,

Καλιακούδα

Μια καλιακούδα διασχίζει τον ουρανό. Πετά κόντρα στον άνεμο, κόντρα στα θέλω της, κόντρα στην κούραση. Κυριευμένη από την πείνα και την κούρασή της, συνεχίζει να σκίζει αργά μα αποφασιστικά τους αιθέρες. Η ανάγκη για επιβίωση και η μεγαλύτερη ανάγκη της, να βρει τροφή για τα μικρά της, την έχουν οδηγήσει σε μέρη μακριά από τη φωλιά της. Πρέπει να βρει τροφή. Λίγο για την ίδια, ίσα για να μπορέσει να συνεχίσει να ψάχνει και μετά για τα μικρά.
Όλες οι αισθήσεις της οξυμένες.

Με τα μάτια σαρώνει οτιδήποτε μπει στο οπτικό της πεδίο, με τη μύτη οσφραίνεται οτιδήποτε τρώγεται, αγνοώντας τον αγέρα που παγώνει τα σωθικά της. Κουνάει τα φτερά της αργά και σταθερά, μιας και ξέρει πως πρέπει ακόμα να κρατήσει δυνάμεις.

Πρέπει. Όχι για κείνη. Όχι πια. Αυτή είναι πλέον ένας μεταφορέας και τίποτε άλλο. Τα παιδιά όμως; Μικρά, ανίκανα ακόμη να πετάξουν, άμαθα στον κόσμο, στο κυνήγι, στην αναζήτηση τροφής και στους κινδύνους. Αγνά ακόμη από όλες τις πλευρές. Ο φόβος τους τώρα που εκείνη είναι κάπου, άγνωστο το πού;

Τουλάχιστον έχουν το ένα το άλλο. Ενώ εκείνη; Μια καλιακούδα μόνη της. Έχει και ώρα να συναντήσει άλλο πετούμενο. Ούτε σπουργίτι δεν πετά σήμερα, ούτε δεκαοχτούρα, ούτε τίποτα. Σαν στον κόσμο των πετούμενων να υπάρχει μόνο αυτή και τα μικρά της σήμερα. Μα έτσι είναι. Έτσι πρέπει να είναι. Μα ποιος συλλογίστηκε αυτή τη λέξη και αποφάσισε πως όταν θα λέγεται θα οφείλεται να συμβαίνει κιόλας έτσι ή αλλιώς; Δεν υπάρχει χρόνος για συλλογισμούς όμως.

Το αίσθημα της πείνας είναι μεγαλύτερο από ποτέ και πρέπει να συγκεντρωθεί για να βρει τροφή. Οτιδήποτε. Οτιδήποτε είναι αφημένο και πεταμένο.
Γιατί οι άνθρωποι κρατάνε συχνά τροφή και πολλές φορές την κρύβουν σε κάτι κρυψώνες πράσινες, μεγάλες, αλλά πάντα το ξεχνάνε και δεν παίρνουν το φαΐ ποτέ πίσω. Άλλες φορές οι άνθρωποι πετάνε κάτω την τροφή και αυτό είναι σωτήριο, γιατί προλαβαίνουν τα άλλα ζώα και τρώνε ότι μπορούν.
Σκληρός ο χειμώνας. Η χειρότερη εποχή και για εκείνη και για τα μικρά καλιακουδάκια της. Οσφραίνεται τον αέρα και μυρίζει μόνο το ψύχος. Κοιτάζει γύρω και απορεί που τα μάτια της δεν έχουν κοκαλώσει.

Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης έχει κατακλύσει το μυαλό της. Πετά πιο γρήγορα, με την αγωνία να την διαπερνά όπως ο αέρας τα πούπουλά της.
Να πάλι άνθρωπος. Κρατάει και τροφή. Αχ να ήταν γεράκι και να τολμούσε να πάρει την τροφή από τα χέρια του ανθρώπου! Ή να ήταν περιστέρι ή δεκαοχτούρα, που τολμούν να πάνε κοντά τους και να ζητιανέψουν φαγητό! Μα εκείνη ήταν μόνο μια καλιακούδα…

Το αποφάσισε.
Θα κάτσει σε ένα δέντρο κοντά στον άνθρωπο και θα περιμένει μήπως του πέσει λίγη τροφή. Έχει πολλή και σε μία σακούλα. Τρεις φραντζόλες ψωμί! Με την μισή θα μπορούσαν να περάσουν πολλές μέρες εκείνη και τα μικρά της. Ο άνθρωπος την κοιτάζει. Μα δεν μιλούν την ίδια γλώσσα για να του εξηγήσει πως έχει τρία παιδάκια, που αν δεν φάνε σε δύο μέρες θα πεθάνουν από την πείνα. Αχ, να μιλούσαν την ίδια γλώσσα! Αχ, να ήταν αετός, γεράκι, γλάρος! Αχ, να μην ήταν μόνη, αντιμέτωπη με τον κόσμο όλο.

Αχ, να μπορούσε να γυρίσει με τροφή στη φωλιά και να άφηνε τα μικρά της να κουρνιάσουν κοντά της και να μέναν εκεί για πάντα! Αχ, να ήταν πιο εύκολη και πιο απλή η ζωή για μία καλιακούδα.

Έτσι, στο κρύο και στον αγέρα αφέθηκε. Οι δυνάμεις της από καιρό την εγκατέλειπαν σιγά – σιγά. Ο κρύος αέρας διαπερνούσε όλο της το κορμί και εισχωρούσε μέσα της απ’ το μισάνοιχτο στόμα. Έπεσε άτσαλα κάτω, χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια να ανακάμψει από την πτώση. Το κρύο πεζοδρόμιο πάγωνε όλη της τη δεξιά πλευρά. Ανήμπορη πια, κατακρεουργημένη από την σκληρή ζωή, άρχισε να βαριανασαίνει. Δεν ήθελε να κάνει πια προσπάθεια. Άρχισε να μουδιάζει. Ένα ρίγος την διαπέρασε κι άρχισε να τρέμει ελαφρά.

Αφέθηκε στο παγωμένο κλίμα που επικρατούσε και πήρε άλλη μια ανάσα. Ένιωσε τον αέρα να μπαίνει στα πνευμόνια της για τελευταία φορά και εξέπνευσε τον αέρα μαζί με την ψυχή. Αυτή ήταν και η τελευταία της πτήση. Ως ψυχή πια, δικαιούτο μία τελευταία πτήση, χωρίς άγχος, χωρίς κρύο, χωρίς πείνα. Μία τελευταία ανέμελη πτήση, όπου ήθελε.

Τη δικαιούτο, την άξιζε, την κέρδισε.
Κι έτσι πέταξε, για μία τελευταία φορά…

Μία απάντηση στο “Καλιακούδα”

  1. Νικη Τσακιρη…..τι αγγιγμα ψυχης, ηταν αυτο το κειμενο.
    Ποσα μυνηματα κρυβει!!!!
    Συγχαρητηρια!!!!
    Ευχομαι το ταλεντο σας να αναγνωρισθει.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: