Η Μίρα πετάρισε τα βλέφαρά της και προσπάθησε να καταλάβει πού βρίσκοταν. Το λεωφορείο είχε σταματήσει. Γύρισε τα νυσταλέα μάτια της στο παράθυρο της. Σκοτάδι. Από κάπου μακριά ακούγονταν αγριεμένες φωνές. Ένιωσε το μικρό χεράκι της κόρης της να γραπώνει την μπλούζα της.
«Μαμά;» ψιθύρισε νυσταγμένα κείνη.
«Όλα καλά Μίσα, κοιμήσου μωρό μου. Σε λίγο φθάνουμε» της ψιθύρισε καθησυχαστικά χαϊδεύοντας τα ξανθοκάστανα μαλλιά της. Έγειρε πίσω και έκλεισε τα μάτια. Όλα θα πάνε καλά. Επανέλαβε ακόμα μια φορά στον εαυτό της. Θα περάσει και αυτό. Θα φύγει αυτή η πέτρα που της συνθλίβει την καρδιά. Σε δυο εβδομάδες θα ξαναέσμιγαν με τους δικούς τους ανθρώπους. Σε δυο εβδομάδες. Πώς θα περάσουν οι δυο εβδομάδες; Αναστέναξε. Θα περάσουν, εδώ πέρασε ένας μήνας και κάτι μέχρι να τα καταφέρουν να φύγουν. Με την έξαρση του ιού βρέθηκαν αποκλεισμένοι στη Wuhan. Ο Πιοτρ είχε βρει μια πολύ καλή δουλειά κι εκεί που είπαν ότι θα μπορούσαν επιτέλους να σταθούν στα πόδια τους και να βάλουν κάποια λεφτά στην άκρη, ήρθαν μερικά σωματίδια να τους ανατρέψουν όλα τους τα σχέδια. Κλείστηκαν στο μικρό ασφυκτικό διαμερισματάκι τους προσπαθώντας να καταπολεμήσουν την βαρεμάρα τους και τον πιο καταστροφικό ιό του κόσμου, τον ιό του φόβου που ήρθε και εγκαταστάθηκε μέσα τους όλο αυτό τον καιρό. Σύντομα άρχισαν να αναζητούν τρόπο να φύγουν από ‘κει και να που τώρα επιτέλους βρίσκονταν στην πατρίδα τους, μέσα σ’ ένα λεωφορείο που τους μετέφερε σ’ ένα κέντρο καραντίνας. Και αν όλα πήγαιναν καλά, που θα πήγαιναν, θα μπορούσαν επιτέλους σε δυο εβδομάδες να γυρίσουν στους δικούς τους.
Οι ψίθυροι είχαν ενταθεί. Η Μίρα ένιωσε ένα χέρι να πέφτει στον ώμο της. Ανέστρεψε το βλέμμα και χαμογέλασε στον Πίοτρ. Η μικρή αναδεύτηκε δίπλα της προσπαθώντας να βολευτεί καλύτερα στο άβολο κάθισμα του λεωφορείου.
«Κοιμήσου μωρό μου, έχουμε δρόμο ακόμα» ψιθύρισε στη μικρή και έσκυψε από πάνω της. Ο Πιοτρ βγήκε στο στενό διάδρομο και κάθισε δίπλα τους. Φίλησε τη μικρή στο μέτωπο και της έπιασε το μικρό χεράκι. Ένας δυνατός απότομος θόρυβος, τους έκανε να τιναχτούν. Σαν κάτι να έσκασε πάνω στο τζάμι. Η μικρή αναδεύτηκε. Οι περισσότεροι σηκώθηκαν και κοιτούσαν ανήσυχοι μπροστά. Ο Πίοτρ ορθώθηκε και αυτός και άρχισε να συνομιλεί χαμηλόφωνα με έναν κύριο δίπλα του, ενώ η Μίρα τον κοιτούσε ανήσυχη. Η ταραχή στα γαλανά μάτια του άντρα της όμως την έκανε να ριγήσει. Κάποιος νεαρός, από τα πίσω καθίσματα ρώτησε δυνατά, τι συμβαίνει και έχει σταματήσει το λεωφορείο. Τότε ένας ηλικιωμένος κύριος από τις μπροστινές σειρές σηκώθηκε και τους έκανε νόημα να ησυχάσουν.
«Θα έχουμε μια μικρή καθυστέρηση. Φαίνεται ότι γίνονται κάποιες ταραχές στην περιοχή και βρεθήκαμε στη μέση. Κάποιοι έχουν κλείσει το δρόμο με οδοφράγματα. Υπάρχουν όμως αστυνομικές δυνάμεις και το θέμα θα λυθεί…»
Σπααατ! Ένα φλεγόμενο μπουκάλι έσπασε πάνω στο τζάμι του λεωφορείου. Για μερικά δεύτερα μικρές φλόγες απλώθηκαν παντού και φώτισαν απόκοσμα τα τρομαγμένα πρόσωπα.
«Θα μας κάψουν!» ακούστηκε η υστερική φωνή μιας γυναίκας και αρκετές κραυγές τρόμου ακολούθησαν. Οι φλόγες έσβησαν και το σκοτάδι επέστρεψε.
Η Μίσα είχε κουρνιάσει τρομαγμένη στην αγκαλιά της μητέρας της, που κοίταγε με διάπλατα ανοικτά μάτια τον Πίοτρ προσπαθώντας να καταλάβει από τις εκφράσεις του τι συμβαίνει. Οι φωνές ακούγονταν αγριεμένες όλο και πιο κοντά.
«Μα τι λένε;» απαίτησε να μάθει ένας καλοβαλμένος νεαρός με γυαλιά.
«Δεν θέλουν να μας αφήσουν να περάσουμε» είπε ήπια μια περιποιημένη γυναίκα, που τόση ώρα δεν είχε σηκωθεί.
«Μα, γιατί;»
«Φοβούνται» είπε με σταθερή φωνή εκείνη κοιτώντας μπροστά. «Φοβούνται ότι θα τους κολλήσουμε» πρόσθεσε.
«Μα…» έκανε να διαμαρτυρηθεί ο νεαρός.
«Ηρεμία, μην πανικοβάλλεστε. Οι αστυνομικοί είναι εδώ να μας προστατέψουν. Πρέπει να ηρεμήσετε.» είπε με σταθερή φωνή ο γκριζομάλλης καλοντυμένος κύριος. Σιωπή απλώθηκε στο λεωφορείο και τα βλέμματα στράφηκαν στο οργισμένο πλήθος που είχε έρθει στα χέρια με τους αστυνομικούς.
«Μα δεν μπορούμε να κάτσουμε εδώ και να περιμένουμε να μας σκοτώσουν! Ήμασταν ήδη σε καραντίνα και θα ξαναμπούμε. Είμαστε καθαροί. Δεν είναι λογικό!»
«Δεν υπάρχει λογική κύριοι, τέτοιες ώρες. Δεν υπάρχει καν η ανθρωπιά. Η ανθρωπιά σβήνει, σαν τις φλόγες από τη μολότοφ, όταν οι άνθρωποι νιώσουν ότι απειλούνται. Φοβούνται. Περάσαμε τόσες μέρες μέσα στο φόβο, παραμένοντας στην αποκλεισμένη περιοχή. Τον νιώσαμε στο πετσί μας. Προτού μας κλείσουν σε καραντίνα, κλείσαμε εμείς τις πόρτες μας σε ανθρώπους που μας είχαν ανάγκη. Δεν είμαστε καλύτεροι από αυτούς. Αν αυτή τη στιγμή σας έλεγα να σκοτώσετε αυτούς τους ανθρώπους, για να σώσετε τη ζωή σας, θα το κάνατε χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο μεταδοτικό από τον πανικό. Η συνταγή της μολότοφ είναι γνωστή. Ένα μπουκάλι, μια αγέλη, ένα μάτσο άνθρωποι» είπε δείχνοντας προς τους ανθρώπους που χτυπιόνταν με τους αστυνομικούς πετώντας καδρόνια και πέτρες.
«Ενενήντα της εκατό φόβο. Φόβο για τη ζωή σου, το άγνωστο, το διαφορετικό ή ακόμα και το παρόμοιο. Δέκα της εκατό οργή, για όλους και για όλα και τέλος, το φιτίλι. Το φιτίλι, που ανάβει από τα “εμπνευσμένα” λόγια ενός μισάνθρωπου ή ενός ειδήμονα σε θέματα, για τα οποία στην ουσία δεν έχει ιδέα» χαμήλωσε τη φωνή του και κοίταξε σκεφτικός το οργισμένο πλήθος, που μάχονταν πάνω από τα οδοφράγματα με τους αστυνομικούς.
«Το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο» μουρμούρισε. «Μια εύπλαστη μάζα έτοιμη για να κάνει οτιδήποτε τη διατάξουν».
«Λοιπόν ας ελπίσουμε ότι η μάζα που υποστηρίζει εμάς, θα νικήσει αυτή τη φορά» είπε μ’ ένα τόνο ειρωνείας η καλοβαλμένη κυρία και άναψε ένα τσιγάρο.
Ένας αστυνομικός πλησίασε και τους έκανε νόημα να περάσουν. Μ’ ένα μαλακό γουργούρισμα το λεωφορείο ξεκίνησε. Σε δυο βδομάδες θα επέστρεφαν στους δικούς τους. Σε δυο βδομάδες θα μπορούσαν να ξεχάσουν όλη την ταλαιπωρία που πέρασαν. Να τα αφήσουν όλα πίσω τους. Οι άνθρωποι είναι πολλοί καλοί στο να ξεχνάν. Ξεχνάνε να μάθουν από την ιστορία, ξεχνάν τη λογική, την ανθρωπιά τους…
Αναστασία Χ.