-Πετάγομαι να κάνω ένα μπανάκι να συνέλθω και σ’ ένα τεταρτάκι είμαι έτοιμη, μωρό μου!
Μπανάκι να συνέλθει, μωρό της! Και σ’ ένα τεταρτάκι θα ναι έτοιμη, μωρό της! Κι είναι ρε φίλε!
Ρίχνει ένα φορεματάκι πάνω της, τζινάκι με πουλοβεράκι το χειμώνα, με μακριά ίσια μαλλιά πεσμένα ανέμελα στους ώμους ή λαχταριστές καλοφτιαγμένες μπούκλες αναλόγως κι ένα πρόσωπο ροδοκοκκινισμένο φυσικά. Ίσως, να βάλει και λίγη μασκαρίτσα, λίγο κραγιόν να τονίσει τα χρώματά της.
Σ’ ΕΝΑ ΤΕΤΑΡΤΑΚΙ ΡΕ ΦΙ –ΛΕ! Eγώ ένα τεταρτάκι θέλω να φτάσω στο μπάνιο κι ένα δεκάλεπτο χρειάζομαι να ρυθμίσω τη θερμοκρασία του νερού! Γιατί Θεέ μου, ποιο γονίδιο μου λείπει; Ποια είναι αυτά τα ανεξήγητα φαινόμενα τα X-Files που διέπουν τις ζωές των άλλων και που αδυνατώ να καταλάβω; Πού ζω εγώ; Στη Ζώνη του Λυκόφωτος;
Καταρχάς, η φωνή της μανούλας αντηχεί πάντα μέσα στα αυτιά. Έστω και τώρα που δεν μένει πια μαζί σου! Σ’ έχει στοιχειώσει από μικρή, παιδικό τραύμα σαν να λέμε!
Και μην κάνεις δέκα ώρες παιδί μου! Απαλά, τι τρίβεσαι σαν τον πατσά; (ελπίζω να το οπτικοποιείς ε; Δε ουλτιμειτ ξεφτίλα! Άκου πατσά!).
Μ’ έχεις δει να βγαίνω από το μπάνιο; (Επίσης, έχεις δει το μπάνιο αφού βγω; Άλλη ιστορία αυτή, ήθελα να ήξερα οι άλλοι τι κάνουν; Στεγνό καθάρισμα; Γλείφονται σαν τα γατιά και δεν υπάρχει σταγόνα νερό στο πλακάκι;). Με τα μισά μαλλιά να κρέμονται σαν φύκια, τα από κάτω και τα από πάνω σαν τους ασπάλαθους, σαν τα κακτοειδή που τα παίρνει ο αέρας και κυλάνε στην αρχή των γουέστερν! Τα μάτια κόκκινα twilight από τους ατμούς, τύπου “θέλω να πιώ αίμα τώρα, μην μου το στερείτε λέω!”, μαύροι κύκλοι σαν να έδωσα πανελλήνιες ξανά τρεις φορές σερί κι αν τύχει και να ξυρίσω πόδια, είναι σαν να έσφαξες ζωντανό στην μπανιέρα και μετά το τεμάχισες. Όλη η πρώτη σεζόν επεισοδίων του Dexter!
Υπερβάλλω; Υπερβάλλω λες και γελάς χαριτωμένα; Πώς γίνεται να κολλάνε πάντα τα ρούχα πάνω μου ενώ έχω σκουπιστεί καλά και να βρίσκομαι να χοροπηδάω και να χτυπιέμαι δεξιά αριστερά για να κατεβάσω την μπλούζα σαν να προσπαθώ να βγάλω το ζουρλομανδύα (πράγμα που τώρα σκέφτομαι, πως μπορεί να ‘ναι και χρήσιμο γι’ αργότερα) – πώς γίνεται να πάω να βάλω λίγη μάσκαρα και να είμαι σαν τον τύπο από το Κουρδιστό Πορτοκάλι με τα μάτια σαν αυγά τηγανητά, σαν να ‘χω δει το χάρο, σαν να πάσχω από βρογχοκήλη, ενώ μετά πάντα θα μπει μάσκαρα στο μάτι το ένα και θα ‘ναι κλειστό, ενώ τα άλλο ανοιχτό, σαν το Γύλο στη Σωφερίνα;
Γιατί πάντα όταν βιάζομαι θα φύγει ο πόντος από το καλισόν με τα πέντε νταν; Όχι, αυτά είναι διάκριση στο καράτε, πώς στον κόρακα τα λένε τα άλλα του καλισόν; Ντόν; Ντίν; Ντέν; Για ποιόν χτυπάει η καμπάνα! Τέλος πάντων, καταλάβατε!
Γιατί θα κολλήσει το φερμουάρ; Γιατί θα εκτοξευτεί το κουμπί και θα κρεμάσει η κόπιτσα; Γιατί θα πέσει η πεταλούδα από το σκουλαρίκι σε μια αόρατη μαύρη τρύπα που υπάρχει κάπου κάτω από το κρεβάτι μου και θα χαθεί για πάντα όπως χιλιάδες άλλα αντικείμενα που πέρασαν στην λήθη;
Γιατί όλοι είναι φρέσκοι και δροσεροί μετά το μπανάκι κι εγώ να λαχανιάζω κι ιδρώνω σα γουρονόψαρο; Σαν την κυρία Πάφ την δασκάλα οδήγησης του Μπομπ του Σφουγγαράκη;
Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο; Γιατί; Γιατί;
Αέρας θα ‘ναι λέει ο Γιάννης και περπατεί!
Ασπασία Κουρέπη