Κι είναι στιγμές που αναρωτιέμαι…
Αν δεν είχα σηκώσει εκείνο το τηλέφωνο, τι θα γινόταν;
Αν δεν είχα δεχτεί εκείνο το αίτημα;
Αν δεν είχα σχολιάσει σ’ εκείνο το βίντεο για να σου πω τι όμορφη φωνή που έχεις;
Θυμάμαι που δεν είχα καταλάβει καν ποιος είσαι. Γνώριμο το όνομά σου, αλλά δεν πήγε το μυαλό μου. Κι ύστερα μιλήσαμε, 20 χρόνια μετά. Έμαθα για σένα, έμαθες για μένα, λίγη ψιλή κουβέντα και πόσο χαρήκαμε που ξαναβρεθήκαμε κι όλα καλά.
Ώσπου μια μέρα, καθώς ετοιμαζόμουν για τη δουλειά, χτύπησε το τηλέφωνο και ήσουν εσύ. Ξαφνιάστηκα, ομολογουμένως. Ήθελες να μου πεις για μια δουλειά. Για μια συνεργασία. Ανάθεμα και αν ήξερα τι θα συνέβαινε.
Δε μετανιώνω ποτέ για ό,τι κάνω. Μόνο γι’ αυτά που δεν έκανα και γι’ αυτά που δεν έζησα. Μόνο, μερικές φορές, λυπάμαι για την τροπή των πραγμάτων.
Δεν περίμενα ποτέ ένα βλέμμα να μπορεί να κάνει τόση ζημιά. Δεν περίμενα ποτέ ένας άνθρωπος να με λυγίσει τόσο πολύ. Να με κάνει να ξεχάσω ηθικούς φραγμούς και όρια. Να με κάνει να μην υπολογίζω τίποτα. Μα όταν είσαι έξω από τον χορό, όλα αλλιώς τα βλέπεις.
Θυμάμαι ήμασταν καθισμένοι στο αυτοκίνητο, σ’ εκείνο το σοκάκι κοντά στην παλιά μας γειτονιά. Αμήχανοι κι οι δύο. Εσύ να μου μιλάς για εμάς κι εγώ να φυσάω, τάχα μου αδιάφορα, τον καπνό μου έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο. Εσύ να υψώνεις τείχη κι εγώ να είμαι μια συναισθηματική ορολογιακή βόμβα.
Ήρθα στην αγκαλιά σου και σε κοίταξα. Με φίλησες και ένιωσα, πάλι, να χάνω τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. «Αυτό είναι έρωτας, γαμώ την τρέλα μου», σκεφτόμουν. Κι έλιωνα στα χέρια σου. Κι ύστερα σου ανοίχτηκα. Σου είπα πόσο ερωτευμένη είμαι, πως δεν μπορώ να περάσω μια ώρα μακριά σου. Είπα πολλά που, ίσως δεν έπρεπε, μα τα ένιωθα τόσο δυνατά.
Κι ύστερα σου είπα πως, μόλις σου έδειξα τη μεγαλύτερη μου αδυναμία. Σου είπα πως, τώρα πια, ξέρεις. Ξέρεις πού να χτυπήσεις, αν χρειαστεί.
Αλλά, έτσι είμαι εγώ, δεν κρατάω τίποτα για μένα όταν αγαπάω. Έτσι είμαι εγώ και τρώω τα μούτρα μου κάθε φορά, μα δε με νοιάζει. Γιατί όταν αγαπάς, πρέπει να δίνεις τα πάντα στον άλλον, να μην κρατάς κανένα κομμάτι για σένα. Γιατί, ίσως, το κομμάτι που θα κρατήσεις για σένα, να είναι εκείνο που έχει περισσότερη ανάγκη ο άλλος.
Και περάσαν οι μήνες, με εμένα τη μια στιγμή ευτυχισμένη και την άλλη στον απόπατο. Και περάσαν οι μήνες, μ’ εμένα να κλαίω και να μιζεριάζω. Και περάσαν οι μήνες, με τα συναισθήματά μου να χορεύουν σαν τρενάκι του λούνα παρκ.
Ξέρω τα λάθη μου κι ούτε προσπάθησα ποτέ να τα αποποιηθώ. Ξέρω τις ευθύνες μου μα, αναρωτήσου, έστω για μια φορά, έστω και τώρα, πού έφταιξες εσύ. Ανέλαβε την ευθύνη των δικών σου λαθών και συμπεριφορών και μην τα ρίχνεις όλα σ’ εμένα. Βολεύει, το ξέρω. Δε λειτουργεί έτσι όμως.
Κουράστηκες; Το καταλαβαίνω. Κι εγώ κουράστηκα. Κουράστηκα να είμαι έτσι κάθε μέρα. Κουράστηκα να μην ξέρω σε ποιον να μιλήσω γιατί τους έχω πρήξει όλους. Κουράστηκα να κλαίω με το παραμικρό. Κουράστηκα να βρωμάω ουίσκι και τσιγάρο. Κουράστηκα να μην μπορώ να απεμπλακώ από μια κατάσταση τοξική. Κουράστηκα να νιώθω ανήμπορη κι αδύναμη. Κουράστηκα να θέλω να σου μιλήσω για όσα αισθάνομαι και να φοβάμαι. Κουράστηκα να μην μπορώ να σ’ εμπιστευτώ.
Σε αγαπάω και τη δεδομένη στιγμή, είναι το μεγαλύτερό μου κουσούρι. «Σ’ αγαπώ κι έτσι μπορείς να μ’ εξοντώσεις». Πόσες φορές σου είπα ότι αυτός ο στίχος του τραγουδιού μας ταιριάζει…
Δε θ’ άλλαζα τίποτα απ’ όσα έζησα μαζί σου. Ίσα- ίσα που θα ήθελα να ζήσω ακόμα περισσότερα, μα δε μου έδωσες τη δυνατότητα. Όχι κι ας νομίζεις πως μου την έδωσες. Είχα, είπες, την ευκαιρία ν’ ακολουθήσω τον δικό σου δρόμο. Αρχίδια. Τι να το κάνω όταν ο δρόμος είναι στρωμένος με αγκάθια κι εσύ δε σκοπεύεις να δημιουργήσεις έστω έναν μικρό διάδρομο για να προχωρήσω χωρίς να με πληγώσω;
Τι να τα κάνω τα χαμόγελα, τι να τις κάνω τις όμορφες στιγμές, τι να το κάνω το καλό κρεβάτι, τι να τα κάνω αυτά τα γαμημένα τα βλέμματα όταν δε μου δίνεις το περιθώριο να σ’ εμπιστευτώ; Όταν με την κάθε αφορμή τρέχεις να ξεσπάσεις σε ανούσιες συζητήσεις με άλλες; Όταν ξαφνικά θυμώνεις, όταν δείχνεις να μη σε νοιάζει πόσο μπουρδέλο είμαι;
Εγώ μπήκα στη θέση σου. Εσύ άραγε, μπήκες ποτέ στη δική μου; Ή μήπως για σένα είμαι απλά η συναισθηματικά ανισόρροπη που δεν μπορεί ν’ αποφασίσει; Ή μήπως, επειδή εσύ κάποτε τα παράτησες όλα για την καψούρα σου πιστεύεις ότι είναι το ίδιο; Εσένα ήθελα. Εσένα ήθελα να διαλέξω και δε με άφησες. Κι ας μην το καταλαβαίνεις. Κι ας είμαι απλά μια δειλή για σένα πια. Εγώ, εσένα ήθελα.
Δεν ξέρω τελικά τι είναι για σένα ο έρωτας. Δεν ξέρω τελικά αν τον βλέπουμε με τα ίδια μάτια. Αν πιστεύουμε στα ίδια ιδανικά, αν αγαπάμε με τον ίδιο τρόπο. Ύστερα απ’ όλα αυτά, δεν ξέρω πια αν ένιωσες όπως εγώ ή αν απλά για σένα ήμουν μια ακόμα καψούρα. Και δε θέλω να ‘μαι ακόμα ένα νούμερο στη συλλογή κανενός. Άλλωστε, το είπες και μόνος σου, δεν κάνω εγώ για έρωτες και για περιπέτειες.
Τράβα βρες, λοιπόν, μια από αυτές που συναναστρέφεσαι που να είναι γι’ αυτά που εγώ δεν μπόρεσα. Γι’ αυτά που εγώ δεν κάνω. Τράβα κι όταν καταλάβεις πόσα ένιωσα εγώ, τότε θα μετανιώνεις για τη συμπεριφορά που είχες. Τότε θα μετανιώνεις για όσα μου είπες.
Γιατί εγώ, μπορεί να φοβήθηκα, μπορεί να κώλωσα, μπορεί πολλά, αλλά τον έρωτα που ήθελες, τον είχα να στον δώσω. Κι ήμουν έτοιμη να έρθω να σε βρω, να σου το πω. Κι εσύ με γάμησες. Κυριολεκτικά, μεταφορικά, συναισθηματικά. Και δεν ξέρω με ποιον τρόπο το έκανες καλύτερα τελικά.
Με ράγισες. Κι ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσες να μου κάνεις.
Δε μου αρέσει ποτέ όταν μια σχέση τελειώνει να έχω άσχημη γεύση, ούτε ν’ αφήνω άσχημη εικόνα. Το θεωρώ ασέβεια σε όσα έζησαν δυο άνθρωποι μαζί. Στο είχα πει. Δε θέλω ποτέ να μιλήσεις για μένα όπως άκουγα να μιλάς για άλλες σου σχέσεις. Και φτάνουμε πολύ γρήγορα σε αυτό το σημείο.
Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να αποχωρήσω με όση αξιοπρέπεια μπορεί να μου έχει απομείνει. Γιατί, όσο κι αν με πονάει, υπάρχει μια γραμμή που ξεπέρασες.
Και πρέπει να τραβήξω κι εγώ τη δική μου γραμμή. Πρέπει να βάλω μια τελεία.
Αντίο.
Δώρα Κουτσογιάννη