,

Αθηνά

Ο κυρ Χάραλντ κατέβηκε, βαριά, την κλιμακωτή πλαγιά. Πόσο αγαπούσε αυτό το ‘κυρ’, που είχε αντικαταστήσει το ‘χερ’. Άλλωστε ούτε καν η προφορά του δεν ήταν ικανή να προδώσει την καταγωγή του πια. Ίσως μόνο η κορμοστασιά και τα γαλανά του μάτια.

Μπροστά του, το απέραντο πλάτωμα, όπου στάθμευαν οι επισκέπτες και απέναντι ο ναός του προφήτη Ηλία. Ο σοφάς στις βάσεις του κτηρίου είχε προ πολλού σκάσει. Παλιό οίκημα. Ο κυρ Χάραλντ, ωστόσο, δεν είχε έρθει για να θαυμάσει τα υλικά του. Άλλωστε, εδώ και πάρα πολλά χρόνια δεν τον άγγιζε το περιτύλιγμα, αλλά το μυστήριο που κρυβόταν μέσα σε κάθε τι. «Τι να τα κάνω τα όμορφα χείλη αν η ανάσα μού βρωμεί;» έλεγε συχνά.

Ο λόγος για τον οποίο είχε έρθει και που ερχόταν, ανελλιπώς, τα τελευταία πενήντα χρόνια σε κάθε λειτουργία, μόλις αποβιβαζόταν από ένα πολυτελές όχημα. Στάθηκε να την παρατηρήσει, όπως έκανε πάντα, σα να την έβλεπε για πρώτη φορά. «Μα τι αγέρωχη παρουσία. Τι γερακίσια ματιά;» ψιθήρισε καθώς ένα αεράκι ανέμισε το μεταξένιο φουλάρι της.

Οι νέοι που τη συνόδευαν, πιθανότατα εγγόνια της, μέσα σε φανταχτερά, ατσαλάκωτα υφάσματα, έδειχναν να τη σέβονται βαθύτατα. Ήταν αρχόντισσα η κυρία Αθηνά. Το άξιζε. Πάντα κοκέτα και με αέρα σταρ, χωρίς να προσποιείται στο ελάχιστο. Τα μαλλιά της πιασμένα, μονίμως, σε έναν μεγάλο κότσο. Λευκά σαν το χιόνι πρόδιδαν την ηλικία της. Της άνοιξαν την πόρτα του αυτοκινήτου, της έριξαν μια ζακέτα στην πλάτη, τη συνόδευσαν μέχρι την εκκλησία.

Ο κυρ Χάραλντ περπάτησε, με τα λασπωμένα παπούτσια του, προς την είσοδο του ναού. Κοντοστάθηκε στο κατώφλι. Έστρωσε το φθαρμένο του σακάκι. Έχωσε άτακτα το παμπάλαιο πουκάμισο του μέσα από το παντελόνι. Δεν τον έλεγες και τελευταία λέξη της μόδας! Ανασκουμπώθηκε και μετά από μια βαθιά ανάσα πέρασε στο εσωτερικό του.

Τίποτα δε θα τον σταματούσε σήμερα. Είχε μάθει καλά τα ελληνικά πλέον. Είχε, πια, γίνει η γλώσσα της καρδιάς του. Τώρα ήταν η κατάλληλη ώρα να της μιλήσει. Το πλήρωμα του χρόνου του έδινε τη σκυτάλη. Άναψε ένα κεράκι και το έχωσε στην άμμο. Πόσο του άρεσε αυτός ο ήχος. Του θύμιζε πριν πολλά χρόνια, νέος ακόμα, που πήγαινε στη θάλασσα μες στη νύχτα και άκουγε το υπέροχο τραγούδι των κυμάτων καθώς ξάπλωναν στην αμμώδη ακρογιαλιά κι έπειτα, σαν αφρώδης οίνος, ξαναμαζεύονταν στην πηγή τους.

Κούνησε τότε το κεφάλι του για να αποδιώξει τις δεύτερες σκέψεις. Ένας ήταν ο σκοπός εκείνη την ημέρα, ο οποίος καθόταν στη δεξιά πτέρυγα, τρεις σειρές πριν τους ψάλτες. Πλησίασε. Παρατήρησε ότι σε εκείνη τη σειρά κάθονταν όσοι τη συνόδευαν. Δυσανασχέτησε, καθώς πάντα ερχόταν μόνη. Η τέταρτη σειρά γεμάτη, επίσης. Ζήτησε ευγενικά, απο τη δεσποινίς που καθόταν πίσω απο την Αθηνά, να τού παραχωρήσει τη θέση της. Είχε σοβαρό λόγο, όπως της εξομολογήθηκε. Αν και στριμωχτά, κατάφερε να φτάσει στο ξύλινο, σκαλιστό, σκουροβαμμένο κάθισμα.

Έκανε μια γρήγορη αναδρομή για να διαπιστώσει ότι η τελευταία φορά που την είχε πλησιάσει τόσο, ήταν, πάνω κάτω, πριν τριάντα έτη. Τότε τα ελληνικά του δεν ήταν ακόμα τόσο τελειοποιημένα. Τώρα όμως διάβαζε μέχρι και Καρυωτάκη ή Σολομό. Για χάρη της είχε μελετήσει τόσο πολύ, που στη θέση του ένας νέος θα είχε γίνει φιλόλογος!

Ο χρόνος περνούσε κι εκείνος παρατηρούσε τους συνοδούς της να την περιποιούνται διαρκώς και με αγάπη. Πότε κάποιος διόρθωνε την καρέκλα της, ώστε να μην ακουμπάει στη διπλανή. Πότε, μια από τις κοπέλες της παρέας, έστρωνε το φουστάνι της και πότε της έδιναν να πιεί νερό, από ένα μικρό εμφιαλωμένο μπουκαλάκι. Ο κυρ Χάραλντ, που ζούσε ολομόναχος σε ένα μαντρί, στην κορυφή του βουνού, ένιωσε ένα σκίρτημα ζήλιας. Όχι γιατί επιθυμούσε κι ο ίδιος παρόμοια μεταχείριση αλλά διότι ονειρευόταν, πενήντα χρόνια τώρα, να την περιποιείται εκείνος έτσι. Απόδειξη ότι είχε αφιερώσει τη ζωή του ολόκληρη σε μια ελπίδα που άκουγε στο δικό της όνομα.

Από τότε που έφυγαν οι κατοχικές δυνάμεις, το 1945, εκείνος κρύφτηκε σε ένα εγκατελλειμένο μαντρί με μια παράγκα δίπλα, όπου συχνά πυκνά πλημμύριζε. Ο ιδιοκτήτης του δε φάνηκε ποτέ. Με τις λιγοστές κατσικούλες, τα προβατάκια, τις κοτούλες και τα πενιχρά, ταλαιπωρημένα σκεύη, κατάφερε να κάνει μια αρχή. Σταδιακά άρχισε να τα εκμεταλλεύεται και να εξασφαλίζει, μέχρι σήμερα, τα προς το ζην. Άλλωστε εκείνα τα χρόνια κάνεις δε ρωτούσε, κάνεις δεν έψαχνε, όπως σήμερα τουλάχιστον.

Και η αρχή αυτή έμελλε να διαδέχεται χρόνο το χρόνο μέχρι το σήμερα. Μέχρι το 1995. Δε θα γυρνούσε ποτέ του πίσω στη Γερμανία. Αρκετό πόνο σκόρπισε στην ανθρωπότητα. Δεν ήθελε να είναι μέρος της ούτε ένα λεπτό παραπάνω. Θα πέρναγε λίγο καιρό εκεί, μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα και ύστερα θα έβρισκε τρόπο να πάει στη Αμερική. Είχε ξαδέρφια εκεί. Άλλωστε ήταν μόλις είκοσι πέντε χρόνων.

Όμως το μυαλό του δεν έμελλε να έχει συνοδοιπόρο την καρδιά του. Από τη στιγμή που την αντίκρισε, της Παναγίας ήταν, όλα άλλαξαν μέσα του. Με το μυαλό του ακολούθησε τον γερμανικό στρατό με την καρδιά του θα έχτιζε παλάτια για εκείνη. Όμως, τότε, δε γνώριζε καθόλου ελληνικά, πέρα από ένα «γειά μας» κι ένα «καλημέρα». Πώς θα την πλησίαζε; Έπρεπε να μάθει, λοιπόν, πρώτα αυτή την κελαϊδιστή γλώσσα, που τόσο τον μάγευε στο άκουσμα της και μετά θα την προσέγγιζε.

Έτσι, σήμερα, έχει φτάσει η ώρα μηδέν. Η λειτουργία τελείωσε. Οι πιστοί σχηματίζουν δύο ουρές ως τον πάτερ, που θα προσφέρει τη θεία Κοινωνία. Η Αθηνά βρίσκεται ανάμεσα τους. Ο κυρ Χάραλντ σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να της πιάσει εκεί κουβέντα. Όμως βλέποντας την να κατακλύζεται από τους νεαρούς συνοδούς της αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερο να σταθεί στην έξοδο της εκκλησίας. Κοίταξε γύρω του. «Να, εκεί, πίσω από τα αντίδωρα.» συλλογίστηκε και πέρασε πίσω από το μεγάλο πανέρι, κατάμεστο από κυβάκια ιερού άρτου. Πήρε ένα κομμάτι και το κράτησε ευλαβικά.

Η Αθηνά, επιτέλους, έχει κοινωνήσει και κατευθύνεται προς το μέρος του. Σύγκορμος μένει τη στιγμή που από την απέναντι μεριά στέκεται εκείνη. Εκείνη για την οποία έμαθε να διαβάζει ποίηση στα ελληνικά, να προφέρει το ‘Ρ’ στα ελληνικά, να σκέφτεται στα ελληνικά. Η Αθηνά απλώνει το χέρι της για να πάρει αντίδωρο. Εκείνος της προσφέρει, σχεδόν μηχανικά, εκείνο που κρατάει ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της κίνησης την κοιτάζει στα μάτια. Ο χρόνος για τον κυρ Χάραλντ έχει σταματήσει. Η Αθηνά κοιτάζει το αντίδωρο που της προσφέρει και τελικά αποφασίζει να πάρει ένα μέσα από το πανέρι. Για μια στιγμή τον κοιτάζει καθώς της φαίνεται αλλόκοτη η συμπεριφορά του. Εκείνος παραμένει παγωμένος. Εκείνη αποκτά ένα μειδίαμα για λίγες στιγμές. Με κοφτές κινήσεις αρπάζει το αντίδωρο κι αμέσως απομακρύνεται.

Ο κυρ Χάραλντ παίρνει μια βαθιά ανάσα ευτυχίας. Είναι πραγματικά ικανοποιημένος με την εξέλιξη των γεγονότων. Πριν τριάντα χρόνια ήρθε τόσο κοντά της, σχεδόν την ακούμπησε. Τώρα κοιτάχτηκαν στα μάτια και η Αθηνά του χαμογέλασε. Δεν αργεί η μαγική στιγμή που ονειρεύεται…

Απάντηση


%d