Ο Σταύρος περίμενε γύρω στη μία ώρα, μέχρι να δει κάτι καλό. Ο μεσημεριανός ήλιος ήταν καυτός σαν πύρινη λαίλαπα, ο αέρας ανύπαρκτος, αλλά ευτυχώς η θάλασσα έκανε θαυμάσια δουλειά. Ήταν κρύα σαν παγωτό. Δεν του άρεσε του Σταύρου να πηγαίνει σε ζεστές παραλίες. Υπήρχε, βέβαια, καλό πράμα κι εκεί, όμως, αν ήθελε να κάνει και μπανάκι, προτιμούσε μακράν τις παγωμένες θάλασσες. Ήταν κάτι που του το χτυπούσαν οι φίλοι του όταν ήταν παιδί.
Είχε έρθει εδώ για τρεις λόγους. Κατ αρχήν, η θάλασσα αυτή ήταν μακριά από την πόλη. Άρα και από τους μπάτσους. Βασικό στοιχείο. Φυσικά έκαναν πού και πού περιπολίες, αλλά όχι τόσο πολύ. Γιατί, κατά δεύτερον, εδώ τα μπαράκια και οι καφετέριες συναγωνίζονταν σε τιμές τα καλύτερα μαγαζιά της πρωτεύουσας. Τα διψήφια νούμερα έδιναν κι έπαιρναν. Δηλαδή, εδώ μαζεύονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου λεφτάδες, που δεν ήταν και πάρα πολλοί –οπότε λιγότεροι μάρτυρες. Ο κόσμος που ερχόταν εδώ είχε δική του φύλαξη.
Ο τρίτος λόγος είχε να κάνει με το επικίνδυνο (και παράνομο) χόμπι του. Δεν ήταν πλούσιος, αλλά στόχευε να αποκτήσει όσο το δυνατόν περισσότερα φράγκα και να την κάνει από τη χώρα. Του την έσπαγε η μιζέρια που επικρατούσε γύρω του. Ο ίδιος μεγάλωσε σε μια διαλυμένη οικογένεια, μέσα στα χρέη, τη βρομιά και τη δυστυχία. Τσαντίλα όλη την ώρα, φαγητά που ούτε στα ποντίκια δεν θα τα έδινες. Έβλεπε τα άλλα παιδιά στο σχολείο που είχαν να αγοράσουν ένα ντόνατ κι εκείνος με το ζόρι τσιμπούσε κάνα τοστ -άλλος ένας λόγος που τον δούλευαν.
Έφυγε από τους γέρους του με την πρώτη ευκαιρία. Εκείνοι ήταν άρρωστοι κι ο Σταύρος υπερβολικά μικρός για να καταδεχτεί να υποστεί όλο το ψυχολογικό βάρος να τους φροντίσει. Έφυγε. Δούλεψε εδώ κι εκεί. Παράνομα, χωρίς χαρτούρες και τα τοιαύτα. Επιβίωσε.
Είχε όνειρα. Θα τα κατάφερνε, το ήξερε. Απλά έπρεπε να πάρει τα πάνω του. Να βρει λύσεις. Ήταν ξύπνιος, όλοι του το έλεγαν.
Έκλεψε για πρώτη φορά το τρίτο κατά σειρά αφεντικό του. Λαντζιέρης σε καφενείο, ο ιδιοκτήτης ηλικιωμένος, τα παιδιά και τα ανίψια του αδιάφορα. Οι άλλοι εργαζόμενοι κοιτούσαν μόνο τη δουλειά τους. Ο Σταύρος πήρε δέκα ευρώ από το ταμείο –τον είχαν βάλει και σ’ αυτό το πόστο. Κανείς δεν πήρε χαμπάρι –μάλλον, έφταιγε και το ότι είχε μπόλικη πελατεία. Μετά από δυο βδομάδες, πήρε είκοσι. Μετά από πέντε, πήρε σαράντα. Εκεί έγινε λίγο σούσουρο. Αλλά την έβγαλε καθαρή, άλλος την πλήρωσε.
Στις επόμενες δύο δουλειές που εργάστηκε δοκίμασε το ίδιο κόλπο. Έπιασε, για λίγο.
Παράλληλα, είχε καταφέρει να μείνει και σε διαμερίσματα που δεν θύμιζαν και τόσο ποντικοπαγίδες. Υποτυπώδης στέγαση, ένα δυο έπιπλα. Μπάνιο βρόμικο, αλλά με λίγο καθάρισμα, και εφόσον δεν είχες καλύτερη λύση, κάτι έκανες.
Από κοπέλες, ελάχιστα πράγματα. Κυρίως, πόρνες ή απεγνωσμένες γυναίκες. Τίποτα σταθερό. Δεν ήθελε κιόλας, όχι ακόμα.
Η ιδέα της κλοπής ποτέ δεν τον ταλάνισε ιδιαίτερα. Απλά φρόντιζε να είναι προσεκτικός. Το έβλεπε σαν tips που δυνητικά θα του εξασφάλιζαν τη ζωή που ονειρευόταν.
Τα καλοκαίρια πήγαινε για μπάνιο μόνο όταν του απέμενε ρευστό. Όσο πιο κοντά, φυσικά, και χωρίς καφέδες, πορτοκαλάδες και τέτοια. Όχι στην αρχή.
Την πρώτη φορά που έκλεψε σε παραλία παραλίγο να τον πιάσουν. Είχε δει δυο ηλικιωμένους -τα ιδανικότερα θύματα- να αφήνουν τσάντες και πορτοφόλι κάτω από τις πετσέτες τους. Είχε κόσμο, όμως όλοι έδειχναν να αδιαφορούν γι’ αυτόν. Προσέγγισε τις ξαπλώστρες, αφού είδε το ζευγάρι να μπαίνει στη θάλασσα και να προχωρά προς τα βαθιά. Έσκυψε και βρήκε το πορτοφόλι. Χαμογέλασε, αλλά τότε ένα παιδί φώναξε δείχνοντάς τον. Ο Σταύρος έτρεξε. Μπόρεσε να ξεφύγει, αλλά κόντεψε να πέσει δύο φορές πάνω σε διερχόμενα αυτοκίνητα, ενώ έγδαρε και τα πόδια του. Όμως, είχε το λάφυρό του: εκατό ευρώ – το πορτοφόλι το έκαψε.
Τις επόμενες φορές ήταν πιο προσεκτικός. Τα λεφτά μαζεύονταν και εκείνος αξιοποιούσε ένα μικρό μέρος τους για κάποιες ανέσεις: καλύτερο διαμέρισμα, φαγητό της προκοπής κλπ. Αναγκάστηκε να πηγαίνει σε διαφορετικές παραλίες. Από ένα σημείο και μετά, άλλαξε λίγο την εμφάνισή του και έπειτα εγκαταστάθηκε σε άλλη μεγάλη πόλη.
Το θύμα που είχε δει τώρα ήταν μια σαραντάρα. Μόνη, χωρίς σύντροφο, παιδιά, φίλες ή λοιπούς συγγενείς. Η γυναίκα ήταν παχουλή και έδειχνε αγχωμένη. Κρατούσε στο ένα χέρι της κάτι -την τσάντα της, προφανώς- που το είχε σκεπάσει με πετσέτα θαλάσσης. Είχε άλλη μία στο άλλο χέρι. Φορούσε άσπρο ολόσωμο μαγιό, καπέλο και γυαλιά ηλίου.
Δύο πετσέτες, σκέφτηκε ο Σταύρος. Δεν το έβλεπε συχνά αυτό. Ένα άτομο, δύο πετσέτες; Όχι. Η μόνη εξήγηση που είχε ήταν το ότι η γυναίκα είχε ξαναπέσει θύμα κλοπής. Με τη δεύτερη πετσέτα μάλλον ήθελε να μπερδέψει τον υποψήφιο κλέφτη, ότι και καλά ήταν κι άλλο άτομο μαζί της –ή ότι θα ερχόταν σύντομα.
Τι κρίμα που ο κλέφτης είναι ήδη εδώ και σε βλέπει, είπε μέσα του. Θα την παρατηρούσε για λίγο, μέχρι να σιγουρευτεί ότι θα παραμείνει μόνη. Μετά, με την πρώτη ευκαιρία, θα έκανε την κίνησή του.
Εκείνη πήγε και κάθισε σε μια ξαπλώστρα, καμιά εικοσαριά μέτρα παραπέρα. Μεσολαβούσαν τρία ζευγάρια, μεσήλικα, που είχαν βουτήξει στη θάλασσα. Από την άλλη μεριά, μια παρέα σχολιαρόπαιδα που έπαιζαν στο νερό με μια μπάλα.
Η γυναίκα άπλωσε τη μια πετσέτα στη μία ξαπλώστρα. Στην άλλη άφησε την τσάντα της, με την πετσέτα από πάνω. Έβγαλε το κινητό της, μίλησε σε κάποιον και έπειτα το έβαλε ξανά κάτω από την πετσέτα. Ύστερα, άφησε τις σαγιονάρες και μπήκε στο νερό αργά, μιας και οι πέτρες έκαναν το μονοπάτι δύσβατο, σαν να πατούσες σε ναρκοπέδιο.
Ο Σταύρος την είδε να απομακρύνεται, να πηγαίνει βαθιά.
Την επόμενη μία ώρα έγιναν τα εξής: η γυναίκα μπήκε και βγήκε στη θάλασσα τέσσερις φορές, μένοντας για λίγο να κάνει ηλιοθεραπεία. Τα ζευγάρια μεσήλικων έφυγαν. Τα παιδιά παρέμειναν στο νερό και έπαιζαν. Κανείς άλλος δεν ήρθε εκεί κοντά.
Ήταν μόνη, λοιπόν.
Ευκολάκι, αγόρι μου. Ο Σταύρος χαμογέλασε και ήπιε όσο από το φρέντο του είχε απομείνει. Φόρεσε το δικό του καπέλο, την πετσέτα και τις σαγιονάρες του και προχώρησε.
Όταν έφτασε πάνω από τα πράγματα της γυναίκας, έριξε μια τελευταία ματιά προς τη θάλασσα. Εκείνη κοιτούσε προς το ανοιχτό πέλαγος. Ο Σταύρος έσκυψε και έβαλε το χέρι του κάτω από την πετσέτα.
Έπιασε την τσάντα. Ήταν από καλό υλικό, ακριβή σίγουρα. Χαμογέλασε πιο πλατιά. Έκανε να την τραβήξει, αλλά τότε σταμάτησε, γιατί του φάνηκε αδιάφορο. Γιατί να το κάνει; Ήταν τόσο ωραία εκεί. Ο ήλιος ζεστός σαν αφέψημα για το λαιμό. Ο ήχος του νερού γαλήνιος. Οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν έδιναν ζωντάνια στην παραλία.
Ο Σταύρος γονάτισε στην αμμουδιά, ενθυμούμενος τη μοναδική φορά που έκανε σεξ στην άμμο με γυναίκα. Ήταν μεσάνυχτα, άδεια η παραλία. Ιδρωμένοι και οι δύο, τα σώματά τους να σμίγουν σαν να μην είχαν άλλο προορισμό στη ζωή.
Κάπου μακριά άκουσε μια γυναικεία φωνή να λέει «ΟΧΙ!»
Δεν έδωσε σημασία. Συνέχισε να βιώνει εκείνη τη νύχτα, όλο και πιο έντονα. Ένιωθε τη στύση του να τον τρελαίνει κάτω από τον ήλιο και το δέρμα του να αναριγά.
Σταδιακά κάτι εμφανίστηκε κάτω από την πετσέτα. Ένα μακρόστενο ροζ πράγμα σε σχήμα σωλήνα που είχε αρπάξει το χέρι του Σταύρου και προχωρούσε προς το μπράτσο. Κάτι μικρά αγκαθάκια έκοβαν, πότιζαν με δηλητήριο και αναισθητικό το σώμα και τρυπούσαν τα κόκαλα, αφήνοντας τα υπόλοιπα στο λαρύγγι του πλάσματος.
Και η πετσέτα εκείνη φούσκωνε, ενώ ο Σταύρος χανόταν και η γυναίκα ούρλιαζε.