,

To Stop

«Είδες; Όλα μια χαρά είναι, που ανησυχούσες!», είπε ο Μάνος και τη φίλησε στο μέτωπο, καθώς απομάκρυνε μια τούφα από τα καστανά, σπαστά μαλλιά της.
«Ναι, ευτυχώς…», απάντησε συλλογισμένα η Μαίρη.
«Τι έχεις; Αφού μας είπε ο γιατρός ότι το μωρό είναι μια χαρά!»
«Δε ξέρω, είναι που…»
«Είναι που;», ο Μάνος έκοψε το βήμα του και γύρισε να την κοιτάξει κατάματα.
«Τι είναι; Φοβάσαι για τη γέννα; Επειδή πλησιάζει η ώρα;» Τα λόγια του την έκαναν ν’ ανατριχιάσει και κατέβασε το βλέμμα της.
«Μα τι έχεις;», στάθηκε μπροστά της και σήκωσε το πηγούνι της μαλακά για να διαβάσει τα μάτια της. Τα πιο όμορφα μάτια που ΄χει δει στη ζωή του. Οποιοσδήποτε άλλος θα τα έβρισκε συνηθισμένα. Όχι όμως ο Μάνος. Ο Μάνος τα λάτρευε αυτά τα μεγάλα καθάρια, καστανά μάτια, με τις μελιές σπίθες.
«Δε μπορώ να στο εξηγήσω. Είναι που, είναι που έχω αυτό το προαίσθημα. Ότι κάτι πρόκειται να συμβεί…», είπε ξέπνοα η Μαίρη και απέφυγε το ειρωνικό του βλέμμα.
«Ανοησίες!», ξεφώνισε εκείνος και την αγκάλιασε σφιχτά.
«Όλα μια χαρά θα πάνε, θα το δεις! Πάμε τώρα; Μας περιμένουν», είπε μαλακά καθώς έβγαιναν από τον προαύλιο χώρο του μαιευτηρίου και κατηφόριζαν προς τον κεντρικό δρόμο. Η Μαίρη του έγνεψε καταφατικά και προσπάθησε να χαμογελάσει.
«Εκτός και αν ο γιόκας μου προτιμά να πάμε για ‘κανα πιτόγυρο», είπε με ερωτηματικό τόνο.
«Η μάνα μου έχει σουτζουκάκια», του χαμογέλασε παιχνιδιάρικα, ανασηκώνοντας το φρύδι της ερωτηματικά.
«Άντε, να κάνω τη καρδιά μου πέτρα και για χάρη του γιου μου και μόνο, το τονίζω, θα καταφέρω ν’ ανεχτώ την κυρά Χρυσούλα, για καμιά ώρα!». Εκείνη του έδωσε μια ελαφριά αγκωνιά στα πλευρά.
«Ναι καλά, για χάρη του γιου σου! Και όχι για τα σουτζουκάκια!», τον ειρωνεύτηκε και γέλασαν και οι δυο. Όταν έφτασαν στη λεωφόρο, ο Μάνος σάρωσε με το βλέμμα του το δρόμο.
«Ελπίζω να μη δυσκολευτούμε να βρούμε ταξί..» μουρμούρισε καθώς την έσφιγγε πάνω του.
«Δεν ήρθες με τη μηχανή;»
«Δε πιστεύω να θες ν`ανέβεις στη μηχανή, στην κατάσταση σου;», αναφώνησε εκείνος και γέλασε ακουμπώντας μαλακά την τεράστια κοιλιά της.
«Γιατί όχι;»
«Ούτε να το συζητάς!» την έκοψε συνοφρυωμένος.
«Δεν θέλω να μπω σε ταξί! Θέλω να ‘μαι μαζί σου. Δεν θέλω! Τα απεχθάνομαι!», ξεφώνισε ξαφνικά σαν κακομαθημένο κοριτσόπουλο η Μαίρη.
«Δεν την καταλαβαίνω αυτή την ξαφνική απέχθεια σου για τα ταξί. Αφού και πριν με ταξί δεν ήρθες; Τι έπαθες; Α, να ένα!»
«Μάνο!» προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί
«Μαίρη, ούτε να το συζητάς! Είναι επικίνδυνο στην κατάσταση σου. Δεν το καταλαβαίνεις; Αύριο, μεθαύριο θα παραλάβουμε το αμάξι μας και τέλος τα ταξί. Αλλά μέχρι τότε, δεν το συζητώ! Δε θα πέσουμε έξω για ένα ταξί!», έκανε απότομα ο Μάνος, καθώς άνοιγε την πίσω πόρτα και την έσπρωχνε μαλακά για να μπει.
«Άλλωστε από πίσω σου θα έρχομαι με τη μηχανή, δε θα σε αφήσω», πρόσθεσε μαλακά, βλέποντάς τη στεναχωρημένη και της έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη, ρουφώντας τη μυρωδιά της.
«Να μου τους προσέχεις, ε φίλε;», φώναξε στον ταξιτζή σκύβοντας κι εκείνος, ένας κοντόχοντρος με γκρίζους κροτάφους και συμπαθητικό πρόσωπο, του ΄γνεψε χαμογελώντας με συγκατάβαση. Η Μαίρη μπήκε απρόθυμα μέσα και έσφιξε την τσάντα της πάνω στην κοιλιά της. Ο Μάνος προχώρησε με γρήγορα βήματα προς τη μηχανή του και σύντομα, κάνοντας διάφορους ελιγμούς, βρέθηκε πίσω από το ταξί, που μετέφερε τη Μαίρη. Μάρσαρε, κι εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Έμοιαζε ανήσυχη και της χαμογέλασε καθησυχαστικά. Ο τσουχτερός αέρας μύριζε βροχή και σαπισμένα φύλλα. Ένας ασθενικός ήλιος έκανε που και που την εμφάνιση του πίσω από βαριές μολυβένιες νεφέλες και ο Μάνος έπιασε τον εαυτό του να μελαγχολεί, ακολουθώντας τη μαιανδρική διαδρομή του ταξί. Δεν ήταν ο καιρός, ούτε η επικείμενη επίσκεψη στην κυρά-Χρυσούλα που του χαλούσε τη διάθεση. Ούτε η σκέψη ότι τώρα οι φίλοι του θα τα επιναν στο στέκι τους. Ήταν μια αίσθηση ότι κάποιος τον βίαζε να κάνει πράγματα, που δεν ήταν σίγουρος ότι ήθελε ή δεν ήταν έτοιμος ακόμα. Τα πράγματα δεν πήγαιναν και πολύ καλά στη δουλειά του. Αν δεν ήταν η Μαίρη και το μωρό ίσως να είχε τη δυνατότητα να ψάξει για κάτι καλύτερο. Τώρα όμως δεν μπορεί. Σε δύο, τρεις μέρες θα παραλάμβαναν και το αμάξι. Ένα μεγάλο οικογενειακό αυτοκίνητο σε μαύρο. Τ’όνειρο του για εκείνο το κόκκινο διθέσιο θα έπρεπε να περιμένει, σκέφτηκε μοιρολατρικά και αναστέναξε. Αύριο θα πήγαιναν και για την κούνια. Τα βαριόταν κάτι τέτοια, αλλά η Μαίρη τον ήθελε μαζί. Είναι και η μάνα του, που του μουρμούραγε όλη την ώρα, ότι τον τύλιξε και τον σέρνει από το βρακί της. Από την άλλη σκέφτονταν ότι ίσως είχε δίκιο, που του ‘λέγε ότι έπρεπε να περιμένουν και ότι είχαν όλη τη ζωή μπροστά τους. Βιάστηκαν για παιδί, πολύ βιάστηκαν. Όχι, ότι δεν χαίρονταν, μα ώρες ώρες ένιωθε σαν παγιδευμένος. Στο φανάρι τον έκοψε ένα τζιπ. Είδε το ταξί να στρίβει, μα αυτός έπρεπε να περιμένει. “Πόση ώρα κάνει το ρημαδοφάναρο!” αναρωτήθηκε εκνευρισμένος. Μόλις έγινε πράσινο χύθηκε μπροστά κάνοντας ελιγμούς και έστριψε στο πρώτο στενό δεξιά με ταχύτητα. Άκουσε το κινητό του να χτυπά, μα το αγνόησε. Το ταξί βρίσκονταν τρία αυτοκίνητα μπροστά του και ετοιμάζονταν να περάσει το δρόμο, μιας και είχε προτεραιότητα. Γκάζωσε για να βρεθεί πίσω του με το βλέμμα στυλωμένο στον στόχο του, όταν μια οριζόντια δεσμίδα από χρώματα, έκοψε το δρόμο του. Ανοιγόκλεισε τα μάτια ξαφνιασμένος, ένας ανατριχιαστικός, δυνατός, υπόκωφος ήχος ακολούθησε και μικροαντικείμενα εκτοξεύτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Από ΄κει και πέρα όλα είναι θολά. Η μηχανή πεσμένη και πιο πέρα ένα μεγάλο φορτηγό, να ξερνά σαν πληγωμένο θεριό, καπνούς. Άνθρωποι να φωνάζουν, να δείχνουν, να τρέχουν. Τα πνευμόνια του να παλεύουν για ανάσα, μα του φαίνονταν ότι ούρλιαζε, χωρίς ο ήχος να φτάνει στ’ αυτιά του. Τι ούρλιαζε; Μια λέξη μόνο. Μαίρη. Τραβά, σπρώχνει να πάει που; Να φτάσει σ` ένα κίτρινο ταξί, τσαλακωμένο σαν ένα φύλλο αλουμινόχαρτο, αγκαλιασμένο λες, με μια κολόνα. Πρέπει να τα καταφέρει. Η Μαίρη είναι εκεί, ο γιος του είναι εκεί. Ότι αγαπά πιο πολύ στον κόσμο είναι εκεί. “Πόσο ανόητος ήμουν, θεέ μου! Τι βλακείες σκεφτόμουν”.
«Θεέ μου σε παρακαλώ, μη μου τους πάρεις!» ικετεύει. Πρέπει να μπει εκεί μέσα. Τα χέρια του, αυτά τα χέρια, που τη χάιδευαν νύχτες ολόκληρες τον προδίδουν, γλιστρούν. Κι εκείνος; Κι εκείνος να παλεύει, να προσπαθεί, μα τα χέρια του! Αναθεματισμένα χέρια! Πληγιάζονται στις λαμαρίνες, κόβονται στα γυαλιά. Πονά, μα δεν τον νοιάζει. Ξαφνικά κάποιος τον αγκαλιάζει με δύναμη από πίσω.Τον σπρώχνει θυμωμένος.
«Μάνο! Ηρέμησε Μάνο!» του λέει μια γνώριμη φωνή. Κάποιος τον ταρακουνά, μα τα μάτια του είναι θολά, δεν βλέπει. Ήχοι μπερδεμένοι φτάνουν στα αυτιά του και η καρδιά του χτυπά μανιασμένα στο στήθος του.
«Μαλάκα! Το στοπ, δεν το είδες;», φωνάζει κάποιος στο θεριό, μα εκείνο απλά ξεφυσά αδιάφορο. Είναι ο ταξιτζής, κρατά το ματωμένο του κεφάλι. Η Μαίρη πού είναι; Δεν μπορεί να τη δει. Ζαλίζεται. Κάποιος του πιάνει το πρόσωπο με τα δυο του χέρια και σφουγγίζει τα μάτια του.
«Μάνο! Ηρέμησε είμαι εδώ! Να κοίτα με, είμαι εδώ!» ακούει πάλι τη γνώριμη φωνή, σταθερή, σίγουρη.
«Κατέβηκα! Ακούς; Κατέβηκα, όταν μας έχασες, κατέβηκα! Σε έπαιρνα τηλέφωνο. Πέρασες από μπροστά μου. Σου φώναξα, μα δεν μ άκουσες!»
Ο Μάνος κοιτά τα μεγάλα βουρκωμένα, καστανά μάτια, με τις μελιές σπίθες, σαστισμένος. Την έσφιξε πάνω του δυνατά κάνοντας τη να βογκήξει και έμεινε έτσι ώρα πολύ, ευχαριστώντας το Θεό για τη δεύτερη ευκαιρία, μακαρίζοντας την τύχη του και το ένστικτο της Μαίρης. Όταν κατάφερε επιτέλους να ηρεμήσει από το τρέμουλο της είπε πολύ σοβαρά.
«Δεν πρόκειται ποτέ να σε ξανακοροιδέψω για τα προαισθήματα σου!»
«Θα προτιμούσα να μην με ξαναμφισβητήσεις ποτέ!» του είπε σε τόνο πειρακτικό
«Και αυτό!», είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει. Εκείνη χασκογέλασε σφίγγοντας τον δυνατά.
«Αύριο που θα πάμε για την κούνια να το θυμάσαι αυτό, ναι;»

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: