μέχρι να τελειώσει» η τηλεόραση έπαιζε δυνατά, άλλαξε κανάλι, μα δεν χαμήλωσε τον ήχο.
Κάποιος μαγείρευε στην τηλεόραση, «σωωωπα! Στην τηλεόραση όλο μαγειρεύουν, πάω να βάλω και το δικό μας φαγητό». «Και τώρα» άκουσε την ξανθιά παρουσιάστρια να λέει «θα συνδεθούμε με τον όμιλο Παραδοσιακών Χορών που σας προαναγγείλαμε, για να δούμε όλοι μαζί τις πρόβες από την παράστασή τους». Τελείωσε κιόλας η μαγειρική; Πώς περνάει η ώρα ρε γαμώτο! Είχε να διορθώσει μια εργασία του άντρα της στον υπολογιστή, να περάσει από το φαρμακείο να πάρει τα φάρμακα των γονιών της, είχε να πάει και σούπερ μάρκετ, είχε να πάρει και τα ρούχα του αδερφού της από το καθαριστήριο, «έλα μωρέ, στον δρόμο σου είναι, εγώ δεν μπορώ δουλεύω».
«Εγώ δεν μπορώ δουλεύω»… Από πόσα στόματα το είχε ακούσει αυτό τα τελευταία χρόνια; Πόσο διεκπεραιωτική ήταν πια η ζωή της; Καθένας γύρω της της ανέθετε και μια τόση δα δουλίτσα, τίποτε σπουδαίο, να ένα τόσο δα πετραδάκι, όλα μαζί όμως έκαναν ένα βράχο που ένιωθε πως τον κουβαλούσε στους ώμους της.
«Εγώ δεν μπορώ, δουλεύω»… Ενώ εκείνη, τι; Καθόταν, ε; Ήταν full time mama, νέος όρος, μοντέρνος, με καθήκοντα όμως ριζωμένα αιώνες τώρα. Ένιωσε να πνίγεται. Άνοιξε το παράθυρο και στράφηκε στην τηλεόραση. Είχε γίνει η σύνδεση κι έτυχαν ακριβώς την στιγμή που ξεκίνησαν οι πρόβες. «Πώς λέγεται αυτός ο χορός;» ρώτησε η ξανθιά παρουσιάστρια. «Λέγεται, το γαϊτανάκι» της απάντησε ο δάσκαλος χορού.
Μια γλύκα ξεχύθηκε μέσα της, το μάθαιναν στο σχολείο, το χόρευαν τις Απόκριες στις γιορτές του χωριού, πωπωπω θύμησες! Πάντα την έβαζαν να κρατάει όμως τον στύλο. Δεν ήταν που δεν ήξερε να χορέψει, αντιθέτως τους άλλους χορούς συνήθως τους έσερνε εκείνη, μα στο γαϊτανάκι πάντα την έβαζαν να κρατάει τον στύλο. Κι ήταν πια μαθήτρια του Γυμνασίου, όταν παραπονέθηκε στον δάσκαλο πως θέλει κι εκείνη να χορέψει, να κρατάει μια χρωματιστή κορδέλα και να την πλέξει όπως οι άλλοι. Ο δάσκαλος την κοίταξε και της είπε να την ακολουθήσει. Μπήκαν στο γραφείο των καθηγητών και της έδειξε μια καρέκλα, απέναντι από τον προτζέκτορα που είχαν για τις προβολές.
«Θέλω να δεις προσεκτικά κάτι και μετά, θα μιλήσουμε»
Ήταν ο χορός, το γαϊτανάκι.
«Κοίτα τον στύλο σε παρακαλώ» της είπε καθησυχαστικά. «Παρακολούθησε μόνο τον στύλο και μετά μιλάμε»
Γύρω γύρω χόρευαν παιδιά με χρωματιστές, εντυπωσιακές στολές. Αγόρια και κορίτσια, ζευγάρια, κρατώντας το καθένα από μια κορδέλα, εντυπωσιακή, γυαλιστερή, να κάνει όμορφο αποτέλεσμα όταν μπλεχτεί με το ταίρι της. Και στην μέση ο στύλος. Τον κρατούσε ένας άντρας. Ο στύλος δεν έχει χρώμα, για να βοηθάει τις κορδέλες ν’ αναδείξουν τα χρώματα και τα πλεξίματα. Ο στύλος ήταν στιβαρός, γερός κι ο άντρας που τον κρατούσε, φρόντιζε να στρέφεται έτσι που να βοηθάει στο αρμονικό πλέξιμο. Στην ουσία ο στύλος χόρευε κι αυτός, τον δικό του σπουδαίο χορό, το χορό της σταθερότητας.
Ο χορός τελείωσε, ο κόσμος χειροκρότησε κι οι χορευτές άφησαν από τα χέρια τους τις κορδέλες. Κι αυτές έπεσαν με χάρη γύρω γύρω από τον στύλο. Ο άντρας που τον κρατούσε, τις μάζεψε προσεκτικά, στρωτά και τις έδεσε πρόχειρα για να μπορέσει να φύγει.
Ο δάσκαλος έκλεισε τον προτζέκτορα. «Λοιπόν; Τι είδες;». Εκείνη δεν κατάλαβε, έμεινε αμίλητη. «Στους άλλους χορούς, σε βάζω πρώτη, σωστά; Στο γαϊτανάκι όμως θέλω να κρατάς τον στύλο, ξέρω, άχαρος δείχνει, μα είναι το πιο σπουδαίο κομμάτι του. Γιατί; Γιατί ο στύλος κρατάει την αρμονία, ο στύλος είναι το κέντρο αυτού του χορού. Και γύρω από τον στύλο θα τις μαζέψω μετά τις κορδέλες, θα δεθούν προσεκτικά για να μην μπλεχτούν και χαλάσουν μέχρι τον επόμενο χορό. Κι αλήθεια, δεν θα μπορούσα να επιλέξω άλλον εκτός από σένα γι’ αυτήν την δουλειά».
Πώς ξεχύθηκαν όλα αυτά στο μυαλό της; Α ναι! Σκεφτόταν το full time mama και ο συνειρμός της ήρθε αυτόματα. Χαμογέλασε. Πόσο προφητική ήταν αυτή η κουβέντα του δασκάλου της τότε.
Κοίταξε το ρολόι της, ωωωωω! Πέρασε η ώρα, ίσα που προλάβαινε να κάνει τις άλλες δουλειές, ναι, των άλλων πριν ξαναέρθει ή ώρα να πάρει τα παιδιά πάλι από το σχολείο. Ίσως να ήταν η ιδέα της, μα ένιωθε λίγο πιο ανάλαφρη;
Πήρε το κοντρόλ να κλείσει την τηλεόραση. Η σύνδεση με τον Πολιτιστικό όμιλο, συμπτωματικά μόλις τελείωσε. «Θα συνδεθούμε τώρα με το τάδε ανθοπωλείο, για να δούμε όμορφες ιδέες για δώρα. Την Κυριακή είναι η γιορτή της Μητέρας, ε; Μην το ξεχνάτε» ίσα που πρόλαβε να πει η παρουσιάστρια πριν κλείσει την τηλεόραση. «Εγώ πάντως, αντί για λουλούδια φέτος, θα ήθελα να μου κάνουν δώρο τον στύλο με τις κορδέλες. Να τον στήσω εκεί στην γωνία, όταν απελπίζομαι, να τον κοιτάζω, να μην ξεχνιέμαι πως είμαι κι εγώ σπουδαία εδώ μέσα κι ας κάνω τις άχαρες δουλειές» σκέφτηκε και ξεκρέμασε την τσάντα της για να φύγει.
Κι αυτήν τη φορά, δεν κοπάνησε την πόρτα πίσω της.
Μάτα Βισβίκη