Ήταν Νοέμβρης του ’92… Η πόλη, προς το σούρουπο, ήταν σχεδόν άδεια, μιας κι η αγορά ήταν κλειστή. Ελάχιστοι περαστικοί βάδιζαν σκυφτοί, τυλιγμένοι μέσα στα χοντρά τους παλτό. Μόνο ένας πιτσιρίκος έμοιαζε παράταιρος σ’ εκείνο το μουντό τοπίο. Ένα τυπάκι με γυμνασιακό μουστάκι, κοντοκουρεμένο κεφάλι κι ένα τσιγάρο σφηνωμένο στο στόμα. Αυτός ήταν ο Βασίλης. Αδιάφορος, με το βλέμμα κολλημένο στα ραγισμένα πεζοδρόμια, κυκλοφορούσε μέσα στα παλιά ρούχα του, χωρίς να έχει κάποιον προορισμό. Χαμένος μέσα στο νου του. Εξαφανισμένος στην πόλη. Έσερνε τα πόδια του, που σβάρνιζαν τα ξεφτισμένα του ρεβέρ, πάνω σε δρόμους, πλατείες, πάρκα και στενά. Κολυμπούσε μέσα στο μπουφάν του και έπρεπε να μαζεύει τα μανίκια του για να ξεκολλήσει νευρικά το τσιγάρο απ’ τα χείλη του, ώστε να φυσήξει τον καπνό προς τον ουρανό.
Φευγάτος ήταν εκείνο το απόγευμα. Του ‘χε σκαρώσει μια χοντροκομμένη πλάκα η αδερφή του κι εκείνος το είχε βάλει στα πόδια. Το σκεφτόταν στη διαδρομή. Πότε χαμογελούσε και πότε βούρκωνε. Θα ‘χαν περάσει ώρες απ’ την στιγμή που έφυγε τρέχοντας απ’ το σχολείο, μα είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Θυμόταν την κάθε στιγμή και δεν του άρεσε. Ποτέ δεν γούσταρε να ‘χει αναμνήσεις, μα πάντα τις κουβαλούσε μαζί του.
Εκείνη την Κυριακή έπαιζε μπάσκετ με την παρέα του στο σχολείο της γειτονιάς. Εκείνος με τον Βαγγέλη κι ο Τάσος με τον Σάκη. Ούτε που κατάλαβε για πότε τον πλησίασε εκείνη η φίλη της αδερφής του. Την είχε δει μερικές φορές στο σπίτι, μα δεν μιλούσε στα κορίτσια. Του το ‘χε απαγορεύσει η αδερφή του. Δεν γούσταρε να φαίνεται ότι έχει πάρε – δώσε με τον «μικρό». Δεν ήταν σίγουρος αν άκουσε το όνομά του.
Κοντοστάθηκε ο Βασίλης στην άκρη μιας διασταύρωσης και κοίταξε τον σηματοδότη. «Μπα, δεν μίλησε» συλλογίστηκε, πριν περάσει απέναντι το δρόμο, αγνοώντας κόκκινο φανάρι κι αυτοκίνητα. Όντως, δεν του είχε μιλήσει. Απλά πήγε προς το μέρος του, στάθηκε μπροστά του, τον έπιασε απ’ τα μάγουλα και τον φίλησε στο στόμα. Ζαλίστηκε ο Βασίλης, τρόμαξε, ντράπηκε, κοκκίνισε, δεν ήξερε πώς έπρεπε να αντιδράσει. Μούδιασε. Μόνο όταν τον άφησε η κοπέλα, άρχισε να τρέχει. Ούτε ήξερε για πού το ‘χε βάλει. Έτρεξε ως που λαχάνιασε κι ύστερα το έριξε στο περπάτημα. Γύριζε τις γειτονιές της πόλης, παρέα με τα τσιγάρα του και την μουσική του. Μ’ εκείνο το παλιό walkman που όλο μάσαγε τις κασέτες κι όλο το ‘βριζε.
Κατά το βράδυ πήγε κι άραξε στη γέφυρα. Του άρεσε να κάθεται ψηλά για να χαζεύει τις γραμμές του τρένου και τα παρατημένα βαγόνια, στην απόσταση. Υπήρχαν βράδια που δεν γούσταρε να κάνει τίποτα, πέρα απ’ το να την πέσει εκεί και να ρεμβάσει, να σκεφτεί και να συλλογιστεί. Να φτιάξει το δικό του σχέδιο, για την δική του ζωή.
Αν είχε λεφτά, ανεφοδιαζόταν με τσιγάρα και τα κάπνιζε σαν να μην υπήρχε αύριο. Αν δεν είχε, τα ‘γραφε βερεσέ στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς ή τράκαρε μερικά απ’ την παρέα του. Άναψε τσιγάρο ο Βασίλης και χάζεψε τον παλιό σταθμό. Αναθεμάτισε τους πάντες και τα πάντα. Ένα ανάθεμα ήταν όλη του η ζωή, κάτι που τον γαλούχησαν κι εκείνος, ως άλλος τυφλός, ακολουθούσε τον δρόμο που χάραξαν για εκείνον, αρνούμενος να πάρει τις δικές του αποφάσεις.
Γύρισε στο σπίτι κατά τις δέκα. Μπήκε στο δωμάτιο που μοιραζόταν με την αδερφή του και την έπεσε στο κάτω κρεβάτι της κουκέτας. «Μη σκας, μικρέ. Του φευγάτου η μάνα, δεν έκλαψε ποτέ» άκουσε την αδερφή του να του λέει, γελώντας. Της πέταξε το μαξιλάρι του. Αρπάχτηκαν όπως πάντα, άηχα. Τις μάζεψε ο Βασίλης. «Άι γαμήσου, Βίκυ» της φώναξε κι εκείνη τον χαστούκισε πριν μαζέψει τα μαλλιά της. «Μη με λες Βίκυ, ρε ηλίθιο σκατόπαιδο! Και τράβα και κάνε κανένα μπάνιο! Ζέχνεις σαν άστεγος!»
Βγήκε απ’ το δωμάτιο ο Βασίλης και πήγε στην κουζίνα. Κάθισε στην γωνιά του πάγκου, με μόνη συντροφιά το φως του απορροφητήρα. Είχε κοκκινίσει απ’ τα νεύρα του και τα μάτια του έτρεχαν, χωρίς να το καταλαβαίνει. Μουρμούριζε κατάρες μέσα από τα δόντια του. Εκεί το πέρασε το βράδυ.
Το πρωί, στο σχολείο, σερνόταν. Τον κοίταζε μυστήρια ο κολλητός του, που καθόταν δίπλα του στο θρανίο. «Πε ρε, τι τρέχει;» τον ρωτούσε συχνά – πυκνά, μα ο Βασίλης είχε κατεβάσει ρολά και δεν είχε διάθεση να μιλήσει σε κανένα. Την κοπάνησε την τελευταία ώρα και γύρισε στο σπίτι. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και βυθίστηκε στον ύπνο. Έτσι πήγαιναν οι μέρες που δεν ήταν καλά. Ή θα κοιμόταν, ή θα σουλατσάριζε στην πόλη. Ούτε η βροχή, ούτε το αγιάζι, ούτε το χιόνι μπορούσαν να τον πτοήσουν. Μόνο η κούραση, εκείνη η ανεξήγητη κούραση, που πήγαζε από κάποια γωνιά της ψυχής του, ήταν ικανή να τον καταβάλλει.
Χάθηκε απ’ όλους και απ’ όλα. Δεν τον έβρισκαν οι φίλοι του, όσο κι αν τον έψαχναν. Κουράστηκαν να πηγαίνουν στο σπίτι του και να τους λέει η αδερφή του ότι δεν ήταν εκεί. Κουράστηκε και η Βικτωρία με την συμπεριφορά του αδερφού της. Έφυγε ένας χρόνος έτσι. Μπήκε ο δεύτερος. Έβλεπε τα παιδιά στο σχολείο κι αραιά και πού, άραζε μαζί τους στο συνοικιακό παρκάκι. Καρικατούρες ήταν. Άτομα βγαλμένα από τελείως διαφορετικές εποχές, που για κάποιο λόγο έσμιξαν.
Του Βασίλη του ‘μεινε το παρατσούκλι. Έγινε ο «φευγάτος». Αυτός που κάποτε μίσησε· ο δειλός, εκείνος που το ‘βαλε στα πόδια· άλλαξε. Έγινε κάποιος άλλος. Έγινε ο τύπος που ήταν μπροστά, γιατί έβλεπε μακριά. Καλοκαίρι του ’95. Δεν τον πείραζε πια να τον φωνάζουν έτσι. Ίσα – ίσα, του άρεσε κιόλας. Είχε αρχίσει να βγαίνει απ’ το καβούκι του κι έλεγε πως είχε αφήσει τα χρόνια της εσωστρέφειας πίσω του. Έφτιαξε όνειρα και βάλθηκε να τα πετύχει. Έφτιαξε και την ακραία του κοσμοθεωρία, για ν’ αντέξει. Οι βάσεις των πυλώνων που θα στέγαζαν την λογική και την αντίληψη του Βασίλη, μπήκαν εκείνο τον καιρό. Λίγες μέρες πριν αρχίσει το σχολείο. Λίγες μέρες πριν την πρώτη του χρονιά στο λύκειο.
Οι επίπονες και διαρκείς αναζητήσεις του Βασίλη σταμάτησαν, όταν κάποιο ζεστό απόγευμα, στα τέλη του Αυγούστου, μαζεύτηκε με την παρέα του. Βάδισαν αμίλητοι μέσα στα στενά της πόλης, για να καταλήξουν στην γέφυρα. Πέντε παιδιά με διαφορετικές καταβολές, κάθισαν ν’ ανοίξουν τις καρδιές τους, να ακούσουν, να βρούνε λύσεις σε προβλήματα, που θα τους έπαιρνε μια αιωνιότητα για να καταλάβουν ότι δεν ήταν δικά τους.
Την κουβέντα την άνοιξε ο Βασίλης, αναθεματίζοντας τον τελειωμένο αναπτήρα του. Ζήτησε αναπτήρα για ν’ ανάψει το τσιγάρο του κι άρχισε να μιλάει για όσα συνέθλιβαν την καθημερινότητά του. Ήταν η μόνιμη αδιαφορία των δικών του, η ανέχεια, η φτώχεια, τα μπαλωμένα και βρώμικα ρούχα του, τα παντελόνια που δεν ήταν ποτέ στο μέγεθός του κι η ζώνη που άφηνε σκουριά πάνω στις μπλούζες του. Του ‘φταιγε που ‘χε φύγει η αδερφή του για να σπουδάσει σ’ άλλη πόλη και δεν είχε πια παρέα. Είχε κουραστεί με την αδιάφορη στάση του πατέρα του και την διαρκή γκρίνια της μάνας του. «Ίδιος ο πατέρας σου» του έλεγε κάθε φορά που ήθελε να τον μαλώσει για κάτι. Φόρτωνε ο Βασίλης κι έφευγε απ’ το σπίτι, περπατούσε με τις ώρες, προσπαθώντας να τιθασεύσει το νου του και να κατανοήσει τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Έβρισκε την γαλήνη στα βιβλία του. Διάβαζε ό,τι έπεφτε στα χέρια του, χωρίς να νοιάζεται για το ποιός το είχε γράψει και τι πραγματευόταν το κείμενο. Μελετούσε τις ζωές των ανθρώπων και προσπαθούσε να διαγράψει την δική του πορεία. Όμως, το ρημάδι το παράπονο, δεν έλεγε να σβήσει από μέσα του.
Λένε πως οι ζωές των ανθρώπων δεν ακολουθούν μια προδιαγεγραμμένη πορεία κι εν μέρει έχουν δίκιο. Θέλει τεράστια προσπάθεια και πολύ αγώνα για να βγεις απ’ την τροχιά που, από γεννησιμιού σου, άλλοι καθόρισαν για σένα. Θέλει τόση δύναμη, που ένας άνθρωπος, μόνος, χωρίς κάποια στήριξη, είναι σχεδόν αδύνατο να βρει. Κάποιες φορές, ακόμη κι όταν καταφέρει να βρει την στήριξη, την κατανόηση, την συμπόνια ή οτιδήποτε άλλο πιστεύει ότι χρειάζεται, αδυνατεί να προσπαθήσει να αποδράσει απ’ αυτή την πορεία που χάραξαν για εκείνον.
Ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους, ήταν κι ο Φάνης ο Καραγιώργος, ο πατέρας του Βασίλη. Τέλος πάντων, πατέρας του, ακριβώς, δεν ήταν, αλλά ανέλαβε αυτόν τον ρόλο, ακόμη κι αν δεν του αναλογούσε. Είναι μπερδεμένη η ιστορία κι αν την πιάσω απ’ την αρχή, θα πρέπει να μιλήσω για κάθε γενιά, για κάθε επιλογή, για κάθε στρεβλή προοπτική, μέχρι να φτάσω στο προπατορικό αμάρτημα, όπου θα αναγκαστώ να τα βάλω και με τον θεό. Γι’ αυτό και επιλέγω να το πιάσω απ’ τα γκρεμισμένα όνειρα του Φάνη.
Κάποτε ήταν ένας καχεκτικός έφηβος, που δούλευε για να συνεισφέρει στο σπίτι του και ονειρευόταν να μπαρκάρει για να γνωρίσει τον κόσμο. Αμέτρητοι ήταν οι καυγάδες του Φάνη με τον πατέρα του για κείνο το θέμα. Όσα επιχειρήματα κι αν έφερε ο Φάνης, τόσο αντιμετώπιζε την άρνηση απ’ την πλευρά του πατέρα του. «Δεν βγαίνουμε ρε πατέρα» έλεγε και ξανάλεγε εκείνος, για να ακούσει τον κυρ-Βασίλη να γκαρίζει ότι δεν θ’ άφηνε τον γιό του να ξενιτευτεί.
Του πήρε χρόνια για να κάνει την υπέρβαση και να πάει κόντρα στον πατέρα του. Δεν ρώτησε, μήτε συζήτησε. Απλώς τους ανακοίνωσε ότι θα μπάρκαρε με το που έβρισκε πλοίο. Έπεσε να πεθάνει η μάνα του κι ο πατέρας του άρχισε να βρίζει και να καταριέται θεούς και δαίμονες. Τρείς μήνες αργότερα, στο τραπέζι του γάμου του, προσπαθούσε να καταλάβει πώς διάολο είχε φτάσει σ’ εκείνη την μέρα. Όσο κι αν το έφερνε στο μυαλό του, ανάμεσα στα «να ‘στε καλά, να σας ζήσει κι εσάς η κόρη» και στα «άντε μωρέ και στα δικά σου τώρα», δεν το καταλάβαινε.
Εκείνος ήταν είκοσι έξι κι η Γιάννα, η κοπέλα που του προξένεψαν, δεκαεφτά. Καλή κοπελίτσα του φαινόταν, λιγομίλητη, σεμνή, μαζεμένη. Τους έδωσε προίκα ένα χαμόσπιτο ο πεθερός του και την ευχή του, όταν πήγε να δώσει τον λόγο του ο Φάνης. Βασικά, δεν πήγε γιατί το ήθελε. Σηκωτό τον πήγε ο πατέρας του. Ούτε που μίλησαν εκείνη την ημέρα με την Γιάννα. Όλα τα κανόνισαν οι πατεράδες τους. Την προίκα, τον γάμο, τον αρραβώνα, τα πάντα.
Θα ‘ταν περασμένες εφτά το πρωί, όταν έφτασαν στο νέο τους σπίτι. Σερνόταν ο Φάνης απ’ την κούραση. Έβγαλε με προσοχή το γαμπριάτικο κοστούμι, που είχε πάρει δανεικό από κάποιο φίλο, το κρέμασε στη ντουλάπα κι έπεσε σαν τσουβάλι στο κρεβάτι. Ήταν Γενάρης του ’76 κι ο Φάνης, εκείνα τα χρόνια, κάπνιζε Σαντέ. Έβγαλε ένα τσιγάρο απ’ την κασετίνα και τ’ άναψε, κοιτάζοντας την Γιάννα που γδυνόταν.
«Κουρασμένος είσαι» παρατήρησε, όταν τον είδε να της χαμογελάει θλιμμένα.
«Μετά από τόσο τρέξιμο, δε με βαστάν τα πόδια μου» μουρμούρισε αδιάφορα εκείνος, πριν συνειδητοποιήσει ότι την είχε βάλει την τζίφρα του. Δεν υπήρχε πλέον επιστροφή. Έπρεπε να μείνει εκεί, σ’ εκείνο το κρεβάτι, με την Γιάννα δίπλα του. Μακριά απ’ τις θάλασσες, τα καράβια και τα όνειρά του.
Η κόρη τους γεννήθηκε πρόωρα, τον Οκτώβρη εκείνης της χρονιάς. Είχαν κάνει λόγο μέχρι και για διαζύγιο, γιατί εκείνη η συμβίωση ήταν ανυπόφορη και για τους δύο, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να τους αφήσουν οι οικογένειές τους. «Κάνε ότι χωρίζεις και σ’ έσφαξα στο γόνατο» είχε πει ο κυρ-Βασίλης, σε μια τέτοια συζήτηση. Πείσμωσε ο Φάνης κι έβαλε σκοπό να τα καταφέρει με την Γιάννα, μα όσο περνούσε ο καιρός, τόσο έβλεπε πως οι προσπάθειές του δεν θα απέφεραν ποτέ καρπούς.
Χαμός έγινε και για τ’ όνομα του πρώτου παιδιού. Κανείς δεν το ήθελε το κορίτσι, πέρα απ’ τον Φάνη. «Άχρηστη μωρέ, πήγες και ξεπαρθενιάστηκες, πήγες και ερωτεύτηκες, σε παντρέψαμε, σου δώσαμε σπίτι κι ούτε ένα αγόρι δεν αξιώθηκες να του κάνεις του χριστιανού» την έψελνε ο πατέρας της στο νοσοκομείο, όταν πήγε να δει εκείνη και την εγγονή του. Δεν σάλεψε η Γιάννα, ούτ’ απάντησε, μέχρι που έφυγε ο πατέρας της. Ύστερα έμπηξε τα κλάματα. Είχε πεθάνει η μάνα της όταν ήταν μικρή, από φυματίωση, κι από τότε, μεγάλωνε με θειάδες και ξαδέρφες. Κοίταζε την μικρή στην αγκαλιά της και σπάραζε η ψυχή της. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε καταφέρει να κάνει το παιδί κάποιου που δεν την ενδιέφερε καθόλου. «Βικτωρία θα την πούμε» ανακοίνωσε ο Φάνης, στα σόγια που ήταν μαζεμένα στο νοσοκομείο κι επικράτησε κομφούζιο.
Τα άκουσε κι απ’ τον πατέρα του κι απ’ τον πεθερό του. Έδωσε τόπο στην οργή. Το συζήτησε με την Γιάννα όταν γύρισαν στο σπίτι τους. Θα έβγαζαν το όνομα της μάνας της, πάση θυσία. Βρόντηξε το χέρι στο τραπέζι ο Φάνης, ύψωσε ανάστημα η Γιάννα, αλλά τα συμπεθέρια δεν ήταν διατεθειμένα ν’ ακούσουν κανέναν απ’ τους δύο. Έτσι, άφησαν το θέμα αλλού. Στην νονά της μικρής.
Ούτε το μυστήριο σεβάστηκαν οι οικογένειες, ούτε την εκκλησία. Όταν ακούστηκε το «Βικτωρία» από το στόμα της νονάς, άρχισαν οι φωνές, οι βρισιές και οι κατάρες. Νευρίασε ο παπάς κι άρχισε να φωνάζει και να απειλεί. Γεμάτη ευτράπελα ήταν η βάφτιση της αδερφής του Βασίλη. Κι εκεί, ακριβώς σ’ αυτό το σημείο, οι αφηγήσεις πάντοτε σταματούσαν κι άρχιζαν τρία χρόνια αργότερα, όταν γεννήθηκε ο Βασίλης.
Δεν υπήρχε νόημα να αφηγηθεί κανείς στον Βασίλη, ούτε τους καυγάδες, ούτε το ότι ο Φάνης είχε εξοστρακιστεί από το συζυγικό κρεβάτι, ούτε το ότι δεν έβγαιναν και μήνα με το μήνα έκοβαν περισσότερα απ’ τα έξοδά τους. Ούτε είχε νόημα να του αφηγηθούν για κείνο το απόγευμα που πήρε την απόφαση ο Φάνης να μπαρκάρει και να παρατήσει γυναίκα και κόρη πίσω, μόνο και μόνο για να μπορεί να τις ταΐσει όπως ο ίδιος ήθελε. Ούτε ήθελε κανένας να του πει ότι η Γιάννα δεν θα τον άφηνε τόσο εύκολα να φύγει. Και φυσικά, δεν υπήρχε περίπτωση να του πουν, ότι δεν ήταν παιδί του Φάνη.
Παράξενοι είναι οι άνθρωποι και μυστήριες οι αντιδράσεις τους, στα όσα θέλει να τους φέρει η ζωή. Διδάσκουν στα παιδιά τους την αιτιότητα, μια αιτιότητα που οι ίδιοι έχουν ξεχάσει. «Μη βάλεις το χέρι στην πρίζα» λένε, κι ύστερα ξεχνάνε γιατί το είπαν. Κάπου στο πέρασμα τον χρόνων, άφησαν πίσω την γνώση που απέκτησαν σαν μικροί εξερευνητές ενός ολοκαίνουριου κόσμου. Κάθε επιλογή πρέπει να γίνει απόφαση κι ύστερα να υλοποιηθεί. Κάθε μία και όλες οι επιλογές που υλοποιήθηκαν, επισύρουν ένα βαρύτερο ή ελαφρύτερο τίμημα που πρέπει, αναγκαστικά, να πληρωθεί. Κι αν δεν το πληρώσουμε εμείς οι ίδιοι, σίγουρα θα το φορτώσουμε σε κάποιο άλλο άτομο. Θα πάρουμε δανεικά, τα οποία θα πρέπει να τα γυρίσουμε.
Οι επιλογές του Φάνη και της Γιάννας, που υλοποιήθηκαν βάσει των όσων γνώριζαν, των όσων διδάχθηκαν, και των όσων γαλουχήθηκαν, δυστυχώς, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις επιλογές των οικογενειών τους· εκείνων των ατόμων που τους επέβαλλαν μια ζωή την οποία οι ίδιοι μίσησαν. Μέσα σ’ αυτό τον φαύλο κύκλο έπρεπε να μπει και ο Βασίλης. Και, αλήθεια, για ένα διάστημα εγκλωβίστηκε εκεί. Όταν ανέλαβε να φέρει το παρατσούκλι «φευγάτος», πίστεψε πως είχε πια ξεφύγει απ’ αυτά που τον κρατούσαν πίσω. Όμως όχι. Δεν ήταν αρκετό αυτό.
Πήρε σειρά ο Τάσος, ο «κοντός», κι είπε κι εκείνος τα δικά του. Ύστερα μίλησε ο Βαγγέλης, ο «μάστορας», μετά ο Πάνος, ο «ποζεράς», που ήταν ο πιο καινούριος στην παρέα και τέλος μίλησε ο Θανάσης, ο «μουγκός». Εκείνο το βράδυ, τα παιδιά, έδωσαν μια υπόσχεση. Να είναι οικογένεια. Η μόνη πραγματική τους οικογένεια. Πέντε παιδιά, απογοητευμένα απ’ την ζωή και τις οικογένειες που τους χρέωσε, αποφάσισαν να φτιάξουν την δική τους.
Θα με ρωτήσεις, και με το δίκιο σου, «οι ιστορίες των άλλων;» και θα σου απαντήσω πως πάντοτε θα υπάρχει μια περισσότερο κατάλληλη στιγμή για να σου αφηγηθώ μια ιστορία. Τώρα, αυτή τη δεδομένη στιγμή, προέχει να δούμε την αντίπερα όχθη. Δηλαδή… Περίπου. Δεν θα σε πάω μακριά. Να, ίσα με δυο στενά παρακάτω, στην ίδια γειτονιά. Θα σε πάω μας πίσω. Πίσω στο χρόνο, δύο μέρες μετά τα πρώτα γενέθλια του Βασίλη. Και θα σου πω μια τελείως διαφορετική ιστορία. Πριν το κάνω, μας, πρέπει να σου εξηγήσω το γιατί. Πρέπει να καταλάβεις πόσο δέσμιος των καταστάσεων είναι ο άνθρωπος. Και πρέπει να μάθεις ότι οι ζωές μας, πέρα απ’ μας δικές μας επιλογές και μας επιλογές των ανθρώπων που έζησαν πριν από εμάς, επηρεάζονται και από μας ζωές των όσων νιώθουμε κοντά μας. Πίσω, λοιπόν.
***
Η μπέμπα ήταν πάντοτε ήσυχη. Σπάνια γκρίνιαζε. Συνήθως κοιμόταν ή τριγύριζε στο σπίτι μπουσουλώντας, στην προσπάθειά της να ανακαλύψει τον κόσμο. Είχε πείσμα εκείνο το παιδί. Είχε πάρει από τους γονείς της. Ήταν πεισματάρηδες άνθρωποι ο Λάμπρος και η Μελίνα. Δεν άφησαν ούτε τους ίδιους τους εαυτούς τους, να γίνουν εμπόδιο σ’ εκείνα που ήθελαν να ζήσουν.
Αστεία ήταν η ιστορία τους. Είχαν γνωριστεί στην σχολή. Εκείνος ήταν γιός ενός μεγαλογιατρού, που αναγκάστηκε να βαδίσει στα χνάρια του πατέρα του. Εκείνη ήταν μια επαρχιώτισσα που κατάφερε να ξεφύγει απ’ το χωριό της και να πραγματοποιήσει τα όνειρά της. Πολλές φορές, μεταξύ τους, αστειευόντουσαν πως αν οι ζωές τους ήταν ανάποδα, δεν θα έσμιγαν ποτέ. Μισούσαν τις ζωές τους από έφηβοι και πάλευαν να τις αλλάξουν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Ήταν σκληροί και οι δύο. Αναγκάστηκαν να γίνουν έτσι, για να επιβιώσουν μέσα στα παγερά περιβάλλοντα που μεγάλωσαν. Έμαθαν τι σημαίνει η λέξη «στοργή», εκείνο το βράδυ που βολόδερνε μονάχος ο Λάμπρος στην πόλη. Ένας απόκληρος που γύριζε με μια σαραβαλιασμένη κιθάρα στα χέρια. Εκείνος, τα φτηνά του τσιγάρα κι οι μελωδίες που ‘μαθε με τα χρόνια να μισοπαίζει. Από πείσμα την είχε πιάσει την κιθάρα. Τότε που τον είχαν διώξει απ’ το σπίτι. Ο πατέρας του είχε πάρει μόνο την σκληρή όψη του δικού του πατέρα κι ούτε μια στάλα απ’ την κατανόηση του γέρο-Λάμπρου.
Η Μελίνα, από την άλλη, ήταν μια ψηλή κοπέλα με γαλάζια μάτια, που δεν εξωτερίκευε ποτέ τα συναισθήματά της. Ίσως, σπάνια, να την έβλεπες σκεφτική, όμως μέχρι εκεί σ’ άφηνε να δεις κι ύστερα, όσο κι αν ήθελες, δεν θα κατάφερνες να καταλάβεις τι έτρεχε μέσα της. Αρτίστα ήταν από μικρή. Πιανόταν με τα πάντα, έβαζε μπροστά το πείσμα της και τα κατάφερνε. Απείχε απ’ τα εγκόσμια και τις κραιπάλες. Είχε στόχους η Μελίνα. Πάντοτε κινούνταν βάσει σχεδίου.
Απορίας άξιο ήταν, το πώς κατάφεραν να κάνουν παιδί, εκείνοι οι δύο άνθρωποι που βγήκαν από τελείως διαφορετικούς κόσμους. Δεν ήθελε να το καταλάβει το περιβάλλον τους. Όμως ο Λάμπρος, απ’ την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του στην σχολή και είδε την Μελίνα, είχε πάρει τις αποφάσεις του. Εκείνη την γυναίκα είχε διαλέξει για να συμπορευτούν στο μεγάλο ταξίδι της ζωής. Εκείνη την γυναίκα που δεν του ‘δωσε ποτέ σημασία. Εκείνη που του προκαλούσε τραύλισμα και πανικό κάθε φορά που αντάμωναν.
Προσπάθησε να την πλησιάσει πολλές φορές, μα πάντοτε αποτύγχανε παταγωδώς. Του έπεφταν τα βιβλία, έχανε τα λόγια του, ίδρωνε, έτρεμε, δεν ήξερε τι έπρεπε να πει. Γελούσαν οι φίλες της κι εκείνη γύριζε το κεφάλι της από την άλλη και τον αγνοούσε επιδεικτικά. Εκείνος ήταν δεκαοχτώ τότε και η Μελίνα δεκαεννιά. «Ο πιτσιρικάς σου» τον φώναζαν οι φίλες της Μελίνας και την πείραζαν για εκείνο το παράξενο παιδί με το μακρύ μαλλί και τα ακριβά ρούχα. Έτσι έφυγαν τα πρώτα χρόνια της σχολής. Ήξερε η Μελίνα. Ήξερε ποιος ήταν και τι ήθελε από εκείνη. Ήξερε ότι ο Λάμπρος ήταν βγαλμένος από ένα άλλο παραμύθι, από έναν κόσμο που δεν θα την χώραγε ποτέ, από έναν κόσμο που θα την ξέρναγε, όταν μάθαινε πως δεν είχε καμία θέση εκεί. Αυτό φοβόταν και γι αυτό δεν έδινε καμία ελπίδα στον Λάμπρο. Προδίκαζε το τέλος μιας αρχής, που δεν ήθελε να έρθει.
Ο Λάμπρος από μικρός μισούσε τις φωνές και τους καυγάδες. Τα είχε ζήσει αμέτρητες φορές και τα απεχθανόταν, όσο απεχθανόταν και τον πατέρα του. Εκείνον που ‘χε τις δικές του βλέψεις για τον μοναχογιό του. Έπρεπε, με το στανιό, να γίνει γιατρός ο Λάμπρος και να ακολουθήσει το δικό του επάγγελμα. Σχεδίαζε την ζωή του γιού του, ο Γιώργης, χωρίς ποτέ να τον ρωτήσει για το οτιδήποτε. «Ναι», έλεγε ο Λάμπρος κι ύστερα βλαστημούσε από μέσα του. Μέχρι που· κάποιο θλιμμένο απόγευμα του χειμώνα, τότε που ήταν είκοσι δύο· είπε «όχι» και ξέσπασε ο κακός χαμός. Δεν ήθελε να γίνει καρδιοχειρούργος ο Λάμπρος. Ήθελε να γίνει ψυχίατρος και να βοηθάει τον κόσμο. Δεν ήθελε να είναι κάποιος, ούτε να βγάζει τα λεφτά του πατέρα του.
«Ναι ρε, ακόμη ένα γιατρουδάκι θα γίνω, ποιό είναι το πρόβλημά σου;» είχε φωνάξει στον πατέρα του, πάνω στον καυγά. Άναψε η διαφωνία και κατέληξε στην αποκλήρωση του Λάμπρου. Βούτηξε την κιθάρα του και τα βιβλία του κι έφυγε απ’ το σπίτι. Την έβγαλε στους παγωμένους δρόμους εκείνο το βράδυ. Δεν είχε κάπου να πάει, ούτε ήθελε να βρει καταφύγιο σε κάποιο φίλο. Δεν είχε πραγματικούς φίλους, παρά μόνο γνωστούς που του ‘χαν επιβάλλει οι δικοί του, λόγω κοινωνικής κατάστασης. Τα παιδιά των μεγαλογιατρών, των μεγαλοδικηγόρων, των μεγαλοεργολάβων, τα παιδιά όλων εκείνων που θεωρούσαν πως ανήκουν στην δική τους τάξη. «Με κούρασαν οι μαλακίες» είχε δηλώσει εκείνο το βράδυ ο Λάμπρος, πριν βαδίσει μέχρι το λιμάνι για να δει το χάραμα και να παίξει με την κιθάρα του.
Από συνήθεια πήγε στην σχολή. Μόνα τους τον πήγαν τα πόδια του μέχρι το πανεπιστήμιο. Έμοιαζε απόμακρος και μελαγχολικός μέσα στο πέτσινο μπουφάν του. Κοίταζε με θλίψη τον κόσμο γύρω του. «Δε γαμιέται;» μονολόγησε, πριν καθίσει οκλαδόν σε κάποιο παγκάκι κι αρχίσει να γρατζουνάει τις καταπονημένες, απ’ το χρόνο, χορδές της κιθάρας. «Ο πιτσιρικάς σου» πείραξαν την Μελίνα οι φίλες της κι εκείνη γύρισε και του έριξε μια βιαστική ματιά, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία. Της θύμιζε πολύ τον εαυτό της, όταν, χρόνια πριν, είχε αποφασίσει να αποκοπεί από τον κόσμο. «Κομμάτια είναι» συλλογίστηκε σκεφτικά η Μελίνα, ενώ το γέλιο των κοριτσιών αντιλαλούσε στα αυτιά της.
Βολεύτηκε σε κάποιο συμφοιτητή του εκείνο το βράδυ, σ’ ένα απ’ τα παιδιά που δεν είχαν λεφτά, που τα ‘φερναν δύσκολα βόλτα οι γονείς τους. Έπιασαν την πάρλα. Είχε μαυρίσει η καρδιά του Λάμπρου. «Λεφτά και μαλακίες… Να ξέρεις ότι τα σκατά, ό,τι κι αν τα κάνεις, σκατά θα παραμείνουν» μουρμούρισε ο Λάμπρος, ανοίγοντας την δανεική μπύρα κι ευχαριστώντας τον οικοδεσπότη για την φιλοξενία. «Μα… Για την ειδικότητα ρε Λάμπρο; Θα τρελαθούμε τελείως;»
«Άσε ρε…»
«Τι ν’ αφήσω; Χωρίς παρεξήγηση, το ‘χουν χαμένο οι δικοί σου…»
«Χρόνια τώρα…»
«Τι θα κάνεις;»
«Θα κοιτάξω να βρω δουλειά και σπίτι κι ό,τι ήθελε προκύψει» είπε στοχαστικά ο Λάμπρος κι αυτό ακριβώς έκανε. Υλοποίησε ένα σχέδιο που δούλευε για χρόνια στο μυαλό του, μα δεν είχε τα κότσια να το παραδεχτεί σε κανέναν. Έπιασε δουλειά σαν ψήστης σε μια ταβέρνα κι ύστερα σαν σερβιτόρος σε σκυλάδικο. Έπιασε και δικό του σπίτι, μια τρύπα που έφερνε περισσότερο σε τρώγλη, παρά σε διαμέρισμα. Ήταν ευτυχισμένος όμως. Είχε δικά του πράγματα, αγορασμένα με τον κόπο του. Αντικείμενα που δεν μπορούσε να του στερήσει κανείς. Είχε το σπίτι του, την κιθάρα του, τα βιβλία του και την μοναξιά του.
Στα ρεπό του έβγαινε με την κιθάρα κι άραζε στην πόλη, μοναχός. Έπαιζε τα τραγούδια που αγαπούσε και τα σιγοψιθύριζε. Άμα δεν έκανε πολύ κρύο και δεν έβρεχε, θα τον έβρισκες τις δευτέρες και τις τρίτες, να κάθεται στο λιμάνι. Όταν δεν ήταν καλός ο καιρός, έπιανε απάνεμα σημεία και κάπνιζε, αγναντεύοντας και προσπαθώντας να καθαρίσει το, γεμάτο από ανοησίες, μυαλό του.
Κάποια βροχερή Δευτέρα του Νοέμβρη, δεν τον χωρούσε το σπίτι. Πήρε τα τσιγάρα και την κιθάρα και βγήκε στο δρόμο. Περιπλανήθηκε στα στενά της πόλης, άσκοπα. Ξημέρωσε, πίνοντας μπύρες και αναπολώντας τα ωραία χρόνια που έζησε. Από παιδί τον κυνηγούσε η δυσβάσταχτη μοναξιά, που δεν κατάφερνε πια να αντιμετωπίσει. Ήξερε πως κάπου έσφαλλε, ότι επέλεγε να παραμένει μόνος. Σκάλισε το μυαλό του κι είδε ότι του έφταιγε η Μελίνα. Εκείνη δεν μπορούσε να βγάλει από μέσα του και για εκείνη έκανε υπομονή. «Δε γαμιέται;» μουρμούρισε την μόνιμη ατάκα του ο Λάμπρος, κι ύστερα είπε ότι θα αλλάξει κι ότι θα σταματήσει να ελπίζει. «Δεν πεθαίνει τελευταία η ελπίδα, κομματιάζεται κάπου στην μέση της διαδρομής…» συνέχισε την συζήτηση που είχε με τον εαυτό του. Εκείνο το βράδυ που ‘βρεχε καταρρακτωδώς, πήρε αποφάσεις και χάραξε νέα πορεία στην ζωή του. Έτσι, τουλάχιστον, πίστευε.
Η ζωή, αυτό το μυστήριο κατασκεύασμα που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει, πόσο μάλιστα να τα βάλει μαζί του, παίζει περίεργα παιχνίδια, ενώνοντας και χωρίζοντας τις πορείες των ανθρώπων. Αν γνώριζε ο Λάμπρος, όταν έφυγε από το σπίτι του, εκείνο το βράδυ της Τρίτης, ότι θα περνούσε όλη του την βραδιά με την Μελίνα, ίσως και να κλεινόταν μέσα. Τον πονούσαν οι επιλογές και οι αποφάσεις του, μα είχε κουραστεί να περιμένει κάποια που δεν του έδινε σημασία. Λίγο μετά τις δύο, ενώ ο Λάμπρος γρατζουνούσε ένα απ’ τα αγαπημένα του στην κιθάρα, με το τσιγάρο στο στόμα και το βλέμμα καρφωμένο στο ραγισμένο πεζοδρόμιο, άκουσε μια καθαρή φωνή να τραγουδάει πάνω από αυτό που έπαιζε. «… and the songs that I have sung, echo in the distance» τραγούδησε με πάθος η Μελίνα κι έκανε νόημα στον σαστισμένο Λάμπρο που είχε χάσει τον ρυθμό, να συνεχίσει να παίζει. Κάθισε δίπλα του, χωρίς να σταματήσει να τραγουδάει. Την στραβοκοίταξαν οι φίλες της. Τελείωσε το τραγούδι και, χωρίς να πει κουβέντα ο Λάμπρος, έπιασε ένα ακόμη. Η Μελίνα έκανε νόημα στα κορίτσια να φύγουν. Την πήγε στο σπίτι της, λίγο πριν μεσημεριάσει. Έφυγε για το δικό του, έπεσε στο κρεβάτι σαν τούβλο και κοιμήθηκε μέχρι που άκουσε το ξυπνητήρι να χτυπάει.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, κοιμήθηκαν μαζί και το πρωί ξύπνησαν αγκαλιασμένοι πάνω στο σαραβαλιασμένο κρεβάτι του Λάμπρου. Η Μελίνα, που ποτέ δεν γούσταρε χάδια κι αγκαλιές, εκείνο το πρωί τα είχε ανάγκη, χωρίς να καταλαβαίνει τον λόγο. Ποτέ δεν κατάφερε να τον καταλάβει, ούτε μπορούσε να εξηγήσει στον εαυτό της, τι της έβγαζε εκείνος ο λιγομίλητος μαλλιάς με το ακατανόητο χιούμορ. Θυμόταν πως του ‘χε ζητήσει να την αγκαλιάσει, εκείνο το χάραμα που τους βρήκε μαζί, να τραγουδάνε σε κάποια γωνιά της πόλης. Του είχε πει, τότε, πως κρύωνε, κάτι που ήταν εν μέρει αλήθεια. Είχε ανάγκη να διώξει το ψύχος από μέσα της κι ο Λάμπρος, μ’ ένα μαγικό τρόπο, ήταν αυτός που κατάφερε να το κάνει.
Χάραζε μια παράξενη μέρα, σχεδόν φθινοπωρινή, γύρω στα τέλη Αυγούστου. Γύριζε στο σπίτι ο Λάμπρος απ’ το νυχτοκάματο, για να φτιάξει πρωινό στην Μελίνα, να την ξυπνήσει, να φάνε και να συζητήσουν κι ύστερα να πέσει για ύπνο. Την φώναζε «μπέμπα» γιατί η γαλήνια έκφρασή της όταν κοιμόταν, του θύμιζε μωρό. Μπήκε στο σπίτι και κάθισε δίπλα της. Της χάιδεψε απαλά το χέρι. «Πεινάς, μπέμπα;» την ρώτησε, χαμογελώντας. Του έγνεψε καταφατικά, μισανοίγοντας τα μάτια της.
«Θα μας φτιάξω πρωινό».
«Κάτσε» παραπονέθηκε η Μελίνα.
«Νυστάζω, μάτια μου».
«Θέλω να σου πω».
«Να μου πεις» συμφώνησε ο Λάμπρος, με γαλήνιο τόνο και ύφος. «Θα γίνεις μπαμπάς» άκουσε κι ύστερα στραβοκατάπιε. Πνίγηκε με το σάλιο του. Πετάχτηκε πάνω η Μελίνα. Έτρεξε στην κουζίνα να του φέρει νερό. Άναψε τσιγάρο ο Λάμπρος. Πάλεψε να το καπνίσει μέσα στον βήχα του. «Δεν θες» αποφάνθηκε η Μελίνα, καθώς του έδινε το ποτήρι.
«Θέλω» κατάφερε να πει ο Λάμπρος, ώρα αργότερα, αφού είχε συνέλθει.
«Αφού θέλεις, γιατί αντέδρασες έτσι;»
«Μου το είπες απότομα» απάντησε εκείνος, στιγμές πριν την τραβήξει στην αγκαλιά του.
«Σίγουρα;» του γκρίνιαξε η Μελίνα κι εκείνος έγνεψε καταφατικά.
«Σίγουρα» της είπε γλυκά κι ύστερα πέρασε καιρός. Άλλαξε δουλειά ο Λάμπρος, για να μην λείπει τα βράδια απ’ το σπίτι. Μετακόμισαν. Έκαναν όνειρα. Έζησαν μαζί κι έλεγαν πως αυτό θα συνέχιζαν να κάνουν. Ονειροπόλους τους βρήκαν ο Μάρτιος του ’80 και η μικρή που έμοιαζε απίστευτά στην μάνα της.
Η μπέμπα ήτανε πάντοτε ήσυχη. Σπάνια γκρίνιαζε. Συνήθως κοιμόταν ή τριγύριζε στο σπίτι μπουσουλώντας, στην προσπάθειά της να ανακαλύψει τον κόσμο. Εκείνο το καταθλιπτικό απόγευμα που ψιχάλιζε, κοιμόταν ήρεμα στην κούνια της. Άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια της και κοίταξε την μητέρα της, που είχε κολλήσει το βλέμμα της στον αγριεμένο ουρανό. Τέντωσε για λίγο τα χεράκια της κι ύστερα βάρυναν ξανά τα βλέφαρά της. Αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως.
Ήταν σκοτεινός ο χώρος, όταν η μπέμπα άνοιξε ξανά τα μάτια της. Γύρισε μέσα στην κούνια και έψαξε για την μητέρα της, μα δεν την είδε πουθενά. Περίμενε, όπως πάντοτε. Πάντα περίμενε αυτό το παράξενο παιδί, πριν αρχίσει να σκούζει.
Όταν μπήκε ο Λάμπρος στο μικρό διαμέρισμα, ήταν περασμένες δέκα. Κόντεψε να σπάσει το κλειδί στην κλειδαριά, απ’ την φούρια του ν’ ανοίξει την πόρτα και να δει γιατί κλαίει το παιδί. Έτρεξε μέσα στο σκοτεινό σαλόνι, παίρνοντας σβάρνα ό,τι βρέθηκε στο διάβα του. Μπήκε στο παιδικό δωμάτιο και βρήκε την κόρη του να σκούζει απαρηγόρητα, μόνη, μέσα στα σκοτάδια. Δεν τον είχε δει η μικρή ακόμη. Χτυπιόταν μέσα στην κούνια.
«Sweet child in time…» άρχισε να τραγουδάει ο Λάμπρος με την βαθιά φωνή του και η μπέμπα σώπασε. Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε. Του χαμογέλασε. Τέντωσε τα χέρια της για να την πάρει αγκαλιά. Την έβγαλε από την κούνια ο Λάμπρος, χωρίς να σταματήσει να τραγουδάει. Σπάνια της μιλούσε, γιατί δεν ήξερε τι να της πει. Προτιμούσε να της τραγουδάει και να την βλέπει να του χαμογελάει. Τις μέρες που δεν ήταν πνιγμένος, φόρτωνε την κιθάρα του στην πλάτη και την κόρη του στο καρότσι, έβρισκαν κάποια σκιά, άραζαν και της έπαιζε κιθάρα. Περνούσαν καλά. Ήταν άλλα τα χρόνια τότε.
«Πεινάει» σκέφτηκε ο Λάμπρος, καθώς πήγαινε στην μικρή κουζίνα με την μπέμπα στην αγκαλιά του. «Ή διψάει… Ή της λείπει η μάνα της…» συνέχισε τον συνειρμό του. Δεν πολυέδωσε σημασία στην απουσία της συζύγου του. Έπιασε ένα μπρίκι κι άρχισε να ζεσταίνει νερό για να φτιάξει το γάλα της κόρης του. «…wait for the ricochet» είπε πρόσχαρα στην μικρή, καθώς γύριζε να προς το μέρος της. Τότε έπεσε το μάτι του στην πόρτα του ψυγείου. Δεν είχε δει το σημείωμα με τον περίτεχνο γραφικό χαρακτήρα της συζύγου του. Χαμογέλασε και το βούτηξε βιαστικά, για να το διαβάσει.
«Αγαπημένε μου Λάμπρο, συγγνώμη. Συγγνώμη για όλα. Σ’ αγαπάω» έγραφε το χαρτί. Η καρδιά του έχασε δυο χτύπους. Το διάβασε ξανά και ξανά, για να βεβαιωθεί πως δεν είχε κάνει λάθος. Άρχισαν να τρέμουν τα χέρια του. Φοβήθηκε ότι θα του έπεφτε το παιδί απ’ την αγκαλιά. Άφησε την μικρή στο πάτωμα και διάβασε ξανά το σημείωμα. Κοίταξε το ημερολόγιο που ήταν κρεμασμένο σ’ έναν τοίχο δίπλα απ’ τον απορροφητήρα. Έβγαλε ένα χαρτάκι. Είκοσι έξι Μαρτίου. Θα ξημέρωναν τα πρώτα γενέθλια της κόρης του.
Φρίκαρε ο Λάμπρος, όταν σφηνώθηκε στο μυαλό του εκείνη η ιδέα που του υπαγόρευε ότι είχε γίνει κάτι κακό. Βούτηξε την μικρή απ’ το πάτωμα, την έβαλε στην αγκαλιά του, πήρε κλειδιά και έφυγε σαν κυνηγημένος από το σπίτι.
Χτυπούσε παράξενα η καρδιά του, άλλοτε αργά, άλλοτε γρήγορα, άλλοτε χάνοντας ένα χτύπο στους τόσους. Μπήκε στο αυτοκίνητο κι άνοιξε το ράδιο. Κοίταξε την μικρή που χαμογελούσε και νανουριζόταν από την μουσική. Τον κοίταξε κι εκείνη. Παράξενη ήταν εκείνη η ιστορία του Λάμπρου, που στα είκοσι πέντε του βρέθηκε μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, να μην ξέρει κατά που να κάνει.
Έντεκα παρά δέκα έγραφε το ρολόι στο σπίτι του Φάνη, όταν κάποιος άρχισε να χτυπάει επίμονα την πόρτα. Σηκώθηκε απ’ το τραπέζι, άνοιξε και είδε τον Λάμπρο με την μικρή στην αγκαλιά του. «Τι έγινε ρε Λάμπρο;» ρώτησε ανήσυχα ο Φάνης, όταν είδε την απεγνωσμένη όψη του Λάμπρου.
«Εξαφανίστηκε η Λίνα. Θα μου την κρατήσετε λίγο να βγω να ψάξω;» τραύλισε εκείνος, ενώ προσπαθούσε να κρατήσει χαρακτήρα και να μην βάλει τα κλάματα.
«Γιάννα!» φώναξε ο Φάνης, ενώ έκανε νόημα στον Λάμπρο να μπει μέσα στο σπίτι.
Η μικρή μονοκατοικία που έμενε ο Φάνης με την οικογένειά του, έφερνε περισσότερο σε παράπηγμα παρά σε σπίτι. Δυο μικρά δωμάτια, ένα δικό τους κι ένα των παιδιών, ένα χολ, ένα μπάνιο που έμπαζε αέρα από παντού κι ένα μικρό κουζινάκι, ήταν όλοι κι όλοι οι χώροι του. Τα παλιά και σκοροφαγωμένα έπιπλα θύμιζαν στον Λάμπρο μια άλλη εποχή, μια εποχή που δεν είχε ζήσει, μα είχε ακούσει πολλές ιστορίες για εκείνη.
Ο Φάνης ήταν τριαντάρης, μεροκαματιάρης και οικογενειάρχης. Άνθρωπος με όνειρα, τα οποία του στέρησαν όταν τον προξένεψαν και τον πάντρεψαν, με το έτσι θέλω, με την Γιάννα. Εκείνη ήταν πιο μικρή. Γέννησε το πρώτο παιδί στα δεκαοχτώ και το δεύτερο στα είκοσι δύο. Ήταν μια μυστήρια γυναίκα, λιγομίλητη, με ένα ύφος μόνιμα βλοσυρό και πολύ άσχημο στόμα όταν την έπιανε το ανάποδο. «Ότι της λείπει σε μπόι το χει σε γλώσσα» είχε πει κάποτε ο Φάνης στον Λάμπρο.
Δούλευαν μαζί σε μια φάμπρικα, λίγο έξω απ’ την πόλη. Εκεί γνωρίστηκαν. Φίλους δεν τους έλεγες, μα έπιναν κανένα τσιπουράκι πού και πού. Δεν ήταν η πρώτη επιλογή του Λάμπρου, ούτε η καλύτερη, αλλά η μοναδική. Απ’ όλο τον κόσμο που γνώριζε, μόνο ο Φάνης είχε παιδιά και μόνο σ’ εκείνον μπορούσε να εμπιστευτεί την μικρή του. Σ’ εκείνον τον γαλήνιο άνθρωπο, που δεν κατάφερνε να τον εκνευρίσει τίποτα.
Αν και η Γιάννα δεν συμπαθούσε ούτε τον Λάμπρο, ούτε την γυναίκα του, μόλις άκουσε πως εξαφανίστηκε η Μελίνα, πήρε την μικρή στην αγκαλιά της και τους έδιωξε με συνοπτικές διαδικασίες απ’ το σπίτι. «Χάιντε! Πάτε να την βρείτε την κοπέλα! Κανόνισε κακομοίρη Λάμπρο, να μάθω ότι της έκανες κάτι! Θα σε φάω ζωντανό!» τους είπε, ενώ τους έσπρωχνε για να φύγουν απ’ το σπίτι.
Άναψε τσιγάρο ο Λάμπρος μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο κι ύστερα έβαλε μπροστά. Κάθισε συνοδηγός ο Φάνης, που ήθελε ν’ ανοίξει την κουβέντα, αλλά δεν ήξερε πώς. Όλο το βράδυ γύριζαν την πόλη, αμίλητοι. Κάπου – κάπου σταματούσαν, χτυπούσαν κάποιο κουδούνι, ρωτούσαν κι ύστερα έφευγαν απογοητευμένοι για να συνεχίσουν την αναζήτησή τους. Πήρε να χαράξει κι ο Λάμπρος ήταν ακόμη στον δρόμο.
«Θα γυρίσει ρε πασά μου» μουρμούρισε ο Φάνης, όταν κάθισαν σ’ ένα πατσατζίδικο να φάνε κάτι για να ισιώσει το στομάχι του Λάμπρου, που κόντευε να τρυπήσει απ’ το άγχος.
«Ρε; Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Παράτησε το μωρό στο σπίτι κι έφυγε. Μ’ άφησε αυτό κι έφυγε» του απάντησε εκείνος νευριασμένα, καθώς του έδινε το σημείωμα που είχε βρει στο ψυγείο.
«Κάτι έγινε ρε Λάμπρο και δεν μπόρεσε να σ’ ενημερώσει αλλιώς…»
«Κάτι κακό έγινε, Φάνη…»
«Μην σκέφτεσαι έτσι. Μην τα σκέφτεσαι αυτά…»
«Δυόμισι χρόνια την ζω την Λίνα…» έκανε ο Λάμπρος, μα τον διέκοψε το γέλιο του Φάνη.
«Είσαι πολύ μικρός ακόμα, Λάμπρο. Πολύ μικρός φίλε μου. Έχουν να δουν πολλά ακόμη τα μάτια σου και ν’ αντέξει πολλά η δόλια η ψυχή σου. Εδώ θα είμαστε και θα τα λέμε σε καμιά εικοσαριά χρόνια» είπε ο Φάνης κι ύστερα τον τράκαρε τσιγάρο. Το άναψε κι έπειτα παρατήρησε για λίγο τον ταβερνιάρη που καλαμπούριζε με τους παράταιρους πελάτες. Κούνησε μερικές φορές το κεφάλι σκεφτικά, σαν να προσπαθούσε να διώξει τις σκέψεις του. «Θα την βρούμε. Μην αγχώνεσαι» μουρμούρισε.
«Πουθενά δεν είναι. Σαν ν’ άνοιξε η γη και την κατάπιε. Είναι και τα γενέθλια της μικρής σήμερα. Είχαμε κανονίσει…»
«Βρε, αυτό σε νοιάζει; Το τι κανόνισες;»
«Αυτό με φοβίζει. Τόσες ετοιμασίες κάναμε, τόσα σχέδια είχαμε και η Μελίνα χάθηκε. Αυτό με φοβίζει. Δεν χάνονται έτσι οι άνθρωποι που έχουν σχέδια ρε Φάνη».
«Γύρνα σπίτι Λάμπρο και πέσε για ύπνο. Θα την βρούμε την Λίνα. Μη φοβάσαι».
Αυτό έκανε ο Λάμπρος. Γύρισε σπίτι με την κόρη του, την έκανε μπάνιο, την τάισε, έπαιξε μαζί της όλο το πρωί κι ύστερα την έβαλε για ύπνο. Κάθισε στην μικρή κουζίνα και άρχισε να καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Είχε πει στους πάντες πως η γυναίκα του είχε χαθεί και ότι την έψαχνε. Είχε κινητοποιήσει κόσμο. Καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα κι όσο περνούσαν οι ώρες, τόσο εκείνα πύρωναν και σφήνωναν μακάβριες ιδέες στο μυαλό του.
Τα μαντάτα ήρθαν το βράδυ. Την είχαν βρει κάτω από μία γέφυρα, σε ένα προάστιο της πόλης. Στο χέρι της κρατούσε το κομμάτι απ’ το γυαλί που χρησιμοποίησε για να κόψει τις φλέβες της. Νέκρωσε το βλέμμα του Λάμπρου στο άκουσμα των νέων. Πάγωσε το πρόσωπό του. Δεν ήξερε τι να εκφράσει και πώς να το εκφράσει. Δεν ήθελε να το πιστέψει. Έπρεπε να γίνει η κηδεία της, να επιστρέψει στο σπίτι και να κοιτάξει τις φωτογραφίες τους που υπήρχαν στο σαλόνι, για να ξεσπάσει. Με την μικρή στην αγκαλιά, πήρε τους δρόμους. Βρήκε ένα περίπτερο κι αγόρασε μπύρες. Γύρισε στο σπίτι κι άρχισε να πίνει. Ούτε αυτές μπορούσαν να του κάνουν τίποτα.
Φοβήθηκαν οι γνωστοί κι οι συνάδελφοι, όταν συνειδητοποίησαν, τρεις μέρες μετά την κηδεία της Λίνας, ότι ο Λάμπρος δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Πήγαν και του χτύπησαν την πόρτα κάποιοι από αυτούς, μόνο και μόνο για να αντικρίσουν τα κομμάτια ενός ανθρώπου που επέλεξε να καταρρεύσει σιωπηλά, μακριά απ’ τα βλέμματα του κόσμου. Την έβγαζε με καφέδες και τσιγάρα ο Λάμπρος. Δεν μιλούσε σε κανέναν. «Καλά είμαι» απαντούσε όταν τον ρωτούσαν πώς είναι. Κανείς δεν του είπε ότι άρχιζε να χάνει το μαλλί του.
Παραιτήθηκε απ’ την δουλειά και από την ζωή του. Αν δεν είχε την κόρη του, ίσως να προέβαινε κι εκείνος στο απονενοημένο διάβημα. Το σκεφτόταν κάθε μέρα, κάθε στιγμή που του έλειπε η Λίνα, κάθε βράδυ που έψαχνε να βρει την αιτία και την αφορμή, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει. Είδε κι απόειδε ο Φάνης και πήγε απ’ το σπίτι να τον φοβερίσει. Έπαιξαν ξύλο εκείνο το βράδυ. Απ’ το ξύλο το δρομίσιο, το άηχο, που δεν γλυτώνει κανείς από τους συμμετέχοντες. «Είσαι υποχρεωμένος να ζήσεις για το παιδί σου, αυτό το καταλαβαίνεις ρε;» του ‘χε φωνάξει ο Φάνης, όταν ο Λάμπρος κατάφερε να τον γονατίσει. Τον παράτησε στο πάτωμα κι έπιασε μια πολυθρόνα. Έβαλε τα κλάματα. «Δεν αντέχω… Δεν μπορώ…. Έχασα την Λίνα και μαζί της έχασα και τον κόσμο…»
«Και;» του φώναξε ο Φάνης.
«Δεν έχει νόημα τίποτα».
«Πόσος καιρός πάει που έπιασες δουλειά στο εργοστάσιο; Κάνας χρόνο; Ενάμισης;»
«Που κολλάει αυτό ρε;»
«Πόσος καιρός πάει, Λάμπρο;»
«Τότε που ‘μαθα πως η Λίνα ήταν έγκυος. Ένας χρόνος και κάτι μήνες».
«Ετοιμαζόμουν να μπαρκάρω τότε».
«Και;»
«Ήρθε το παιδί και δέθηκαν τα χέρια μου. Έπεσαν όλοι να με φάνε. Να κάτσω εδώ, να μην παρατήσω γυναίκα και παιδιά, να σκύψω το κεφάλι, να, να, να, να… Ξέρεις ποιό είναι το πιο αστείο; Έχω να κοιμηθώ με την γυναίκα μου κοντά τέσσερα χρόνια» είπε κοφτά ο Φάνης κι ύστερα σηκώθηκε απ’ το πάτωμα κι έκανε να φύγει απ’ το σπίτι.
«Φάνη, κάτσε» είπε ο Λάμπρος, δείχνοντάς του μια πολυθρόνα.
«Τι να καθίσω να κάνω; Να σου αλλάξω γνώμη; Μικρέ, το κορίτσι έχει μια ζωή μπροστά του. Εμείς κλείσαμε ρε. Κατεβάσαμε ρολά. Πώς αλλιώς να στο πω; Τα παιδιά δεν φταίνε. Νομίζεις ότι μου είναι εύκολο να σηκώνομαι κάθε μέρα για να πάω να λιώνω το κορμί μου στο μεροκάματο, για να ταΐζω το παιδί κάποιου άλλου, το οποίο η Γιάννα, μόνη της, εντελώς εγωιστικά, αποφάσισε να κάνει για να με κρατήσει εδώ, για να μην φύγω στα καράβια; Όχι, φίλε μου. Υπάρχουν μέρες που γυρνάω τόσο λιώμα στο σπίτι, που πραγματικά θέλω να πάρω τα παιδιά και να φύγω. Αλλά μ’ έφαγαν, βλέπεις, οι τύψεις και το τι και αν θα πει κάτι ο κόσμος! Σε ποιον να γυρίσω, ρε, και να πω γι’ αυτό το ξεφτιλίκι; Σκύβω το κεφάλι, Λάμπρο! Σκύβω το κεφάλι κάτω και συνεχίζω. Θέλεις να το καταλάβεις; Καλώς. Δεν θέλεις; Κακό του κεφαλιού σου!» είπε μονοκοπανιά ο Φώτης πριν φύγει για τα καλά απ’ το σπίτι.
Σάστισε ο Λάμπρος, που δεν μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό του όλα αυτά που άκουσε. Κοίταξε το σπίτι σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά. Άρχισε να ηρεμεί, να πέφτει η θερμοκρασία του και να πονάει το κορμί του. Συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να στραφεί πουθενά για βοήθεια. Οι παλιοί του συμφοιτητές τον είχαν ξεγράψει απ’ τον καιρό που έμπλεξε με την Λίνα και παράτησε το πανεπιστήμιο. Οι γονείς του το ίδιο. Τα παιδιά στο εργοστάσιο μουρμούριζαν μεταξύ τους, τον έβγαζαν τρελό και παλαβό, μπεκρή που δεν κατάφερνε να ξεπεράσει τον χαμό της γυναίκας του. Έφταναν, ακόμη, στο σημείο να λένε πως θα τον σκότωνε το πιοτί κι ότι θα ‘παιρνε και το παιδί στο λαιμό του. «Να κοιτάς μπροστά. Θάρρος, Λάμπρο…» άκουσε μια ξεχασμένη φωνή στο πίσω μέρος του μυαλού του και ταξίδεψε μακριά. Σε μια εποχή που τίποτα δεν είχε νόημα και, ταυτόχρονα, τα πάντα ήταν σημαντικά. Σε μια σκηνή που τον μάθαινε ποδήλατο ο παππούς του. Στα συναισθήματά του. Στον φόβο, που δεν ήξερε πώς να ξεπεράσει.
Θολές και αποσπασματικές ήταν οι αναμνήσεις του. Θυμόταν ακόμη τα περιβόλια που υπήρχαν στην πόλη, εκεί που είχαν πια χτιστεί πολυκατοικίες. Θυμόταν και τον μπαχτσέ του παππού του, τις κότες, τα ζαρζαβατικά και τις αχλαδιές. Θυμόταν και τον άδειο χωματόδρομο που έμαθε ποδήλατο. Θυμόταν τον παππού του, όταν ήταν νεότερος και τον μεγάλωνε. Τους γονείς του που πάντοτε ήταν απόντες. Θυμόταν εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα στον ήρεμο δρόμο, τους γείτονες που ήξερε όλους με το όνομα· περίεργους ανθρώπους που έπιαναν το μασλάτι, παρέα με καφέ στα πεζοδρόμια της γειτονιάς. Θυμόταν την στιγμή που κατάφερε να ισορροπήσει μόνος του πάνω στο ποδήλατο και το άσχημο πέσιμο που έκανε, όταν γύρισε να κοιτάξει τον παππού του. Θυμόταν τις λέξεις. «Θάρρος, Λάμπρο» ψιθύρισε στον εαυτό του. Παράτησε το σαλόνι και πήγε στο δωμάτιο της κόρη του.
Η μικρή κοιμόταν γαλήνια στην κούνια της. Ένα αχνό χαμόγελο είχε σχηματιστεί στο προσωπάκι της. «Ίδια η μαμά σου. Και η Λίνα χαμογελούσε στον ύπνο της» σχολίασε ο Λάμπρος, ενώ την σκέπαζε. Άλλαξε πλευρό η μικρή και τίναξε το κουβερτάκι από πάνω της. «Τίποτα δεν σου άφησε, Μελίνα» είπε κι ύστερα συνειδητοποίησε τι έπρεπε να κάνει.
Ο παππούς του Λάμπρου, Λάμπρος κι εκείνος, έμενε σ’ ένα νεοκλασικό, διώροφο με μεγάλο κήπο, από τότε που είχε βγει στην σύνταξη. Μόνος και ξεχασμένος απ’ τα παιδιά και τα εγγόνια του, ασχολιόταν όλη την μέρα με τις τριανταφυλλιές του. Γεωπόνος ήταν, απ’ τους εμπειρικούς. Κάποτε ήταν το επάγγελμά του και έτσι έβγαζε τα προς το ζην. Άλλοι έλεγαν πως έβγαλε λεφτά στην χούντα, άλλοι πως βρήκε λίρες κι άλλοι πως κέρδισε το λαχείο. Τίποτα απ’ αυτά δεν ίσχυε. Προίκα της γυναίκας του ήταν το σπίτι, όπως και μερικά ακόμη. Ήταν το μόνο που δεν κατάφεραν τα παιδιά του να τον πείσουν να τους γράψει, πριν ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους. Γι αυτό το σπίτι, του έκοψαν την καλημέρα. Ήταν πιτσιρικάς ο Λάμπρος τότε, μα ακόμη θυμόταν εκείνους τους καυγάδες και τον τρόπο που μιλούσε ο πατέρας του για τον παππού. «Το ‘γραψε στην αδερφή μου ο κωλόγερος, κατάλαβες;» φώναξε και ξαναφώναζε ο πατέρας του Λάμπρου για το νεοκλασικό, για χρόνια ολόκληρα.
Ποτέ δεν είχε πάει να το δει ο Λάμπρος. Μόνο την διεύθυνση ήξερε κι αυτό, γιατί την είχε ακούσει απ’ τον πατέρα του. Πήρε το αυτοκίνητο και την μικρή, το επόμενο πρωί, και πήγε από εκεί. Βρήκε τον παππού να σκαλίζει τις τριανταφυλλιές. Ντρεπόταν να του μιλήσει. Είχε να τον δει κοντά δεκαπέντε χρόνια. Ούτε στον γάμο δεν τον είχε καλέσει, γιατί δεν ήθελε ο πατέρας του. Βέβαια, μάλωσε ύστερα με τον πατέρα του, γιατί δεν ήθελε ούτε τον γάμο. Τον είχαν κουράσει τα οικογενειακά, γι αυτό έκανε στον πατέρα του, αυτό που έκανε κι εκείνος στον δικό του. Του έκοψε την καλημέρα.
Χάζευε τον γέρο που σκάλιζε τους θάμνους και σιγοσφύριζε μια πολύ γνώριμη μελωδία για τον Λάμπρο. Η μικρή, στην αγκαλιά του, κοίταζε γύρω της το ολοκαίνουριο, για εκείνη, τοπίο. Κοίταζε μαζί κι ο Λάμπρος εκείνο το διώροφο σπίτι με το γκαζόν, τις τριανταφυλλιές και τα μαύρα κάγκελα που πλαισίωναν τον κήπο του. Κάποια στιγμή, ο γέρος σήκωσε το κεφάλι του και τον είδε. Μισόκλεισε τα μάτια. Χαμογέλασε. Έσκυψε ξανά το κεφάλι και κοίταξε το φυτό. «Έλα μέσα παιδί μου» έκανε με βραχνή φωνή κι ο Λάμπρος πέρασε την σιδερένια πόρτα της περίφραξης.
«Πόσα χρόνια έχω να σε δω εσένα ρε μπαγάσα;» ρώτησε ο γέρος, χωρίς να πάρει το βλέμμα του απ’ την τριανταφυλλιά.
«Δεκαπέντε; Κάπου εκεί» ψέλλισε ο Λάμπρος.
«Μια σταλιά μπόμπιρας ήσαν. Έτρεχες πάνω – κάτω στο παλιό το σπίτι, με τα κοντά τα παντελόνια και το ποδήλατο. Όλη μέρα μ’ ένα ποδήλατο. Για δες… Τώρα έγινες πατέρας. Τώρα ξεκινά η πραγματική ζωή, παιδί μου» μονολόγησε ο γέρος κι ύστερα σηκώθηκε. Πήγε προς το μέρος τους και κοίταξε την μικρή. «Το πρώτο μου δισέγγονο» έκανε ψιθυριστά κι ύστερα στράφηκε στον Λάμπρο. «Πώς την λες;»
«Δεν την βαφτίσαμε ακόμη, παππού. Δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σ’ ένα όνομα με την γυναίκα».
«Μελίνα να την πεις. Έχει τα μάτια της γυναίκας σου. Τέτοια μάτια εμείς στο σόι, δεν είχαμε. Ένα κομμάτι της ζει μέσα σε τούτη τη μικρή. Να της δώσεις τ’ όνομά της, να αναπαυθεί η ψυχή της. Να σε προσέχει. Έτσι λέγανε οι παλιοί» έκανε ο γέρος κι ο Λάμπρος είδε την μικρή να τεντώνει τα χέρια της προς το μέρος του παππού. «Θες αγκαλιά απ’ τον παππού, μάτια μου;» ρώτησε την μικρή ο Λάμπρος καθώς την έδινε στον γέρο.
«Καλοτάξιδη να ‘σαι κόρη μου, να περπατάς με βήμα σταθερό και να σηκώνεσαι όταν πέφτεις» μουρμούρισε ο γέρος στην μικρή που του χαμογέλασε. «Να πιούμε ένα καφέ, Λάμπρο;»
«Να πιούμε ρε παππού».
«Άιντε… Άιντε πάμε μέσα να μου τα πεις και τα δικά σου» έκανε εκείνος, βάζοντάς τους στο σπίτι απ’ την πλαϊνή πόρτα, την πόρτα της κουζίνας.
«Ο πεθερός μου ήταν έμπορας…» άρχισε την αφήγηση ο γέρος, καθώς γέμιζε δυο παλιά μπρίκια με καφέ και νερό. «…Καπάτσος άνθρωπος, σκληρός, απ’ άλλη εποχή» συνέχισε, πηγαίνοντας προς τη σόμπα που σιγόκαιγε. Άνοιξε την πόρτα της κι έχωσε τα μπρίκια μέσα στην θράκα. «Όταν έκλεψα την γιαγιά σου απ’ το σπίτι, γιατί δεν μου την έδινε· βλέπεις εγώ ήμαν μπατιράκι κι ο Γιώργης ο Ραζής είχε άλλες βλέψεις για την δυχατέρα του· σκύλιασε. Έβαλε άτομα να με βρούνε. Πάνε κοντά εξήντα χρόνια κι ακόμα του το κρατάω του κερατά. Φύγανε απ’ την Προύσα οι Ραζήδες, άρον των άρον, γιατί είχε πιάσει κώτσο έναν τούρκο ο πεθερός μου. Ήρθαν εδώ το δεκαεννιά. Μια ηλικία ήμασταν με την γιαγιά σου και από μυαλά…. Δεν μας σταματούσε τίποτα. Μόνο όταν κατάλαβε ο Ραζής, πως για να μας χωρίσει έπρεπε να μας σκοτώσει, σταμάτησε και σήκωσε λευκή παντιέρα. Ήθελε να μας κάνει ανθρώπους, να μας δώσει σπίτια, να μας δώσει προίκα, να μας βοηθήσει. Αρβανίτικο κεφάλι η Βιργινία μου. Δεν την έκανε ζάφτι κανένας, μήτε κι εγώ. Ήρθε το παιδί, δώσαμε το όνομα του πατέρα της, ο δικός μου δεν ήθελε να τ’ ακούσει. Το ‘χαν σε κακό οι δικοί μας, να βγάλουν τ’ όνομα ζωντανού. Μας έγραψε το ένα σπίτι για να ζούμε πιο άνετα. Στον πατέρα σου δηλαδή. Εμείς δεν το δεχόμασταν. Μετά ήρθε ο γερμανός και ο εμφύλιος. Τα ‘βγαλε πέρα ο Ραζής με πλιάτσικο. Εκεί τα σπάσαμε. Τον ένα τον αδερφό τον έχασε η Βιργινία στον συμμοριτοπόλεμο, τον έφαγαν οι κομμουνιστές. Ο άλλος έφυγε γι Αυστραλία και μήτε που ξαναμάθαμε νέα του. Όταν πέθανε ο πεθερός μου, τα άφησε όλα σ’ εμένα, σαν κεφαλή της οικογενείας, με διαθήκη. Δεν ήθελε η Βιργινία μου να φύγουμε απ’ το σπίτι μας. Ούτε κι όταν έφυγαν τα παιδιά, ούτε κι όταν ήρθαν τα εγγόνια…»
Ο ήχος του καφέ που χυνόταν πάνω στα κάρβουνα, ήταν αυτό που έβγαλε τον γέρο απ’ τις σκέψεις του και διέκοψε την αφήγησή του. Βλαστήμησε και σηκώθηκε βιαστικά. «Η γιαγιά σου είχ’ ένα τρόπο να τον ψένει έτσι και να μην της χύνεται ποτέ. Εγώ δεν το κατάφερα» έκανε ο γέρος την ώρα που έβγαζε τα μπρίκια απ’ την θράκα. Γέμισε δυο φλιτζάνια και τα άφησε πάνω στο βαρύ τραπέζι της κουζίνας. Ξέπλυνε τα μπρίκια βιαστικά κι ύστερα επέστρεψε στην θέση του και την ιστορία του.
«Παλέψαμε με την Βιργινία. Και με την βροχή παλέψαμε, και με τ’ αγιάζι, και με τα λίγα τα λεφτά και με την πείνα. Ο πεθερός μου δεν μας άφησε ποτέ ξεκρέμαστους, αλλά όσο μπορούσαμε να παλέψουμε μόνοι μας, δεν δεχόμασταν βοήθεια. Δεν τα θυμάται αυτά ο πατέρας σου. Ήτανε μικρός. Άιντε ρώτα τον πο’ ‘βαζε κουβάδες η γιαγιά σου στον οντά, για να μαζεύει το βροχόνερο πο’ ‘μπαζαν τα κεραμίδια. Ρώτα τον αν θυμάται που κράταγε την στάχτη απ’ το τζάκι για να πλένει τα ρούχα. Ρώτα τον αν θυμάται π’ ανεβαίναμε στην σκεπή και μπαλώναμε τις τρύπες και την αδερφή του που μας κοίταζε με φόβο, μη τυχόν και πέσουμε…»
«Δεν μιλάω πια μαζί του, παππού».
«Ναι… Έγινε καρδιοχειρουργός ο Γιώργης ο Λάμπρου, βλέπεις, και τα ξέχασε αυτά. Μεγαλοπιάστηκε με την δικηγόρο και την περιουσία του παππού του. Έγινε κυρία της καλής κοινωνίας η θεια σου η Μαριώ, το ‘κανε Μαίρη, τρομάρα της. Π’ αν ζούσε η Βιργινία μου, θα τα ‘πιανε και τα δυο και θα τα σακάτευε με την ζωστήρα…» έκανε με πικρία ο γέρος.
«Γι αυτό μάλωσα μαζί του. Σκοτωθήκαμε για τον γάμο, σκοτωθήκαμε για την γυναίκα, ήθελε να χωρίσω, να ακολουθήσω το επάγγελμά του, να… Βαρέθηκα ρε παππού».
«Ήθελε, ποιος ντε, ο Γιώργης, που ποτέ δεν έχεσε με δικό του κώλο, να σε βάλει στον ίσιο δρόμο; Περίμενε σεβασμό απ’ το παιδί του, όταν δεν σεβάστηκε ποτέ τους γονείς του; Ξύπνιος είναι ο Γιώργης, μα και χαζός. Άμα δε τον έκοβε, θα ‘χε μπλέξει με κάποια που θα τον είχε για να του τα μασάει και μέχρι εκεί. Αλλά κι η μάνα σου, παιδί μου, τα ίδια σκατά είναι. Σε γηροκομείο τον άφησαν να πεθάνει τον συμπέθερο, παρατημένο. Περιμένεις προκοπή από τέτοιους ανθρώπους;»
Μαύρισε η καρδιά του Λάμπρου από εκείνη την ερώτηση, γιατί είχε έτοιμη την απάντηση. «Τα ίδια δεν σ’ έκαναν κι εσένα; Να βρεις καλή νύφη, να ακολουθήσεις το επάγγελμα του πατέρα σου, να σέβεσαι, να κάνεις παιδί και να τους βγάλεις τ’ όνομα, για να καμαρώνουν σα τα γύφτικα τα σκεπάρνια. Να ‘βγουνε στην σύνταξη και να μεγαλώσουν εγγόνι, γιατί παιδί δεν μεγάλωσαν. Ευτυχώς… Ευτυχώς που σε μεγάλωσε η γιαγιά σου η Βιργινία και πήρες αρχές».
Βούρκωσε ο Λάμπρος κι άρχισε να κουνάει το κεφάλι. «Τα ‘μαθα, παιδί μου. Όλα τα μαθαίνω. Και για το γάμο έμαθα, και για το πανεπιστήμιο έμαθα και για την γυναίκα σου· ο Θεός να αναπαύσει την ψυχούλα της δόλιας της γυναίκας. Να ‘ν’ καλά η μακαρίτισσα η γιαγιά σου π’ ανακατεύονταν μ’ όλο τον κόσμο κι είχε γνωστούς παντού. Με βρήκε την Κυριακή ο παπάς που σας πάντρεψε, είχα πάει να καθαρίσω το μνήμα της Βιργινίας, και μου το ‘πε…»
«Άγιος άνθρωπος η γιαγιά. Δεν μ’ άφησαν να έρθω στην κηδεία…» απολογήθηκε μ’ ένα πνιχτό λυγμό ο Λάμπρος.
«Το ξέρω παιδί μου. Έφαγαν, τα σκυλιά τα μαύρα, ό,τι μπόρεσαν κι ύστερα ήθελαν κι άλλα. Κράτησα δυο χτήματα για τις ξαδέρφες σου και τούτο δω για σένα, γιατί ξέρω πως τα παιδιά μου, κάποια στιγμή, θα μείνουνε στον άσσο και θα σας κάνουν να παλέψετε πολύ περισσότερο απ’ όσο παλέψαμε εμείς με την γιαγιά σου. Τα χρόνια μου έχει τούτο δω και δες το, ακόμη κρατιέται όρθιο».
«Πόσο χρονών είσαι ρε παππού;»
«Ογδόντα δυο» έκανε με περηφάνια ο γέρος. «Γεννηθείς το 1899. Ο τελευταίος από έντεκα αδέρφια και ο μόνος πο’ ‘χει απομείνει εδώ…».
Ξεράθηκε το στόμα του Λάμπρου κι ήπιε λίγο καφέ. Κοίταξε τον γέροντα που μιλούσε, ενώ ταυτόχρονα έπαιζε με την μικρή, μα δεν έδινε σημασία στις σκέψεις του. Είχε πάει εκεί για να ζητήσει βοήθεια, για να σταθεί στα πόδια του, για να επανεκκινήσει την ζωή του πάνω σε μια διαφορετική βάση, αλλά δεν ήξερε από πού να αρχίσει.
Σαν να διάβασε τις σκέψεις του ο γέρος, έκοψε την αφήγηση και χωρίς να τον κοιτάξει, τον ρώτησε που είχε παρατήσει το πανεπιστήμιο.
«Κάτι λίγα μαθήματα έχω ακόμη, ούτε ένα χρόνο δεν θέλω για να πάρω το πτυχίο» απάντησε κοφτά ο Λάμπρος.
«Και μετά;» έκανε ο γέρος που τα ‘ξερε απ’ τον γιο του, αλλά έκανε πως δεν θυμόταν τίποτε.
«Μετά αγροτικό, ειδικότητα. Ίσως μεταπτυχιακό; Δεν ξέρω. Δεν βγαίνει πια. Πρέπει να γυρίσω και στην δουλειά» μουρμούρισε ο Λάμπρος.
«Βρε κερατά, έφαγες τόσα χρόνια απ’ την ζωή σου και θα τα αφήσεις να πάνε χαμένα; Τίποτα δεν έμαθες; Που ‘ν’ το τσαγανό σου;» έκανε μισογελώντας ο γέρος, προτού αφήσει την μικρή στο πάτωμα.
«Το ‘χασα μαζί με την Μελίνα…»
«Το παράτησες… Περπατάει τούτο ‘δω, Λάμπρο;»
«Όχι, παππού. Σηκώνεται στα πόδια της αλλά πέφτει».
«Και μετά που πέφτει, τι κάνει;» τον ρώτησε χαμογελώντας ο γέρος κι ύστερα τον κοίταξε με αυστηρό ύφος. «Κοίταξέ την. Θα σκαρφαλώσει. Θα πέσει. Θα χτυπήσει. Θα πονέσει. Θα κλάψει. Και μετά ξέρεις τι θα κάνει; Το ίδιο ακριβώς θα κάνει, Λάμπρο. Θα σηκωθεί μόνο και μόνο για να ξαναπέσει, γιατί δεν την νοιάζει το να πέσει, αλλά το να σηκωθεί…»
«Δεν υπάρχουν πλέον λύσεις…»
«Πού μένεις τώρα;»
«Σ’ ένα δυάρι, στο κέντρο…»
«Παν’ και ξενοίκιασέ το, φέρ’ κι ό,τι πράγματα θες εδώ. Το σπίτι είναι μεγάλο. Τέσσερεις κρεβατοκάμαρες έχει. Λουτρό πάνω, λουτρό κάτω. Κουζίνα μεγάλη. Έχω και θέρμανση, πετρέλαιο, αλλά δεν τον μπορώ αυτόν τον διάολο. Με σόμπα και με τζάκι μεγάλωσα, μ’ αυτά και θα πεθάνω…»
«Δεν ξέρω… Δε θέλω να γίνω βάρος…» έκανε ο Λάμπρος δισταχτικά.
«Άιντε, να σε δώσω λεφτά. Τι θα καταλάβεις; Θα τελειώσουν κάποια στιγμή. Και μετά; Άσε την εγγόνα μου εδώ και τράβα και κανόνισε την πορεία σου. Και να βρεις και μια γυναίκα, όταν πατήσεις στα πόδια σου και θρηνήσεις όσο πρέπει την μάνα της. Δεν μεγαλώνουν τα παιδιά χωρίς γυναίκα. Η μάνα της έφυγε. Αυτό πρέπει να καταλάβεις. Όπως έφυγε κι εμένα η Βιργινία μου κι έμεινα πίσω να κρατάω τα μπόσικα».
«Εσύ γιατί δεν βρήκες γυναίκα ρε παππού;» αστειεύτηκε ο Λάμπρος.
«Γιατί, παλικάρι μου, εγώ ήμαν εβδομήντα τέσσερα όταν έχασα την γυναίκα μου. Δεν ήμαν παιδί ακόμα. Είχα κλείσει τον κύκλο μου από πολύ πιο πριν».
«Σίγουρα να έρθω;» ρώτησε ο Λάμπρο.
«Άιντε πάνε σο’ λέω. Έπρεπε να ‘χεις έρθει καιρό πιο πριν, αλλά πο’ εσύ; Πήρες πατήματα απ’ τον πατέρα σου. Άιντε Λάμπρο παιδί μου, τράβα. Καμία πόρτα δεν κλείνει αν δεν την κλείσεις εσύ. Έτσι μ’ είχε πει κάποτε ο πεθερός μου».
Έτσι κι έγινε. Κουβάλαγε ο Λάμπρος, όλη τη μέρα, πράγματα απ’ το σπίτι και τα έστησαν στον πάνω όροφο, σ’ ένα κλειστό δωμάτιο. Το καθάρισαν και το αέρισαν. «Θα το βάψουμε μόλις ανοίξει λίγο ο καιρός» είπε ο γέρος στον Λάμπρο όταν, βράδυ πια, κάθισαν στην βεράντα του πάνω ορόφου να πιουν ένα κρασί.
«Να ‘σαι καλά ρε παππού…» μουρμούρισε ο Λάμπρος που κοίταζε από ψηλά τον κήπο.
«Καλά θα ‘μαι παλικάρι μου. Σ’ είπα, εμείς τον κύκλο μας τον κλείσαμε. Οι γονείς μας έφυγαν, τα παιδιά μας παντρεύτηκαν, είδαμε κι εγγόνια, εγώ είδα και δισέγγονο, η Βιργινία μου δεν πρόλαβε. Την ταλαιπώρησε το χτηκιό. Τι να τα κάνω εγώ; Να τα ‘χω να τα χαίρομαι και να ξέρω πως τα εγγόνια μου πεινάνε;»
«Δεν είν’ έτσι…»
«Άιντε Λάμπρο, έτσι είναι. Που ‘ν’ ο πατέρας σου τώρα, στα δύσκολα, που έθαψες γυναίκα κι έμεινες μόνος με παιδί; Ήρθε σε βρήκε; Σε έπιασε; Σου μίλησε; Βοήθησε;»
«Όχι» έκανε κοφτά ο Λάμπρος.
«Ούτε στην κηδεία δεν πάτησε ο κερατάς. Τα έμαθα, μο’ τα πρόλαβ’ ο παπάς. Ούτε τους νεκρούς δεν σέβεται πια ο γιος μου. Άιντε μην τα σκέφτεσαι, πάνε, περάσανε, έτσι είναι, για να φεύγουν και να έρχονται. Κι αν ποτέ ξανάρθουν, δεν θα ‘ν’ τα ίδια. Άλλα θα ‘ναι. Κι άμα δεν έρχοσαν εσύ, θα έρχομαν εγώ στα σαράντα της. Το ‘χα πάρει απόφαση. Ήξερα ότι θα σε παρατήσουν…»
Λύγισε ο Λάμπρος κι άρχισε την αφήγηση. Δεν τον ένοιαζε πια για την μάνα του και τον πατέρα του, ούτε για τα πεθερικά του, που ούτως ή άλλως δεν είχε σχέση. Η Μελίνα τον έκαιγε, που τον είχε αφήσει μόνο του να παλέψει για να τα βγάλει πέρα. Έπιασε την ιστορία απ’ το σημείο που την γνώρισε στην σχολή. Άφηνε μαλλιά τότε, για να πάει κόντρα στους γονείς του.
Απ’ την πρώτη μέρα στην σχολή την είχε παρατηρήσει. Τον γοήτευσε το ξανθό κορίτσι με τις μπούκλες και τα γαλανά μάτια, που έμοιαζε πάντοτε σκεφτική και λυπημένη. Ήταν τόσο απόμακρη η Μελίνα, που κάθε φορά που έβρισκε το θάρρος να της μιλήσει ο Λάμπρος, κάτι γινόταν και έκανε πίσω την τελευταία στιγμή. Θυμόταν, χαρακτηριστικά, μια φορά που της είχε κλείσει το μάτι κι εκείνη τον είχε κοιτάξει μ’ ένα τέτοιο βλέμμα, που απ’ την τρομάρα του σκόνταψε κι έπεσε.
Πέρασαν χρόνια κι ο Λάμπρος συνέχιζε να ελπίζει ότι κάποια στιγμή θα γνώριζε εκείνο το κορίτσι. Δεν κατάφερε να την βγάλει ποτέ απ’ το μυαλό του. Ήρθε ο χειμώνας της πρώτης ρήξης με τον πατέρα του και η φυγή μέσα στην νύχτα. Ήρθε εκείνος ο καυγάς για την καριέρα του και την μετέπειτα πορεία του.
«Άμα δεν γουστάρεις, κύριος, τα μπογαλάκια σου κι έξω απ’ το σπίτι!» του ‘χε φωνάξει ο πατέρας του, που σχεδίαζε την ζωή του Λάμπρου σαν να ήταν η δική του. Αυτό ακριβώς έκανε ο Λάμπρος. Πήρε μερικά ρούχα κι έφυγε απ’ το σπίτι.
Ήτανε πεισματάρης από μικρός. Ποτέ δεν το έβαλε κάτω. Έπρεπε να πάει η μάνα του και να τον βρει στην σχολή, να τον παρακαλέσει να ζητήσει μια συγνώμη απ’ τον πατέρα του και να γυρίσει στο σπίτι. Κροκοδείλια ήταν τα δάκρυά της, μα ο Λάμπρος δεν το κατάλαβε. Γύρισε πίσω και για λίγο καιρό ήταν όλα καλά. Μέχρι που ο πατέρας του άρχισε το ίδιο τροπάρι κι ο Λάμπρος έφυγε για δεύτερη φορά απ’ το σπίτι, οριστικά και αμετάκλητα.
Έτρεχε η ζωή του Λάμπρου κι εκείνος δεν την προλάβαινε. Απ’ το μεροκάματο στο σπίτι κι από ‘κει στην σχολή. Έλεγε πως προλάβαινε τα πάντα. Έβαλε την σχολή για λίγο στην άκρη, θέλοντας να πατήσει στα πόδια του και να κάνει μια μικρή καβάτζα. Πήγε ένα εξάμηνο πίσω. Τα έφερε όλα όπως ήθελε να του έρθουν. Έμεινε μόνος. Δέκα φορές πήγε να τον βρει η μάνα του για να τον πείσει να γυρίσει σπίτι, δέκα φορές της είπε όχι. Μέχρι που του έριξε ανάθεμα κι εκείνος, γελώντας, την παράτησε στη μέση του δρόμου κι έφυγε.
Πυρετώδης ήταν εκείνη η εποχή, για τον Λάμπρο που δούλευε και έτρεχε και στην σχολή. Αγχώδεις ήταν και οι μέρες της Μελίνας, που είχε τελειώσει και ξεκινούσε την ειδικότητά της. Το «μαζί» ήταν κάτι που ήρθε μόνο του. Ούτε συζητήθηκε ποτέ, ούτε έγινε κάποια πρόταση. Απλώς εκείνα τα Χριστούγεννα, η Μελίνα δεν γύρισε σπίτι της κι έμεινε στον Λάμπρο. Μέχρι που, μια βδομάδα αργότερα, συνειδητοποίησε πως κυκλοφορούσε με τα ρούχα του και ότι έπρεπε, κάποια στιγμή, να πάει κι απ’ το σπίτι της.
Δεν ήταν προετοιμασμένοι για τον ερχομό του παιδιού, αλλά όταν ήρθε έπρεπε να το αντιμετωπίσουν. Έχασε τον κόσμο κάτω απ’ τα πόδια του ο Λάμπρος, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Έπιασε την μάνα του για να μιλήσουν γιατί ήξερε πως δεν θα τα έβγαζε πέρα και με σχολή και με δουλειά και με παιδί. Κάπως κατάφερε να την πείσει να τους βοηθήσει. Δεν συζητήθηκε ποτέ η έκτρωση. Δεν το σκέφτηκε κανένας απ’ τους δύο. Η Μελίνα ήταν χαρούμενη κι έλεγε σ’ όλο τον κόσμο πως θα γινόταν μητέρα κι αυτό αρκούσε για να φτιάξει την οποιαδήποτε μέρα του Λάμπρου.
Λίγο πριν τον γάμο ξεκίνησαν οι πιέσεις προς τον Λάμπρο, κυρίως απ’ τον πατέρα του. Του έλεγε να χωρίσει και να κοιτάξει την ζωή του. Τρίτη ευκαιρία δεν είχε να δώσει ο Λάμπρος. «Έχεις πεθάνει για μένα!» του φώναξε κάποιο απόγευμα κι ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε απ’ το πατρικό του. Τα ακύρωσε όλα. «Καμία δεξίωση, Λίνα. Εγώ, εσύ και μερικοί φίλοι στην εκκλησία. Αυτό είναι όλο» της είπε όταν γύρισε στο σπίτι κι εκείνη συμφώνησε μαζί του. Έτσι έγινε ο γάμος. Ύστερα ήρθαν τα όνειρα, τα σχέδια, η μικρή και το τέλος της Μελίνας. Ένα τέλος που αρνιόταν να αποδεχτεί ο Λάμπρος.
«Βαριά κουβέντα του ‘πες, μα κι αληθινή. Δεν έχουμε δικαίωμα να χωνόμαστε σε ξένες ζωές» μουρμούρισε ο γέρος σκεφτικά.
«Το εννοούσα και συνεχίζω να το εννοώ».
«Το ξέρω παιδί μου. Κάποια λόγια δεν τα λέμε για να τα πάρουμε ύστερα πίσω. Τα λέμε για να κλείσουμε λογαριασμούς».
Εκείνες τις μέρες, τις μέρες της μετακόμισης, ο Λάμπρος έτρεχε σαν τον παλαβό για να τα προλάβει όλα. Να πουλήσει ό,τι δεν χρειαζόταν, να κλείσει λογαριασμούς, να ξενοικιάσει το σπίτι. Χαμός γινόταν στην ζωή του. Κομμάτια γύριζε στο σπίτι για να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του και να παίξει με την κόρη του. Κάπου εκεί βρήκε και τα ημερολόγια της Μελίνας.
Στην αρχή δεν ήθελε να τα σκαλίσει, μα τον έτρωγε το μέσα του. Έπιασε και τα διάβασε. Οι αναμνήσεις χρόνων που ήταν αποτυπωμένες σε χαρτί μ’ εκείνο τον παράξενο γραφικό της χαρακτήρα, έδωσαν εικόνες στον Λάμπρο που δεν ήθελε να έχει. «Γιατί, ψυχή μου, δεν μου είπες τίποτα;» μουρμούρισε όταν τελείωσε την ανάγνωση κι ύστερα σκούπισε τα δάκρυά του. Ούτε να θυμώσει μπορούσε, ούτε να ζητήσει εκδίκηση. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να παλέψει. Καταχώνιασε τα ημερολόγια σε κάποια ντουλάπα κι έπεσε για ύπνο. Τρεις ώρες κατάφερε να κοιμηθεί. Αξημέρωτα σηκώθηκε και στρώθηκε στο διάβασμα. Έπρεπε να φρεσκάρει τα όσα ήξερε, πριν γυρίσει στην σχολή.
Ο Σεπτέμβρης του ’81 ήταν δροσερός. Η Μελίνα περπατούσε κανονικά και έλεγε λέξεις. Έτρεχε κι έπεφτε στο σπίτι και στον κήπο. Ο Λάμπρος είχε το ένα μάτι στα βιβλία του και το άλλο στο παιδί. Πίστευε πως είχε ξεπεράσει πια τον χαμό της γυναίκας του και πως θα μπορούσε να πάει μπροστά. «Να ‘χει μια μάνα μωρέ Λάμπρο. Σάμπως και θα καταλάβει; Κρίμα είναι, το δόλιο, να μην γνωρίσει μάνα» του έλεγε συνέχεια ο παππούς του κι εκείνος γέλαγε.
«Δεν έπρεπε να τα παρατήσεις. Βασανίζεσαι τώρα» του είπε ο παππούς ένα απόγευμα που καθόντουσαν όλοι μαζί στον κήπο.
«Δεν έβγαινε… Πατέρας απών, πεθερός απών… Κάπως έπρεπε να ζήσουμε…»
«Έχεις σκοπό να την βαφτίσεις; Μεγάλωσε πολύ» μουρμούρισε ο γέρος δείχνοντας την μικρή που καθόταν στο γκαζόν και τους κοίταζε χαμογελώντας.
«Εν καιρώ…»
«Ενάμισι κοντεύει. Άιντε δεν είναι τίποτα. Τυπική διαδικασία».
«Δεν είμαστε τώρα για βαφτίσεις…»
«Δυο άτομα θα πάμε. Βρες και κάποιον να γίνει νονός κι αυτό είναι όλο. Ούτε φαγιά, ούτε τραπέζια, ούτε πανηγύρια».
«Εντάξει» μουρμούρισε ο Λάμπρος κι ύστερα σηκώθηκε απ’ την καρέκλα. Πήρε στην αγκαλιά του την Μελίνα κι εκείνη τον κοίταξε παράξενα. «Θα πάμε βόλτα, μικρή;» ρώτησε χαρούμενα και η Μελίνα χαμογέλασε δείχνοντάς του τα δοντάκια της.
Κανέναν δεν κάλεσε ο Λάμπρος στην βάφτιση της μικρής. Μια τυπική τελετή ήταν, που κράτησε όσο κράτησε κι ύστερα γύρισαν στο σπίτι. Συνέχισαν την ζωή τους με τον ίδιο ακριβώς ρυθμό. Μπήκε ο χειμώνας. Ο Λάμπρος έλειπε περισσότερο και με την μικρή ασχολούνταν κυρίως ο παππούς. Είχε πεισμώσει ο Λάμπρος κι είχε βάλει στόχο να πάρει το πτυχίο του όσο το δυνατό γρηγορότερα. Διάβαζε και κάπνιζε στην κουζίνα. Βράδια ατελείωτα περνούσε με τα βιβλία του. Του γκρίνιαζε συχνά ο παππούς για το ξενύχτι, μα ο Λάμπρος δεν έπαιρνε από λόγια.
«Από τότε που έφυγε η Λίνα δεν μπορώ να κοιμηθώ. Δύο – τρείς ώρες το πολύ. Δεν μου φτάνει ο χρόνος».
«Ξεκουράζεσαι ορέ Λάμπρο;»
«Μια χαρά ξεκουράζομαι».
«Τι να πω παιδί μου; Να το κοιτάξεις. Δεν είναι καλό το να μην κοιμάσαι».
Η ίδια συζήτηση ξανά και ξανά. «Κοιμάται η μικρή για μένα» έλεγε ο Λάμπρος πριν επιστρέψει σ’ ό,τι έκανε.
Ο γέρος βάσταξε μέχρι τα ογδόντα εφτά. Ένα πρωί, απλώς δεν σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι του. Ήταν η χρονιά που θ’ άρχισε το σχολείο η Μελίνα. Η χρονιά που θα τελείωνε την ειδικότητά του ο Λάμπρος.
Τα της κηδείας τα κανόνισε μόνος του. Μάζεψε και τους φίλους του παππού στο σπίτι, για να φάνε και να πιουν ένα καφέ. Αυτό ήταν όλο. Δεν γούσταρε τις φαμφάρες ο Λάμπρος, όπως κι ο παππούς. Δεν ενημέρωσε κανέναν απ’ την οικογένεια, γιατί ήξερε τις αντιδράσεις τους.
Είχε προνοήσει ο γέρος κι είχε κάνει διαθήκη. Άφησε όλη του την περιουσία στον Λάμπρο και ζητούσε, σαν τελευταία επιθυμία, να βοηθήσει τις εγγονές του, αν ποτέ είχαν πρόβλημα. Ήξερε πως ο Λάμπρος δεν θα πατούσε ποτέ τον λόγο του. Ήξερε ότι ήταν άνθρωπος από καλή πάστα.
Της μικρής της κακοφάνηκε στην αρχή που δεν είχε τον παππού της στο σπίτι. Της εξήγησε ο Λάμπρος ότι δεν θα τον ξαναέβλεπε, παρά μόνο σε φωτογραφίες. Της είπε ότι οι άνθρωποι που πεθαίνουν και φεύγουν από δίπλα μας σαν παρουσίες, ζούνε πάντα μέσα μας. Μπερδεύτηκε η Μελίνα. Έπιασαν τη συζήτηση πατέρας και κόρη. Αυτή ήταν η πρώτη φορά και μία απ’ τις λίγες που συζήτησαν ουσιαστικά, εκείνα τα χρόνια.
Την έγραψε σε ιδιωτικό, γιατί ήθελε να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Βρήκε και γυναίκα για να την προσέχει τις ώρες που έλειπε. Ποτέ δεν έβαλε την Μελίνα σε δεύτερη μοίρα, αλλά δεν του έφτανε ο χρόνος. Ήταν πιεσμένος από όλες τις πλευρές, αλλά δεν το έβαζε κάτω. Είχε μάθει στην ζωή του να τραβάει πάντοτε μπροστά.
Κάποιο μουντό απόγευμα του ‘89, όταν γύρισε στο σπίτι, βρήκε την Μελίνα στο σαλόνι, να προσπαθεί να γρατζουνίσει την παλιά του κιθάρα, εκείνη που είχε από χρόνια παρατήσει. Αναστέναξε νοσταλγικά. Κάθισε δίπλα της, χωρίς να μιλήσει. Της έκανε νόημα να του δώσει την κιθάρα. «Sweet child in time…» άρχισε να τραγουδάει ο Λάμπρος και η Μελίνα χάζευε τις κινήσεις των δαχτύλων του, πάνω στις χορδές της κιθάρας. «Το λάτρευε αυτό το κομμάτι η μαμά σου» της είπε ψιθυριστά, όταν τελείωσε να παίζει.
«Θα μου δείξεις;» τον ρώτησε η μικρή, που κοίταζε μελαγχολικά την κιθάρα.
«Θέλεις να μάθεις κιθάρα, μικρή πριγκίπισσα;» ρώτησε ο Λάμπρος χαμογελαστά. Έγνεψε η Μελίνα, κουνώντας πολλές φορές το κεφάλι της. «Εγώ την είχα πάρει έτσι, για το κομμάτι μου, μου έδειξαν και δύο – τρία πράγματα και παραμυθιάζω τον εαυτό μου ότι παίζω. Να πάμε σε ένα ωδείο να ρωτήσουμε, για να μάθεις σωστά και να μην παιδεύεσαι όπως εγώ;»
«Τώρα;» ρώτησε πρόσχαρα η Μελίνα.
«Πάμε και τώρα» της απάντησε ο Λάμπρος, καθώς σηκωνόταν από τον καναπέ.
Έτσι άρχισε να μαθαίνει κιθάρα η Μελίνα. Μια κιθάρα που έγινε η αδερφή που δεν απέκτησε ποτέ και η φίλη που δεν ήθελε να έχει. Ήταν πάντοτε εσωστρεφής, από βρέφος ακόμη. Δεν εξωτερίκευε ποτέ το μέσα της, κυρίως γιατί το φοβόταν. Πίστευε ότι όσα είχε ήταν δικά της και δεν ήθελε να τα μοιράζεται, φοβούμενη πως θα τα έχανε. Ήταν κλεισμένη στον εαυτό της κι άρχισε να εξωτερικεύει, εκείνη την περίοδο, τα συναισθήματά της, στις χορδές τις κιθάρας και τις μελωδίες που, συχνά – πυκνά, έπλαθε μόνη.
«Λίνα» την φώναζε, χαϊδευτικά, ο πατέρας της, όπως φώναζε και την γυναίκα του. Δεν της άρεσε της μικρής το κόψιμο του ονόματος κι όλο και του γκρίνιαζε γι αυτό. Το κατάλαβε ο Λάμπρος και το σταμάτησε. Άρχισε να την φωνάζει έτσι, μόνο όταν ήθελε να της τραβήξει την προσοχή. Τότε, θα ‘ταν έντεκα η Μελίνα. «Λίνα!» της είχε φωνάξει κάποιο βράδυ που βροντούσε την κιθάρα κι εκείνη, μέσα στην βαβούρα που είχε δημιουργήσει, τον άκουσε και του φώναξε πως δεν ήθελε να την αποκαλεί έτσι. Κατέβηκε από το δωμάτιό της στο ισόγειο και κοίταξε το σαλόνι. Ήταν μπερδεμένη εκείνο το διάστημα. Πήγε στην κουζίνα και βρήκε τον Λάμπρο να κάθεται, όπως πάντα, χωμένος μέσα στα χαρτιά του και τις σημειώσεις του, καπνίζοντας αδιάφορα καθώς έψαχνε μέσα στις αμέτρητες σελίδες.
«Μπαμπά;» έκανε δισταχτικά η μικρή.
«Μάτια μου;» απάντησε ο Λάμπρος, χωρίς να της δώσει ιδιαίτερη σημασία.
«Η μαμά… Πώς ήταν η μαμά;» τον ρώτησε δισταχτικά, λίγες στιγμές πριν καθίσει απέναντί του.
«Η μαμά σου…» άρχισε ο Λάμπρος, κουνώντας σκεφτικά το κεφάλι του και χαμογελώντας θλιμμένα. Έσβησε το τσιγάρο του, στο τασάκι που είχε προ πολλού ξεχειλίσει, βιαστικά. Άναψε ακόμη ένα. Κοίταξε την κόρη του στα μάτια. «Η μαμά σου ήταν ένα απίστευτο πλάσμα» της είπε, χαμογελώντας παράξενα. Σηκώθηκε όρθιος. Τον κοίταξε με απορία η μικρή. Βγήκε από την κουζίνα ο Λάμπρος, χωρίς να μιλήσει. Πήγε στο γραφείο του και ανέσυρε από κάποιο ράφι της παραγεμισμένης βιβλιοθήκης, ένα μάτσο φωτογραφίες. Βούρκωσε. Αναθεμάτισε τον εαυτό του. Προσπάθησε να επιβληθεί στο μυαλό του και να σβήσει την θλίψη από μέσα του. Δεν άντεχε να βλέπει τις στιγμές του με την Μελίνα. Είχε συνηθίσει, με τα χρόνια, να βλέπει την κόρη του, που τόσο πολύ έμοιαζε στην γυναίκα του, και να μην θλίβεται. Τις εικόνες, όμως, από τα καλύτερά του χρόνια, δεν είχε το κουράγιο να τις κοιτάζει.
«Έτσι ήταν η μαμά σου» σχολίασε ο Λάμπρος, όταν επέστρεψε στην κουζίνα. Έδωσε τις φωτογραφίες στην μικρή κι ύστερα στάθηκε στον πάγκο της κουζίνας, με την πλάτη ακουμπισμένη σε κάποιο ντουλάπι. «Η Λίνα… απίστευτη ήταν…» μονολόγησε νωχελικά, καθώς προσπαθούσε να συγκεντρώσει τις σκέψεις του.
«Γιατί έπρεπε να πεθάνει;» ρώτησε η μικρή.
«Γιατί, μικρή μου πριγκίπισσα, αυτός είναι ο σκοπός του ανθρώπου. Να πεθαίνει» της απάντησε ο Λάμπρος κοφτά.
«Θα πεθάνεις κι εσύ;»
«Ναι, Μελίνα, θα πεθάνω κι εγώ. Θα πεθάνεις κι εσύ. Όλοι θα πεθάνουμε κάποια στιγμή. Οτιδήποτε γεννιέται, είναι δέσμιο του θανάτου» της είπε πριν πάει κοντά της και την πάρει από το χέρι για να πάνε στο σαλόνι. Αμέτρητες φορές της είχε μιλήσει για τον κύκλο της ζωής. Αμέτρητες ήταν και οι απορίες της Μελίνας, που δεν μπορούσε να χωνέψει τον λόγο που υπήρχε αυτός ο κύκλος. Θεωρούσε ότι τίποτα δεν είχε νόημα, γιατί το να πεθαίνεις, αυτομάτως, αφαιρούσε τα πάντα από γύρω σου.
«Μικρό μου Μελινάκι…» μουρμούρισε ο Λάμπρος, που ‘χε πάρει αγκαλιά την κόρη του και την κοίταζε μ’ ένα ύφος λύπης και χαράς ταυτόχρονα. «Εγώ, όταν φύγω, κάποια στιγμή, θα έχω αφήσει πίσω μου κάτι. Όχι την δουλειά μου, ούτε τα χαρτιά μου, ούτε τούτο ‘δω το σπίτι, ούτε καν τις αναμνήσεις μου. Εσένα θα έχω αφήσει πίσω…»
Έτσι ξεκινούσε, πάντοτε, η συζήτησή τους για την Μελίνα. Το ήξερε ο Λάμπρος και κάθε φορά που άνοιγε το θέμα η μικρή, της διηγούταν και μια τελείως διαφορετική ιστορία από το μικρό διάστημα που έζησε μαζί με την Μελίνα. Άλλοτε της έλεγε για τον καιρό που την γνώρισε κι άλλοτε για τον καιρό που την έχασε. Δεν της είχε πει, κι ούτε σκόπευε, πώς την γνώρισε και πώς την έχασε.
Μάθαινε, η Μελίνα, μέσα από τις αφηγήσεις του, για την ζωή και τον χαρακτήρα της μητέρας της, κι όσο κι αν δεν της άρεσε, τόσο υιοθετούσε τον χαρακτήρα της, ασυναίσθητα. Ο Λάμπρος ήταν διπλωμάτης κι έσκυβε το κεφάλι. Η Μελίνα ήταν εγωίστρια και τραβούσε μπροστά. Δεν ανεχόταν μύγα στο σπαθί της, γιατί είχε αντέξει πολλά. Σπάνια καυγάδιζε, σ’ αντίθεση με τον Λάμπρο, μα όταν το έκανε, δεν άφηνε τον καυγά στη μέση. Έπρεπε να τον τελειώσει σαν νικήτρια. Δεν άντεχε την ήττα, όχι γιατί την πονούσε, μα γιατί, συνήθως, είχε δίκιο. Ακόμη κι εκείνες τις στιγμές που, φαινομενικά, έπασχε ο συλλογισμός της, είχε δίκιο. Το δικό της, προσωπικό, δίκιο, στον δικό της, προσωπικό, αγώνα.
Μεγαλώνοντας, παραξένευε η Μελίνα. Άρχισε να αποκτά, πέρα απ’ τον χαρακτήρα, και τις κακές συνήθειες της μητέρας της. Γινόταν κι εκείνη μια κλειστή κοπέλα, που έγραφε πολύ και δεν μοιραζόταν με κανέναν το μέσα της. Έφτιαχνε μια αλογοουρά, όπως και η μητέρα της. Αν δεν την έβλεπες να παίζει κιθάρα, σίγουρα θα διάβαζε κάτι ή θα σκάλιζε τα ημερολόγιά της. Άλλοτε περίτεχνος κι άλλοτε βιαστικός ήταν ο γραφικός της χαρακτήρας. «Σαν την Λίνα, όταν αγχώνεται δεν γράφει, σκαλίζει» σχολίασε κάποιο βράδυ ο Λάμπρος, καθώς κοίταζε κάτι ασκήσεις μαθηματικών σε ένα τετράδιο της μικρής.
Καταλυτικό παράγοντα στον μετέπειτα χαρακτήρα της, έπαιξε ο ιδιότροπος χαρακτήρας του Λάμπρου. Ήταν, πάντοτε, κάτι μεταξύ μπαμπά και φίλου για την Μελίνα. Είχαν μια πολύ ζεστή και δεμένη σχέση, όμως της έδινε το περιθώριο της επιλογής και ποτέ δεν την βοήθησε όταν δεν του το ζήτησε. Την άφηνε να πέσει απ’ τα πόδια της κι έπειτα την σήκωνε και την στήριζε, για να μάθει, στην ζωή της, να είναι δυνατή.
Είδε κι απόειδε ο Λάμπρος με τον χαρακτήρα της κόρης του, που όσο μεγάλωνε, τόσο έμοιαζε στην μάνα της. Εγωίστρια και κτητική. Παραπονιάρα αλλά και γλυκιά. Και πάνω απ’ όλα, ερμητικά κλειστή στον εαυτό της.
«Δεν ακούω κουβέντα! Αλλάζεις σχολείο! Θα πας στο δημόσιο της περιοχής! Τέλος συζήτησης!» φώναξε εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα του ’95 ο Λάμπρος και η Μελίνα τον έβλεπε για πρώτη φορά κάθετο και αμετακίνητο στις απόψεις του.
«Αν ζούσε η μαμά…» του πέταξε νευριασμένα ενώ δάκρυζε κι ο Λάμπρος έβαλε τα γέλια. «Αν ζούσε η Μελίνα και της έλεγα να σε στείλουμε σε ιδιωτικό, μπορεί και να με πέταγε έξω απ’ το σπίτι για να περάσει το δικό της. Τόσο εγωίστρια ήταν» της απάντησε εκείνος.
«Δεν πάω!» ούρλιαξε η Μελίνα.
«Θα πας και θα πεις κι ένα τραγούδι» συνέχισε ο Λάμπρος με το πρόσχαρό του ύφος και η Μελίνα έφυγε, κλαίγοντας, από την κουζίνα. «Μελίνα Λάμπρου, έλα εδώ τώρα!» αντήχησε η βροντερή του φωνή μέσα στο σπίτι. Η Μελίνα γύρισε στην κουζίνα κι ο Λάμπρος της έκανε νόημα να καθίσει απέναντί του.
«Θα κάνουμε συμφωνία. Θα πάς για ένα μήνα. Θα προσπαθήσεις. Αν δεν σ’ αρέσει, ειλικρινά, σταμάτα και το σχολείο, αν αυτό θέλεις. Δεν είσαι μπέμπα πια, είσαι γυναίκα σε ηλικία που μπορείς να κάνεις παιδιά. Το διαπραγματεύεσαι;» την ρώτησε ο Λάμπρος ήρεμα και χαμογελαστά κι η Μελίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
«Ένα μήνα, μικρή μου πριγκίπισσα. Δεν σου ζητάω κάτι περισσότερο. Ένα μήνα» συνέχισε γαλήνια ο Λάμπρος.
Πού να ήξερε, η καημένη η Μελίνα, πως θα της χρειαζόταν όχι ένας μήνας, μα μία μόνο στιγμή για να αγαπήσει το καινούριο σχολείο και τον καινούριο τρόπο ζωής. Ξύπνησε, ντύθηκε, κατέβηκε στην κουζίνα για να φάει, βρήκε ένα σημείωμα απ’ τον πατέρα της, που έγραφε πως περίμενε το μεσημέρι να ακούσει εντυπώσεις, έφαγε κι έφυγε απ’ το σπίτι. Το σχολείο ήταν δύο στενά πιο κάτω και ήταν η πρώτη φορά που θα περπατούσε προς το σχολείο, αντί να πάει με το σχολικό. Είδε πολλά παιδιά στον δρόμο να περπατάνε προς τα κει, μα δεν έδωσε σημασία.
Ο Βασίλης, στο προαύλιο, κάπνιζε σκεφτικά, μακριά απ’ την παρέα του, αποκομμένος από όλο τον κόσμο. «Ρε συ, φευγάτε;» φώναξε ο Βαγγέλης κι όταν ο Βασίλης γύρισε να τον κοιτάξει, πάγωσε για μία στιγμή. Εκείνη την στιγμή που είδε την Μελίνα να μπαίνει στο προαύλιο. Την παρατήρησε από πάνω ως κάτω κι έπειτα γύρισε στον Βαγγέλη. «Έλα πες» του είπε πριν γυρίσει βιαστικά να κοιτάξει την Μελίνα.
Η Μελίνα ανέβαινε τις παλιές σκάλες για να μπει στο προαύλιο και κοίταζε γύρω της σαστισμένα. Τότε είδε εκείνο τον παράξενο τύπο με το σκισμένο τζίν, το τσιγάρο στο στόμα και τις τσέπες στα χέρια. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε κάποιον τόσο θλιμμένο, που σκέφτηκε πως όλη η θλίψη του κόσμου ήταν αποτυπωμένη στα μάτια του. Σκόνταψε σε κάποια άλλη κοπέλα, της ζήτησε συγνώμη και έβαλαν μαζί τα γέλια.
Κράτα την σκηνή παγωμένη στο μυαλό σου. Ήταν ένα γκρι πρωινό, εκείνο, το πρώτο, της σχολικής χρονιάς. Σου άφηνε μια γεύση από πάγο και γι αυτό, έφταιγαν τα παχιά σύννεφα που είχαν πνίξει τον ουρανό. Το στραπατσαρισμένο πεζοδρόμιο, έξω από το σχολείο, προσπαθούσε να γίνει φιλικό για τους διαβάτες και μπροστά του, ο πολύβουος, κεντρικός δρόμος, που κατέβαινε στο κέντρο, ήταν σχεδόν μποτιλιαρισμένος. Εφτά σκαλιά μαρμάρινα έπρεπε να ανέβει η Μελίνα για να μπει στο προαύλιο. Στο τέταρτο σκόνταψε το βλέμμα της πάνω σ’ εκείνο του Βασίλη. Εκείνη η μία στιγμή, κράτησε όσο μια αιωνιότητα στα μυαλά τους. Η Μελίνα έπεσε πάνω σε μια κοντή, μελαχρινή κοπέλα, βγήκε από την λήθη και ζήτησε συγγνώμη. Ο Βασίλης έχασε την οπτική επαφή με την Μελίνα και γύρισε προς τους φίλους του.
«Έλα, πες» είπε στον Βαγγέλη, ενώ έστρεφε το βλέμμα του στην Μελίνα.
«Είσαι καλά, ρε;» τον ρώτησε εκείνος.
«Έτσι δεν έλεγα πάντοτε;» μουρμούρισε κρυπτικά ο Βασίλης, κι ύστερα πήγε κι άραξε μόνος του σ’ ένα απ’ τα παλιά, τσιμεντένια πεζούλια. Άναψε τσιγάρο και βυθίστηκε στις σκέψεις του.
«Τι έχει αυτός ρε;» ρώτησε ο Πάνος τον Βαγγέλη κι εκείνος κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του, πριν αρχίσει να μιλάει. «Τι λες να έχει; Ό,τι έχει πάντοτε. Τον έπιασε να τα βροντήξει όλα κάτω και να πάει να μείνει στην αδερφή του…»
«Φευγάτε;» πετάχτηκε ο Θανάσης κι ο Βασίλης σήκωσε τα μάτια του για να τον κοιτάξει. «Αυτή η παρέα είναι οικογένεια και οφείλει να προστατέψει τους δικούς της με κάθε μέσο και κάθε κόστος» συνέχισε.
«Το ξέρω, Σάκη. Το ξέρω» μονολόγησε νωχελικά ο Βασίλης.
Βασανιζόταν ο λογισμός του Βασίλη κι η Μελίνα, χωρίς να τον γνωρίζει, χωρίς να τον έχει δει ποτέ της αν και έμεναν στην ίδια γειτονιά, το είχε καταλάβει. Εκείνη την στιγμή που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους, σκέφτηκε ότι είχε αντικρίσει έναν άνθρωπο που κατάφερε να συγκεντρώσει στα μάτια του, όλη την θλίψη του κόσμου.
Βρέθηκαν στο ίδιο τμήμα. Εκείνος καθόταν στο προτελευταίο θρανίο μαζί με τον Βαγγέλη. Εκείνη στο τρίτο θρανίο, στην άλλη μεριά της τάξης, μαζί μ’ εκείνη την κοπέλα που ‘χε σκοντάψει πάνω της. Ούτε κοιτάχτηκαν, ούτε μίλησαν. Έφυγε ο καθένας για το σπίτι του από ξεχωριστό δρόμο.
Δεν παραξενεύτηκε καθόλου ο Λάμπρος, όταν γύρισε στο σπίτι και είδε την κόρη του να είναι ενθουσιασμένη με το καινούριο σχολείο. Δεν του είπε τον λόγο, ούτε την πίεσε για να μιλήσουν. Ήξερε πως είχε γίνει κάτι, πως είχε γνωρίσει νέο κόσμο και ότι άνοιγαν νέες προοπτικές στην ζωή της. Ζέστανε το φαγητό, έφαγαν μαζί κι ύστερα η Μελίνα αποσύρθηκε στο δωμάτιό της για να παίξει κιθάρα.
Εκείνες, τις πρώτες μέρες στο λύκειο, έκανε και τις πρώτες τις παρέες. Έγιναν φίλες με την Νίκη, που μοιραζόντουσαν μαζί το θρανίο και μαζί μ’ αυτή, με την Έλενα και την Νάντια, που πήγαιναν πακέτο. Τα πρωινά, η Μελίνα, κρυφοκοίταζε τον Βασίλη. Τα απογεύματα, γρατζουνούσε την κιθάρα της και σκεφτόταν διάφορα. Δεν είχε μιλήσει στα κορίτσια, γιατί ντρεπόταν και φοβόταν. Δεν τις ήξερε καλά και δεν τους είχε εμπιστοσύνη.
Εκείνες, τις πρώτες μέρες στο λύκειο, ο Βασίλης έψαχνε μέσα του για κουράγιο και δύναμη, ώστε να πάει να της μιλήσει. Δυστυχώς τον πρόλαβαν οι καταστάσεις. Πήγε ο Πάνος να μιλήσει στην Μελίνα και έφαγε τα μούτρα του. Οι άτυποι κανόνες της παρέας υπαγόρευαν στον Βασίλη πως έπρεπε να κάνει πίσω για τον φίλο του. Αυτό ακριβώς έκανε, χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, χωρίς να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του, χωρίς να ανοιχτεί στους φίλους του. Κράτησε μέσα του την εικόνα της γαλανομάτας και την σφράγισε στο μυαλό του. Τον έπιανε ταραχή κάθε φορά που έβλεπε την αλογοουρά της να ξεπροβάλει από κάποιο διάδρομο του σχολείου. Τον πήραν χαμπάρι τα παιδιά, όταν, ένα πρωί, είχε καρφωθεί το βλέμμα του, πάνω της. Δεν το έκανε θέμα κανείς. Ήξεραν ότι ο φευγάτος είχε μπέσα κι ότι κρατούσε τον λόγο του. «Δεν στην τρώω, ποζερά» είχε πει στον Πάνο.
Η ζωή θεωρεί πως είναι αστεία. Κάποιες φορές γίνεται τόσο ειρωνική, που οι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν από που τους έρχονται όλες οι σφαλιάρες που τρώνε. Εκείνα τα δύο παιδιά, με τις τόσο διαφορετικές ζωές, δεν πάλεψαν ποτέ για να ενωθούν τα μονοπάτια τους. Η Μελίνα ήταν κλειστή και συνεσταλμένη. Είχε σκεφτεί να μιλήσει στον Βασίλη, όμως δεν μπορούσε. Της κοβόταν η λαλιά, κάθε φορά που ήθελε να του πει κάτι. Δεν καταλάβαινε την συμπεριφορά της ο Βασίλης, θεωρούσε πως δεν του έδινε σημασία, πως ήταν υπερόπτισσα, πως δεν θα γύριζε ποτέ να τον κοιτάξει. Τον έπιανε θλίψη, αλλά το κατάπινε. «Πού ρε μουρλή;» πείραζε, συχνά – πυκνά, την Νίκη. Γελούσε εκείνη και του απαντούσε «πού ρε φευγάτε;». Δίπλα της, η Μελίνα, δεν έβγαζε άχνα. Πίσω τους ήταν η Έλενα με την Νάντια, που δεν είχαν δώσει ποτέ σημασία στον Βασίλη και την παρέα του. Τους θεωρούσαν αλήτες και δεν ήθελαν να έχουν ούτε μια τυπική κουβέντα μαζί τους.
Είχε μπει ο Οκτώβρης και μαζί του είχαν έρθει οι βροχές κι οι αέρηδες, για να ταράξουν την πλάση. Ένα Σάββατο, κάπου στα μέσα του μήνα, η Μελίνα κάλεσε τις φίλες της στο σπίτι. Μαζεύτηκαν το απόγευμα στο σαλόνι της Μελίνας. Ο Λάμπρος καθόταν στην κουζίνα, καπνίζοντας και διαβάζοντας, όπως πάντοτε. Είχε κλείσει τις βαριές πόρτες για να μην ενοχλεί τα κορίτσια. «Να μην νομίζετε ότι σας κρυφακούω» είχε αστειευτεί, πριν τις αφήσει μόνες τους.
«Τι καλούλης που είναι ο μπαμπάς σου;» έκανε η Έλενα και η Μελίνα έβαλε τα γέλια με την ατάκα της. «Όταν θέλει» της είπε, πριν αρχίσει να τους μιλάει για τον Βασίλη. Άνοιξε τα χαρτιά της, τα είπε όλα, τα έβγαλε από μέσα της, τα μοιράστηκε, όπως δεν είχε κάνει ποτέ ξανά στην ζωή της. Την άκουσαν τα κορίτσια με προσοχή. Συζήτησαν το θέμα διεξοδικά, αλλά δεν κατέληξαν πουθενά.
Λίγο πριν τις δέκα, η Νάντια και η Έλενα έφυγαν. Ο Λάμπρος βγήκε από την κουζίνα και βρήκε την Μελίνα με την Νίκη να συζητάν χαμηλόφωνα, σχεδόν συνωμοτικά. «Πεινάτε;» ρώτησε, μα απάντηση δεν πήρε. Τον στραβοκοίταξε η Μελίνα, πριν γυρίσει στην Νίκη για να της πει να καθίσουν στο δωμάτιό της. Δεν είχε μυαλό για φαγητό εκείνο το βράδυ. Ξενύχτησε αναστενάζοντας, έχοντας στο μυαλό της τον Βασίλη, την παράξενη αμφίεσή του και την ακαταλαβίστικη συμπεριφορά του.
Ξημέρωσε μια γαλήνια μέρα. Η Μελίνα παρακοιμήθηκε. Άνοιξε τα μάτια της το μεσημέρι. Κατέβηκε στην κουζίνα. Βρήκε φαγητό στο ψυγείο. «Πάλι δουλεύει» μουρμούρισε θλιμμένα. Κάθισε κι έφαγε ενώ προσπαθούσε να βγάλει από το μυαλό της εκείνο το θλιμμένο παιδί, που δεν της άφηνε χώρο στο κεφάλι για να βάλει οτιδήποτε άλλο. «Τι θα κάνω μ’ εσένα;» μονολόγησε, χωρίς να ξέρει ότι θα έπρεπε να κάνει αρκετή υπομονή για να κάνει το οτιδήποτε. Η συζήτηση του περασμένου απογεύματος ήταν ακόμη ένα μικρό λιθαράκι σ’ όλο αυτό που θα έχτιζε με τον Βασίλη. Ήταν τέτοιες οι ψυχοσυνθέσεις τους και οι ιδιοσυγκρασίες τους, που δεν θα μπορούσαν να σμίξουν αν πρώτα δεν διάβαιναν έναν περίεργο και επώδυνο δρόμο. Τον δρόμο της συνειδητοποίησης.
Εκείνο το απόγευμα της Κυριακής, ο Βασίλης και οι φίλοι του μαζεύτηκαν για μπάσκετ στο σχολείο. Πέρα, στην απόσταση, η Έλενα με την Νάντια, είχαν καθίσει και τους κοίταζαν. Είχε πάρει αποφάσεις η Έλενα. Έπρεπε να κάνει κίνηση, πριν να έκανε το οτιδήποτε η Μελίνα. Προσπαθούσε να την αποτρέψει η Νάντια, μα δεν έπαιρνε από λόγια η Έλενα. «Σιγά μην αφήσω την ψηλή να κάνει κάτι» της είχε πει, πριν καταστρώσουν ένα μικρό σχέδιο, για να τραβήξουν την προσοχή του Βασίλη.
Πήγε προς το μέρος του, σε κάποιο διάλλειμα από το μπάσκετ, και του έπιασε την κουβέντα. Την άκουγε ο Βασίλης, χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία. Του ζήτησε να απομακρυνθούν απ’ την παρέα, για να μιλήσουν μόνοι. Την ακολούθησε. Βγήκαν από την πίσω πόρτα του σχολείου κι άρχισαν να βαδίζουν στα στενά της γειτονιάς. Έμεινε μόνη η Νάντια, προσπαθώντας να βγάλει άκρη με την λογική της Έλενας, που δεν έστεκε καθόλου. Το έβαλε στα πόδια μόλις είδε την Νίκη να πλησιάζει.
«Πού ρε Ντάλτον;» φώναξε η Νίκη στα παιδιά.
«Ωχ, η μουρλή…» σχολίασε χαμηλόφωνα ο Τάσος, πριν γυρίσει προς το μέρος της. «Πού ρε μουρλή;»
«Εδώ, στον αγώνα!» απάντησε εκείνη.
«Μια απ’ τα ίδια» συνέχισε ο Τάσος.
«Ψάχνετε τέταρτο;» ρώτησε, όταν συνειδητοποίησε πως είχαν μείνει τρεις και πως είχαν σταματήσει το μπάσκετ.
«Δεν θα χρειαζόταν να ψάχνουμε, αν η φίλη σου δεν μας έπαιρνε τον φευγάτο» της απάντησε κοφτά ο Βαγγέλης, πετώντας της την μπάλα.
«Πέρασε η Μελίνα από ‘δω;» απόρησε η Νίκη.
«Με την Έλενα έφυγε» πετάχτηκε ο Θανάσης.
«Με ποια;» ρώτησε με έκπληξη εκείνη.
«Με την φιλενάδα σου την Έλενα; Που κάνει παρέα με την χαζή;» συνέχισε ο Βαγγέλης.
Γύρισαν τα γρανάζια μέσα στο μυαλό της Νίκης. Πέταξε την μπάλα στον Βαγγέλη, γύρισε πλευρό κι απομακρύνθηκε, σχεδόν τρέχοντας, πηγαίνοντας προς την αυλόπορτα. «Κοίτα ρε, η μαλακισμένη, η καριολίτσα, ρε!» ψιθύρισε με μένος. Βγήκε από το σχολείο, κοίταξε αριστερά και δεξιά, μα δεν είδε τίποτα στην απόσταση. «Πού στο διάολο πήγαν ρε;» συνέχισε τον συνειρμό της.
«Τι έγινε ρε μαλάκες;» ρώτησε ο Τάσος.
«Καίει καρδιές ο φευγάτος» σχολίασε, γελώντας, ο Θανάσης.
«Μαλακίες κάνει ο φευγάτος» δήλωσε, σκεφτικά, ο Βαγγέλης, που είχε πολλά πράγματα μέσα στο κεφάλι του. Την ήξερε την Έλενα. Κάποτε, όταν ήταν μικρά παιδιά, έκαναν παρέα. Οι γονείς του και οι γονείς της ήταν φίλοι. Τον ήξερε τον χαρακτήρα της και δεν τον πήγαινε ούτε με σφαίρες.
Νύχτωσε και τα παιδιά μαζεύτηκαν στο μικρό συνοικιακό παρκάκι που άραζαν. Λίγο μετά τις εννιά, έκανε την εμφάνισή του ο Βασίλης. Στάθηκε απέναντι από τους υπόλοιπους. Έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του, στραβοκοίταξε την παρέα του κι ύστερα γύρισε την πλάτη του κόντρα στον άνεμο, για να ανάψει το τσιγάρο. «Το ‘ριξες το γκομενάκι;» ρώτησε ο Τάσος, γελώντας δυνατά.
«Μ’ έριξε» μονολόγησε ο Βασίλης.
«‘σ’ ωραίος» πετάχτηκε ο Πάνος κι ύστερα έπιασαν την πάρλα. Μόνο ο Βαγγέλης δεν σχολίαζε. Κοίταζε σκεφτικά τον Βασίλη. Άναψε κι εκείνος τσιγάρο. Ζύγιζε, στο μυαλό του, τις πιθανότητες που είχε εκείνη η σχέση, για να στεριώσει. Αποφάσισε να του μιλήσει όταν έφυγαν οι υπόλοιποι κι έμειναν μόνοι στο παγκάκι. «Θα το φας το κεφάλι σου, φευγάτε» σχολίασε ο Βαγγέλης.
«Ας το φάω» απάντησε με αδιαφορία ο Βασίλης.
«Για καλό σου, το λέω».
«Το ξέρω».
«Τι θα κάνεις;»
«Τίποτα».
«Στο ξαναλέω, θα φας το κεφάλι σου με την Έλενα. Εδώ θα είμαστε και θα τα λέμε» μουρμούρισε, θλιμμένα, ο Βαγγέλης.
«Ας είναι. Την κανά;»
«Την κανά, φίλος. Ποιός σηκώνεται αύριο;»
«Εμείς. Σήκω» απάντησε κοφτά ο Βασίλης. Σηκώθηκαν από το παγκάκι και έφυγαν για τα σπίτια τους. Ο Βασίλης δεν σκεφτόταν τί είχε γίνει, ούτε ότι δεν ήταν πια μόνος. Δεν είχε εντυπωθεί στο μυαλό του εκείνη η σχέση. Έπρεπε να περιμένει το επόμενο πρωί για να το καταλάβει.
Ξημέρωσε Δευτέρα. Η ημέρα που θα γραφόταν η τελευταία πράξη μιας φιλίας που κρατούσε χρόνια. Δεν είχε καταφέρει να ηρεμήσει η Νίκη. Όλο το βράδυ έβριζε την Έλενα και τον τρόπο που είχε συμπεριφερθεί στην Μελίνα. Αν και την ήξερε χρόνια, δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να έκανε κάτι τέτοιο. Όχι στην Μελίνα, μα στον οποιονδήποτε. Μια και μόνη στιγμή χρειάστηκε για να αποφασίσει ότι θα σταματούσε να συναναστρέφεται με την Έλενα, και την Νάντια που ακολουθούσε τυφλά κάθε επιλογή και υπόδειξη της Έλενας. Απλώς ήθελε να βεβαιωθεί πριν κάνει το οτιδήποτε. Ήθελε να είναι σίγουρη πως όλο αυτό, δεν είχε ενορχηστρωθεί από την Μελίνα.
Η Νίκη περίμενε την Μελίνα έξω από το σχολείο το επόμενο πρωί, για να την ρωτήσει αν είχε στείλει εκείνη την Έλενα στον Βασίλη. Η ερώτηση έγινε και η καρδιά της Μελίνας βούλιαξε. «Όχι…» τραύλισε η Μελίνα και η Νίκη μπήκε με πολλή φόρα στο σχολείο. Βούτηξε την Έλενα απ’ την μπλούζα κι άρχισε να φωνάζει, προσπαθώντας να κρατήσει τον οχετό που ήταν έτοιμος να αναβλύσει από το στόμα της.
«Φευγάτε; Μανουριάζουν την δικιά σου ρε!» φώναξε ο Πάνος και γύρισε προς τα πίσω για να δει τον Βασίλη, μα εκείνος είχε γίνει άφαντος.
Το μάτι του Βασίλη, αυτό που έλεγαν πως έκοβε, είχε δει την Μελίνα να στέκει έξω απ’ το σχολείο και να κλαίει. Έτρεξε προς το μέρος της και την σκούντησε απαλά. «Έγινε κάτι;» την ρώτησε, με τον πιο γαλήνιο τόνο φωνής που είχε ακούσει η Μελίνα στην ζωή της κι εκείνη την στιγμή, της κόπηκε η λαλιά.
«Σε πείραξε κάποιος;» συνέχισε ο Βασίλης. Η Μελίνα έγνεψε «όχι» με το κεφάλι της, μα αυτό ήταν κάτι που δεν ηρέμησε τον Βασίλη.
«Γιατί κλαίς ρε κοριτσάκι;» ρώτησε χαμογελαστά ο Βασίλης. Τότε άκουσε την κραυγή της Έλενας. «Πήγαινε μέσα, κάθισε με τα παιδιά, και θα έρθω να μιλήσουμε. Ναι;» την ρώτησε ο Βασίλης.
«Ναι» τραύλισε μέσα στο κλάμα της η Μελίνα κι ενώ ο Βασίλης έτρεξε προς το σχολείο, η Μελίνα έτρεξε προς το σπίτι της.
Ο Βασίλης χώθηκε ανάμεσα στον κόσμο που ήταν μαζεμένος γύρω από την Έλενα και την Νίκη, μπήκε στην μέση και μάζεψε αρκετές από την Νίκη, μέχρι να καταφέρει να της πιάσει τα χέρια και να την καλμάρει.
«Μπορείς να μου πεις τι σ’ έπιασε;» την ρώτησε ήρεμα, μα τα μάτια του είχαν κοκκινίσει από τα νεύρα.
«Βλάκα φευγάτε, μάζεψ’ την σκρόφα σου και ‘ξαφανίσου από ‘δω πέρα, πριν σ’ ανοίξω το κεφάλι!» ούρλιαξε η Νίκη κι ο Βασίλης μαζεύτηκε, μα δεν το έβαλε κάτω.
«Μπορείς να μου εξηγήσεις τι ακριβώς έγινε;» συνέχισε ο Βασίλης, τονίζοντας την κάθε του λέξη. Η Νίκη τον έσπρωξε και ο Βασίλης γύρισε και πήρε την Έλενα από το χέρι, για να φύγουν.
«Άντε να πούμε! Δειλέ! Του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ ρε!» φώναξε με απίστευτη ειρωνεία η Νίκη. Το μυαλό του Βασίλη σταμάτησε για μία στιγμή σε εκείνη την λέξη. Δειλός. Οι φίλοι του κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κι όταν είδαν τον Βασίλη να γυρίζει αγριεμένα προς την Νίκη, έπεσαν πάνω του.
«Όπα ρε πασά μου, όπα!» φώναξε ο Βαγγέλης.
«Ο λυκειάρχης!» μουρμούρισε κάποιος. Ο Βαγγέλης άφησε τον Βασίλη και στάθηκε απέναντί του στον κύκλο που είχαν σχηματίσει τα παιδιά, σπρώχνοντας με τρόπο την Νίκη μέσα στο πλήθος.
«Στάκα ρε φευγάτε, δεν είπα τίποτα ρε φίλε!» συνέχισε το θέατρο ο Βαγγέλης, ενώ ο λυκειάρχης τους πλησίαζε.
«Εσείς, η πεντάδα, στο γραφείο μου!» φώναξε ο λυκειάρχης. Η Νίκη ήταν έτοιμη να μιλήσει. Ο Βασίλης της έκανε νόημα με τα μάτια. «Εγώ το ξεκίνησα» είπε αναψοκοκκινισμένος και οι υπόλοιποι τον άφησαν.
«Γιατί, Καραγιώργο;» συνέχισε ο λυκειάρχης με το αυστηρό του ύφος.
«Είπε κάτι για την κοπέλα μου» απάντησε κοφτά ο Βασίλης
«Έτσι, στα καλά του καθουμένου;» ρώτησε ο λυκειάρχης.
«Εγώ το ξεκίνησα σας λέω, πάνω στην πλάκα είπα κάτι, είπε κάτι κι ο Βαγγέλης και αρπάχτηκα. Αυτό» κατέληξε ο Βασίλης.
«Εσύ στο γραφείο μου. Οι υπόλοιποι, διαλυθείτε. Ησύχως!» φώναξε ο λυκειάρχης και ο Βασίλης, με κατεβασμένο κεφάλι, ακολούθησε τον λυκειάρχη στο γραφείο του.
«Είδα τι έγινε. Τρελό να με βγάλετε δεν μπορείτε. Αλλά, ρε παιδί μου, γιατί θες να αναλάβεις μια ευθύνη που δεν είναι δική σου; Μπήκες στη μέση να τις χωρίσεις, σε χτύπησαν και σε προσέβαλαν. Γιατί να το πάρεις πάνω σου;» τον ρώτησε ο λυκειάρχης και ο Βασίλης, με κατεβασμένο κεφάλι, απάντησε μ’ ένα «έτσι».
«Εντάξει. Πήγαινε σπίτι σου σήμερα για να ηρεμήσεις, κι όσον αφορά τις συμμαθήτριές σου, μην αγχώνεσαι, δεν θα γίνει τίποτα» του απάντησε ήρεμα ο λυκειάρχης.
«Να φύγω;»
«Ελεύθερος» του απάντησε ο λυκειάρχης κι ο Βασίλης έφυγε από το γραφείο. Βγήκε στο προαύλιο, κάθισε σ’ ένα παγκάκι κι άναψε τσιγάρο. Προσπαθούσε να ηρεμήσει το μυαλό του και να καταλάβει τι ακριβώς είχε γίνει, γιατί αρπάχτηκε η Νίκη με την Έλενα, γιατί έκλαιγε η Μελίνα και πόσο τυχερός ήταν που την γλύτωσε με μία μέρα αποβολή μόνο.
«Την γλύτωσες Βασίλη;» ρώτησε ο Βαγγέλης στο διάλειμμα, καθώς ήταν ο πρώτος που είχε φτάσει απ’ την παρέα.
«Με ημερήσια» απάντησε ο Βασίλης, κοιτάζοντας την Έλενα που έβγαινε στην αυλή με την Νάντια. «Έλα εδώ» της είπε άηχα και κούνησε το δάχτυλό του στην Έλενα, μα εκείνη τον αγνόησε.
«Στραβά αρχίσαμε…» μουρμούρισε ο Βασίλης.
«Στο είπα και χθες» του απάντησε, χαμηλόφωνα, ο Βαγγέλης.
«Γιατί σκοτώθηκαν αυτές, ρε;» ρώτησε ο Τάσος, που βρισκόταν πίσω απ’ τον Βαγγέλη.
«Α, πού ξέρω!» αναφώνησε ο Βασίλης.
«Μελίνα, Νίκη, εξαφανισμένες» σχολίασε κι ο Θανάσης.
«Κι εγώ θα κάνω το τσιγάρο και θα φύγω για σπίτι» είπε ο Βασίλης αδιάφορα και αυτό έκανε. Τελείωσε το τσιγάρο του, έκανε παρέα στα παιδιά μέχρι να τελειώσει το διάλλειμα και μόλις χτύπησε το κουδούνι, πήρε την τσάντα του κι έφυγε. Αποφάσισε πως θα πήγαινε μονάχος για καφέ, μιας και δεν είχε όρεξη να γυρίσει τόσο νωρίς στο σπίτι και να ακούσει την γκρίνια της μητέρας του.
«Τράβα και μίλα του!» είπε μέσα από τα δόντια της η Νίκη στην Μελίνα, μόλις είδε τον Βασίλη να μπαίνει στην καφετέρια. Είχε καταφέρει να την βγάλει από το σπίτι και να την πάει για καφέ, για να μιλήσουν και να ηρεμήσει το μυαλό της Μελίνας που δεν μπορούσε να αποδεχθεί την συμπεριφορά της Έλενας.
«Τι να του πω; Είναι με την Έλενα τώρα» απάντησε μέσα στο κλάμα της.
Ο Βασίλης τις κοίταξε με την άκρη του ματιού του και πήγε και κάθισε μόνος του στο μπαρ της καφετέριας. «Ρε συ ψηλέ! Χτύπα έναν μέτριο. Για το δρόμο» φώναξε ο Βασίλης, ανάβοντας τσιγάρο.
«Δεν ξέρω, Μελίνα. Οτιδήποτε πες του. Τώρα, που είναι ακόμη νωρίς» είπε η Νίκη.
«Δεν έχω όρεξη» απάντησε η Μελίνα.
«Καλά» είπε η Νίκη, προτού σηκωθεί από την θέση της. Πήγε προς το μέρος του Βασίλη και στάθηκε δίπλα του.
«Βασίλη;» του φώναξε κι εκείνος γύρισε με κλειστά μάτια προς το μέρος της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και, προσπαθώντας να ξεχάσει τις πρωινές εικόνες, που ακόμη τον εξόργιζαν.
«Παρακαλώ;» απάντησε ο Βασίλης, όσο πιο ήρεμα μπορούσε.
«Συγγνώμη για…» ξεκίνησε να απολογείται η Νίκη, μα ο Βασίλης την διέκοψε. «Η φίλη σου τι έπαθε και κλαίει με μαύρο δάκρυ;» την ρώτησε κι εκείνη, ασυναίσθητα, έκανε ένα βήμα προς τα πίσω.
«Κάτι δικά της… Προσωπικά…» του απάντησε σαστισμένα.
«Γι αυτό σκοτώθηκες με την άλλη;» συνέχισε ο Βασίλης, με ήρεμο και γαλήνιο τόνο.
«Όχι» απάντησε η Νίκη κι εκείνος, που είχε φτιάξει μια θεωρία με το μυαλό του, ξαφνικά την είδε να καταρρέει.
«Έτοιμος είσαι, φευγάτε!» ακούστηκε η φωνή του σερβιτόρου. Ο Βασίλης άφησε λεφτά πάνω στο μπαρ και πήρε τον καφέ για να φύγει.
«Ρε συ, Βασίλη, είσαι ‘ντάξει παιδί τελικά» του είπε η Νίκη, καθώς εκείνος απομακρυνόταν. Ο Βασίλης κοντοστάθηκε, έριξε μια ματιά στην Μελίνα που είχε αρχίσει να ηρεμεί και ύστερα γύρισε προς την Νίκη. «Είμαι;» την ρώτησε κι έπειτα έφυγε από την καφετέρια.
Αναθεμάτισε άηχα, την στιγμή που κάθισε στο παγκάκι και είδε τον ουρανό να σκοτεινιάζει. «Τι χρωστάω;» απευθύνθηκε προς τον ουρανό κι όταν οι πρώτες σταγόνες έπεσαν γύρω του, αποφάσισε να πάει σπίτι του.
Για καλή του τύχη οι γονείς του έλειπαν και άδραξε την ευκαιρία για να βάλει μουσική και να ηρεμήσει. Κόντευε μεσημέρι όταν χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσε χωρίς να χαμηλώσει την ένταση της μουσικής.
«Πώς πας μικρέ;» τον ρώτησε η αδερφή του, που επικοινωνούσε σπάνια με τους δικούς της, εκ πεποιθήσεως. Ο Βασίλης της έκανε μια σύντομη εξιστόρηση των πρωινών γεγονότων. Αγρίεψε η Βικτωρία με τις πράξεις και την στάση του αδερφού της. «Πόσο βλαμμένο παιδί μπορεί να είσαι;» του φώναξε στο τηλέφωνο κι ο Βασίλης μαζεύτηκε. «Γιατί ρε Βικτωρία, τι έκανα;» την ρώτησε σαστισμένα.
«Το τσουλάκι που ήρθε και στα ‘ριξε χθες, δεν το έκανε ούτε γιατί σ’ αγαπάει, ούτε για τα ωραία σου τα μάτια. Για να μπει στο μάτι της φίλης της το έκανε. Η άλλη ενδιαφέρεται. Γι αυτό τόσο κλάμα, μικρέ. Γι αυτό γειώνει τον φίλο σου τον Πανούλη· που όπως και να το κάνουμε είναι πολύ ωραίο παιδάκι. Κατάλαβες τώρα ή ν’ αρχίσω να σε βρίζω;» συνέχισε να φωνάζει η Βικτωρία. Ο Βασίλης κούνησε το κεφάλι του κι άναψε τσιγάρο. «Και τώρα;» την ρώτησε.
«Τώρα, φευγάτε, όπως έστρωσες να κοιμηθείς! Εκατό χιλιάδες φορές σου έχω πει να μην κάνεις βιαστικές κινήσεις» τον μάλωσε η Βικτωρία, αλλά δεν κρατήθηκε κι έβαλε τα γέλια. «Παίρνουμε και κανένα τηλέφωνο την Βίκυ. Ξέρει απ’ αυτά» σχολίασε.
«Πότε έγινες Βίκυ;» την ρώτησε ο Βασίλης με έκπληξη.
«Και Βίκυ έγινα και Βικούλα έγινα. Τι θες τώρα;» του απάντησε εκείνη κι ύστερα επέστρεψε στο φλέγον θέμα συζήτησης. «Τώρα παραμένεις εκεί που είσαι. Αν πραγματικά ενδιαφέρεται η άλλη, θα το καταλάβει. Όπως και να το κάνουμε αυτή η σχέση ξεκίνησε με ημερομηνία λήξης. Μην περιμένεις τίποτα».
«Δεν ξέρω, Βικτωρία. Μπερδεύτηκα…» ψέλλισε ο Βασίλης.
«Δεν μπερδεύτηκες. Απλώς δεν θέλεις να μαλώσεις με τους φίλους σου. Λες και δεν σε ξέρω» του είπε με στοργικό τόνο.
«Καλά. Θα δω τι θα κάνω» μονολόγησε ο Βασίλης, πριν κλείσει απότομα το τηλέφωνο για να γυρίσει στο δωμάτιό του και να ακούσει ήρεμα την μουσική του.
Δεν ήταν γραφτό να κρατήσει η ιστορία με την Έλενα και ο Βασίλης, βαθιά μέσα του, το γνώριζε. Τον προβλημάτιζε η στάση της. Άλλοτε ήταν απαιτητική, άλλοτε παγερά ψυχή, ενίοτε την έπιανε το νάζι και κάποιες φορές συμπεριφερόταν στον Βασίλη, σαν να της ανήκε. Χανόταν περισσότερο, εκείνο το διάστημα, ο Βασίλης. Κλεινόταν στον εαυτό του. Άραζε στην παλιά πεζογέφυρα και σκεφτόταν. Κάποιες φορές πετύχαινε και τον συρμό που τράνταζε ολόκληρη την γέφυρα. Χαμογελούσε όταν άκουγε την κόρνα. Ονειρευόταν ταξίδια και μια φυγή που περίμενε ότι θα ερχόταν.
Κάποιο από εκείνα τα βράδια δεν ήταν μόνος εκεί πάνω. Είχε για παρέα τον Θανάση. Ήταν και οι δύο σιωπηλοί. Παραδόξως, την σιωπή την έσπασε ο Θανάσης. «Θα φας το κεφάλι σου με την Έλενα» είπε στον Βασίλη κι εκείνος κάγχασε.
«Ας το φάω».
«Τι σε τρώει ρε φίλε και περνάς τα βράδια σου εδώ; Η φαμίλια, πάλι;» συνέχισε ο Θανάσης.
«Μακάρι να με έτρωγε αυτό» μουρμούρισε ο Βασίλης.
«Τότε;» επέμεινε ο Θανάσης. Ο Βασίλης γύρισε και τον κοίταξε με πολύ σοβαρό ύφος. «Θα σου πω, αλλά θα το πάρεις στον τάφο σου. Το λόγο σου, Σάκη» δήλωσε ο Βασίλης κι ο Θανάσης κούνησε απλά το κεφάλι του. «Η Μελίνα με τρώει» του είπε. Ο Θανάσης έβαλε τα γέλια. «Μπαμ κάνει, φευγάτε. Εδώ και καιρό. Σούταρε την Έλενα και κάνε κίνηση. Ούτε για τέσσερεις ώρες σχέση δεν αξίζει».
«Άγραφοι νόμοι…»
«Είκοσι ένα άκυρα με αυτό της Παρασκευής. Τα μετράω για να τα τρίψω στα μούτρα του βλάκα. Αν δεν εγγυόσουν εσύ για τον ποζερά, δεν θα ‘ταν ποτέ μέλος αυτής της παρέας. Στο έχω ξαναπεί, την συμπεριφορά του δεν την πάω ούτε με σφαίρες» απάντησε ο Θανάσης κι έπειτα τράκαρε τσιγάρο τον Βασίλη.
«Τώρα τελευταία με προβληματίζει κι εμένα η στάση του…»
«Ποια στάση; Που θέλει αμέτι μωχαμέτι να ρίξει την Μελίνα; Γιατί; Για να την χωρίσει μετά από δύο – τρεις μέρες;» τον διέκοψε ο Θανάσης. με χαμηλό μα αγριεμένο τόνο.
«Είναι τα χέρια μου δεμένα, Σάκη».
«Σ’ αυτό, παλιόφιλε, έχεις απόλυτο δίκιο. Άσε που δεν νομίζω να ενδιαφέρεται η Μελίνα για κανέναν από μας. Ούτε καν που μας βλέπουν μ’ εκείνη την παλαβή που κάνουν παρέα».
«Όπα ο μουγκός; Με την ζουρλή την Νίκη, ρε;» αναφώνησε γελώντας ο Βασίλης.
«Ειρήνη απ’ το Γ1, αγόρι μου» δήλωσε ο Θανάσης αυτάρεσκα κι ο Βασίλης τον κοίταξε με απορία. «Ποια Ειρή…» αναρωτήθηκε κι έπειτα γούρλωσε τα μάτια του απ’ την έκπληξη. «Τι λες ρε φίλε; Αυτή βαθμολογείται… Τετρακόσια ογδόντα τέσσερα στα δέκα!» αναφώνησε γελώντας. Ο Θανάσης του έκλεισε το μάτι και πέταξε το τσιγάρο του στις άδειες ράγες.
«Όχι, φευγάτε, θα καθίσω να ασχοληθώ με τα κοριτσάκια, καλή ώρα Έλενα, Νάντια και λοιπές. Απλά δεν κάνουμε κοινές εμφανίσεις γιατί δεν γουστάρω την καζούρα την δική σας…»
«Πού το πας αυτό;» τον διέκοψε ο Βασίλης.
«… και γιατί θα πέσουν οι φίλες της να την φάνε. Ο κόσμος, φίλε μου, είναι κακός, μικρός και ηλίθιος» κατέληξε ο Θανάσης.
«Γενικό συμβούλιο;» ρώτησε ο Βασίλης.
«Δεν έχει νόημα… Εκτός… Αν κάνει κίνηση η Μελίνα. Εκεί αλλάζουν τα πράγματα. Είμαστε οικογένεια και κοιτάμε τους δικούς μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως θα πάρουμε σβάρνα τους απ’ έξω» απάντησε ο Θανάσης κι ύστερα σώπασαν κι έμειναν γι αρκετή ώρα στην γέφυρα να κοιτάζουν τον σκοτεινό ορίζοντα που απλωνόταν γύρω τους.
«Ξες τι, ρε Σάκη;» έσπασε την σιωπή ο Βασίλης κι ο Θανάσης χαμογέλασε. «Ένα μήνα και κάτι θα κρατήσει, φευγάτε. Αν το τραβήξεις παραπάνω…»
«Θα το τραβήξω παραπάνω;» αναρωτήθηκε δυνατά, προσπαθώντας να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη. Ήθελε και δεν ήθελε να είναι με την Έλενα. Ήθελε και δεν ήθελε παρέα. Δεν είχε ξεκινήσει καλά η σχέση και το ήδη συζητούσε το τέλος της, με τους φίλους του.
Ο Θανάσης έβλεπε πως εξ’ αρχής υπήρχε κάτι αόριστο και αόρατο πίσω από την κίνηση της Έλενας, κάτι πολύ χειρότερο απ’ τον εγωισμό της και απ’ την μανία της να μπει στο μάτι της Μελίνας. Υπήρχε κάτι άσχημο στην ατμόσφαιρα, που μπορούσε να συγκριθεί με την αποφορά της χωματερής όταν φυσούσε ο νοτιάς. «Ξες κάτι…» άρχισε να λέει, πριν τινάξει την στάχτη του στο κενό. «… να ‘ταν και κανένα μπάνικο γκομενάκι, να πήγαινε στο διάβολο. Αλλά…»
«Η Έλενα;» ρώτησε ο Βασίλης, πριν τελειώσει την φράση του ο Θανάσης.
«Η Μελίνα μωρέ…»
«Θάνατος είναι… Δειλό χαμογελάκι, χαμηλό βλέμμα, σκανταλιάρικο ύφος…»
«Λέγε ρε τι έκανες στον φίλο μου!» φώναξε ο Θανάσης, αστειευόμενος κι ο Βασίλης γύρισε και τον στραβοκοίταξε. Χαμογέλασε ο Θανάσης. «Θα καταλήξετε μαζί. Να τον ακούς τον μουγκό. Ξέρει» σχολίασε ήρεμα, κουνώντας το κεφάλι του και χαμογελώντας.
«Πουθενά δεν θα καταλήξουμε» μουρμούρισε ο Βασίλης.
«Βασ-»
«Άσ’ τις μαλακίες, Σάκη…»
«Το θες σε στοίχημα;»
«Ό,τι γουστάρεις».
«Μία μπύρα, μπατίρη. Μία παγωμένη μπύρα. Όχι τώρα. Στα τριάντα πέντε μας».
«Μέσα».
«Τα ‘μπλεξες πολύ, αδερφέ μου. Είναι καλή, κάνε μ’;»
«Ποιά ρε;»
«Το Λενάκι ρε».
«Πού ξέρω…»
«Δηλαδή… Δε… Χέρι δεν βάζουμε, φευγάτε;»
«Τι χέρι, ρε μαλάκα;»
«Χέρι ρε, πώς το λένε;»
«Όχι…»
«Τι να σου πω;»
«Πες μου γιατί είμαι με την Έλενα, γιατί εγώ δεν ξέρω».
«Ούτε εγώ, Βασίλη…»
«Κλαίν’ τ’ αστέρια απόψε μάγκα, κι εμείς, εδώ, μόνιμοι κάτοικοι, αποξενωμένοι, ξεχασμένοι, αλλότριοι…»
«Θα περάσει, φευγάτε…»
«Το ξέρω, Σάκη. Όλα περνάνε».
«Αφού το ξέρεις, γιατί σκας;»
«Δεν ξέρω…» μουρμούρισε ο Βασίλης, πριν πετάξει το μπουκάλι που κρατούσε στα χέρια του στις γραμμές του τραίνου. Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που είπε για την σχέση του με την Έλενα. Για εκείνη την σχέση που τελείωσε δύο μήνες αργότερα, όπως το είχε προβλέψει ο Θανάσης. Για μια σχέση που είπε ένα «καλά» και την άφησε να χαθεί μακριά.
Το απόγευμα που χώρισε, σουλατσάρισε για λίγο μόνος. Βρήκε τα παιδιά στο πάρκο, μάζεψε ό,τι ψιλά είχε πάνω του, πήγε στο ψιλικατζίδικο του πατέρα του Τάσου και φόρτωσε ρετσίνες. Χωρίς να πει κουβέντα, μάζεψε την παρέα απ’ το πάρκο και την οδήγησε στην γέφυρα. Πέντε άτομα, πέντε διαφορετικές προσωπικότητες που κάθε μια κρατούσε ένα μπουκάλι στο χέρι, είπαν ένα «καλό κατευόδιο» κι ύστερα κάθισαν σκυφτοί στο κάγκελο της γέφυρας, περιμένοντας να περάσει ο συρμός και να πάρει το παλιό μαζί του. Τότε, ο Βασίλης, δεν είχε ευχηθεί «καλό ταξίδι» στον εαυτό του. Αυτό θα αργούσε να έρθει.
*
Έπρεπε να περάσουν κοντά δυο χρόνια, για να κάνει την επόμενη κίνηση η Έλενα. Μια κίνηση που ο Βασίλης είπε ότι δεν κατάλαβε ποτέ. Εκείνη την κίνηση που δεν είχε προβλέψει, που έπρεπε να έρθει για να του διδάξει ότι οι άνθρωποι ήταν πολύ χειρότεροι απ’ όσο τους είχε πλάσει μέσα στον νου του.
Δεν έχει νόημα να σου αφηγηθώ κι αυτή την ιστορία. Μια ακόμη σχέση εξουσίας ήταν, μια σχέση που δεν έδωσε τίποτα σε κανέναν. Ούτε καν στον Βασίλη που την ζούσε με κάθε κύτταρο της ύπαρξής του. Κλεφτά φιλιά, νωχελικά βλέμματα, κομμένα ερωτόλογα. Μια ελπίδα υπήρχε απ’ την πλευρά του Βασίλη, μια μικρή και ανεκπλήρωτη ελπίδα, και τίποτα περισσότερο. Ήρθε η σχέση μεταξύ εκείνου και της Έλενας, όπως και την προηγούμενη φορά, όμως δεν έφυγε όπως θα έπρεπε. Την στιγμή που χτύπησε στο γραφείο το χέρι του, ο Βασίλης ορκίστηκε, στην ίδια του την ζωή, μια εκδίκηση. Άλλαξε ο τρόπος που έβλεπε τον κόσμο, πριν μάθει τον λόγο που συνέβησαν όσα συνέβησαν.
Πήρε να χαράξει. Θα ‘βρισκε η χαραυγή τον Βασίλη να κάθεται δίπλα απ’ το παράθυρο του δωματίου του, με την πλάτη στο καλοριφέρ, με το τσιγάρο στο στόμα κι ένα μισοάδειο μπουκάλι ουίσκι για συντροφιά. Το τασάκι του είχε προ πολλού ξεχειλίσει κι εκείνος κάπνιζε ακόμη. Κάπνιζε σαν να μην υπήρχε αύριο και σκεφτόταν. Θυμόταν. Νευρίαζε.
Σηκωνόταν πού και πού, για να αλλάξει μεριά εκείνη την αθάνατη κασέτα που ‘χε επιλογές από Κρίνα, Τσίγκο, Λήτη κι Ενδελέχεια. Μισοτραγουδούσε τα κομμάτια που ‘χε μάθει απ’ έξω με τα χρόνια. Γύριζε το μυαλό του στα σκηνικά του προηγούμενου απογεύματος. Απ’ την μία προσπαθούσε να τα διώξει από εκεί κι απ’ την άλλη τα δούλευε, έφτιαχνε ένα εφεδρικό σχέδιο, προσπαθούσε να δει την μετέπειτα πορεία του. Να αποφύγει κακοτοπιές, να κάνει τις σωστές επιλογές.
Στις εφτά είχε πάρει τις αποφάσεις του. Σηκώθηκε και έβαλε το μπουκάλι με το ουίσκι στην θέση του, άδειασε το τασάκι, ντύθηκε βιαστικά, φόρτωσε την τσάντα του στον ώμο κι έφυγε απ’ το σπίτι χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Βγήκε στο κρύο του Γενάρη και το ‘κοψε για το σχολείο. Πρώτη Δευτέρα μετά τις διακοπές των χριστουγέννων. «Ευτυχισμένο το 1998» μουρμούρισε πριν αρχίσει να αναθεματίζει φίλους, γνωστούς και την πρώην του.
Πήρε να χαράξει. Θα ‘βρισκε η χαραυγή την Μελίνα ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, να κοιτάζει τον περιποιημένο κήπο έξω από το παράθυρό της και να σκέφτεται με πυρετώδεις ρυθμούς. Γύριζε στο μυαλό της τα όσα είχε ακούσει για τον χωρισμό του Βασίλη κι ιδιαίτερα τον τεράστιο καυγά που κράτησε για δευτερόλεπτα. Απ’ την μία προσπαθούσε να ηρεμήσει τον εαυτό της κι απ’ την άλλη έριχνε δηλητήριο στην Έλενα και στα όσα είχε κάνει.
Σηκωνόταν πού και πού για να βαδίσει στο δωμάτιο και να σκεφτεί, Μισομουρμούριζε τα όσα ήθελε να πει στον Βασίλη, τα λόγια που σκεφτόταν για χρόνια. Γύριζε στο μυαλό της τα όσα σκηνικά είχε ακούσει, προσπαθώντας να τα κάνει εικόνες. Απ’ την μία προσπαθούσε να τα καταλάβει κι απ’ την άλλη προσπαθούσε να φτιάξει ένα σχέδιο για να προσεγγίσει τον Βασίλη.
Στις εφτά είχε πάρει τις αποφάσεις της. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, το έστρωσε βιαστικά και κατέβηκε στο ισόγειο του σπιτιού. Κοίταξε στην κουζίνα και είδε τον πατέρα της να κάθεται στο τραπέζι, όπως πάντοτε, και να διαβάζει κάποιο απ’ τα μυριάδες χαρτιά που ‘χε απλώσει γύρω του. Πρώτη Δευτέρα μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων. «Μπαμπά, θέλω να μιλήσουμε» μουρμούρισε, πριν μπει στην κουζίνα και καθίσει απέναντί του.
«Ώχ…» έκανε ο Λάμπρος, χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ το χαρτί που μελετούσε. Τίναξε την στάχτη του πάνω στο τραπέζι, χωρίς να έχει δει που είναι το τασάκι, πριν βάλει το τσιγάρο στο στόμα του. «Είναι σοβαρά τα πράγματα, μικρή πριγκίπισσα;» ρώτησε αστειευόμενος και η Μελίνα τον κάρφωσε με τα μάτια της. «Μπορείς, έστω και για μια στιγμή, να μου δώσεις λίγη σημασία;».
«Πήρες αποφάσεις, Λίνα;»
«Μη με λες Λίνα!» φώναξε η Μελίνα κι ο Λάμπρος κρυφογέλασε.
«Ακούω» της είπε, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από την σελίδα που διάβαζε.
«Δεν ακούς» του απάντησε η Μελίνα.
«Ακούω» συνέχισε εκείνος.
«Χώρισε… Θα πάω να του μιλήσω» του είπε η Μελίνα, πιστεύοντας πως έτσι θα του τραβούσε την προσοχή.
«Δίχως αντίκρισμα λόγια» μονολόγησε ο Λάμπρος.
«Ναι;» είπε νευριασμένα η Μελίνα κι εκείνος σήκωσε το βλέμμα του, για μία στιγμή. «Ναι, Μελίνα» της απάντησε.
Η Μελίνα έφυγε από την κουζίνα και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Μετρούσε σπαστικά τα δευτερόλεπτα. Περίμενε να περάσει η ώρα και να φύγει. Δεν έδωσε σημασία στον πατέρα της όταν της χτύπησε την πόρτα και της είπε να κατέβει για πρωινό. Ντύθηκε κι έφυγε χωρίς να τον χαιρετήσει. «Μάλιστα…» έκανε ο Λάμπρος, όταν άκουσε το βρόντημα της πόρτας. Χαμογέλασε αυτάρεσκα κι ύστερα σηκώθηκε, βαρυγκωμώντας, για να δει το φαγητό που έβραζε στην κατσαρόλα. Το δοκίμασε κι ύστερα το κατέβασε απ’ την φωτιά. «Θα μπλέξουμε» συλλογίστηκε, όταν γύρισαν τα λόγια της κόρης του, στο μυαλό του.
Όταν η Μελίνα έφτασε στο σχολείο και πέρασε την μεγάλη αυλόπορτα, είδε την παρέα του Βασίλη να κάθεται στην μόνιμη θέση της κι εκείνον, αποκομμένο κι απομακρυσμένο απ’ τους φίλους του, να ‘χει πιάσει μόνος του ένα απόμερο σημείο και να καπνίζει. Αγνόησε την καρδιά της και το ελαφρύ μούδιασμα που της προκαλούσε ο φόβος της και πήγε προς το μέρος του. Κάθισε δίπλα του. Δεν την αντιλήφθηκε. Τον σκούντηξε απαλά στο μπράτσο. Γύρισε απότομα εκείνος και την κοίταξε με απορία.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε μουδιασμένα.
«Έτσι δεν έλεγα πάντοτε;» απάντησε βραχνά.
«Θέλεις…» ξεκίνησε να λέει η Μελίνα, αλλά οι λέξεις κόλλησαν στο λαιμό της. Της χαμογέλασε ο Βασίλης, ασυναίσθητα, μη καταλαβαίνοντας από πού πήγαζε το χαμόγελό του. «Να πάμε για ένα καφέ;» συνέχισε την πρότασή της, έχοντας πάρει θάρρος από το ύφος του.
«Δεν σ’ είχα για κοπανατζού» σχολίασε ο Βασίλης.
«Πες πως έγινα».
«Πάμε» είπε εκείνος κι έπειτα σηκώθηκε και της έδωσε το χέρι για να την σηκώσει.