,

Αλίκη

Είναι ξαπλωμένη. Οι ακτίνες του ηλίου τρυπώνουν από μια χαραμάδα που αφήνει η χοντρή μπορντώ κουρτίνα που καλύπτει το παράθυρο, φωτίζοντας ελαφρά το πρόσωπό της. Ανοίγει τα μάτια. Μηχανικά σχεδόν, χαϊδεύει το ξαπλωμένο κορμί που βρίσκεται δίπλα της. Γυρίζει και τον κοιτάζει πόσο ήρεμος και γαλήνιος είναι, πώς το στήθος του ανεβοκατεβαίνει γαλήνια και τον χαϊδεύει μέχρις ότου ν’ ανοίξει τα μάτια του.

«Θεέ μου, είναι τόσο όμορφος!», σκέφτεται.

Του δίνει ένα φιλί στα χείλη και σηκώνεται. Βγαίνει στον διάδρομο, χτυπά από τρεις φορές τις δύο πρώτες πόρτες και ανοίγει την τρίτη. Ανοίγει την βρύση, βρέχει τα χέρια της και ρίχνει λίγο νερό στο πρόσωπό της. Σκουπίζει τα χέρια της πάνω στα μαλλιά της.

Κατεβαίνει τις σκάλες και τα νυσταγμένα της βήματα την οδηγούν στην κουζίνα. Βγάζει από το ψυγείο το αλεύρι, τα αυγά, το γάλα και το βούτυρο. Αναμιγνύει τα υλικά σ’ ένα μπολ. Ανάβει το μάτι της κουζίνας.

«Όχι ρε γαμώτο! Ξέχασα να φτιάξω καφέ!», σκέφτηκε.

Ένα τέταρτο αργότερα είχε μια μικρή στοίβα κρέπες, δύο κούπες αχνιστό καφέ και δυο κούπες ζεστό γάλα. Χαμήλωσε λίγο τα μάτια και είδε δύο παιδικά πρόσωπα να εμφανίζονται μπροστά της, το ένα ελαφρώς σκυθρωπό από τη νύστα, το άλλο χαμογελαστό.

Πάντα χαμογελαστή η μικρή της. Η χαρά της ζωής αυτό το παιδί πάντα! Λίγα λεπτά αργότερα εμφανίστηκε κι εκείνος. Το πρόσωπό του ήταν ελαφρώς βρεγμένο από το νερό που είχε ρίξει προ ολίγου. Αφού είπαν αναμεταξύ τους καλημέρα, ξεκίνησαν να τρώνε το πρωινό τους ήσυχα, χωρίς να μιλάνε. Ως επί το πλείστον συνεννοούνταν με βλέμματα και χαμόγελα. Εάν ήταν απαραίτητο θα μιλούσαν, μα γενικά η ρουτίνα του πρωινού τους ήταν κάτι ήρεμο και ήσυχο.

Χτύπησε το κουδούνι κι εκείνη σηκώθηκε ν’ ανοίξει. Ήταν η μητέρα της. Ερχόταν δύο με τρεις φορές την εβδομάδα για να τους δει, να πάρουν πρωινό παρέα και μετά, όταν φύγουν όλοι, θα κάθονταν όπως πάντα μάνα και κόρη να συζητήσουν “τα δικά τους”. Τα παιδιά έτρεξαν ν’ αγκαλιάσουν τη γιαγιά τους και αμέσως την έβαλαν να καθίσει ανάμεσά τους, για να την μοιράζονται και τα δύο. Λίγη ώρα αργότερα στεκόταν στην εξώπορτα χαιρετώντας τον σύζυγο και τα παιδιά που έφευγαν μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη.

Είναι ξαπλωμένη. Οι ακτίνες του ηλίου τρυπώνουν από μια χαραμάδα που αφήνει η χοντρή μπορντώ κουρτίνα που καλύπτει το παράθυρο, φωτίζοντας ελαφρά το πρόσωπό της. Ανοίγει τα μάτια. Μηχανικά σχεδόν, χαιδεύει το σεντόνι.  Γυρίζει και κοιτάζει το κενό.

«Θεέ μου, είναι τόσο όμορφος!», σκέφτεται.

Δίνει ένα φιλί στο μαξιλάρι δίπλα της και σηκώνεται. Βγαίνει στον διάδρομο, χτυπά από τρεις φορές της δύο πρώτες πόρτες και ανοίγει την Τρίτη. Ανοίγει την βρύση, βρέχει τα χέρια της και ρίχνει λίγο νερό στο πρόσωπό της. Σκουπίζει τα χέρια της πάνω στα μαλλιά της.

Κατεβαίνει τις σκάλες και τα νυσταγμένα της βήματα την οδηγούν στην κουζίνα. Βγάζει τα υλικά από το ψυγείο, φτιάχνει το μείγμα κι αρχίζει να ψήνει. Έβαλε τον καφέ να ετοιμάζεται, ζέστανε και δυό κούπες γάλα. Ένα τέταρτο αργότερα είχε μια μικρή στοίβα κρέπες, δυο κούπες αχνιστό καφέ και δυο κούπες ζεστό γάλα.

Χαμήλωσε λίγο τα μάτια, εκεί που δύο παιδικά πρόσωπα θα εμφανίζονταν μπροστά της, το ένα ελαφρώς σκυθρωπό από τη νύστα και το άλλο χαμογελαστό. Πάντα χαμογελαστή ήταν η μικρή της!

Χτύπησε το κουδούνι κι εκείνη σηκώθηκε ν’ ανοίξει. Ήταν η μητέρα της. Ερχόταν δύο με τρεις φορές την εβδομάδα να την δει. Πήγαν παρέα στην κουζίνα. Η γηραιότερη γυναίκα αντίκρυσε τη στοίβα με τις κρέπες και τις τέσσερις κούπες. Το βλέμμα της σκοτείνιασε.

— Αλίκη μου; Τι έχουμε πει; Δεν χρειάζεται να τα φτιάχνεις όλα αυτά. Έλα εδώ να σε αγκαλιάσω κοριτσάκι μου…

Η Αλίκη πισωπάτησε, αποφεύγοντας την αγκαλιά της μητέρας της.

— Σε παρακαλώ, Αλίκη μου. Προσπάθησε να το αποδεχτείς. Πρέπει να ξεκολλήσεις αγάπη μου. Μείναμε εγώ κι εσύ, κατάλαβέ το…

— Δεν έφαγαν γιατί δεν πεινούσαν. Δυστυχώς δεν τους πρόλαβες. Πήρε ο Μάρκος τα παιδιά να τα αφήσει στο σχολείο και μετά θα πάει στο γραφείο λίγο νωρίτερα γιατί έχει να κάνει μια παρουσίαση.

— Τι μέρα έχουμε Αλίκη; Τι μέρα είναι;

— Πέμπτη.

— Ημερομηνία;

— Πέμπτη, 25 Μαΐου.

— Όλη την ημερομηνία πες μου.

— Πφφ… Πέμπτη 25 Μαΐου 2017.

— Έχουμε 5 Δεκεμβρίου και είναι 2019.

— Όχι. Είναι 25 Μαΐου του 2017. Σε τρεις μέρες ο Διονύσης θα γίνει οχτώ και σε ένα μήνα η Ειρήνη μου θα κλείσει τα έξι.

— Ποιος Διονύσης και ποια Ειρήνη ρε Αλίκη; Έχουμε 5 Δεκεμβρίου, είναι 2019. Σε παρακαλώ κοριτσάκι μου, πέρασε τόσος καιρός, προσπάθησε να καταλάβεις.

— Είναι 25 Μαΐου.

— Θυμάσαι τι έγινε στις 25 Μαΐου; Μην με κοιτάς και δεν μιλάς! Απάντησέ μου, θυμάσαι; Πρέπει να σταματήσεις να ζεις σ’αυτό το ψέμα. Σκοτώθηκε, Αλίκη, σκοτώθηκε. Ήταν πολύ άσχημο τρακάρισμα, το ξέρεις.

Η Αλίκη γονάτισε και ξεκίνησε να μουρμουράει «Έπρεπε να ήμουν εκεί. Έπρεπε να είμαι μαζί του» κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς.

— Είχαμε όλη τη ζωή μπροστά μας, μαμά! Θα πήγαινε πιο νωρίς στο γραφείο για να φύγει νωρίτερα και να πάμε για την εξωσωματική. Δεν έπρεπε να γίνει αυτό, τα είχαμε οργανώσει όλα. Αν δεν ήμουν άχρηστη, δεν θα χρειαζόταν να τρέχουμε στους γιατρούς. Δεν θα είχαμε ραντεβού με τον γιατρό, θα έφευγε κανονικά, την καθιερωμένη του ώρα. Δεν θα γινόταν τίποτα αν δεν ήμουν ανίκανη!

— Δεν μπορείς να ζεις σε ένα ψέμα όμως…

— Μπορώ! Μπορώ και το κάνω! Τους φαντάζομαι, τους φτιάχνω το πρωινό τους. Το αγαπημένο του Μάρκου, κρέπες. Το γαμημένο εκείνο πρωινό που να μην έσωνα να το φτιάξω. Μακάρι να μην ξυπνούσα ποτέ!

— Όχι, Αλίκη, μην το λες αυτό.

— Δεν έχω κανέναν πια!

— Έχεις εμένα.

— Εσένα; Πάντα απούσα ήσουν, μια ζωή guest star. Να σε βράσω εσένα! Σε έβαλα ξανά στη ζωή μου γιατί ο Μάρκος επέμενε. Δεν σήμαινες τίποτα για μένα κι ούτε θα σημαίνεις ποτέ. Η ζωή σου ήταν τα χλιδάτα πάρτυ, η μεγάλη ζωή και οι άντρες που άλλαζες σαν τα πουκάμισα. Οι κόρες σου ήταν διακοσμητικά σκεύη που έσερνες ανά τους καιρούς αριστερά και δεξιά. Γιατί ξεκίνησε νομίζεις η Ισμήνη τα ναρκωτικά; Γιατί μεγάλωσε βλέποντάς σε να ρουφάς την μια γραμμή μετά την άλλη! Ήταν αναμενόμενο το τέλος της. Ο Μάρκος ήθελε να είσαι κοντά μας και το δέχτηκα μ’ έναν όρο μόνο. Τη στιγμή που θα μιλούσες στα παιδιά μας γι’ αυτήν την χλιδάτη ζωή, για την οποία είσαι τόσο περήφανη, θα έπαιρνες πόδι την ίδια κιόλας στιγμή. Ο Μάρκος όμως πάει. Κι εγγόνια δεν υπήρξαν, ούτε θα υπάρξουν. Τώρα φύγε. Άσε με να ζω στη δική μου πραγματικότητα. Κάθε μέρα είναι 25η Μαΐου. Κάθε χρόνος θα είναι 2017. Κάθε μέρα θα κάνω ό,τι θα έκανα αν ζούσε ο Μάρκος και κάναμε τα παιδιά μας. Μην ξανάρθεις. Ποτέ. Από εδώ και πέρα οι 25ες Μαΐου μου θα είναι χωρίς εσένα. Φύγε.

— Μα…

— Φύγε… Φύγε. Φύγε! ΦΥΓΕ!!!

Νίκη Τσακίρη

Απάντηση


%d