, ,

Η Πύλη του Σολέτ – Μέρος Τρίτο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΕΡΑ

«Το βραδινό ήταν μια χαρά τελικά, ε, Νανακέ;» είπε μετά από κάποια ώρα ο Σιεξέλ καθώς ξεκοκάλιζε το τελευταίο κομμάτι του ψημένου φιδιού, ενώ ο γάτος, θρονιασμένος στο ζεσταμένο από τη φωτιά πάτο της σπηλιάς, είχε γίνει μια νυσταγμένη μπάλα με μισόκλειστα σαν γραμμές μάτια.  Τα μυτερά του αυτιά ωστόσο τεντώθηκαν στο πλάι, στον ήχο της φωνής του άντρα και γουργούρισε ευχαριστημένος.

Ήταν όντως μια ακόμα παραξενιά του βουνού της Σήρεϊ-Σησενέγ, που το έλεγαν καμιά φορά και Μαγεμένο Βουνό, διαπίστωσαν αργότερα, όταν συνέχιζαν την πορεία τους.  Από το πουθενά, έβρισκαν σπηλιές κρυφές που έστριβαν και βάθαιναν όσο προχωρούσες πιο μέσα.  Μια στενή, γυριστή είσοδος μόλις που μπορούσες να τη δεις, συχνά μπορεί να ξέφευγε από την προσοχή  με όλο αυτό τον σαματά του ανέμου και της αιωρούμενης σκόνης.  Και που μπορεί να έκρυβε κάποιο επικίνδυνο ζώο, αλλά συνήθως ήταν μια όαση με μια λιλιπούτεια εσωτερική λίμνη, κάποιο δέντρο φορτωμένο καρπούς, που ποτέ δεν είχαν ξαναδεί τόσο μεγάλους και ώριμους κάποιο θήραμα που έπεφτε στα νύχια του Νανακέ.  Αρκούσε να νιώσουν για λίγο ότι είχαν κουραστεί ή ότι η πείνα τους κυρίευε και ευθύς έπεφταν σε ένα από αυτά τα θαύματα του βουνού της Σήρεϊ-Σησενέγ.

Ακολούθησαν μέρες, που έκαμναν τον ίδιο τον Χρόνο να λυγίζει σε αφύσικα σχήματα.  Πόσος καιρός είχε περάσει;  Έμοιαζε σαν να είχαν γεννηθεί περπατώντας και σκαρφαλώνοντας σ’ αυτό το βουνό.  Οι καταιγίδες είχαν τυφλώσει τα μάτια τους, οι αέρηδες είχαν καταφάει τ’ αυτιά τους.  Αμέτρητες φορές είχαν κοντέψει να γλιστρήσουν η Σέρεϊ με τη μικρή Νητ-Ήχρα κι ο ίδιος ακόμα και απέμεναν να βλέπουν, όσο ανέβαιναν, τις πέτρες να κατρακυλούν στο εφιαλτικό άπειρο, σαν τις αναμνήσεις που επιστρέφουν στο κουτί τους.  Μια σκληρή ρυτίδα είχε φωλιάσει ανάμεσα στα φρύδια του Σιεξέλ, που είχε βαθύνει από τη μέρα που η Σέρεϊ παραλίγο να πέσει μαζί με την κόρη τους στ’ αλήθεια στο κενό.  Μονάχα μια ξεχασμένη, παλιά ρίζα είχε ανακόψει τελευταία στιγμή την αναπόφευκτη πτώση τους.  Η κραυγή της ενώθηκε με τη δική του, όταν εκείνος έγινε ένα με την πέτρα προσπαθώντας να την τραβήξει επάνω.  Κι μετά βρέθηκαν καθισμένοι κατάχαμα, μέσα στα χώματα και γεμάτοι γδαρσίματα,  με τα αναφιλητά τους να σκορπίζουν κατρακυλώντας στην πλαγιά, ανάκατα με τις σπαρακτικά κλάματα της μικρής και τον Νανακέ να μην ξέρει πού να στραφεί και ποιον να παρηγορήσει.

Τι σόι βουνό ήταν αυτό;  Από το πουθενά, σαν να υπάκουαν στους νόμους ενός παράξενου κόσμου, έβγαιναν από τις ρωγμές κάθε είδους άγρια ζώα με απειλητικά δόντια, νύχια, πετούμενα ή σερνάμενα που γύρευαν να τους επιτεθούν χωρίς να μπορούν να καταλάβουν μέχρι τώρα, πού ζούσαν όλα αυτά τα πλάσματα και πώς τρέφονταν όλα αυτά τόσα χρόνια μέσα στις κατάξερες πέτρες.

Η Σέρεϊ είχε αρχίσει να κουράζεται, κουβαλώντας το βάρος της ολοένα και μεγαλύτερης Νητ-Ήχρα.  Με δυσκολία περπατούσε σύρριζα στον γκρεμό και συχνά ζαλιζόταν από την έντονη αντηλιά.  Έφτασε να λέει «άσε μας εδώ, Σιεξέλ, σε δυσκολεύουμε περισσότερο», αυτή που δεν είχε δεχτεί τίποτα λιγότερο από το να είναι όλοι μαζί ή κανένας.  Μα εκείνος δεν υπέκυπτε ούτε μια φορά στα παρακάλια της.  Αρπακτικά περίμεναν να της χυμήξουν, μόλις εκείνος λίγο απομακρυνόταν κι αν έχανε την Σέρεϊ με την κόρη τους τώρα, τίποτα δεν θα είχε νόημα.  «Ακολούθα με, αγάπη μου» της έλεγε τρυφερά, «έχουμε όλο τον χρόνο μπροστά μας.  Ακολούθα με όσο αργά κι αν θέλεις, δεν θα πάω πουθενά χωρίς εσένα».

Ο βράχος γινόταν όλο και πιο απόκρημνος όσο προχωρούσαν, το μονοπάτι όλο και πιο εκτεθειμένο, στενό και γλιστερό με πέτρες να ξεκολλάνε ξαφνικά και φεύγουν  βροντώντας κάτω, οι σπηλιές όλο και λιγότερες, ενώ η πλαγιά αντί να στενεύει ανηφορίζοντας, φάρδαινε και άρχιζε να εκτείνεται από πάνω τους.  Σαν να ήταν μυρμήγκια που σκαρφάλωναν στο πόδι ενός γιγάντιου μανιταριού και τώρα έβλεπαν το καπέλο του να εκτείνεται από πάνω τους και να τους κόβει το φως.  Ωστόσο το τελευταίο, παρότι τους εξαντλούσε, ήταν καλό σημάδι για την πορεία τους.  Όταν δεις να πλαταίνει η πλαγιά από πάνω σου, να ξέρεις ότι πλησιάζεις την κορυφή, θυμόταν τα λόγια του Ινάλεμ, του ιερέα που είχε μελετήσει τις αρχαίες γραφές και τους θρύλους για το βουνό.  Κι όταν δεις την πυκνή ομίχλη, τότε είσαι πολύ κοντά.  Κανείς δεν ξέρει μετά τι υπάρχει, το μόνο γνωστό είναι πως σαν φτάσεις πάνω στην κορυφή υπάρχει  μόνο η Ζώνη των Σεέδι-Σενέμαχ που φυλάει την Πύλη του Σολέτ.  Αλλά βέβαια δεν ήξερε να του πει πόσο δύσκολο ήταν να περάσεις από αυτές τις περιοχές.

Ο γάτος, που τον είχε μέσα σε έναν σάκο κρεμασμένο μπροστά στο στέρνο του, έβγαλε το μαύρο του κεφάλι και τρίφτηκε νιαουρίζοντας σαν να έλεγε, πόσο ακόμα;  «Λίγο ακόμα, αγόρι μου» του ψιθύρισε καθησυχαστικά, τρίβοντας το τρίχωμα πίσω από τα ευκίνητα αυτιά του και ένιωσε το γουργουρητό του να ζεσταίνει την καρδιά του.

«Σιεξέλ;» άκουσε τον ερωτηματικό τόνο στη φωνή της γυναίκας του και στράφηκε γρήγορα προς το μέρος της.  Βρίσκονταν τώρα σε μια ανηφορική στροφή του μονοπατιού που έγερνε επικίνδυνα προς τα έξω και είχαν σχεδόν κολλήσει στον εύθρυπτο βράχο.  Την είδε που στεκόταν σε μια τέτοια εσοχή και είχε τεντώσει φοβισμένα το κεφάλι της κοιτάζοντας κάτι που εκείνος δεν έβλεπε ακόμα γιατί κάποια στιγμή στην πορεία, είχε μείνει πίσω της για να προστατεύει τα νώτα τους.  «Τι είναι, Σέρεϊ;  Κάποιο ζώο;»  Πλησίασε προσεκτικά, έχοντας έτοιμο το χέρι του πάνω στο σησραθάκ, όταν εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.  «Όχι, απλώς δεν μπορώ να προχωρήσω άλλο.  Δεν βλέπω τίποτα από την θολούρα που έχει εδώ».

«Θολούρα; Τι εννοείς…»  ετοιμάστηκε να πει αλλά η πρότασή του κόπηκε καθώς αντίκρισε το άσπρο, πυκνό πέπλο που ορθωνόταν μπροστά στο μονοπάτι σαν συμπαγής τοίχος από σύννεφο.  Η ομίχλη! σκέφτηκε ξαφνικά γεμάτος χαρά, πλησίαζαν στην κορυφή!   Πήρε από το χέρι την Σέρεϊ  λέγοντάς της «πάμε αργά, κρατήσου πίσω μου» και προχώρησε ο ίδιος ψηλαφητά πόντο-πόντο μέσα στο πνιγηρό, υγρό κι ασπριδερό πέπλο της ομίχλης.  Σε κάποιο σημείο ένιωσε το πόδι του να σκοντάφτει και λέγοντας στην γυναίκα του να μείνει απολύτως ακίνητη, γονάτισε και ψηλάφισε αυτό που έστεκε μπροστά του.  Μια σκάλα, σκαλισμένη στον βράχο.  Ψαύοντας με ανήσυχες κινήσεις τις πέτρες κατάλαβε ότι ήταν μια στενή, απότομη σκάλα, όπου η μία άκρη της ήταν στο κενό.  Κρύος ιδρώτας τον έλουσε.

Μεγάλη θεά… μονολόγησε και ξεροκατάπιε.  Μην μας εγκαταλείπεις τώρα.

Πολύ προσεκτικά σηκώθηκε, τέντωσε πίσω το χέρι του μέχρι να αγγίξει την Σέρεϊ και την τράβηξε μαλακά κοντά του από τη μεριά του πέτρινου τοίχου.  «Θα σ’ έχω μπροστά μου.  Βάλε το μάρσιπο με την Νητ-Ήχρα κι εσύ μπροστά σου και θα είμαστε κολλημένοι στον βράχο» της είπε και ο ήχος της φωνής του ακούστηκε παράξενα πνιγμένος και διαπεραστικός μαζί, λόγω της υγρασίας.  «Δεν θα βιάζεσαι, ούτε θα στρέφεσαι από την άλλη μεριά του βράχου.  Εντάξει;»

Η Σέρεϊ, καταλαβαίνοντας την νευρικότητα του άντρα της, του έσφιξε το χέρι κι  έστρεψε μπροστά τον σάκο με την Νητ-Ήχρα, που την κοίταζε βουβή με ορθάνοιχτα μάτια, σαν να καταλάβαινε ότι κάτι σημαντικό συνέβαινε τώρα και έπρεπε να είναι πάρα πολύ ήσυχη,.  «Εντάξει, αγάπη μου, πάμε μαζί».

Για κάποια ώρα, δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο η υγρασία που στάλαζε στα βράχια, τα βήματά τους που αντηχούσαν υπόκωφα στα πέτρινα σκαλοπάτια και κάπου-κάπου το σιγανό κλαψούρισμα της μικρής που είχε παγώσει μέσα σ’ αυτήν την θολή, δυσοίωνη σιωπή.  Μέχρι που η Σέρεϊ άπλωσε ξαφνικά το χέρι και σταμάτησε απότομα εκεί που στεκόταν.  Η ομίχλη διαλυόταν σιγά σιγά και καθώς ο άντρας της κοίταξε πάνω από τον ώμο της, ένιωσε κι αυτός την απόλυτη κατάπληξη, καθώς ο νους του δεν μπορούσε να συνταιριάσει λογικά αυτό που έβλεπε μπροστά του.

Η ομίχλη είχε διαλυθεί τελείως τώρα και έβλεπαν ότι ήταν στην κορυφή της σκάλας. Μπροστά τους ήταν ένα μικρό πλάτωμα με ένα μικρό δέντρο που είχε κάτι λιγοστά κόκκινα μήλα.  Μια μικρή πηγή στάλαζε νερό που έπεφτε στη ρίζα της μηλιάς.  Μια παρηγορητική νότα για να ξεκουραστούν και να πάρουν δυνάμεις.  Γιατί πέρα από εκεί που τελείωνε το πλάτωμα ήταν το απόλυτο κενό, μια ατέλειωτη άσπρη θάλασσα από σύννεφα και από πάνω τους ένα εξίσου τεράστιο ημικύκλιο ενός πέτρινου θόλου με μια γέφυρα σκοινιών ίσια μπροστά τους, που έτριζε και τον διαπερνούσε πέρα ως εκεί που μπορούσαν να δουν.

Ο ιερέας δεν του είχε πει τίποτα γι’ αυτή τη γέφυρα.  Φανταζόταν ότι θα ήταν μια δύσκολη πορεία με τα πόδια στο βουνό και μετά η ομίχλη που θα τους οδηγούσε στην κορυφή.  Όχι αυτό το αδιανόητο πράγμα.  Τι θα κάνουμε τώρα, θεά, εδώ που φτάσαμε;

Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του, ελπίζοντας παιδιάστικα ότι αυτό ήταν ένας αντικατοπτρισμός, μα φυσικά δεν ήταν.  Η Σέρεϊ, κατά παράξενο τρόπο μετά την αρχική κατάπληξη ήταν τώρα ήρεμη.  Με τα μάτια της στραμμένα στη μηλιά αντί για το κενό προχώρησε, λες και ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο και μάζεψε μερικά φρούτα και κλαδιά.  Ο Σιεξέλ απέμεινε να την κοιτάζει σαν να ‘ταν μια γραφική σκηνή:  εκείνη να κάθεται κοντά στην πηγή και να γεμίζει το παγούρι τους με δροσερό νερό, να πίνει η ίδια και να δίνει χαμογελαστή και στη μικρή Νητ-Ήχρα, σιάζοντας τα χρυσά μαλλάκια της με τα βρεγμένα της χέρια.  Ύστερα, να παίρνει ένα μήλο, να το κόβει και να το μασάει συλλογισμένη.  Αφού βρήκε ικανοποιητική τη γεύση του, την είδε να βγάζει ένα ξύλινο βαθουλό πιάτο από τον σάκο της μαζί με μια μακρουλή πέτρα και να λιώνει λίγο από το μήλο που το τάισε στο κοριτσάκι.  Κι εκείνο να το μασουλά με την ίδια σκεφτική λαιμαργία, σαν να ήταν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο.  «Καλό;» άκουσε την Σέρεϊ να λέει χαρούμενα στην μικρή και με το καταφατικό νεύμα της Νητ-Ήχρα να της δίνει κι άλλο.  Του ερχόταν ίλιγγος.

Ξαφνικά, διακόπτοντας απότομα την γαλήνια σκηνή ο Νανακέ τινάχτηκε ευκίνητα έξω από τον σάκο πριν προλάβει να τον κρατήσει ο Σιεξέλ και για μια φοβερή στιγμή νόμισε ότι ο γάτος θα πηδούσε στο κενό.  Αλλά ήταν ευτυχώς μονάχα μια εντύπωση.  Το ζώο πέρασε με ένα άλμα σε ένα κοίλωμα στο πλάι και ακούστηκε μια μικρή πάλη με κρωξίματα, που έκανε τον Σιεξέλ να τρέξει αλαφιασμένος προς τα εκεί νιώθοντας σύγκρυο, μην ήταν πάλι κανένα αρπακτικό πλάσμα.

Αλλά όταν έφτασε εκεί είδε τον Νανακέ να έχει γραπώσει ένα πολύχρωμο αγριοπούλι από τον λαιμό και να το κρατά επίμονα κάτω, παρότι εκείνο έφτανε περίπου στο δικό του μέγεθος και χτυπιόταν με δυνατά φτερουγίσματα.  Με γρήγορες, αντανακλαστικές κινήσεις ο Σιεξέλ άρπαξε τον λαιμό του πουλιού και τον έστριψε ώσπου έμεινε άψυχο.  Γονάτισε και τίμησε το ζώο, ευχαριστούμε για τη θυσία σου, δώσε τις δεήσεις μας στην θεά Σαέφαργγυς, ενώ ο Νανακέ παρέμεινε ακίνητος με μισόκλειστα μάτια.  «Φιλαράκο, έχεις γίνει μέγας κυνηγός» παίνεσε τον γάτο κι εκείνος τεντώθηκε και τρίφτηκε χαρούμενα πάνω του.

Αν εξαιρούσες όλο αυτό το κενό και την γέφυρα του πουθενά, είναι σαν να ζούμε σε ένα όνειρο, σκέφτηκε μουδιασμένα ο Σιεξέλ, θα ξυπνήσουμε και θα είναι όλα καλά και ασφαλή, όπως πάντα ήταν στο σπίτι μας.  Πήρε με μηχανικές κινήσεις και ξεπουπούλιασε το πουλί, τεμαχίζοντάς το, ενώ ο γάτος παρακολουθούσε με πολύ ενδιαφέρον και η Σέρεϊ σώριασε μερικά κλαδιά και έβαλε πάνω τους το μικρό τους τσουκάλι γεμίζοντάς το με νερό κι αφού έριξε το κρέας, πρόσθεσε μερικά μήλα σε μεγάλα κομμάτια.

Όλη αυτή την ώρα το κενό δίπλα τους περίμενε σιωπηλό.

«Πρέπει να το πάρουμε απόφαση, Σιεξέλ» του είπε κάποια στιγμή η Σέρεϊ με το βλέμμα της πάνω στο ανήσυχο πρόσωπο του άντρα της.  «Όσο και να παριστάνουμε ότι δεν είναι εκεί αυτή η γέφυρα, ωστόσο υπάρχει και ευτυχώς για μας, επειδή είναι το μοναδικό μέσο για να φτάσουμε στην κορυφή».  Εκείνος έσκυψε το κεφάλι βγάζοντας έναν αναστεναγμό.  «Έχεις δίκιο, όπως πάντα, αγαπημένη μου Σέρεϊ» της είπε με χαμόγελο.  «Δεν έχει νόημα να προσπαθώ τόσην ώρα να αποφεύγω να το σκέφτομαι.  Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο, φτάσαμε ως εδώ κι είναι κρίμα να τα παρατήσουμε τώρα.  Μόνο σκέφτομαι πως δεν θα έχουμε πού να σταματάμε για να ξεκουραστούμε, η γέφυρα φαίνεται σχετικά γερή, αλλά και πάλι…»

Η Σέρεϊ του έπιασε το χέρι πριν ολοκληρώσει τη φράση του που θα έλεγε φωναχτά τους φόβους τους.  Κι αν η γέφυρα είναι σαθρή και με το που πατήσουμε πάνω της, γκρεμιστούμε στο κενό;  Ή αν μας επιτεθεί κάτι και αρπάξει μέσα από τα χέρια μας την Νητ-Ήχρα ή τον Νανακέ ή ποιος ξέρει τι άλλο;  Τον κοίταξε με ένα πρωτόγνωρα ήσυχο βλέμμα, τα γαλάζια μάτια της, σαν δυο γαλήνιες λίμνες σώπασαν τις φωνές που στριμώχνονταν μέσα στο κεφάλι του.

«Θα τα καταφέρουμε, αγάπη μου» άκουσε την φωνή της, σαν απαλό κύμα στην ακρογιαλιά, «όλοι μαζί, σαν οικογένεια».  Το κουράγιο της τον έκανε να την κοιτάξει για πρώτη φορά, να την κοιτάξει πραγματικά, όπως δεν το είχε κάνει ποτέ από τότε που την είχε γνωρίσει ανάμεσα στις άλλες κοπέλες του Αΐροτσι.   Τα κόκκινα, σαν φλόγες μαλλιά της που είχαν μακρύνει πολύ και την πλαισίωναν ατίθασα και σγουρά.  Το λεπτό της πρόσωπο, που οι κακουχίες είχαν κάνει την άλλοτε σταρένια επιδερμίδα της τώρα σχεδόν διάφανη, με τις φακίδες της μαζεμένες σαν λουλούδια στο λιβάδι.  Με τα ρούχα της σε αλλεπάλληλες στρώσεις να την ζεσταίνουν, αλλά να μην κρύβουν το λεπτό κορμί της που είχε σκληραγωγηθεί με την μακρόχρονη και δύσκολη πορεία τους. Με τα λοξά, γαλήνια μάτια της να φέγγουν μια γαλάζια φωτιά που τον ζέσταινε κι έλιωνε τους παγερούς κόμπους της καρδιάς του.  Και πιο πολύ με τα χείλη της, απλωμένα τώρα σ’ ένα κουρασμένο, αλλά γεμάτο αγάπη χαμόγελο που έλεγε, θα είμαι πλάι σου ως το τέλος του κόσμου, αυτό τον έκανε να πάρει μια βαθιά ανάσα και σκύβοντας να την αγκαλιάσει, σφραγίζοντάς την μ’ ένα τρυφερό, μακρόσυρτο φιλί.

Μόνο όταν άκουσε τα ακατάληπτα λογάκια της Νητ-Ήχρα και όταν ένιωσε το βελούδινο ποδαράκι του Νανακέ, πολύ απαλά ν’ ακουμπάει στο μάγουλό του, απομακρύνθηκε και έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο στην Σέρεϊ. «Ας μαζέψουμε τις προμήθειες σε φαγητό και νερό και να πάμε, πριν αρχίσει να χάνεται το φως, ε, Σέρεϊ;»  Εκείνη συμφώνησε με ένα γλυκό χαμόγελο που έκρυβε λίγη πονηριά καθώς του έκλεισε το μάτι, δείχνοντας κόρη και γάτο σαν να έλεγε, ας τελειώσουν με το καλό όλα αυτά και θα έχουμε τον δικό μας χρόνο.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΕ

 «Μην κοιτάζεις κάτω, Σέρεϊ, δεν έχει και τίποτα να δεις», είπε για τρίτη φορά ο Σιεξέλ αρκετά αργά την επόμενη μέρα προς την κατάχλομη γυναίκα του και πρόσθεσε προσπαθώντας να διώξει τον πανικό της «έλα, κοίταζε εμένα αν θέλεις, που είμαι τόσο όμορφος».  Εκείνη δεν ένιωσε καν το αστείο του κι ο Σιεξέλ αναθεμάτισε για πολλοστή την γέφυρα που διέσχιζαν και που είχε γίνει ο εφιάλτης τους από την ώρα που είχαν πατήσει το πόδι τους σ’ αυτήν.

Είχαν ξεκινήσει με αισιοδοξία, είχαν μαζέψει τα πράγματά τους, είχαν πλυθεί, είχαν χωρίσει ό,τι είχε περισσέψει από το γεύμα τους σε μερίδες, είχαν διαλέξει μερικά ώριμα και γερά μήλα, είχαν γεμίσει όλα τα παγούρια τους με φρέσκο νερό –μια που εκεί στην γέφυρα δεν θα είχε φυσικά καμιά πηγή νερού–και είχαν δοκιμάσει μάλιστα στην αρχή την άκρη της γέφυρας, τα αιωνόβια σκοινιά.  Με χαρά είχαν διαπιστώσει ότι το σκοινί τους ήταν φτιαγμένο από κάποιο μυστηριώδες φυτό κι ενώ έδειχναν ξεφτισμένα και έτοιμα να διαλυθούν, στην πραγματικότητα ήταν ολόγερα, σταθερά και δεν κόβονταν με τίποτα.

Κι έτσι πορεύτηκαν στην αρχή, ο ίδιος μπροστά για να δοκιμάζει παρόλα αυτά τη σταθερότητα της γέφυρας, με τον Νανακέ κρυμμένο μέσα στον αυτοσχέδιο σάκο που κρεμόταν στο στέρνο του και την Σέρεϊ με το μωρό στην πλάτη της.  Το φως ήταν μουντό λόγω του πέτρινου θόλου κι έβλεπαν τώρα να κρέμονται εκεί ψηλά σταλακτίτες που ανάμεσά τους πετούσαν διάφορα πουλιά και οι φωνές τους ακούγονταν πότε να κακόφωνες και πότε μελωδικές.  «Είναι δύο ειδών, από όσο βλέπω» άκουσε τη φωνή της Σέρεϊ να λέει κάποια στιγμή «και μάλλον έχουν αντιπαλότητα μεταξύ τους, αν κρίνω από τις μάχες που κάνουν» και πραγματικά όταν ο Σιεξέλ, χαλαρώνοντας για λίγο, σήκωσε το βλέμμα του ψηλά, είδε πολύχρωμα πουλιά, σαν εκείνο της σπηλιάς, να επιτίθενται σε μια ομάδα άλλων που είχαν ένα αδιάφορο σταχτί χρώμα, πιο μεγαλόσωμα και άγαρμπα που χαλούσαν τον κόσμο με τις άχαρες, διαπεραστικές κραυγές τους.

Δεν ασχολήθηκαν περισσότερο μ’ αυτά, πότε-πότε τους έριχναν μερικές ματιές και μετά συνέχιζαν να περπατάνε αργά στην μακριά, στενή γέφυρα, με τα χέρια ν’ αγγίζουν τα διχτυωτά σκοινιά που η κουπαστή τους έφτανε μέχρι λίγο πιο κάτω από τους ώμους τους.  Όταν το φως είχε χαθεί εντελώς κι είχε απομείνει μόνο μια θαμπή αναλαμπή από τη θάλασσα των νεφών αποφάσισαν να σταματήσουν.  Και αφού άπλωσαν τα στρωσίδια τους πάνω στα σκληρά και σφιχτοδεμένα σανίδια της γέφυρας, που χωρούσε ίσα-ίσα τους δυο τους ξαπλωμένους πλάι κατά μήκος της, έβαλαν την Νητ-Ήχρα και τον Νανακέ ανάμεσά τους και κουκουλώθηκαν από πάνω με μια μακριά λεπτή κουβέρτα για να κόβει λίγο τον ψυχρό, νυχτερινό αέρα.  Ο ύπνος ήρθε γρήγορα.  Γύρω τους ακουγόταν ο άνεμος ανάμεσα στα σκοινιά, το τρίξιμο της τεράστιας γέφυρας στον αχανή πέτρινο θόλο, η ηχώ από κάποιο πουλί ψηλά που δεν είχε ήσυχο ύπνο και πότε-πότε ένας απροσδιόριστος ήχος σαν να φυσούσε κάτι ή να γλιστρούσε πάνω στον εναέριο χώρο.

Το τι ήταν αυτό το έμαθαν την επομένη, όταν η Σέρεϊ, ξαπλωμένη όπως ήταν ακόμη, τράβηξε αγουροξυπνημένη την κουβέρτα και αντίκρισε την μεγάλη σκιά ενός πετούμενου σαν γιγάντια νυχτερίδα από εφιαλτικό όνειρο, που αιωρούνταν από πάνω τους με συριστικά φτερουγίσματα, όμοια με μαύρα πανιά ιστιοφόρου κόντρα στον άνεμο.

Και τότε το πλάσμα κατέβασε το κεφάλι και την είδε.  Τα μάτια του, με ένα άσπρο χρώμα που λαμπύριζε πάνω σ’ ένα κεφάλι θυμίζοντας προϊστορικό τέρας την πάγωσαν εκεί που βρισκόταν.  Κούνησε σπασμωδικά το χέρι του Σιεξέλ, ανίκανη να προφέρει έστω και μια λέξη, τραβώντας πάνω τους την κουβέρτα και κρύβοντας έτσι από ένστικτο την κοιμισμένη Νητ-Ήχρα, που είχε γίνει ένα γαλήνιο σύμπλεγμα με τον Νανακέ.

Αλλά η κραυγή που βγήκε, ένας απόκοσμος, θρηνητικός ήχος που πλήγωνε τ’ αυτιά, καθώς πολλαπλασιαζόταν από την ηχώ και γέμιζε όλο το στερέωμα προήλθε από το πλάσμα αυτό.  Το στόμα του, με ράμφος σαν αετού αλλά γεμάτο με άσχημα, μυτερά δόντια φαινόταν σαν ματωμένο με φόντο το σκοτεινό, πλαδαρό και νευρώδες σώμα του, καθώς έκαμνε ολοένα κύκλους από πάνω τους.  Ο Σιεξέλ, που κοιμόταν με το πρόσωπό του στραμμένο προς τη Σέρεϊ, ξύπνησε από το φριχτό κρώξιμο αντικρίζοντας τη γυναίκα του, κάτασπρη από τον τρόμο, να σφίγγει το στόμα της με το χέρι  για να μην ουρλιάξει.  Όταν έστρεψε με περιέργεια το κεφάλι του προς τα πάνω, τραβώντας  το στρωσίδι που τους σκέπαζε και είδε το πλάσμα που έκαμνε κύκλους από πάνω τους, έπνιξε μια βρισιά παγώνοντας ολόκληρος.

Ένα αρπακτικό σαΐσηρχα! ήρθε από το πουθενά η σκέψη στο μυαλό του.  Σκάλισε στα αρχεία της μνήμης του, τις διηγήσεις που είχε ακούσει χρόνια ολόκληρα, κάποτε κάποιος, ο παππούς του ή κάποιος ηλικιωμένος διηγούνταν τρομαχτικούς θρύλους με κατορθώματα ηρώων.  Δεν θυμόταν ποια ακριβώς ήταν η ιστορία, επειδή πρέπει να την είχε ακούσει όταν ήταν αρκετά μικρός.  Αλλά θυμόταν ξεκάθαρα την εικόνα που του είχε καρφωθεί στο μυαλό, όταν την περιέγραψε με πολύ επιδεξιότητα ο γέροντας, γιατί του είχε αφήσει εφιάλτες που έβλεπε για λίγο καιρό:  τα πετούμενα αυτά, ήταν τέρατα που τρέφονταν από τον φόβο των θυμάτων τους, είχαν μαύρο σώμα με μεγάλα πτερύγια από δέρμα με νύχια, κεφάλι φαλακρού αετού, μάτια από φλεγόμενο πάγο και ράμφος γεμάτο σάπια δόντια καρχαρία.  Κόκκινο στόμα σαν να είναι γεμάτο ήδη από τα θύματά του, πριν καν τα κατασπαράξει, θυμήθηκε τα λόγια του ηλικιωμένου, με τα μάτια του γουρλωμένα λες και τα έβλεπε μπροστά του ο αφηγητής.

Και τώρα ο εφιάλτης, που θυμόταν μικρός, ήταν πραγματικότητα και αιωρούνταν λίγα μέτρα μόνο πάνω τους.  Προσπαθώντας να ελέγξει τον τρόμο του, τράβηξε με ήρεμες κινήσεις το στρωσίδι εντελώς από πάνω τους κι έπιασε το άλλο χέρι της Σέρεϊ, σφίγγοντάς το για να της μεταδώσει θάρρος.  Εκείνη ξεροκατάπιε και χάιδεψε απαλά με το χέρι για να καθησυχάσει την μικρή, που είχε ξυπνήσει κι αυτή από τις φωνές, αλλά σκεπασμένη με την κουβέρτα δεν έβλεπε την πηγή του τρόμου κι ήταν ακόμη μπερδεμένη για να κλάψει.  Ο Σέρει είδε με την άκρη του ματιού του τον Νανακέ να έχει περάσει αστραπιαία από την μακάρια χαλάρωση σ’ αυτή την επιφυλακής με τα κολλημένα αυτιά και τα διάπλατα, ολόμαυρα μάτια.  Ένα χαμηλόφωνο νιαούρισμα προς τον Σιεξέλ και ο τρόπος που ολοένα ξεροκατάπινε, έδειχνε ξεκάθαρα ότι ήταν τσιτωμένος κι έτοιμος να ορμήσει σε ποιος ξέρει τι.  Άπλωσε το χέρι του αργά προς το μέρος του και το ακούμπησε στο πλάι του κεφαλιού του γάτου χαϊδεύοντάς τον για να τον ηρεμήσει με χαμηλόφωνα καθησυχαστικά λόγια που δεν πίστευε.

Πάνω από το λεπτό σκέπασμα ακουγόταν το πλατάγισμα του πλάσματος καθώς έκαμνε ακόμα κύκλους.  Πέρασε ώρα, που του φάνηκε αιώνας, να έχουν απομείνει κρυμμένοι στο μισοσκόταδο, ωστόσο κάποια στιγμή ο δυσοίωνος ήχος φάνηκε να σταματά κι όταν τράβηξε με επιφύλαξη την άκρη της κουβέρτας είδε ότι το σαΐσηρχα, προς το παρόν, είχε φύγει.

Κι έτσι τώρα πορεύονταν περπατώντας την ατέλειωτη γέφυρα, ρίχνοντας πλάγια βλέμματα εδώ κι εκεί μήπως και δουν κανένα ακόμα τέτοιο αρπακτικό να τους γυροφέρνει.  Η Σέρεϊ πάντως, δεν έλεγε να ησυχάσει κι εκείνος καταλάβαινε πολύ καλά γιατί δυσκολευόταν, μία από τις ικανότητες του σαΐσηρχα ήταν να προκαλεί τον τρόμο και μόνο με την εμφάνισή του.  Μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που τα θύματά του να τυφλώνονται από τον φόβο τους και να μένουν παγωμένα για να τα κατασπαράξει, αντί να κρυφτούν ή να αμυνθούν.  Σε μια προσπάθεια να βοηθήσει την γυναίκα του ο Σιεξέλ την έβαλε μπροστά του, κρατώντας την σφιχτά από το χέρι, έχοντας ο καθένας αντίστοιχα, τη μικρή στον μάρσιπο και τον γάτο στον σάκο μπροστά κι αυτούς για να μπορούν να προστατευτούν σε τυχόν επικείμενη επίθεση του αρπακτικού.

Ο χρόνος έμοιαζε να έχει γίνει κύκλος, χωρίς αρχή, μέση και τέλος.  Περπατούσαν μέχρι που πονούσαν τα πόδια τους, σταματούσαν με τη ψυχή στο στόμα, τρώγοντας το ολοένα και πιο λιγοστό φαγητό τους, έπιναν το νερό που λιγόστευε τρομακτικά και κοιμόντουσαν ανήσυχα, κουκουλωμένοι με τη κουβέρτα τους που κατά κάποιον τρόπο αποδεικνυόταν αποτελεσματική, αφού όσο βρίσκονταν από κάτω της κανένα σαΐσηρχα δεν τους είχε ενοχλήσει ακόμη.

Αυτή η καταραμένη γέφυρα δεν λέει να τελειώσει!  σκέφτηκε με ανήμπορη λύσσα ο Σιεξέλ, νιώθοντας την κούραση να πολλαπλασιάζεται από την σταθερά ίδια απόσταση που αντίκριζε στη γέφυρα κάθε πρωί.  Δεν μπορώ καν να καταλάβω αν είμαστε στην μέση ή ακόμα στην αρχή.  Και οι προμήθειες τελειώνουν, πού θα βρούμε άλλες;  Ξεκινήσαμε από την άκρη του κόσμου για να φτάσουμε στην ίδια θέση που ήμασταν και στην αρχή.  Δεν μπορώ να καταλάβω τι νόημα έχει όλο αυτό.  Και δεν μπορώ πια να μην πιστέψω ότι στ’ αλήθεια πρέπει να μας μισείς και να μας καταράστηκες, θεά!

Ένα μπουμπουνητό από κάτω τους διέκοψε τις ζοφερές του σκέψεις.  Η Σέρεϊ το είχε ακούσει κι εκείνη και του έδειξε τη θάλασσα με τα σύννεφα που αστραποβολούσαν υπόκωφα, καθώς ετοίμαζαν μια καταιγίδα για αυτούς που ζούσαν στο Αΐροτσι.  Πόσο μακρινά έμοιαζαν όλα, σαν όνειρο, ξαναγύρισε στις ζοφερές τους σκέψεις ο Σιεξέλ, καθώς γλιστρούσε αφηρημένα το χέρι του πάνω στα ξέφτια από τα σκοινιά που περνούσαν πλάι τους,  κάποτε υπήρχε ένα ευτυχισμένο και καλοζωισμένο χωριό και τώρα οι άνθρωποι πεθαίνουν απελπισμένοι μέσα στα σπίτια τους.  Ακόμα ένας μακρύς σταλακτίτης πέρασε από το πλάι του, ξασπρισμένος και με παράξενες παραμορφώσεις πάνω του.  Κι εμείς τώρα προχωράμε και προχωράμε, πεινασμένοι και διψασμένοι χωρίς κάποια διέξοδο σ’ αυτόν τον ατέλειωτο πέτρινο εφιάλτη με τους σταλακτίτες που κρέμονται δίπλα μας και σταλάζουν αιωνίως και…

Σταμάτησε απότομα.  Κάτι δεν του πήγαινε σωστά.  Η Σέρεϊ τον κοίταξε ερωτηματικά με τη νευρικότητά της να αυξάνεται, θεωρώντας ότι ο Σιεξέλ είχε δει κάτι απειλητικό.  Εκείνος την κοίταξε με πλήρη διαύγεια, είδε την Νητ-Ήχρα που έπαιζε αμέριμνη με την κόκκινη κοτσίδα της μάνας της, την γέφυρα που έτριζε κάτω από το βάρος τους εκεί που στέκονταν, τον Νανακέ που είχε το κεφαλάκι του έξω από τον σάκο και με το βλέμμα του στραμμένο πίσω από τον ώμο του Σιεξέλ κι έκαμνε κάτι αστείους κελαϊδιστούς ήχους.  Κελαϊδιστούς ήχους;  σκέφτηκε μπερδεμένος, αυτούς τους κάνει όταν βλέπει κάτι που μπορεί να κυνηγήσει, αλλά εδώ δεν έχει τίποτα, εκτός από τη γέφυρα και τους σταλακτίτες που…

Μεμιάς έκανε στροφή επιτόπου.  Ήταν σίγουρος ότι αυτό δεν ήταν πριν όταν το είχαν περάσει.  Αποκλείεται.  Ήταν θεόρατο και μόνο αν ήταν ολότελα τυφλοί θα το είχαν προσπεράσει έτσι.  Η Σέρεϊ που παραξενεμένη με την κίνησή του, τον είχε ακολουθήσει στρέφοντας το πρόσωπό της χωρίς να του αφήνει το χέρι είχε απομείνει με το στόμα ανοιχτό.

«Μα τα δέκα χιλιάδες μυστικά ονόματα της θεάς!  Αποκλείεται να είναι αληθινό αυτό!» την άκουσε να φωνάζει, έχοντας ξεχάσει ολότελα τα αρπακτικά, την κούραση και τα πάντα.

Μπροστά τους, στα τρία μέτρα ένας θεόρατος, παραμορφωμένος σταλακτίτης που ξεκινούσε από τον θόλο έφτανε και ακουμπούσε στη γέφυρα σαν μια κολόνα από το πουθενά.  Στα αυλάκια του έτρεχε άφθονο διάφανο νερό, ενώ κλαδιά από ένα αναρριχητικό φυτό έμπλεκαν με τα σκοινιά της γέφυρας αφήνοντας να κρέμονται μεγάλα τσαμπιά με κόκκινα φρούτα.  Μερικές σαύρες πηγαινοέρχονταν νευρικά πάνω στα σκοινιά της γέφυρας, όντας το ίδιο μπερδεμένες με κείνους.  Εκείνη τη στιγμή ο Νανακέ πετάχτηκε με μια κίνηση σαν ελατήριο μέσα από τον κόρφο του Σιεξέλ και καλύπτοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα την απόσταση, γράπωσε μία από τις σαύρες και την τίναξε μανιασμένα στον αέρα μέχρι που έμεινε ακίνητη στα σανίδια.

«Ε, αυτό…» μονολόγησε κεραυνοβολημένος ο άντρας και καθώς ο γάτος κοντοστάθηκε πάνω από το κουφάρι της σαύρας κοιτάζοντάς τον με ξεκάθαρη προσδοκία του είπε «δικό σου φιλαράκο, το δικαιούσαι, δεν μπορούμε εμείς να το φάμε άλλωστε» κάνοντάς του μια χειρονομία αποδοχής –λες και θα καταλάβαινε το ζώο–που όμως κατάλαβε και άρχισε να τρώει λαίμαργα για να καταλαγιάσει την πείνα ημερών.

Η Σέρεϊ, μαγνητισμένη από το θέαμα του σταλακτίτη στράφηκε προς τα κρεμαστά τσαμπιά και όταν διαπίστωσε τι ήταν έκοψε επιδέξια όσα μπορούσε, τα ξέπλυνε στο τρεχούμενο νερό και τα έβαλε μέσα σε σακούλια που κρέμονταν στα πλάγια του ρούχου της.  Η Νητ-Ήχρα έκανε χαρούμενους ήχους όταν της έδωσε λίγο λιωμένο φρούτο, που αποδείχτηκε μια τερατώδης φράουλα και στραβομουτσούνιασε μονάχα όταν η Σέρεϊ της έτριψε το γεμάτο κόκκινα ζουμιά πηγούνι της με καθαρό νερό.

Ο Σιεξέλ μαγεμένος έβλεπε την γυναίκα του, που σαν να μην συνειδητοποιούσε ότι ήταν κρεμασμένοι σε μια τεράστια γέφυρα στη μέση του πουθενά, ενώ άπειρα αρπακτικά απειλούσαν να τους κατασπαράξουν, γέμιζε τώρα ήσυχα τα παγούρια τους με το τρεχούμενο νερό, δίνοντας να πιουν η Νητ-Ήχρα, αλλά και ο Νανακέ.  «Πάμε αγάπη μου;» του είπε, με τη νευρικότητά της να έχει χαθεί μαγικά, λες και του έλεγε να πάνε μια βόλτα στην πλατεία του χωριού.  Μουδιασμένος εκείνος είχε κατανεύσει και προχώρησαν όλοι μαζί κι όταν εκείνος, κυριευμένος από μια παράξενη αίσθηση, έριξε μετά από κάποια ώρα το βλέμμα του πίσω, ο σταλακτίτης είχε χαθεί σε μια σκοτεινή ομίχλη.

Ίσως φταίει η απόσταση που διανύσαμε και δεν φαίνεται πια καλά, προσπάθησε να εκλογικεύσει την εικόνα που είχε μείνει στο μυαλό του, νιώθοντας ωστόσο κι ευγνωμοσύνη που είτε αληθινό, είτε παραίσθηση, αυτό το αναπάντεχο θαύμα ήταν η καταλυτική βοήθεια, χάρις στην οποία κατάφεραν να συνεχίσουν με ανανεωμένες δυνάμεις το μακρύ ταξίδι τους πάνω στη γέφυρα.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: