,

Το αδιέξοδο

O Αλεξάντερ ξύπνησε απότομα λουσμένος στον ιδρώτα. Η εικόνα του εφιάλτη που έβλεπε, δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό του.

Θυμόταν να περπατάει σε ένα ερημικό χωματόδρομο. Ο δυνατός, καλοκαιρινός ήλιος του έκαιγε το δέρμα. Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σε μια ξύλινη ταμπέλα που έγραφε μια λέξη﮲ μία λέξη με κόκκινα γράμματα που έμοιαζαν με αίμα: «Αδιέξοδο». Του φάνηκε περίεργο γιατί ο δρόμος συνεχιζόταν. Έκανε να την προσπεράσει, και τότε ένιωσε τρόμο﮲ ανεξήγητο, αόρατο τρόμο που δεν μπορούσε να καταλάβει από πού προερχόταν. Και τότε ξύπνησε.

«Είναι η δέκατη φορά που βλέπω το ίδιο όνειρο…», της είπε με πρησμένα, κατακόκκινα μάτια.

Η Έβελιν τον κοίταξε ερευνητικά πίσω από τα τετράγωνα γυαλιά της με το μοβ σκελετό και σηκώθηκε από την πολυθρόνα.

«Ειλικρινά αγάπη μου, δεν νομίζω πως υπάρχει λόγος να ανησυχείς. Όπως σου έχω ξαναπεί», έκανε αδιάφορα. «είσαι πολύ πιεσμένος με τη δουλειά και όλο αυτό σε κάνει να νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε αδιέξοδο. Ε αυτό βλέπεις στον ύπνο σου λοιπόν!», πρόσθεσε τη στιγμή που έφτιαχνε την αλογοουρά της και φορούσε το μαύρο παλτό της.

«Ναι, αλλά…», άρχισε εκείνος αλλά δεν τον άφησε να τελειώσει.

«Πρέπει να φύγω Άλεξ», είπε και τον φίλησε πεταχτά στο μάγουλο.

Εκείνος ένευσε σιωπηλός και κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Ήταν 6 το πρωί. Είχε ακόμα μια ώρα μπροστά του μέχρι να φύγει για τη δουλειά. Το στόμα του είχε στεγνώσει. Πήγε στην κουζίνα και γέμισε ένα ποτήρι με νερό. Ήπιε μια γουλιά, αλλά την επόμενη στιγμή το έφτυσε αηδιασμένος. Είχε γεύση χώματος. Άφησε τη βρύση να τρέξει αρκετά αλλά η γεύση παρέμενε ίδια. Βλαστήμησε σιγανά και κάνοντας μια αδέξια κίνηση, έσπρωξε το ποτήρι που είχε ακουμπισμένο δίπλα του. Παρακολούθησε την πτώση του λες κι εκτυλισσόταν σε αργή κίνηση μπροστά στα μάτια του. Το νερό σκόρπισε στο πάτωμα, το ποτήρι έσπασε και τότε εκείνος άρχισε να ουρλιάζει. Τα θρυμματισμένα γυαλιά άρχισαν να μετατρέπονται σε σκουλήκια﮲ σκουλήκια που τον πλησίαζαν απειλητικά. Έκανε να τρέξει, αλλά γλίστρησε. Άρχισε να σέρνεται μακριά τους μέχρι που κόλλησε με την πλάτη στον τοίχο.

«Φύγετε!», ούρλιαζε ενώ έκλεινε σφιχτά τα μάτια. «Φύγετε!»

«Μπαμπά…;», άκουσε μια αδύναμη φωνή.

Άνοιξε τα μάτια και είδε τον μικρό Κρις να τον κοιτάζει τρομαγμένος. Δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά του. Κοίταξε γύρω του, αλλά το πάτωμα ήταν πεντακάθαρο και το ποτήρι βρισκόταν ανέπαφο πάνω στον πάγκο.

Σηκώθηκε αμέσως. Γονάτισε μπροστά στο γιο του και τον αγκάλιασε. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. Το παιδί δεν ανταποκρινόταν. Τον άφησε και τον κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν παγωμένο, γυάλινο. Τα μάγουλά του, είχαν βαθιές κόκκινες γραμμές στα σημεία που έτρεχαν τα δάκρυα. Και τότε η μορφή του άρχισε να αλλοιώνεται. Έμοιαζε σαν ένα παγωμένο άγαλμα που τώρα είχε αρχίσει να λιώνει. Ανήμπορος να κάνει κάτι, παρακολούθησε την υγρή μορφή του γιου του να πέφτει στο πάτωμα και μετά να εξαφανίζεται, σαν να μην υπήρξε ποτέ.

«Όχι…», μουρμούρισε βαριανασαίνοντας.

Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Μόνο που το μέρος που βρέθηκε, δεν ήταν η γειτονιά του. Ήταν ο χωματόδρομος που έβλεπε στον ύπνο του. Κοίταξε γύρω του. Το σπίτι του είχε εξαφανιστεί. Τίποτα δεν υπήρχε﮲ τίποτα, εκτός από μια μακρινή ταμπέλα﮲ μια ταμπέλα με κόκκινα γράμματα που έγραφε «Αδιέξοδο».

Άρχισε να περπατάει γρήγορα προς τα εκεί. Έτρεχε σχεδόν. Ίσως αυτή να ήταν η λύση. Ίσως έπρεπε να συνεχίσει να προσπαθεί να περάσει το αδιέξοδο μέχρι να βρει τις απαντήσεις που έψαχνε. Έφτασε μπροστά της. Άπλωσε το χέρι του για να την αγγίξει, αλλά ένιωσε ηλεκτρικό ρεύμα να διαπερνάει το σώμα του. Σωριάστηκε λιπόθυμος.

«Σταματήστε», είπε κοφτά ο δόκτωρ Γκράντιν τη στιγμή που οι σφυγμοί του άντρα είχαν επανέλθει.

Η νοσοκόμα αποσυνέδεσε το μηχάνημα, έσβησε το φως και βγήκε από το δωμάτιο. Οι δυο άντρες που ήταν μαζί της την ακολούθησαν.

«Λοιπόν;», τους ρώτησε η Έβελιν με αγωνία.

«Έπαθε ανακοπή. Αλλά τον επαναφέραμε».

«Δεν πίστευα ποτέ ότι θα χαιρόμουν με αυτό το νέο», αναστέναξε εκείνη.

Έβγαλε τα γυαλιά και σκούπισε τα δακρυσμένα μάτια της.

«Έχω αρχίσει να απογοητεύομαι. Δεν θα τα καταφέρουμε ποτέ… δεν…»

«Ησυχάστε», της είπε ο Γκράντιν. «Κάνουμε ότι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να συνέλθει και να ομολογήσει».

Εκείνη ένευσε.

«Όταν…», άρχισε, «όταν μπήκα στην κουζίνα και είδα το νεκρό σώμα του Κρις στα χέρια του δεν μπορούσα να το πιστέψω. Κι όταν… όταν πάνω στη θολούρα του μου αποκάλυψε ότι έχει κρύψει και το άλλο μας παιδί κάπου για να του κάνει τα ίδια, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Μετά… μετά μου επιτέθηκε κι εγώ… εγώ αναγκάστηκα να τον χτυπήσω για να σωθώ… Δεν… δεν φαντάστηκα ότι το χτύπημα θα ήταν τόσο σοβαρό και δεν θα μπορούσε να συνέλθει. Μόνο εκείνος ξέρει πού είναι το παιδί μου!», φώναξε ξεσπώντας σε λυγμούς.

«Θα συνέλθει», είπε ο Γκράντιν «Όλα θα πάνε καλά».

«Παράλληλα εμείς συνεχίζουμε να ψάχνουμε σε όλα τα πιθανά μέρη που θα μπορούσε να τον έχει κρυμμένο», την καθησύχασε ο επιθεωρητής Χάουαρντ.

Εκείνη ένευσε. Θυμήθηκε όλες τις ευτυχισμένες στιγμές που είχε περάσει με την οικογένειά της. Θυμήθηκε όμως και όλες τις άσχημες. Και μετά, θυμήθηκε και τις φωνές﮲ εκείνες που της έλεγαν πως έπρεπε να διαλέξει. Έπρεπε να διαλέξει ένα από τα δύο δίδυμα αγόρια της για να ζήσει. Κι εκείνη διάλεξε. Τον πρωτότοκο. Έπρεπε λοιπόν να σκοτώσει τον Κρις για να ζήσει ο Άντον. Και το έκανε. Κι έκρυψε τον Άντον σε ένα σπίτι μακριά για να πάει να τον βρει όταν θα τελείωναν όλα. Όταν ο Αλεξάντερ την βρήκε με τον νεκρό σώμα του Κρις στα χέρια της, πάλεψε μαζί του και τον έριξε αναίσθητο χωρίς να του αποκαλύψει πού είχε κρύψει τον Άντον. Θυμήθηκε να στέκεται από πάνω του έτοιμη να τον αποτελειώσει, όταν τη διέκοψαν οι ταραγμένες φωνές της γειτόνισσας που είχε ακούσει τη φασαρία και χτυπούσε με μανία την πόρτα. Και τότε έπαιξε θέατρο. Της είπε πως ο άντρας της τρελάθηκε και σκότωσε το γιο τους, ενώ έκρυψε τον άλλον κάπου μακριά. Κι εκείνη παλεύοντας για τη ζωή της αναγκάστηκε να τον χτυπήσει τόσο δυνατά που τον έριξε αναίσθητο.

«Έχει δίκιο ο Γκράντιν», σκέφτηκε και χαμογέλασε. «Όλα θα πάνε καλά. Ο Άλεξ δεν πρόκειται να συνέλθει. Θα φροντίσω εγώ γι’ αυτό».

Εκείνος βρισκόταν πάλι στο χωματόδρομο. Κοιτούσε απογοητευμένος τη μακρινή ταμπέλα και ήξερε ότι δεν θα κατάφερνε ποτέ να την περάσει. Ξαφνικά, ένιωσε ένα χέρι να αγγίζει το δικό του. Έστρεψε το βλέμμα του και είδε δίπλα του τον Κρις να του χαμογελάει.

«Γιε μου!», έκανε και γονάτισε μπροστά του.

Τον αγκάλιασε σφιχτά. Αυτή τη φορά το αγόρι ανταποκρίθηκε. Έμειναν έτσι γι’ αρκετή ώρα. Άρχισε να τον φιλάει στα μάγουλα με στοργή. Τα δάκρυά του μπλέχτηκαν με τα δικά του.

«Τι κάνεις εδώ;», τον ρώτησε τελικά.

«Ήρθα για σε βοηθήσω μπαμπά», του είπε ήρεμα ο μικρός. «Έλα», τον παρότρυνε και τον τράβηξε από το χέρι.

Εκείνος τον ακολούθησε μουδιασμένος. Περπάτησαν μαζί μέχρι την ταμπέλα. Τα κόκκινα γράμματα έμοιαζαν ξεθωριασμένα αυτή τη φορά λες και είχαν αρχίσει να ξεβάφουν. Ο Αλεξάντερ έκανε να την αγγίξει αλλά ο Κρις τον σταμάτησε.

«Εγώ θα το κάνω», του είπε αμέσως. «Όταν δεις το ρεύμα να με χτυπάει, προχώρα μπροστά και μην κοιτάξεις πίσω».

«Γιε μου τι είναι αυτά που λες; Δεν μπορώ να σε αφήσω να…»

«Πρέπει να με αφήσεις… έχω ήδη φύγει μπαμπά…», του είπε ο μικρός. «Ήρθε η ώρα να φύγεις κι εσύ. Ήρθε η ώρα, να βγεις από αυτό το αδιέξοδο».

Πριν προλάβει να αντιδράσει, το αγόρι τράβηξε το χέρι του μέσα από το δικό του και ακούμπησε την ταμπέλα. Το ηλεκτρικό ρεύμα τον διαπέρασε. Ο Αλεξάντερ την προσπέρασε. Ένα λευκό φως τον τύλιξε.

Η πόρτα του γραφείου άνοιξε με δύναμη. Η νοσοκόμα μπήκε μέσα φουριόζα.

«Κυρία Τζέιμσον! Ο σύζυγός σας συνήλθε! Ο επιθεωρητής μιλάει ήδη μαζί του!»

Ο Γκράντιν γύρισε προς το μέρος της χαμογελώντας, αλλά εκείνη δεν του ανταπέδωσε το βλέμμα. Το πρόσωπό της είχε γίνει μια μάσκα τρόμου.

«Πότε συνήλθε;», τη ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.

«Δεν ξέρω», παραδέχτηκε. «Ήμουν σε έναν άλλο ασθενή και όταν επέστρεψα ο επιθεωρητής βρισκόταν ήδη μέσα στο δωμάτιό του».

Τότε η Έβελιν έκανε να προχωρήσει προς την πόρτα, αλλά ο Χάουαρντ μπήκε μέσα με βαριά βήματα. Εκείνη πάγωσε.

«Κυρία Τζέιμσον», της είπε και την κοίταξε στα μάτια «πρέπει να με ακολουθήσετε».

«Δεν καταλαβαίνετε», άρχισε εκείνη κοιτάζοντας ικετευτικά τον Γκράντιν.

«Επιθεωρητά τι…», άρχισε εκείνος, αλλά ο Χάουαρντ ύψωσε το χέρι προς το μέρος του.

«Πρέπει να πάω να βρω το γιο μου…», συνέχισε εκείνη. «Δεν έχει φαγητό για πολλές μέρες και…»

«Κυρία Τζέιμσον», άρχισε ο Χάουαρντ, «δεν υπάρχει άλλος γιος. Ο σύζυγός σας, μας τα είπε όλα. Γεννήσατε δίδυμα και ο πρωτότοκος γιος σας πέθανε στη γέννα. Εσείς δεν ξεπεράσατε ποτέ το θάνατό του. Θεωρούσατε υπεύθυνο τον Κρις. Όσο εκείνος μεγάλωνε, τόσο εσείς απομακρυνόσασταν από κοντά του κι αρχίσατε να πιστεύετε ότι ο άλλος σας γιος ήταν ακόμα ζωντανός. Ο Αλεξάντερ, σας είχε δει πολλές φορές να μιλάτε με κάποιον που δεν υπήρχε και να του λέτε ότι θα κάνετε τα πάντα για να μείνει ζωντανός, ακόμα κι αν χρειαζόταν να σκοτώσετε. Κάτι και το οποίο κάνατε. Σκοτώσατε τον ένα γιο για να μείνει ζωντανός ο άλλος που είχε ήδη πεθάνει».

«Όχι, εγώ δεν…», άρχισε εκείνη κοιτώντας και πάλι ικετευτικά τον Γκράντιν που είχε παγώσει στη θέση του. «Δεν έφταιγα εγώ…», συνέχισε και κατευθύνθηκε προς τον Χάουαρντ τείνοντας τα χέρια της. «Οι φωνές…», μουρμούρισε τη στιγμή που της περνούσε τις χειροπέδες. «Εκείνες μου το είπαν…»

2 απαντήσεις στο “Το αδιέξοδο”

Απάντηση σε Ερωδίτη ΠαπαποστόλουΑκύρωση απάντησης


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading