“Γαμώτο!” φώναξε δυνατά, όταν άκουσε το τηλέφωνό του να χτυπάει επίμονα για πολλοστή φορά. Κοίταξε το όνομά της να χορεύει στην οθόνη του κινητού του. Γιατί επέμενε τόσο; Ένιωθε τα μηνίγγιά του να χτυπούν δυνατά στο κεφάλι του. Δεν θα απαντούσε. Έστρεψε το κεφάλι του προς το παράθυρο. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο πάρκο, που ήταν από ώρα γεμάτο παιδιά. Οι δυνατές φωνές και τα γέλια τους, διαπερνούσαν ύπουλα θαρρείς το κλειστό παράθυρό του. Έτριψε το μέτωπό του. Έπρεπε να πάρει ακόμη ένα παυσίπονο. Τρεις μέρες τώρα, είχε πάρει με τις χούφτες τα ντεπόν, μπας και ηρεμήσει απ’ τον έντονο πονοκέφαλο που τον ταλαιπωρούσε, μάταια όμως…
Κοίταξε το κινητό στα χέρια του. Ήταν η δωδέκατη φορά που του τηλεφωνούσε απ’ το πρωί. 12 αναπάντητες κλήσεις. Η ώρα κόντευε 6. Λογικά δεν θα τον ξαναέπαιρνε. Έκανε να αφήσει το κινητό στο κρεβάτι δίπλα του, όταν ακούστηκε ο ήχος από ένα γραπτό μήνυμα. Εκείνη. “Σήκωσέ το γαμώ το κεφάλι σου! Θέλω να σου μιλήσω!”. Χαμογέλασε. Μόνο εκείνη του μιλούσε έτσι. Μόνο εκείνη! Απ’ την πρώτη στιγμή που τη γνώρισε, 5 χρόνια πριν. Όταν στους διαδρόμους του πανεπιστημίου, την έσπρωξε κατά λάθος κι έχυσε τον καφέ της πάνω της. Δεν είχε προλάβει καν να της ζητήσει συγνώμη. “Ρε μαλάκα!” ήταν η πρώτη της κουβέντα, πριν καν γυρίσει να δει ποιος το είχε κάνει. Κι ήταν εκείνος. Ο κύριος Θεολόγου. Νιόφερτος καθηγητής στο πανεπιστήμιο, με “κακή” φήμη στους κύκλους των φοιτητών. Αγέλαστος και αυστηρός, παρά το νεαρό της ηλικίας του. “Δεν βλέπεις μπροστά σου;” του είπε θυμωμένη εκείνη. “Με συγχωρείτε…” είχε προλάβει να πει στην αυθάδη τελειόφοιτη φοιτήτρια που είχε μπροστά του. Κι εκείνη προσπαθούσε να καθαρίσει τον καφέ απ’ το λευκό μπλουζάκι της, ενώ γκρίνιαζε ατελείωτα για το ότι την είχε κάνει… “κώλο”! Επί λέξη αυτό του είχε πει κι εκείνος αντί να σοκαριστεί απ’ το θράσος της, αντί να εκνευριστεί, είχε ξεσπάσει σε δυνατά γέλια. Κάπως έτσι γνωρίστηκαν. Κάπως έτσι ξεκίνησε αυτή η ιδιότυπη φιλία ανάμεσά τους…
Εκείνη τη χρονιά, η Σόνια τελείωνε το πανεπιστήμιο και θα έφευγε για μεταπτυχιακό στο Λονδίνο. Όσο έλειπε, μιλούσαν συχνά στο τηλέφωνο και μέσω skype. Αντάλλασσαν τα νέα τους και τον συμβουλευόταν για τα μαθήματα. Του μιλούσε για τα γκομενικά της και τον έκανε να γελάει δυνατά, κάθε φορά που του έλεγε τι της έκανε πάλι ο “καινούριος μαλάκας” που γνώριζε. Ήταν αθυρόστομη η Σόνια. Το είχε καταλάβει ο Ορέστης απ’ το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο της γνωριμίας τους. Είχε όμως καρδιά μικρού παιδιού. Εκείνος δεν είχε πολλά νέα να της πει κι όμως για κάποιο λόγο, το κορίτσι αυτό, απολάμβανε την παρέα του. Τόσο διαφορετικοί κι όμως είχαν κουμπώσει θαρρείς ο ένας με τον άλλον. Πολλές απ’ τις φορές που ερχόταν στην Ελλάδα, έμενε στο σπίτι του και ξενυχτούσαν παρέα στη βεράντα του πίνοντας μπύρες και συζητώντας για όλα. “Είσαι το alter ego μου!” του έλεγε συχνά. “Είσαι το χαμόγελό μου, αλητάκι μου!” ήταν η δική του απάντηση.
Στα χρόνια που πέρασαν, η Σόνια είχε επιστρέψει στην Ελλάδα μόνιμα και είχε ξεκινήσει να δουλεύει σ’ ένα φροντιστήριο ως καθηγήτρια, μέχρι να καταφέρει να διοριστεί. Ο ίδιος ο Ορέστης είχε επικοινωνήσει με τον ιδιοκτήτη και είχε μεσολαβήσει να της δώσει μια θέση. Αυτό φυσικά ήταν κάτι που η Σόνια δεν είχε μάθει ποτέ. Σ’ εκείνο το φροντιστήριο ήταν που είχε γνωρίσει και τον Γιάννη, έναν καθηγητή με τον οποίο είχαν κάνει σχέση πριν κάποιους μήνες. Σύντομα αυτή η σχέση οδήγησε σε συγκατοίκηση και με συνοπτικές διαδικασίες ήρθε και η πρόταση γάμου.
Ο Ορέστης ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο το εκμυστηρεύτηκε η Σόνια. Δεν το είχε πει καν στους γονείς της. Ήταν τα γενέθλιά του και του είχε πάει μια τούρτα για να του κάνει έκπληξη. Καθόταν δίπλα του στο μπαλκόνι και την ώρα που την έτρωγαν με δυο κουτάλια, του το είπε χωρίς να τον κοιτάζει. “Μου πρότεινε να παντρευτούμε”. Η φωνή της ήταν άχρωμη. Κανένας ενθουσιασμός στις λέξεις που ξεστόμιζε. Εκείνος γύρισε το πρόσωπό του προς το μέρος της και την κοίταξε. Το βλέμμα της ήταν κολλημένο στο πάρκο απέναντι απ’ το σπίτι του. “Ωραία!” είπε προσπαθώντας να δείξει ενθουσιασμένος. Γύρισε και τον κοίταξε, ξαφνιασμένη. “Τι; Όχι;” την ρώτησε διστακτικά, πριν εκείνη κολλήσει πάνω του και τον φιλήσει στα χείλη. Έμεινε να την κοιτάζει και τα μάτια της ήταν κολλημένα στα δικά του, μ’ ένα παρακλητικό για έστω μια λέξη ύφος. Μια λέξη του περίμενε. Μια λέξη που εκείνος δεν είπε ποτέ. Κι έτσι έφυγε. Σηκώθηκε θυμωμένη απ’ την καρέκλα και βρόντηξε με δύναμη την εξώπορτα.
Δύο μήνες είχαν περάσει από εκείνο το βράδυ. Δύο μήνες που κανένας απ’ τους δυο, δεν προσπάθησε να προσεγγίσει τον άλλον. Ο Ορέστης είχε γράψει άπειρα μηνύματα και λίγο πριν πατήσει “Αποστολή” τα έσβηνε και πετούσε το κινητό του. Είχε πληκτρολογήσει άπειρες φορές τον αριθμό της και λίγο πριν πατήσει “Κλήση” το μετάνιωνε. Εκείνη είχε εξαφανιστεί απ’ τη ζωή του τους τελευταίους δύο μήνες και μόνο πριν 10 μέρες, του είχε αφήσει στο γραμματοκιβώτιό του το προσκλητήριο του γάμου της. Ο γάμος ήταν σήμερα. Στις 7:30. Κοίταξε το ρολόι του. 6:20. Όλα είχαν τελειώσει πια. Εκείνη θα ήταν ήδη έτοιμη και αυτή τη στιγμή ίσως φωτογραφιζόταν χαμογελαστή με την οικογένειά της. Αναστέναξε και κοίταξε ξανά την οθόνη του κινητού του. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα το κινητό του χτύπησε ξανά.
-Τι θέλεις επιτέλους; είπε με δυνατή φωνή, κάτι ασυνήθιστο για τον πράο χαρακτήρα του
-Σε μένα δεν θα φωνάζεις Θεολόγου! Κατάλαβες; του απάντησε με το γνωστό της θράσος
Σιωπή… λίγα δευτερόλεπτα παύσης. Μόνο οι ανάσες τους ακούγονταν. Άηχες κραυγές στο ακουστικό.
-Είμαι ερωτευμένη μαζί σου!
-Σε λίγο παντρεύεσαι!
-Πες μου πως νιώθεις το ίδιο!
-Όχι!
-Πες το γαμώτο!
-Θέλω να είσαι ευτυχισμένη! Είμαι σίγουρη πως με τον Γιάννη…
-Σκάσε Ορέστη! Σκάσε επιτέλους!
-Δεν έχουμε να πούμε τίποτα άλλο!
-Μην διανοηθείς να το κλείσεις! Αυτή τη φορά θα μ’ ακούσεις! Θ’ ακούσεις αυτό που χρόνια τώρα αρνείσαι να δεις! Είμαι ερωτευμένη μαζί σου! Είσαι ερωτευμένος μαζί μου όσο κι εγώ! Δεν με νοιάζουν οι μαλακίες που έχεις στο κεφάλι σου! Δεν με νοιάζουν! Το μόνο που θέλω είναι να είμαστε μαζί και δεν θα αφήσω το ηλίθιο κεφάλι σου να…
-Είσαι 28 χρονών! Μια νέα κοπέλα γεμάτη όρεξη για ζωή! Δεν έχεις καμία δουλειά μαζί μου!
-Σκάσε επιτέλους! Βαρέθηκα τις ηλίθιες απόψεις σου! Είμαι 28 χρονών! Αρκετά μεγάλη για να ξέρω τι θέλω!
-Δεν ξέρεις τίποτα!
-Ενώ εσύ κύριε καθηγητή τα ξέρεις όλα ε; Λυπάμαι που θα στο χαλάσω, αλλά δεν ξέρεις απολύτως τίποτα! Αν ήξερες, δεν θα είχες φτάσει στα 42 σου να ζεις μόνος απομακρύνοντας όσους σ’ αγαπάνε!
-Δεν είναι αλήθεια αυτό!
-Πες μου τι νιώθεις για μένα!
-Πάψε Σόνια!
Σταμάτησαν κι οι δυο να μιλούν για λίγο. Ο Ορέστης που ήταν στη βεράντα, κοιτούσε τα παιδάκια που γελούσαν κι έπαιζαν στο πάρκο απέναντι απ’ το σπίτι του, όταν ένιωσε το χέρι της στον ώμο του. Γύρισε απότομα και την κοίταξε. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα κι είχε τα μαύρα μαλλιά της λυτά, να χύνονται πάνω στους ώμους της. Στα χέρια της κρατούσε τα κλειδιά του σπιτιού του, που της τα είχε εμπιστευτεί χρόνια πριν, για ώρα ανάγκης. Έμεινε να την κοιτάζει ανέκφραστος. Του χαμογέλασε και γονάτισε μπροστά του.
-Ορέστη Θεολόγου, θες να γίνεις άντρας μου;
-Σε λίγη ώρα… ψέλλισε, μην πιστεύοντας ότι την είχε στ’ αλήθεια μπροστά του.
-Δεν θα παντρευτώ με τον Γιάννη. Τη μέρα που μου το πρότεινε, μάζεψα τα πράγματά μου κι έφυγα. Ποτέ δεν του είπα ναι! Ποτέ δεν θα παντρευόμουν κανέναν άλλον, εκτός από σένα… Ήταν όλα ψέματα! Ήθελα να σου δώσω χρόνο να καταλάβεις! Ήλπιζα να καταλάβεις. Τώρα που κοιτάζω τα μάτια σου ξέρω ότι κατάλαβες…
-Σόνια…
-Παντρέψου με κύριε καθηγητή!
Δεν μίλησε. Κανείς τους δεν μίλησε, απλά τα βλέμματά τους ενώθηκαν κι η απάντηση δόθηκε άηχα. Χαμογέλασαν. Πρώτα εκείνος και μετά εκείνη. Σηκώθηκε όρθια κι έπιασε αποφασιστικά τα χερούλια απ’ το αναπηρικό καροτσάκι του και το γύρισε προς το πάρκο.
-Δύο θέλω και να σου μοιάζουν! του είπε κι έδειξε με το δάχτυλό της τα παιδάκια που έπαιζαν στο πάρκο
Κική Γιοβανοπούλου
2 απαντήσεις στο “Alter Ego”
Πολυ ωραια ιστορια μπραβο!!!
Χάθηκα με την ιστορία σας… Καταπληκτική… από εκείνες που η ζωή ίσως σκεφτεί να πραγματοποιήσει για δύο “τυχερούς” ανθρώπους!!!