Ο Τζέισον κουνούσε νευρικά το πόδι καθώς στεκόταν στο σκοτεινό διάδρομο. Το φως από τις αστραπές της καλοκαιρινής μπόρας που έμπαινε μέσα από τα παράθυρα, τον έκανε να νιώθει λες και ήταν πρωταγωνιστής σε ταινία τρόμου. Σήκωσε το χέρι για να χτυπήσει την πόρτα, αλλά το μετάνιωσε αμέσως. Στηρίχθηκε με την πλάτη στον τοίχο και στερέωσε τα γυαλιά του που γλιστρούσαν συνεχώς στην άκρη της ιδρωμένης μύτης του. Έσφιξε τις γροθιές του. Έπρεπε να το κάνει. Αφού είχε φτάσει μέχρι εδώ, έπρεπε να προσπαθήσει τουλάχιστον. Πήρε μια βαθιά ανάσα και στάθηκε και πάλι μπροστά στην πόρτα. Σήκωσε το χέρι και χτύπησε. Στον πρώτο χτύπο, το είχε κιόλας μετανιώσει, αλλά ήξερε πως πλέον ήταν αργά για να κάνει πίσω. Η πόρτα άνοιξε, και στο άνοιγμά της φάνηκε ένα μικρό κοριτσάκι, με ξανθά μαλλιά μπλεγμένα σε κοτσίδες. Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο. Το βλέμμα της γυάλινο.

«Γ… Γεια σου…», τραύλισε εκείνος.

Το κορίτσι παραμέρισε αμίλητο.

Εκείνος μπήκε μέσα διστακτικά κι άκουσε την πόρτα να κλείνει με θόρυβο πίσω του. Δεν γύρισε να κοιτάξει. Έκανε ένα γύρο με το βλέμμα του στην αίθουσα. Βρισκόταν στην απομίμηση ενός καζίνου﮲ ενός καζίνου όμως που ήταν διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Στη θέση των υπαλλήλων, βρίσκονταν μικρά παιδιά, με ανέκφραστα, γυάλινα βλέμματα, όπως το ξανθό κοριτσάκι που του άνοιξε την πόρτα. Ένα κόκκινο χαμηλό φως διαχεόταν σε όλο το χώρο και σιωπή, απόλυτη σιωπή. Δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο ο ήχος της ρουλέτας, του κουλοχέρη και το ρίξιμο των χαρτιών και των ζαριών πάνω στο τραπέζι.

Ξαφνικά, η ησυχία διακόπηκε, όταν ένας άντρας με απεγνωσμένο βλέμμα, που στεκόταν μπροστά από ένα κουλοχέρη άρχισε να πατάει με μανία το κουμπί του. Μόνο που το μηχάνημα δεν ανταποκρινόταν. Ένα μήνυμα με κόκκινα γράμματα αναβόσβηνε στην οθόνη: «ΧΑΣΑΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΣΑΣ. ΛΥΠΑΜΑΙ. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΗΡΗΣΕΤΕ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ». Ο άντρας στο τέλος σταμάτησε να προσπαθεί κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ένα μικρό αγόρι με κατάμαυρα μαλλιά πατικωμένα με τζελ και μια αυστηρή χωρίστρα στη μέση, τον πλησίασε και του έπιασε το χέρι. Εκείνος τον κοίταξε με ικετευτικό βλέμμα.

«Σε παρακαλώ… μια ακόμα ευκαιρία… τώρα θα τα καταφέρω…»

Το αγόρι δεν μίλησε. Ο Τζέισον ωστόσο, το είδε να τον τραβά ήρεμα από το χέρι και να κατευθύνονται σε μια πόρτα στο βάθος της αίθουσας. Απέστρεψε το βλέμμα του και προχώρησε προς το μπαρ, όπου δούλευε ο μόνος ενήλικος στην αίθουσα. Ντυμένος με μπορντό γιλέκο, λευκό πουκάμισο, και μαύρο παπιγιόν και παντελόνι, ο μπάρμαν του χαμογέλασε και μια ολόχρυση οδοντοστοιχία άστραψε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του.

«Τι να σας προσφέρω;», ρώτησε με μειλίχια φωνή.

«Μια γκαζόζα», έκανε χαμηλόφωνα εκείνος.

«Μια τι;», έκανε εκείνος δυνατά βάζοντας το χέρι δίπλα στο αυτί του για να δείξει ότι δεν άκουσε καλά.

Όλα τα βλέμματα στράφηκαν προς το μέρος τους.

«Μια γκαζόζα…», είπε πιο δυνατά ο Τζέισον.

Όλοι επέστρεψαν και πάλι στις ασχολίες τους.

«Τώρα μάλιστα», έκανε ο μπάρμαν χαμογελώντας και πάλι.

Γέμισε ένα ποτήρι με ένα ρόφημα που άφριζε και το έσπρωξε προς το μέρος του.

«Κερασμένο», πρόσθεσε και του έκλεισε το μάτι.

Εκείνος το πήρε με χέρι που έτρεμε και το πλησίασε στα χείλη του. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά κι ένιωσε το στόμα του να καίγεται. Το ποτήρι έπεσε από το χέρι του κι έσπασε με έναν εκκωφαντικό κρότο. Όλοι στράφηκαν και πάλι προς το μέρος του.

«Τς τς  κύριε Μπλούμινγκτεϊλ», έκανε με ύφος ο μπάρμαν τη στιγμή που ο Τζέισον έπαιρνε βαθιές ανάσες για να ανακουφιστεί. «Είστε λίγα λεπτά εδώ και όμως έχετε καταφέρει να κάνετε αισθητή την παρουσία σας».

Εκείνος κοίταξε γύρω του. Ένιωσε τα καρφωμένα βλέμματα να του τσουρουφλίζουν τη σάρκα.

«Συγ… συγγνώμη…», μουρμούρησε.

«Δεν άκουσα!», έκανε πάλι ο μπάρμαν βάζοντας το χέρι στο αυτί του.

«Συγγνώμη!», φώναξε τελικά ο Τζέισον.

Όλοι απέστρεψαν το βλέμμα τους.

«Έτσι μπράβο!», είπε ο μπάρμαν και χαμογέλασε.

Πήρε ένα μπουκάλι βότκα, και το πέταξε στον αέρα. Ο Τζέισον παρακολούθησε με γουρλωμένα μάτια την κίνηση που έκανε καθώς στριφογύριζε στον αέρα, έφτανε μέχρι την οροφή και μετά επέστρεφε και πάλι στο χέρι του.

«Ντέιβιντ!», ακούστηκε μια φωνή πίσω τους.

Ο Τζέισον αναπήδησε.

«Γιατί πειράζεις τον επισκέπτη μας;»

Ένας νέος άντρας με λευκά μαλλιά και καταγάλανα μάτια ερχόταν προς το μέρος τους. Ο Ντέιβιντ είχε σκύψει το κεφάλι του και ο Τζέισον ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα.

«Συγχωρέστε τον κύριε Μπλούμινγκτεϊλ, συνηθίζει να κάνει πλάκα με τους καλεσμένους μας», είπε ο άντρας.

«Για να σπάσω τον πάγο…», έκανε χαμηλόφωνα ο Ντέιβιντ και απομακρύνθηκε τη στιγμή που ο άντρας έδινε το χέρι του στον Τζέισον.

Εκείνος το έπιασε. Ήταν παγωμένο. Ένα δαχτυλίδι με κόκκινο ρουμπίνι άστραψε.

«Ντέιμον Χέλγουεϊ», συστήθηκε. «Νομίζω ότι έχουμε ραντεβού μαζί απόψε έτσι δεν είναι;»

Ο Τζέισον ένευσε ενώ έτρεμε ολόκληρος.

«Παρακαλώ ακολουθήστε με», είπε ο Ντέιμον κι έκανε μεταβολή.

Οι δύο άντρες, πέρασαν μπροστά από το μπαρ τη στιγμή που ο Ντέιβιντ σκούπιζε ένα ποτήρι και τους έριχνε λοξές ματιές χαμογελώντας πονηρά, κι άφησαν πίσω τους την αίθουσα. Βρέθηκαν μπροστά σε μια κουρτίνα από κρόσσια. Ο Ντέιμον σταμάτησε. Ο Τζέισον, που υπέθεσε ότι το έκανε για να περάσει εκείνος πρώτος, έκανε να προχωρήσει, αλλά ο άντρας σήκωσε το χέρι και το ακούμπησε απότομα στο στήθος του. Αν και ήταν ντυμένος, ένιωσε το κρύο να τον διαπερνά.

«Όχι ακόμα κύριε Μπλούμινγκτεϊλ…», έκανε αργόσυρτα. «Δεν ήρθε ακόμα η ώρα να περάσετε μόνος σας!»

Λέγοντας αυτά, παραμέρισε την κουρτίνα και δρασκέλισαν μαζί το πέρασμα. Ο Τζέισον έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη και σκούπισε στον ιδρώτα που γυάλιζε στο φαλακρό του κεφάλι. Βρέθηκαν σε ένα κυκλικό δωμάτιο, με τον ίδιο κόκκινο, χαμηλό φωτισμό όπως πριν. Στη μέση υπήρχε ένα στρογγυλό τραπέζι, σκεπασμένο με ένα βελούδινο μωβ κάλυμμα που έφτανε μέχρι το πάτωμα. Δυο δερμάτινα σκαμπό ήταν τοποθετημένα στις δύο απέναντι πλευρές. Ο Ντέιμον κατευθύνθηκε προς το ένα και κάθισε με περισσή άνεση.

«Καθίστε», είπε κάνοντας μια κίνηση με το χέρι του προς τον Τζέισον που στεκόταν νευρικός.

Υπάκουσε και κάθισε απέναντί του.

«Λοιπόν; Ζητήσατε να με δείτε…», άρχισε ο Ντέιμον.

«Ξέρετε εγώ δεν…»

«Τι;», τον έκοψε ο Ντέιμον. «Ετοιμάζεστε να μου πείτε ότι δεν το ζητήσατε αλλά το σκεφτήκατε απλά; Μα έτσι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις κύριε Μπλούμινγκτεϊλ. Μία και μόνο σκέψη είναι αρκετή. Όπως ένα και μόνο χτύπημα στην πόρτα μας είναι αρκετό για να ανοίξει όπως φυσικά θα διαπιστώσατε».

Ο Τζέισον δεν μίλησε.

«Λοιπόν;», τον παρότρυνε ο Ντέιμον. «Για ποιο λόγο ζητήσατε τη βοήθειά μου;»

«Η… η γυναίκα μου…», τραύλισε εκείνος, «ανακάλυψα ότι η γυναίκα μου… με απατά…», πρόσθεσε κοκκινίζοντας.

«Μάλιστα», έκανε ο Ντέιμον. «Και θέλετε να την τιμωρήσετε, έτσι δεν είναι;»

Ο Τζέισον κούνησε το κεφάλι του.

«Ήθελα…», άρχισε, «αλλά τώρα άλλαξα γνώμη. Σας παρακαλώ… θέλω να φύγω από εδώ… αφήστε με να φύγω!», είπε και πετάχτηκε όρθιος.

Εκείνη τη στιγμή, δυο ζευγάρια χέρια τον έπιασαν από τα μπράτσα και τον ακινητοποίησαν. Γύρισε το κεφάλι του και είδε δυο γεροδεμένους, μαυροντυμένους άντρες με λευκά μαλλιά σαν του Ντέιμον να στέκονται δεξιά κι αριστερά του.

«Κύριε Μπλούμινγκτεϊλ», άρχισε ο Ντέιμον χωρίς να κουνηθεί από τη θέση του, «όπως σας εξήγησα, από τη στιγμή που θα σκεφτείτε και μόνο ότι χρειάζεστε τη βοήθειά μου, δεν υπάρχει γυρισμός. Καθίστε παρακαλώ».

Λέγοντας αυτά οι δυο άντρες τον έσπρωξαν προς τα κάτω. Εκείνος υπάκουσε.

«Παρόλα αυτά», συνέχισε ο Ντέιμον, «Θα σας δώσω μια ευκαιρία να φύγετε από εδώ μέσα, χωρίς να πραγματοποιηθεί ο  λόγος για τον οποίο ήρθατε, κα χωρίς φυσικά να με ξαναδείτε ποτέ. Εκτός φυσικά, αν το ζητήσετε… ή μάλλον, αν το σκεφτείτε…», έκανε αργόσυρτα.

Το απελπισμένο βλέμμα του Τζέισον έδωσε τη θέση του στην ελπίδα. Ο Ντέιμον έβαλε το χέρι στην τσέπη κι έβγαλε από μέσα τρία τραπουλόχαρτα. Τα άφησε πάνω στο τραπέζι αναποδογυρισμένα.

«Δύο από αυτά τα χαρτιά, κρύβουν το εισιτήριό σας προς την σωτηρία. Αν διαλέξετε σωστά θα μπορέσετε να φύγετε από εδώ μέσα. Το ένα χαρτί, είναι μια Ντάμα Κούπα. Συμβολίζει τη γυναίκα που αγαπάει. Αν διαλέξετε αυτό το χαρτί, θα μπορέσετε να φύγετε από εδώ μέσα και θα σας κάνω μάλιστα κι ένα δώρο, γιατί δεν σας κρύβω ότι σας συμπάθησα. Η γυναίκα σας θα γυρίσει σε εσάς μετανιωμένη και πιστή για το υπόλοιπο της ζωής της. Το άλλο χαρτί είναι μια Ντάμα Μπαστούνι. Συμβολίζει μια γυναίκα κακιά και ζηλιάρα που θα σας προκαλέσει προβλήματα. Αν διαλέξετε αυτό το χαρτί, δεν θα μπορέσετε να φύγετε ποτέ από εδώ. Και το τρίτο χαρτί είναι ένας άσος μπαστούνι. Αυτό συμβολίζει απογοήτευση και χωρισμό. Αν λοιπόν επιλέξετε αυτό το χαρτί θα μπορέσετε και πάλι να φύγετε από εδώ μέσα αλλά θα χωρίσετε οριστικά με τη γυναίκα σας. Λοιπόν, τι λέτε; Θα παίξουμε;»

«Δηλαδή έχω δύο πιθανότητες να φύγω από εδώ μέσα και μία να μείνω;», ρώτησε αναθαρρημένος ο Τζέισον.

«Ακριβώς».

«Θα παίξω!», είπε αμέσως χωρίς να το σκεφτεί.

«Ωραία λοιπόν. Επιλέξτε», είπε ο Ντέιμον και του έδωσε τις κάρτες που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι.

Ο Τζέισον έμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές.

«Αυτήν!», είπε τελικά κι έδειξε τη μεσαία κάρτα.

Ο Ντέιμον δεν την άγγιξε.

«Είστε σίγουρος;», τον ρώτησε. «Μήπως θέλετε να το ξανασκεφτείτε;»

Ο Τζέισον που ήταν σίγουρος ότι είχε επιλέξει σωστά γι’ αυτό τον ρωτούσε ξανά, επέμεινε.

«Είμαι σίγουρος!»

Ο Ντέιμον σήκωσε την κάρτα και του την έδειξε. Ήταν η Ντάμα Κούπα. Ο Τζέισον σηκώθηκε όρθιος.

«Μπορώ να φύγω λοιπόν;»

«Ακριβώς. Παρόλα αυτά σας δίνω μια ευκαιρία να το ξανασκεφτείτε και να μην αθετήσετε την αρχική μας συμφωνία», έκανε.

«Όχι ευχαριστώ», είπε αμέσως ο Τζέισον.

Τότε ο Ντέιμον σηκώθηκε και του έδωσε το χέρι του. Ο Τζέισον, που ένιωσε να μουδιάζει ολόκληρος από την παγωμάρα, ανταπέδωσε τον χαιρετισμό και προχώρησε προς την κουρτίνα με τα κρόσσια. Έκανε να περάσει ανάμεσά της αλλά ένιωσε φρικτούς πόνους. Αισθάνθηκε τη φωτιά να καίει το δέρμα και τα σωθικά του. Προσπάθησε να φύγει από εκεί αλλά μια δύναμη τον κρατούσε ακίνητο να καίγεται. Τη στιγμή που ούρλιαζε και σφάδαζε από τις φλόγες, γύρισε προς το μέρος του Ντέιμον που ήταν ακόμα όρθιος και χαμογελούσε πλατιά.

«Αθετήσατε τη συμφωνία μας κύριε Μπλούμινγκτεϊλ», είπε απλά ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Σας είχα πει πως από τη στιγμή που θα σκεφτείτε και μόνο ότι χρειάζεστε τη βοήθειά μου, δεν υπάρχει γυρισμός. Σας έδωσα μια ευκαιρία πριν να το ξανασκεφτείτε, παρά την έκβαση της τράπουλας, αλλά δεν την αρπάξατε».

Εκείνη τη στιγμή σηκώθηκαν οι υπόλοιπες κάρτες στον αέρα και εμφανίστηκαν τρεις Ντάμα Κούπα.

«Βλέπετε», συνέχισε ο Ντέιμον, «δεν υπήρχαν ποτέ άλλες κάρτες. Ότι και να επιλέγατε, το τέλος ήταν προδιαγεγραμμένο».

«Μα…», πρόφερε με κόπο ο Τζέισον ενώ η φωτιά συνέχιζε να τον τσουρουφλίζει, «Το υποσχεθήκατε…»

Ο Ντέιμον ανασήκωσε και πάλι τους ώμους του.

«Αθετήσατε εσείς την υπόσχεσή σας, αθέτησα κι εγώ τη δική μου», έκανε αδιάφορα. «Αντίο κύριε Μπλούμινγκτεϊλ», πρόσθεσε κι εξαφανίστηκε από το δωμάτιο. «Α! και για να μην το ξεχάσω…», ακούστηκε η φωνή του μέσα στο μισοσκόταδο, «Θα σας συμβούλευα να μην προσπαθείτε να ξεφύγετε. Δεν πρόκειται να καταφέρετε ποτέ να περάσετε από την πόρτα και να γλιτώσετε από τη φωτιά. Αν θέλετε να με ακούσετε λοιπόν, μείνετε ακίνητος και παραδοθείτε στη μοίρα σας. Άλλωστε όπως λένε, τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα. Μετά συνηθίζει κανείς την αιωνιότητα….»

«ΟΧΙ!!!», αντήχησε το ουρλιαχτό του Τζέισον μέσα στο άδειο πλέον διαμέρισμα.

Αρκετούς μήνες αργότερα μια γυναίκα έβγαινε νευριασμένη από το γραφείο του δικηγόρου της. Την είχε μόλις ενημερώσει πως ακόμα μια προσπάθεια να πείσουν το νόμο ότι ο σύζυγός της την είχε εγκαταλείψει και να βγάλει ανώδυνα το διαζύγιο, είχε πέσει στο κενό. Είχε απομακρυνθεί αρκετά, όταν άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομά της.

«Δεσποινίς Ουίνστον!»

Γύρισε θυμωμένη κι αντίκρυσε έναν άντρα να έρχεται προς το μέρος της. Ο καιρός ήταν κρύος, κι εκείνος φορούσε ένα μαύρο καπέλο και μαύρα γυαλιά.

«Κυρία Μπλούμινγκτεϊλ», έκανε ξερά όταν την πλησίασε.

«Όχι για πολύ ακόμα…», χαμογέλασε εκείνος.

«Τι εννοείτε; Ποιος είστε;»

«Κάποιος που γνωρίζει πού βρίσκεται ο πρώην πλέον σύζυγός σας».

Εκείνη βλεφάρισε.

«Μην ανησυχείτε», βιάστηκε να την καθησυχάσει. «Δεν πρόκειται να σας ξαναενοχλήσει ποτέ. Έχετε το λόγο μου. Είμαι πρόθυμος επίσης να σας προσφέρω μια πολύ δελεαστική συμφωνία, ώστε να καταφέρετε να αποδείξετε ότι είναι νεκρός και να αποσπάσετε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του».

«Περιουσία;», κάγχασε εκείνη. «Ο Τζέισον δεν είχε τίποτα. Ήταν ένας απλός υπαλληλάκος που τον εκμεταλλεύονταν όλοι ακόμη και…»

«ακόμη κι εσείς…», συμπλήρωσε τη φράση της ο άντρας. «Το γνωρίζω», πρόσθεσε. «Όπως γνωρίζω και ότι μπορώ να σας προσφέρω αυτό που σας είπα πριν».

Εκείνη δεν μίλησε, αλλά φάνηκε να το σκέφτεται για λίγο.

«Τι λέτε; Θέλετε τη βοήθειά μου;», την ρώτησε κι έτεινε το χέρι του.

Εκείνη παρέμεινε σιωπηλή, ωστόσο του έδωσε το χέρι της. Ο άντρας χαμογέλασε. Έβγαλε τα γυαλιά του κι έσκυψε να το φιλήσει. Το καταγάλανο βλέμμα του καρφώθηκε μέσα στο δικό της.

«Χάρηκα πολύ για την γνωριμία. Ντέιμον Χέλγουεϊ», της είπε και την έπιασε αγκαζέ καθώς προχωρούσαν προς μια καφετέρια.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: