Όλα τον πλάκωναν. Τα σύννεφα που είχαν καλύψει τελείως τον ουρανό εδώ και μήνες. Τα μελαγχολικά χρώματα του χειμώνα, με τα δέντρα γυμνά από φύλλα, αυτή η γκρίζα, καταθλιπτική ατμόσφαιρα που στάλαζε στην ψυχή του και τον έπνιγε αργά, αργά αλλά σίγουρα. Σαν κινέζικο βασανιστήριο. Αλήθεια, πόσο καιρό είχε να δει μπλε; Τυλίχτηκε στο μαύρο παλτό του και έβαλε και την κουκούλα μέχρι επάνω γιατί είχε αρχίσει να πυκνώνει το χιονόνερο και το κρύο τον περόνιαζε μέχρι το κόκκαλο.
Αλλά, ποιον κορόιδευε; Δεν ήταν ο καιρός αυτός που τον βασάνιζε, δεν είχε ανάγκη τον καιρό για να νιώσει δυστυχισμένος! Υπήρχαν εποχές που η ψυχή του ήταν τόσο γεμάτη από πάθος κι ενθουσιασμό που αρκούσε το όνειρο του να τα βλέπει όλα μαγικά! Να φωτίζει τα σκοτάδια, να χρωματίζει το μαύρο, να φωταγωγεί πόλεις ολόκληρες, να… Σταμάτησε να σκέπτεται κι ένας θυμός τον κυρίευσε. Αυτή ήταν η πηγή του κακού! Οι ευαισθησίες του, η συστολή του, η έλλειψη αποφασιστικότητάς του. Μια ζωή εκεί, παγιδευμένος στην εφηβική ηλικία, ούτε αγόρι, ούτε άντρας.
Γεννημένος θύμα, έτοιμος για εκμετάλλευση από οποιονδήποτε επιτήδειο.
“Είναι τόσο χαρισματικός, γεμάτος ταλέντα, με μια αχαλίνωτη φαντασία!”
Κι αν ήταν όλα αυτά, τι έγινε; Αφού στο βάθος ήταν ένα τρομαγμένο παιδί που δεν πίστευε στον εαυτό του! Ποιος θα κυνηγούσε το όνειρο του αντί γι αυτόν, αφού ο ίδιος έτρεμε στην ιδέα να το διεκδικήσει;
Έφτασε στα σιδερένια κάγκελα του φράκτη και γύρισε το βλέμμα του προς το παμπάλαιο αρχοντικό του 18ου αιώνα. Ανατρίχιασε στην όψη του έτσι καθώς ήταν πνιγμένο από τον κισσό, απεριποίητο, σαν παρατημένο για αιώνες, με κλειστά τα παραθυρόφυλλα, άβαφτα και μισοσπασμένα. Το πανέμορφο πέτρινο σπίτι ήταν φρικτά γερασμένο, αλλά όχι, δεν ήταν αυτό που του σήκωνε τις τρίχες του σβέρκου του. Το σπίτι ήταν άρρωστο, εσωτερικά κι εξωτερικά, άρρωστο βαριά χωρίς καμιά ελπίδα ίασης, όπως κι ο ιδιοκτήτης του.
Ο κήπος εγκαταλελειμμένος κι αυτός, αντί να σου φτιάχνει τη διάθεση, σου προκαλούσε ρίγη μ’ αυτά τα θεόρατα απογυμνωμένα, ισχνά δέντρα με τα κλαδιά, σαν κοκαλιάρικα δάχτυλα έτοιμα να σε αρπάξουν και να ρουφήξουν την ενέργεια σου! Πάλι ανατρίχιασε! Κι όμως, η ιστορία είχε αρχίσει τόσο ελπιδοφόρα!
– Τζον, θέλεις να δουλέψεις μαζί μου; Κοντά μου; του είχε πει εκείνο το απόγευμα που τον είχε καλέσει στο γραφείο του.
Τα πόδια του έτρεμαν μόνο που είχε λάβει την πρόσκληση, αλλά μετά από την πρόταση του καθηγητή του αυτή αν δεν ήταν καθιστός, θα σωριαζόταν. Γιατί δεν ήταν απλά ο καθηγητής του στο πανεπιστήμιο, ήταν ο πιο επιτυχημένος συγγραφέας φανταστικού μυθιστορήματος στην Αγγλία! Ένα ίνδαλμα, ένας ημίθεος στο χώρο της λογοτεχνίας! Τα δυο πρώτα βιβλία του είχαν γίνει best sellers σε χρόνο ρεκόρ και η διασημότητα του ήταν ανάλογη με ροκ σταρ στο Λονδίνο.
– Τιμή μου αυτή σας η πρόταση, ψέλλισε σχεδόν τραυλίζοντας!
Κι αν ήξερε τι απόφαση έπαιρνε εκείνη τη μέρα, θα εξαφανιζόταν από το πρόσωπο της γης! Αναστέναξε βαθιά κοιτάζοντας το τρομακτικό ερείπιο που βρισκόταν μπροστά του, ετοιμοθάνατο αλλά επιβλητικό που σε καθήλωνε μ’ έναν τρόπο μεταφυσικό και μόλυνε με την ασθένειά του όποιον πλησίαζε! Μα ήταν το αρχοντικό ή ο καθηγητής που έμενε μέσα, αυτό που τον αιχμαλώτιζε, του έπινε το αίμα και του απομυζούσε τη ζωή;
Πέντε χρόνια, πέντε χρόνια δημιουργικά αλλά τόσο σκοτεινά που έγραφε αντί για αυτόν τα βιβλία του, στην φρικτή σκιά του, που έκανε όλες τις έρευνες και φορτωνόταν με εργασία υπέρογκη, που υπάκουε όλες τις εντολές του χωρίς διαμαρτυρία όσο παράλογες κι αν ήταν. Χωρίς αντάλλαγμα, χωρίς αναγνώριση, χωρίς καν μια επιβράβευση τόσο απλή όσο ένα χτύπημα στην πλάτη ή ένα “μπράβο”. Ένας ανελεύθερος άνθρωπος, αποτυχημένος, όχι, ακόμα χειρότερα ένας σκλάβος! Δεσμευόταν από συμβόλαιο πως δεν θα μιλούσε ποτέ και σε κανέναν, ακόμα και στους πιο κοντινούς του ανθρώπους αλλά αυτό που τον έτρωγε ήταν πως από την μια οι οικονομικές απολαβές ήταν μηδαμινές σε σχέση με την επιτυχία των βιβλίων του – γιατί εκείνος ήταν πια που έγραφε εξολοκλήρου τα βιβλία – και από την άλλη το όνομά του δεν εμφανιζόταν πουθενά! Ούτε καν σε αυτούς που βοήθησαν στην έρευνα για την συγγραφή των βιβλίων, ούτε καν πίσω από ένα «ευχαριστώ» έστω στις σημειώσεις στις πίσω σελίδες.
Δεν του είχε φανεί τόσο κακή ιδέα στην αρχή, δεν υπήρξε κάτι που θα αρνιόταν να υπογράψει, η προσωπικότητα του καθηγητή και η πρότασή του ήταν μια ευκαιρία μοναδική, νόμιζε, οι δρόμοι που ανοιγόταν μπροστά του αμέτρητοι, η επιτυχία του δεδομένη. Και να που πέντε χρόνια αργότερα, είχε γίνει ένα ράκος, είχε γεράσει απότομα, μια ελεεινή μαριονέτα, ένα γκρίζο φάντασμα! Είχε προσπαθήσει να του μιλήσει, πάντα χωρίς επιτυχία αλλά σήμερα, με τα τελευταία χειρόγραφα του τελευταίου βιβλίου ήταν αποφασισμένος να βάλει ένα τέλος στο μαρτύριό του. Δεν θα έπαιρνε τίποτα μαζί του, απλά θα έφευγε. Ήθελε μόνο την ελευθερία του. Ήθελε μόνο τη ζωή του πίσω. Σήμερα θα έσπαγε τις αλυσίδες του.
Την τεράστια δρύινη πόρτα άνοιξε με δυσκολία η οικονόμος του καθηγητή. Η ηλικιωμένη γυναίκα ήταν η μόνη που ερχόταν σε επαφή μαζί του, αφότου είχε γίνει ερημίτης, σχεδόν εδώ και πέντε χρόνια, από τότε που μετά τις αρχικές του επιτυχίες βυθίστηκε σ’ ένα συγγραφικό τέλμα και του ήταν αδύνατο να γράψει ακόμα και μία γραμμή. Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να τον επισκέπτεται, κανείς δεν μάθαινε νέα του, επέλεξε μια αυστηρά μοναστική ζωή κόβοντας όλα τα νήματα με τον έξω κόσμο. Τότε σχεδόν τα συμπτώματα της ασθένειάς του άρχισαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους.
«Κύριε Τζον» , του είπε φανερά προβληματισμένη η οικονόμος, αφού πήρε το φθαρμένο παλτό του για να το κρεμάσει. «Δεν ξέρω σε ποιόν μπορώ να μιλήσω εκτός από σας». Κι ύστερα από μια ολιγόλεπτη παύση συνέχισε διστακτικά «Ο Κύριος Καθηγητής δεν είναι καλά.»
Ο Τζον αναστέναξε βαθιά και τελείως παρατημένος της απάντησε.
«Δεν είναι καινούργιο αυτό, καλή μου. Ο Κύριος καθηγητής πάνε χρόνια που δεν είναι καλά»
«Ναι, έχετε δίκιο», απάντησε εκείνη «αλλά τώρα η κατάσταση είναι χειρότερη. Όλη την νύχτα μένει ξάγρυπνος, στην πολυθρόνα του και…» σ’ αυτό το σημείο έκανε μια μικρή παύση σαν να φοβόταν αν έπρεπε να συνεχίσει «…και μιλάει στα βιβλία και στα βραβεία του! Τους μιλάει, τα χαϊδεύει, ώρες, μέχρι τα ξημερώματα έτσι. Νομίζω ότι τα χάνει, κύριε Τζον».
Η ηλικιωμένη γυναίκα δεν ήταν άνθρωπος που τρόμαζε εύκολα, είχε δει και ζήσει πολλά μέχρι που μπήκε στην υπηρεσία του μισάνθρωπου αυτού, αλλά το πρόσωπό της τώρα φανέρωνε μια έντονη ανησυχία.
Ο Τζον κατένευσε ξέπνοα και ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο της προσπάθησε να την καθησυχάσει, χωρίς καμιά πειθώ βέβαια. Ήθελε να ομολογήσει πως σήμερα κιόλας θα ελευθερωνόταν από αυτήν την νοσηρή συνεργασία και δεν θα ήταν ο καθηγητής παρά μια κακή ανάμνηση που οπωσδήποτε θα φρόντιζε να σβήσει από το μυαλό του. Αλλά την λυπήθηκε που θα έμενε μόνη της με τον παράφρονα καθηγητή και σώπασε.
Ο καθηγητής τον περίμενε στο γραφείο του πάνω στην πολυθρόνα με ανυπομονησία. Ο Τζον τρόμαξε μόλις τον αντίκρισε, γιατί η εικόνα του ήταν ολοένα και πιο αποκρουστική. Δεν θα έπρεπε να τρεφόταν πια καθόλου γιατί το σώμα του ήταν σκελετωμένο, μερικές σκόρπιες τρίχες πάνω στο γυαλιστερό του κρανίο, το χαμόγελό του όμοιο με μιας νεκροκεφαλής και τα μάτια του χωμένα μέσα στις κόγχες. Κι όμως, πόσο γυάλισαν στην θέα των χειρόγραφων που κρατούσε ο Τζον, των τελευταίων χειρόγραφων του τελευταίου βιβλίου. Όρμησε μπροστά μ’ όση δύναμη μπορούσε να καταβάλει και του τα άρπαξε από το χέρι. Ο Τζον του έριξε ένα βλέμμα οίκτου, αλλά αυτός είχε χώσει το κεφάλι του μέσα στα χαρτιά και διάβαζε αχόρταγα.
«Μπράβο, μπράβο νεαρέ μου. Μια χαρά, τα έγραψες ακριβώς όπως στα είπα. Ναι, θέλουν κάποιες διορθώσεις, θα τα δω και θα σου το πω, θα τα ξαναδείς, όλα θα πρέπει να είναι τέλεια, πάμε για το τέλος, θα πρέπει να ‘ναι άψογο και η ανατροπή να την δουλέψεις πιο προσεκτικά. Ναι, δεν τα επιμελείσαι όσο παλιά, έχασες το πάθος σου, με απογοητεύεις, ναι, ναι» τον κοίταξε μέσα από τα γυαλιά αυστηρά σε κάποιο διάλειμμα από το παραλήρημα του «αλλά εντάξει θα το δω εγώ, εγώ είμαι ο συγγραφέας, εσύ… χμ…χμ…».
Ο Τζον έβλεπε το ίδιο έργο σε επανάληψη, εδώ και πέντε χρόνια. Ποτέ δεν ήταν τόσο καλό το γραπτό του, όσο το είχε φανταστεί ο καθηγητής, ήταν εξαιρετικός συγγραφέας αλλά δεν «έβαζε το χέρι του στη φωτιά», ήταν άτολμος, δεν είχε νέες, ριζοσπαστικές ιδέες, δεν θα έφτανε ποτέ στην κορυφή, ευτυχώς που τον πήρε κοντά του μήπως μπορέσει κάποτε να επιτύχει κάτι που θα έχει μια σχετική ποιότητα και θα χαίρει κάποιας απήχησης από το κοινό. Το πλατύ κοινό βέβαια, όχι τους διανοούμενους που θα απέρριπταν το έργο του χωρίς δεύτερη ανάγνωση. Δεν ήταν αρκετός, ήταν λίγος και θα έμενε λίγος ό,τι κι αν έκανε.
Πήρε θάρρος και με μια φωνή που απόρησε αν ήταν η δική του, σπρωγμένος πια από το ένστικτο της επιβίωσης και την απελπισία είπε:
«Κύριε καθηγητή, ήρθα να σας δηλώσω για άλλη μια φορά πως, όπως σας έχω επανειλημμένα τονίσει το μυθιστόρημα αυτό είναι το τελευταίο. Φεύγω από το Λονδίνο.»
Ο καθηγητής δεν τον άκουσε, ή έκανε πως δεν τον άκουσε και συνέχισε τις παρατηρήσεις για τα χειρόγραφά του. Όταν ο Τζον επανέλαβε τα ίδια λόγια ο καθηγητής τον κεραυνοβόλησε με ένα θανατηφόρο βλέμμα.
«Με κουράζεις, νεαρέ. Κανείς δεν θα πάει πουθενά! Ξέρεις καλά πως είσαι ένα απόλυτο τίποτα. Ένας γραφιάς, ένας γραμματέας». Κι ύστερα προσέθεσε δήθεν προστατευτικά: «Τι θέλεις αγόρι μου; Να σαπίσεις στην ανεργία;».
«Προτιμώ να σαπίζω στην ανεργία, παρά να σαπίζω κοντά σας. Δεν έχω καμιά δέσμευση απέναντι σας πλέον και σας χαρίζω και την αμοιβή μου. Αντίο σας. Δεν θα με ξαναδείτε ποτέ κι ευτυχώς δεν θα σας ξαναδώ ούτε εγώ».
Οι απειλές του καθηγητή δεν τον σταμάτησαν, δεν τις άκουσε λόγω της ταραχής που τον διακατείχε αρχικά βγαίνοντας από το γραφείο και χτυπώντας την βαριά πόρτα πίσω του. Έκανε μεγάλα βήματα, ήταν ανάλαφρος, ανάσαινε σαν πρώτη φορά τον παγωμένο αέρα με τόση χαρά και σαν να του φάνηκαν τα χρώματα του φθινοπώρου πιο έντονα και σχεδόν φωτεινά.
Τρεις μήνες μετά, το πτώμα του καθηγητή βρέθηκε από την οικονόμο του κι αν οι συνθήκες του θανάτου του ήταν αδιευκρίνιστες, ήταν οπωσδήποτε αντάξιες των βιβλίων φαντασίας και τρόμου για τα οποία είχε γίνει πασίγνωστος. Ο καθηγητής καθισμένος στην καρέκλα του γραφείου του, αγκαλιά μ’ όλα τα τα λογοτεχνικά βραβεία του και τα best sellers σφιχτά κολλημένα επάνω του. Αυτό δεν ήταν περίεργο, όπως βεβαίωσε η οικονόμος του, δεν σηκωνόταν καθόλου πια από την καρέκλα του γραφείου κι ο ύπνος τον έπαιρνε μόνο με τον τρόπο αυτό, χαϊδεύοντας και μιλώντας στα βιβλία και τα βραβεία του. Το παράδοξο, το πολύ παράδοξο ήταν πως το σώμα του ήταν στραγγισμένο από όλο του το αίμα, μέχρι την τελευταία σταγόνα χωρίς όμως να αιμορραγεί εμφανώς από καμιά πληγή!
Όταν το έμαθε ο Τζον, σκέφτηκε μακάβρια πως τελικά ήταν απρόσμενο τέλος για έναν νάρκισσο κι σκληρό μισάνθρωπο που θα έλεγε κάνεις πως έμοιαζε με βαμπίρ, βγαλμένο από τον Μεσαίωνα αφού εκμεταλλευόταν τον ιδρώτα και τον κόπο, το αίμα τελικά του ίδιου κι άλλων σίγουρα πριν απ’ αυτόν για τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Η ερεύνα δεν κατέληξε πουθενά κι η υπόθεση έκλεισε κακήν κακώς έλλειψη στοιχείων.
Ο Τζον έκλεινε την πόρτα του μικρού διαμερίσματος του και μαζί έναν κύκλο ζωής που θα ήθελε να ξεχάσει για πάντα. Έφυγε για την ηλιόλουστη ζεστή του χώρα κι άφησε πίσω όλες τις κακές αναμνήσεις. Δεν πέρασε ποτέ από το τρομακτικό σπίτι του καθηγητή κι ούτε απάντησε ποτέ στις κλήσεις της ηλικιωμένης οικονόμου.
Αν το είχε κάνει, εκείνη θα είχε μοιραστεί μαζί του πως κάτω από τον κισσό που το έπνιγε, οι τοίχοι του αρχοντικού είχαν πάρει ένα κοκκινωπό χρώμα, το ίδιο και στο εσωτερικό, πως κάθε βράδυ άκουγε κραυγές από το κλειδωμένο γραφείο και πως στο οπισθόφυλλο των βιβλίων του καθηγητή εμφανιζόταν κάθε νύχτα με κατακόκκινα γράμματα κόκκινα σαν αίμα οι λέξεις “liberate me”.
Ασπασία Κουρέπη