,

Η παράδοση του δέματος

«Καλημέρα, dear!» είπε ο Σταύρος στην Ελένη. Εκείνη βρισκόταν πίσω από τον πάγκο του τοπικού υποκαταστήματος της εταιρείας Ταχυδρομική Εξυπηρέτηση. Είχε καταφέρει να φτάσει λίγα λεπτά μετά τις οχτώ το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής. Και πάλι καλά, δηλαδή, σκέφτηκε όταν πάρκαρε το μηχανάκι του ένα τετράγωνο πιο πέρα. Υπήρχε πολλή κίνηση στους δρόμους, ένεκα των ημερών, και το να φτάσει κανείς στο κέντρο της πόλης και να παρκάρει και να είναι στη δουλειά έγκαιρα θα ήταν σωστός άθλος.

«Καλημέρα», απάντησε η Ελένη και ήπιε μια γουλιά από το πλαστικό ποτήρι. Έβγαλε από τον πάγκο ένα δεύτερο, προσφέροντάς το στον Σταύρο, ως συνήθως.
«Ευχαριστώ!» Απόλαυσε μια γερή δόση. «Διπλός εσπρέσο, κοπελιά. Το δώρο των Ιταλών στους εργαζόμενους».
«Αχα…»
«Τι;»
«Τα έμαθες για την Ασπασία;» Αναφερόταν στην συνάδελφό της.
«Τι να έμαθα;»
«Είναι στο νοσοκομείο».
«Γιατί;»
«Ο Περικλής, που είχε αναλάβει τις χθεσινές παραδόσεις, τη βρήκε να φωνάζει και να βλαστημάει. Είχαν μαζευτεί και άλλοι από τα μαγαζιά εδώ γύρω. Αν και ηρέμησε κάποια στιγμή, κάλεσαν ασθενοφόρο έτσι κι αλλιώς».
«Σώπα, ρε συ… Τι έπαθε;»
«Δεν ξέρουμε. Κι εγώ πριν λίγο το έμαθα, από τον κύριο Ηλία. Είχε έρθει από τις εφτά εδώ, για να τσεκάρει κάποια τελευταία στοιχεία και να ενημερώσει την εταιρεία».
«Πω, πω. Ελπίζω να μην είναι κάτι σοβαρό».
«Όλοι αυτό ελπίζουμε, Σταύρο». Η Ελένη αναστέναξε. «Τι λες, ξεκινάμε;»
«Ναι, σίγουρα, σίγουρα». Ήπιε άλλη μια γουλιά και ετοιμάστηκε.

Η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Η θερμοκρασία δεν έπεσε κάτω από τους είκοσι βαθμούς της κλίμακας Κελσίου. Τουλάχιστον, όχι όσες ώρες μετέφερε και παρέδιδε δέματα ο Σταύρος. Η κίνηση δεν έλεγε να μειωθεί ιδιαίτερα, καθώς πολύς κόσμος έφευγε για πιο επαρχιακά μέρη. Θα ήθελε και ο Σταύρος να την κάνει, αλλά ακόμα και αύριο ως το μεσημέρι θα έπρεπε να είναι στο πόστο του, ένεκα που ο Περικλής είχε αναλάβει τις προηγούμενες δύο μέρες σχεδόν εξ ολοκλήρου.
Το θέμα με την Ασπασία το γυρόφερνε στο μυαλό του όλο το πρωί και το μεσημέρι. Δεν το έθιξε ξανά μπροστά στην Ελένη, μιας και έβλεπε πόσο την είχε επηρεάσει.
Αλλά είναι περίεργο. Η Ασπασία δεν έχει δείξει ποτέ τέτοια συμπεριφορά.
Δεν ήξερε τι συνέβαινε. Αλλά λυπόταν για την κοπέλα. Ήταν νέα, από κάθε άποψη: ηλικιακά, στον τρόπο σκέψης και στη δουλειά.

Η γυναίκα του τηλεφώνησε δύο φορές. Την πρώτη φορά, γύρω στη μία, για να τον ρωτήσει πότε περίπου υπολόγιζε να επιστρέψει. Της είπε ότι μάλλον θα ερχόταν σπίτι στις επτά παρά.
«Ίσα-ίσα, δηλαδή», του είπε.
«Τι να κάνουμε, αγάπη, έτσι πάει», της είπε χαμογελαστός. «Love me?»
Εκείνη ξεφύσησε. «Μπορώ να κάνω κι αλλιώς;» του απάντησε.
«Nope», γέλασε ο Σταύρος.
Στις πέντε το απόγευμα, ήταν ξανά στο υποκατάστημα και περίμενε την Ελένη, να του φέρει το τελευταίο δέμα. Απέξω άκουγε τα διερχόμενα οχήματα και τις φωνές των περαστικών. Μέσα στο μαγαζί έπαιζε μουσική από κάποιο ραδιοφωνικό σταθμό –κυρίως, μπαλάντες, πολύ μελαγχολικές.
Η Ελένη επέστρεψε από την αποθήκη. «Έλα, πάρ’ το», είπε και το πέταξε στον πάγκο.
Ο Σταύρος δεν ήξερε ότι είχε γρήγορα αντανακλαστικά και το ανακάλυψε εκείνη τη στιγμή, όπου έπιασε το φάκελο δευτερόλεπτα πριν πέσει στο πάτωμα. Κοίταξε την Ελένη. Είχε κατσουφιάσει, αλλά μόνο για μια στιγμή. «Τι έπαθες, ρε συ Ελένη;»
«Τίποτα δεν έπαθα. Απλά δεν έβρισκα το φάκελο. Ήταν κάτω από άλλα δέματα, που είναι να σταλούν αύριο».
«Καλά, και χρειάζεται να το πετάξεις έτσι;» Έριξε μια ματιά γύρω του. «Αν είχε μπει πελάτης και έβλεπε αυτή την κίνηση
(την γαμήσαμε)
τι θα σκεφτόταν;»
Η Ελένη φαινόταν να μην καταλαβαίνει. «Τι στο καλό λες;»
«Πέταξες το φάκελο. Λες και ήταν
(το τηλέφωνο του πρώην σου)
κάτι άχρηστο. Ήρεμα, εντάξει;»
«Σταύρο, δεν καταλαβαίνω τι λες. Πήγαινε, σε παρακαλώ, μπας και κλείσουμε μια ώρα αρχύτερα».
Ο Σταύρος τρεμόπαιξε τα μάτια
(θέλω να σου σπάσω τα μούτρα)
αλλά αποφάσισε πως δεν είχε νόημα να το συνεχίσει. Γύρισε και έφυγε. Έβαλε το φάκελο στη μπαγκαζιέρα και ανέβηκε στη μηχανή. Φόρεσε το κράνος του. Αναστέναξε, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Κοίταξε μέσα από τη τζαμαρία. Η Ελένη στεκόταν με τα χέρια ακουμπισμένα στον πάγκο και ασχολιόταν με το κινητό της. Δεν έδειχνε αναστατωμένη.
Ο Σταύρος κούνησε το κεφάλι και έβαλε μπρος.

Έφτασε στην οδό που αναγραφόταν στο φάκελο λίγο πριν τις πέντε και μισή. Πάρκαρε στο άδειο πεζοδρόμιο μπροστά από τα τρία σπίτια. Έβγαλε το φάκελο και πλησίασε την πόρτα. Έλεγξε το όνομα της παραλήπτριας και μετά βρήκε το αντίστοιχο κουδούνι. Το πάτησε παρατεταμένα και περίμενε.
Ένα λεπτό αργότερα, δεν είχε ανοίξει κανείς.
Ξαναπάτησε το κουδούνι. Ένιωθε το κράνος να τον πιέζει και το έβγαλε.
«Έλα», είπε, «έλα
(ανοίξτε την κωλόπορτα)
έλα».
Χτύπησε το κινητό του.
Η γυναίκα του.
«Έλα, μωρό μου
(τι θέλεις πάλι, γαμώτο;)
τι λέει;»
Του είπε ότι ήταν καλά.
«Τέλεια
(not)
τέλεια», σχολίασε εκείνος.
«Πού θα πάμε εκκλησία για Επιτάφιο;»
Ο Σταύρος ένιωθε να ιδρώνει πολύ, πάρα πολύ. «Κάπου
(δε γουστάρω να πάω, θέλω άλλα εγώ, ΘΕΛΩ ΑΛΛΑ ΕΓΩ)
όπου θέλεις».
«Λέω να πάμε σε ένα μοναστήρι, δεν είναι μακριά».
Ο Σταύρος κοίταξε γύρω του. Έσφιγγε το φάκελο. «Ναι
(είσαι τυχερή που δεν είσαι εδώ)
ακούγεται τέλειο».
«Μωρό μου, είσαι καλά;»
Είδε έναν τύπο κοντά στα πενήντα να περπατάει αμέριμνα στο απέναντι πεζοδρόμιο. «Ε; Ναι, ναι
(δεν είναι κακός, καθόλου, εγκρίνω, άρα δεν είναι η τυχερή του μέρα, ω, όχι, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΤΥΧΕΡΗ ΤΟΥ ΜΕΡΑ)
ναι, είμαι». Ένιωθε να διεγείρεται. Σκέψεις γεμάτες αίμα περνούσαν από το μυαλό του για εκείνο τον τύπο.
«Σίγουρα;» ρώτησε η γυναίκα του. «Γιατί δεν θα έλεγα ότι…»
«Δεν με νοιάζει τι θα έλεγες ΕΣΥ!» της φώναξε.
Ο άντρας από απέναντι τον κοίταξε απορημένος.
Ο Σταύρος τού χαμογέλασε πονηρά.
«Σταύρο; Τι ήταν αυτό; Γιατί φώναξες;»
Εκείνος δεν απάντησε. Πέταξε το κινητό του και πέρασε το δρόμο. Έσφιξε όσο πιο πολύ μπορούσε το φάκελο. Ο άντρας έκανε προς τα πίσω, κοιτώντας τον με γουρλωμένα μάτια. Ο Σταύρος σήκωσε το φάκελο και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ο άντρας έβγαλε ένα αγκομαχητό και έπεσε στο πεζοδρόμιο. Ο Σταύρος έσκυψε και τον ξαναχτύπησε. Σήκωνε το φάκελο, ξανά και ξανά, και το κατέβαζε προς αυτόν, ξανά και ξανά, χαμογελώντας του. Ο άντρας δεν αντιστεκόταν, παρά προσπαθούσε να προστατέψει τα μάτια του. Τα χέρια του μωλωπίστηκαν σε δευτερόλεπτα, ενώ το αριστερό του μάγουλο σκίστηκε σε τέσσερα σημεία.
«Σε… παρακαλώ…» κατάφερε να ψελλίσει μια φορά.
Εκείνος δεν έλεγε να σταματήσει. Σηκωνόταν και κατέβαζε το αυτοσχέδιο όπλο του, γελώντας και βρίζοντάς τον.
Δύο περαστικοί είδαν το περιστατικό και έσπευσαν φωνάζοντας. Έπιασαν τον Σταύρο, που έβριζε και καταριόταν, και του πήραν το φάκελο από τα χέρια και τον πέταξαν παραπέρα.
Ο Σταύρος συνέχιζε να αντιστέκεται, αλλά πλέον φώναζε παρεξηγημένος, «Αφήστε με, τι κάνετε, αφήστε με!»

Η αστυνομία και το ασθενοφόρο έφτασαν λίγο αργότερα, παραλαμβάνοντας τον Σταύρο και τον τραυματισμένο τύπο, αντίστοιχα.
Το φάκελο πήρε από ένα θάμνο η παραλήπτρια, που μόλις είχε φτάσει στο σπίτι και τον είδε τυχαία. Πρόσεξε πως κάποιοι γείτονες στέκονταν εκεί κοντά και μιλούσαν προβληματισμένοι.
«Τι έγινε;» ρώτησε εκείνη.
Ένας γείτονας τής είπε.
Η γυναίκα επέστρεψε στο σπίτι. Κοίταξε τον τίτλο του βιβλίου που έβγαλε από το φάκελο:

THE
TOUCH
OF
VIOLENCE

«Τι μαλακίες ψώνισες πάλι;» γέλασε ο άντρας της, όταν επέστρεψε από τη δουλειά.
Η γυναίκα δεν μίλησε.
«Έι, μωρό, έχουμε πει ότι, όταν σου μιλάω…»
Η γυναίκα τον κοίταξε τσαντισμένα. Το βιβλίο στα χέρια της έτρεμε.
Για πρώτη φορά, ήταν ο άντρας που δεν πρόλαβε να αντιδράσει στην επίθεση.

————————————————————–

Σημείωση: Πριν δύο εβδομάδες περίπου, είχα παραγγείλει το βιβλίο Max!, που υπογράφει το αγαπητό Φυστίκι ΠουΚυλάει (Μπορείτε να το βρείτε εδώ:  https://fystikipk.gr/?fbclid=IwAR3irugh3JjQZe0AbQtVtcznsqnOAo-y-ge5i82e8uP1Tu-204av2Lxcv-8  ). Έφτασε στο σπίτι μου το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής. Λείπαμε όλοι.
Όταν πήγα και το πήρα από την υπηρεσία courier, μου ήρθε η ιδέα για το διηγηματάκι!

2 απαντήσεις στο “Η παράδοση του δέματος”

  1. Πολύ ωραία τα διηγήματά σου! Ενδιαφέροντα θέματα, μου αρέσει που αναλύεις τους χαρακτήρες και χρησιμοποιείς εσωτερικό μονόλογο. Το ύφος μου φέρνει κάτι σε Έλληνα Στίβεν Κινγκ. Αν εκδώσεις κάποιο μυθιστόρημα κάποια στιγμή, θα ήθελα να το διαβάσω!

    • K. W…… Εύγε.
      Εξοχο.
      Εξοχοτατο.
      Ειχα πολυ καιρό να νιώσω μια τέτοια φρεσκάδα. Ξέρεις. Σα να παίρνει αερα το κεφάλι σου. Εναν παραξενο αερα.

      Συνεχισε να γραφεις.

      Υ. Γ. Μην κρατιέσαι. Το γράψιμο ειναι ελεύθερη πτωση. Χωρίς αλεξίπτωτο.

      Τα σέβη μου.

Απάντηση σε AdelΑκύρωση απάντησης


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading