,

Φονική Συνήθεια

Το παλιό ασανσέρ σταμάτησε με ένα απότομο τριγμό, τινάσσοντας τον Αστυνόμο Λιανό, που ξεσφήνωσε με δυσκολία το παχύ κορμί του από τη στενή καμπίνα και προχώρησε βιαστικός στον στενό, σκοτεινό διάδρομο, προς ένα νεαρό αρχιφύλακα, που κρατούσε ένα ροζ λουλουδάτο πανί μπροστά στο πρόσωπό του. Εκείνος, χωρίς πολλές κουβέντες, του ξεκλείδωσε την πόρτα μπροστά από την οποία στέκονταν και έκανε να φύγει. Η αποπνικτική μυρωδιά πτώματος σε σήψη τον πλημμύρισε, φέρνοντας του αναγούλα.

«Πήρες καταθέσεις από τους γείτονες;»

«Εμ… Όσους βρήκα» τραύλισε αμήχανα εκείνος.

«Να πας και στα μαγαζιά γύρω – γύρω. Σε λίγο καταφθάνουν και οι άλλοι» είπε φορώντας μια χειρουργική μάσκα, ψαχουλεύοντας τον τοίχο για να βρει το φως.

«Δεν έχει ρεύμα» τον ενημέρωσε ο νεαρός και πρόσθεσε «Έχετε φακό;». Εκείνος του γνέψε θετικά.

Η δέσμη φωτός έπεσε ασθενική μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Ένας στενός, σκονισμένος διάδρομος σχηματίζονταν ανάμεσα σε μεγάλα βαρέλια, κούτες και σακούλες, που ξεχείλιζαν από πράγματα καλυμμένα μ’ ένα παχύ στρώμα σκόνης. Μεγάλα dexion κάλυπταν τους τοίχους. Εκατοντάδες πλαστικές σακούλες, που στοιβάζονταν εκεί, σχημάτιζαν περίεργα σχήματα και αστραποβολούσαν στο φως του φακού. Άνοιξε με δυσκολία το καπάκι από το πιο κοντινό του πλαστικό, αδιάβροχο βαρέλι σε έντονο μπλε χρώμα και κοίταξε μέσα. Ήταν γεμάτο ως πάνω με περίεργα σχήματα τυλιγμένα σε πλαστικές σακούλες. Σήκωσε μια και την ψηλάφισε. Έμοιαζε με κάποιο κουτί. Άνοιξε προσεκτικά το κόμπο της νάιλον σακούλας  και έβγαλε ένα κουτί μπισκότα. Πήρε μερικές ακόμα και όλες περιείχαν μπισκότα. Έπειτα άνοιξε ένα σφραγισμένο χάρτινο κουτί, αφαίρεσε το διάφανο πλαστικό περιτύλιγμά τους και  τα μύρισε. Δεν βρήκε κάτι περίεργο, πέρα από το ότι ήταν η αγαπημένη του  μάρκα. Πήρε ένα μπισκότο και το μασούλησε ευχαριστημένος.

Προχώρησε στο στενό διάδρομο ρουφώντας την κοιλιά του, πιέζοντας και σπρώχνοντας το κορμί του σε κάθε εσοχή και άνοιγμα, που μπορούσε να βρει, κρατώντας ψηλά τα χέρια του σαν μπαλαρίνα και κάνοντας τις πλαστικές σακούλες να τρίζουν εκνευριστικά στο πέρασμα του, ενώ ταυτόχρονα εξέταζε τα βαρέλια, τις κούτες και τις σακούλες. Μπισκότα, σοκολάτες, μπάρες ενέργειας, μπουκάλια με νερό, ξηροί καρποί, εργαλεία, φάρμακα, χαρτί υγείας, γάντια, μάσκες, πυροσβεστήρες…  Έκανε νοερά τον κατάλογο στο μυαλό του και όλα οργανωμένα ανά είδος και τοποθετημένα μέσα σε σακούλες και αυτές μέσα σε μεγαλύτερες σακούλες.

Αναθεμάτισε την αναβλητικότητά του να ξεκινήσει εκείνη την νέα δίαιτα, που του πρότεινε  γιατρός του, ώσπου έφθασε σε κάποιο άνοιγμα και ανάσανε ανακουφισμένος. Το φως του φακού του χάιδεψε μια περίεργα θολή, τζαμένια μπαλκονόπορτα και χάθηκε σε μια ανοικτή πόρτα, πίσω από ένα σχοινί με απλωμένα ρούχα. Προχώρησε προς τα εκεί. Μια περίεργη κατασκευή από χοντρά, σιδερένια δοκάρια, λίγο κοντότερα από αυτόν, που πάνω τους στηρίζονταν μια χοντρή, ορθογώνια, άδεια, μεταλλική πλάκα, τράβηξε την προσοχή του. Την εξέταζε προσεκτικά όταν μια βραχνή φωνή ακούστηκε εκνευρισμένη.

«Τι γίνεται εδώ μέσα;»

«Νομίζω ότι ο ένοικος είχε φοβία με τις φυσικές καταστροφές πλημμύρες, σεισμούς. Μάζευε προμήθειες, έχει βάλει αυτοκόλλητα ασφαλείας στα τζάμια, έχει στερεώσει τα dexion…»

«Μα όλες αυτές οι κούτες, που φθάνουν ως το ταβάνι, με τον πρώτο σεισμό θα του έπεφταν στο κεφάλι!»

«Γι’ αυτό το λόγο έφτιαξε αυτό» του είπε αδιάφορα παραμερίζοντας τα γκαγκανιασμένα ρούχα που κρέμονταν από ένα σχοινί.

«Τι είναι αυτό;»

«Ένας κλωβός ασφαλείας, σε περίπτωση κατάρρευσης της πολυκατοικίας».

«Παράνοια!» έκρωξε ο ισχνός άντρας παραμερίζοντας άγαρμπα μια μεγάλη κούτα.

«Η γραμμή ανάμεσα στη λογική και την παράνοια είναι πολύ λεπτή» μουρμούρισε βαριεστημένα ο Λιανός ρίχνοντας το φως του στο ακίνητο κορμί απέναντί του και στο κομοδίνο, εκείνο που ήταν γεμάτο σακουλάκια με απολυμαντικά και οινοπνεύματα.

Με τα πόδια πάνω σ’ ένα διπλό κρεβάτι, που περιέργως είχε καθαρά σεντόνια, πέρα από ένα λεπτό στρώμα σκόνης, βρίσκονταν ένας άντρας με γκρίζα μαλλιά. Το κορμί του κρέμονταν στην άκρη του κρεβατιού πάνω από το πάτωμα. Μπροστά του υπήρχε πεσμένο ένα σακίδιο μισοαδειασμένο και σακουλάκια σπαρμένα στο βρώμικο πάτωμα σε διάφορα σχήματα και χρώματα. Κάτω από τα γαλακτερά χέρια του νεκρού υπήρχαν μερικά κομμάτια ημιδιάφανου πλαστικού ξεσχισμένα και ένα μικρό, άδειο νεσεσέρ. Το περιεχόμενό του σχημάτιζε ένα μικρό λοφίσκο με μικρότερα αντικείμενα προστατευμένα μέσα σε ημιδιάφανα poly bags. Τα υπολείμματα από ένα ξεσκισμένο polybag έστεκε στην κορφή του σωρού. Ο Λιανός έκανε βαθύ κάθισμα και περιεργάστηκε με μεγάλη προσοχή στο φως του φακού τη σκηνή.

«Κράτα λίγο…» είπε στον συνάδελφό του, δίνοντάς του τον φακό. Έπειτα έσκυψε και κοίταξε απ’ όσο πιο κοντά μπορούσε τα σφιγμένα χέρια του νεκρού προσπαθώντας να μην μπλοκάρει το φως με την ευτραφή φιγούρα του. Έβγαλε μια τσιμπίδα και ανασκάλεψε λίγο το μικρό πολύχρωμο κουτάκι που κρατούσε σφιχτά στη γροθιά του.

«Τι είναι;» τον ρώτησε ο νευρικός, λιπόσαρκος άντρας καθώς έσκυβε κι εκείνος.

«Κάλεσε τον φωτογράφο να μπει αν κι απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είναι δολοφονία».

«Από τι νομίζεις ότι πέθανε;»

Ο Λιανός κούνησε το κεφάλι του λυπημένος.

«Άργησε να βρει και να ξετυλίξει το φάρμακό του». Ο άλλος τον κοίταξε αποσβολωμένος.

«Είχε τη συνήθεια να βάζει τα πράγματα μέσα σε πλαστικές σακούλες, εξαιτίας της φοβίας του. Θεωρούσε ότι με αυτό τον τρόπο θα τα προστάτευε στην περίπτωση κάποιας πλημμύρας ή σεισμού. Σε συνδυασμό με τη μικροβιοφοβία του, αν κρίνω από τα οινοπνεύματα, η συνήθειά του αυτή του κόστισε τη ζωή. Όταν δεν αισθάνθηκε λοιπόν καλά, άνοιξε το σακίδιο και έβγαλε έξω τα σακουλάκια. Βρήκε το μικρό νεσεσέρ και του ξέσκισε τη σακούλα. Ψαχούλεψε τα υπόλοιπα σακουλάκια, βρήκε το κουτί μα δεν πρόλαβε να το ανοίξει…»

«Πω πω, τραγικό!  Τον έφαγε η συνήθεια της μανίας του!» αναφώνησε ο άλλος και έκανε ν’ ανάψει τσιγάρο.

Ο Λιανός τον σταμάτησε. «Η φονική συνήθειά του…» είπε διφορούμενα,

Αναστασία Χ.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading