,

Φευγάτος – V

Ο Φευγάτος άνοιξε τα φτερά του, πέταξε, πήρε υλική υπόσταση, και έγινε ένα αρκετά μεγάλο και βαρύ βιβλίο, το οποίο είναι διαθέσιμο από τις Εκδόσεις Memento. Μπορείτε να αγοράσετε τον Φευγάτο εδώ.

Προηγούμενο κεφάλαιο

Αρκεί μία στιγμή, μία και μοναδική εικόνα, χαμένη μέσα στον χρόνο, για να καταλάβεις ότι κάθε μάχη είναι χαμένη κι ότι κάθε πόλεμος κερδήθηκε. Αρκεί η αργή κίνηση των ματιών που, μόνα τους, σχεδόν μηχανικά, κουνιούνται προς το έδαφος, για να σε φέρει μπροστά στο μεγαλύτερο εχθρό σου. Σ’ εκείνον που ξέρει τον κάθε αχίλλειό σου τένοντα. Σ’ εκείνον που θα σου δώσει την πιο δυνατή του μαχαιριά, εκείνη που φύλαγε αποκλειστικά για εσένα. Αρκεί να δειλιάσεις μπροστά σ’ εκείνο το τυπάκι που πιστεύεις πως βλέπεις στον καθρέφτη, για να σε τσακίσει. Τότε, ακριβώς εκείνη την στιγμή, κάθε ασπίδα που έφτιαξες, θα στραφεί κατά πάνω σου, για να σε συνθλίψει. Κάθε όπλο που δημιούργησες, θα κολλήσει στον κρόταφό σου. Κάθε σφαίρα που φύλαξες για ‘κείνους που σε πλήγωσαν, θα γίνει η χαριστική σου βολή. Κι εκείνη την στιγμή· για να δεις πόσο ειρωνική μπορεί να γίνει η ζωή· θα προσπαθήσεις να αποδείξεις τα αναπόδεικτα. Θα προσπαθήσεις να πείσεις το εγώ σου, πως είσαι κάποιος άλλος, εκείνος που έπλασες με το μυαλό σου. Ένας θεάνθρωπος, σακάτης και τυφλός συνάμα, που δεν άντεξε ποτέ να αντικρίσει όσα κρυβόντουσαν πίσω απ’ τις σκουριασμένες αμπάρες που ‘χτιζε ευλαβικά, για χρόνια, μέσα στον ίδιο του τον νου.

Δεν είχε φτάσει εκείνη η στιγμή για τον Βασίλη, ούτε έπρεπε να φτάσει. Δεν ήταν έτοιμος να την αντιμετωπίσει. Κανείς μας δεν είναι. Ποτέ δεν είμαστε έτοιμοι για κάτι, μέχρι να το δοκιμάσουμε. Όσο το αφήνουμε πίσω μας, τόσο μας φοβίζει. Τόσο μας στοιχειώνει. Τόσο μας κάνει να παγώνουμε στη σκέψη και στη θέα του.

Μέρα με τη μέρα έβλεπε τον εαυτό του να καταρρέει. Έπεφταν τα κομμάτια του στο πάτωμα και θρυμματίζονταν. Την έβγαζε με καφέ και τσιγάρο. Κοιμόταν όποτε μπορούσε κι όταν δεν μπορούσε, ή βόλταρε, ή έγραφε. Γινόταν στουπί για να καταφέρει να αντέξει. Κουβαλούσε ευθύνες που δεν ήταν δικές του. Στριφογύριζε μυριάδες πράγματα μέσα στο μυαλό του, δεν μιλούσε με κανένα, δεν αλληλοεπιδρούσε με τον κόσμο. Ακόμη κι όταν έλεγε πως τα ‘πε με κάποιον, ψέματα έλεγε στον εαυτό του. Δεν τα έλεγε με κανέναν ο Βασίλης. Δεν γούσταρε να τον λυπούνται, γιατί λυπόταν τον εαυτό του. Δεν γούσταρε την κριτική, γιατί ήταν ο πιο σκληρός κριτής του. Δεν γούσταρε να του χτυπήσουν τα λάθη του, γιατί τα χτυπούσε κάθε μέρα, κάθε στιγμή, με ολοένα και περισσότερη δύναμη, στην προσπάθειά του να κάνει την αναστροφή. Εκείνη την πολυπόθητη αναστροφή που για χρόνια ονειρευόταν και δεν θα κατάφερνε να υλοποιήσει.

Δεν υπάρχει ένα καθαρό σημείο στο χρόνο, που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως το προοίμιο σ’ εκείνη την κατάρρευση. Ούτε στιγμές υπήρχαν. Ήταν τέτοια η ροή της ζωής του, που όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσα μάζευε, μην έχοντας κάπου να τα ξεφορτώσει. Ίσως, αν δεν είχε ζήσει εκείνο το μικρό διάστημα με την Μελίνα, να διαλυόταν τελείως, ίσως το ξέσπασμά του να ‘ταν περισσότερο εκκωφαντικό, ίσως να γινόταν και νωρίτερα. Κανείς δεν μπορεί να το ξέρει με σιγουριά. Αυτό που έμαθαν όλοι, είναι πως ο χαμός ενός ανθρώπου, κάποιες φορές, είναι αναστρέψιμος.

Δεν έχει σημασία να σου αφηγηθώ, ξανά, την αναστροφή ενός ανθρώπου που πάντοτε ήταν εκεί και ποτέ δεν επέλεγε να φύγει. Αυτό που πρέπει να κάνω, είναι να βουτήξω, βαθιά, στις αναμνήσεις του κόσμου.

Τρίτη, πρώτη Ιανουαρίου 2002. Λίγο πριν το χάραμα. Ένας τύπος καβάλα σε μια πράσινη μηχανή μεγάλου κυβισμού, σταματάει έξω από ένα κατάμεστο μπαρ. Βγάζει τσιγάρο, το ανάβει και ψάχνει μανιωδώς τις τσέπες του για το κινητό του. Γράφει ένα βιαστικό μήνυμα. Δεν παίρνει απάντηση. Σκαλίζει λίγο το περιποιημένο γένι του. Παράταιρος μοιάζει με το σακάκι και την γραβάτα πάνω σ’ εκείνη την μηχανή. Ξεπεζεύει και τρεκλίζει για λίγο. Μουρμουράει κάτι ακατάληπτο. Κολλάει το κινητό στο αυτί του. «Σήκωσ’ το, Λένα».

Ψιλοχιόνιζε, παροδικά, εκείνο το βράδυ. Παγωμένη ήταν η πλάση, μα ο κόσμος, ο χαρούμενος κόσμος, βρισκόταν σε εορταστικούς ρυθμούς και χόρευε, έπινε και τραγουδούσε, ανέμελος. Μόνο ο λογισμός του Βασίλη είχε θολώσει κι αυτός όχι απ’ το αλκοόλ, μα από τις συνειδητοποιήσεις. Γύριζαν σαν όρνια οι σκέψεις στο μυαλό του. «Στο λόγο της τιμή σου;» μουρμούρισε κι ύστερα άκουσε την φωνή της στο τηλέφωνο.

«Βγες έξω, γαμώ το σπίτι σου, ειδεμή θα μπω μέσα και θα το σπάσω το μπουρδέλο!» φώναξε ο Βασίλης. Έψαχνε με τα μάτια του το μαγαζί, προσπαθώντας να την βρει. Είχε διαλέξει την πλέον ακατάλληλη μέρα για να αρχίσει τα ξεκαθαρίσματα με το παρελθόν. Έπρεπε να φύγει ο βραχνάς από πάνω του. Αυτό το γνώριζε ήδη. Δεν γνώριζε όμως τι τον έπνιγε. Έλεγε «παρελθόν» και πίστευε όσα ο ίδιος ήθελε να πιστέψει.

«Στο λόγο σου… Γαμώσπιτη καριόλα… Τελευταία ξεκωλιάρα…» ψιθύρισε, μέσα απ’ τα δόντια του. Τον έτσουζαν τα μάτια. Χτυπούσε παράξενα η καρδιά του. Έσφιξε τις γροθιές του, σαν να ετοιμαζόταν για καυγά. Άκουσε την μουσική απ’ το μαγαζί να δυναμώνει απότομα. Γύρισε και κοίταξε προς την πόρτα. «Μαλακισμένη» ψιθύρισε, κοιτάζοντας την. Η Έλενα είχε βγει, με φόρα και ύφος, από το μαγαζί και πήγαινε προς το μέρος του. Την σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Έτριψε το γένι του. Την κοίταζε πάνω απ’ τα γυαλιά του. Σταύρωσε τα χέρια της η Έλενα. «Λοιπόν;» ρώτησε αεράτα και τον είδε να χαμογελάει.

«Άλλη μια ευκαιρία δεν μου ζήτησες;» την ρώτησε κι εκείνος, μα δεν την άφησε να μιλήσει όταν άνοιξε το στόμα της. «Άλλη μία ευκαιρία ρε Βασίλη!» μιμήθηκε την φωνή της κι ύστερα άρχισε να γελάει παρανοϊκά.

«Δεν είναι έτσι τα πράγματα» του απάντησε, σκύβοντας το κεφάλι της.

«Και τότε, Λενάκι, πώς είναι; Δεν νομίζω να ήμουν εγώ αυτός που έπεφτα στα γόνατα κι έκλαιγα για μία γαμημένη ευκαιρία. Ούτε αυτός που έστελνα μηνύματα κι έπαιρνα τηλέφωνα. Ούτε αυτός που προσπαθούσε, με νύχια και με δόντια, να σε χωρίσει. Πώς στο διάολο είναι τα πράγματα;»

«Δεν καταλαβαίνεις…»

Πήρε ανάποδες στροφές το μυαλό του. Ένιωσε να πνίγεται. Ήρθαν ξανά τα λόγια για να του διαλύσουν τα νεύρα. «Στη ζωή σου ορκίζομαι» άκουσε την φωνή της να αντηχεί στο κρανίο του. Έλυσε την γραβάτα του. «Ποιος νομίζεις ότι είμαι;» την ρώτησε, μα δεν πήρε απάντηση. «Σου μιλάω!» φώναξε, μα η Έλενα δεν ήταν διατεθειμένη να μιλήσει.

«Έχεις την εντύπωση ρε, πως είμαι η τελευταία πουτάνα του πεζοδρομίου;» ούρλιαξε ο Βασίλης κι η Έλενα βούρκωσε. «Όχι» ψέλλισε, μα εκείνα τα λόγια, δεν τα άκουσε ποτέ. «Σου μιλάω ρε! Έχεις την εντύπωση πως είμαι πουτάνα;»

«Βασίλη, όχι. Όχι. Πραγματικά όχι».

«Γιατί με γαμάς έτσι τότε, ρε;»

«Συγγνώμη…»

«Στην ζωή μου, ρε, ορκίστηκες πως θα έρθεις να με βρεις κι όμως δεν ήρθες. Αυτό με καθιστά νεκρό. Νεκρό, ρε, για σένα! Μόνο που εγώ θα βγω από τον τάφο μου γι’ ακόμη μια φορά. Δεν πρόκειται να με ξανασκοτώσεις! Δεν θα σ’ αφήσω! Μαλακισμένο πλάσμα, στην ζωή μου ορκίστηκες!»

Κάτι πήγε να πει η Έλενα, αλλά δεν πρόλαβε. Με την φόρα που ‘χε πάρει ο Βασίλης, ήταν σίγουρο ότι δεν θα την άφηνε να μιλήσει. Την έφτυσε κατάμουτρα. Τον χαστούκισε. Του γύρισε το μυαλό. Την είχαν ξαναπαίξει εκείνη τη σκηνή. «Γαμώ την…» έκανε μέσα απ’ τα δόντια του, πριν την σπρώξει, για να μην την τσουβαλιάσει στο ξύλο. Της πέταξε την γραβάτα που κρατούσε στα χέρια, έφτυσε το τσιγάρο, καβάλησε τη μηχανή κι έφυγε με φόρα.

Είχε σταματήσει η μουσική μέσα στο μπαρ κι όλοι κοίταζαν εκείνον τον καυγά που διαδραματιζόταν στη μέση του δρόμου. Κάπου, μέσα στους θαμώνες, και η Λίλιαν. Εκείνη η κοπελίτσα που ‘χε γνωρίσει λίγες μέρες νωρίτερα ο Βασίλης. Δεν ήταν σίγουρη αν ήταν εκείνος. Είδε το κινητό της να αναβοσβήνει. Άγνωστος αριθμός. Βγήκε έξω απ’ το μαγαζί για να το σηκώσει. Άγνωστη ήταν η αντρική φωνή που την ρωτούσε αν είχε δει τον Βασίλη. «Έφυγε. Κομμάτια. Αν τον δεις, αν μιλήσεις, σε παρακαλώ, κάνε μου ένα τηλέφωνο» της είπε ο Βαγγέλης, που ‘χε αρματωθεί με γάντια, μπουφάν και κράνος κι ετοιμαζόταν να βγει στην γύρα για να τον ψάξει.

Αναθεμάτιζε, καταριόταν κι έβριζε ο Βασίλης. Είχε σταματήσει σ’ ένα φανάρι και το ανάθεμά του το ‘πνιγε ο κινητήρας της μηχανής που ούρλιαζε. Άκουσε σειρήνα. Κάρφωσε την πρώτη κι έφυγε. Ούτε φανάρια έβλεπε, ούτε αυτοκίνητα, ούτε κόσμο. Βγήκε πάνω στην περιφερειακή. Άνοιξε το γκάζι. «Αναστροφή ρε!» ούρλιαξε. Κοίταζε το κοντέρ. Εκατόν σαράντα, εκατόν εξήντα. Φρένο. Εκατόν εξήντα, εκατόν ογδόντα, διακόσια. «Γαμώώώ!»

Πλακώθηκε στα φρένα. Έπιασε την άκρη του δρόμου. Κατέβηκε κι έκανε εμετό. Γύριζε το στομάχι του, όπως και το κεφάλι του. Τα ‘χε βάλει μ’ όλους κι όλα. Άναψε τσιγάρο σε μια προσπάθεια να του φύγει η ξινίλα απ’ το στόμα. Κάθισε στο μεταλλικό κιγκλίδωμα. Ήθελε να βάλει μπροστά τον φευγάτο, για να τα πάρει σβάρνα όλα. Δεν το κατάφερε εκείνο το βράδυ. Είχε μαυρίσει η καλή καρδιά του φευγάτου.

Έβλεπε τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά να περνάνε από μπροστά του και δεν συνειδητοποιούσε ότι έκλαιγε. Γύριζαν λόγια και εικόνες στο μυαλό του. Ευχές και συχαρίκια. Πέταξε το τσιγάρο μακριά. «Αναστροφή» μουρμούρισε κι ύστερα καβάλησε τη μηχανή κι έφυγε για την παλιά του γειτονιά. Είχε σκοπό να δει την Μελίνα, να ξεκαθαρίσει τα πάντα, να κάνει φασαρία, να απαιτήσει, να φωνάξει, να βγάλει από μέσα του όσα τον έπνιγαν. Είχε καταλάβει το γιατί. Μόνο εκείνο το βράδυ θα μπορούσε να καταλάβει τον πραγματικό λόγο που της είπε να τον μισήσει.

Μετάνιωσε όταν έστριψε στο στενό που έμενε η Μελίνα. Ούτε που σταμάτησε, μόνο πέρασε μπροστά απ’ το σπίτι κι έφυγε για το πάρκο. Έπιασε το παγκάκι της παρέας του. Έβγαλε το κινητό απ’ την τσέπη. Χάος. Τον έψαχναν όλοι. Μόνο η Μελίνα δεν είχε σηκώσει το χέρι της για να τον πάρει ένα τηλέφωνο, ούτε για ένα τυπικό «χρόνια πολλά». Σκίστηκε η καρδιά του. «Να πα’ να γαμηθείτε» μουρμούρισε, προσπαθώντας να διαβάσει τα μηνύματα.

«Επείγον. Σήκωσέ το» του έγραφε ο Βαγγέλης.

«Συρ’ γαμίσ’».

«Βασίλη, σε παρακαλώ, έλα να μιλήσουμε» έγραψε η Έλενα.

«Ομοίως» μονολόγησε εκείνος, πιστεύοντας ότι της απαντούσε.

«Ανησυχώ, πάρε τηλέφωνο. Θέλω να σε δω αύριο και όχι σε φέρετρο» του έγραφε η Λίλιαν. Έσπασε. Δεν του έφταιγε σε τίποτα. Ξέσπασε. Με τα χίλια ζόρια την πήρε τηλέφωνο κι όταν άκουσε την φωνή της, προσπάθησε να τιθασεύσει τον εαυτό του, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.

«Βασίλη μου;» ακούστηκε η δειλή της φωνή.

«Εγώ, κορίτσι μου, κουράστηκα να τραβάω το σχοινί. Το έκοψα σήμερα. Από αύριο μπροστά. Μόνο μπροστά» της απάντησε κλαψουρίζοντας.

«Πού είσαι παλικάρι μου; Να έρθω να σε βρω;»

«Στο πάρκο μου. Θα πάω σπίτι μου. Δεν θέλω να σου χαλάσω την βραδιά. Πέρνα καλά. Αυτό θέλω. Να περνάς καλά. Να σε βλέπω να γελάς. Θα πάω σπίτι» απάντησε βιαστικά κι ύστερα, χωρίς να χαιρετίσει και να ευχηθεί, έκλεισε το τηλέφωνο, συμμάζεψε το μυαλό του, καβάλησε τη μηχανή κι έφυγε για το σπίτι.

***

«Έλα, Βαγγέλη; Η Λίλιαν είμαι…» πρόλαβε να πει, πριν την διακόψει ο Βαγγέλης. «Κάτσε λίγο» της είπε, κι ύστερα άρχισε να ωρύεται. «Φερ’ την εδώ!»

«Βαγγέλη;» απόρησε η Λίλιαν.

«Να παρακαλάς τον Θεό, να γυρίσει σώος με την μηχανή! Να παρακαλάς τον Θεό, να μην πάθει τίποτα τ’ αδέρφι μου. Θα με κλείσουν φυλακή. Στο ορκίζομαι, μαλακισμένο πλάσμα, θα σε σκοτώσω εγώ ο ίδιος, με τα ίδια μου τα χέρια, αν πάθει κάτι ο Βασίλης. Δεν ακούω τίποτα. Αν χτυπήσει ο Βασίλης με την μηχανή, πες την μάνα σου να ετοιμαστεί για κηδεία. Τέρμα η πλάκα Έλενα. Τέρμα. Τέρμα τα παιχνιδάκια. Ετοίμαζε κηδεία αν πάθει κάτι το φιλαράκι μου» συνέχισε να φωνάζει και ύστερα, για δύο δευτερόλεπτα, επικράτησε σιγή. Ξαναπήρε το τηλέφωνο στο χέρι του.

«Συγγνώμη για τις κραυγές, αλλά είχε το θράσος, το τσουλί, να πάρει τηλέφωνο να ρωτήσει αν είναι εδώ ο Βασίλης» είπε στην Λίλιαν, προσπαθώντας να κρατήσει έναν ήρεμο και πολιτισμένο τόνο.

«Καλά είναι ο Βασίλης, τώρα μίλησα, θα πάει στο σπίτι του» του απάντησε η Λίλιαν.

«Σήκω, Μαρία, φύγαμε!» φώναξε ο Βαγγέλης. «Ευχαριστώ ρε» είπε κοφτά στο τηλέφωνο, πριν το κλείσει και πάρει τα κλειδιά στα χέρια του.

«Χαζέ, μικρέ, Βασίλη» μουρμούρισε η Λίλιαν, μπαίνοντας ξανά στο μαγαζί και στην άλλη άκρη της πόλης, ο Βαγγέλης καβαλούσε την δική του μηχανή, με συνοδηγό την κοπέλα του, την Μαρία, για να βρούνε τον Βασίλη.

Τον περίμεναν κάτω απ’ το διαμέρισμα. «Για σουρωμένος, καλά το πάει» μουρμούρισε η Μαρία, όταν τον είδε να στρίβει στο στενό. Πάρκαρε ο Βασίλης και ξεκαβάλησε. Έβγαλε τα κλειδιά του σπιτιού. Τους προσπέρασε χωρίς να δώσει σημασία. Προσπάθησε να χώσει το κλειδί στην κλειδαριά και ν’ ανοίξει την πόρτα, μα δεν το κατάφερε. Δεν μπορούσε να κεντράρει. «Φερ’ το ‘δω, ρε μπετονόβεργα» του είπε ο Βαγγέλης επιτακτικά κι ο Βασίλης γύρισε και τον κοίταξε, με χαμένο βλέμμα. «Μπετόβεργα. Ηλίθιε! Ούτε να μιλάς δεν ξέρεις!» του απάντησε.

«Φερ’ το να σ’ ανοίξω» επέμεινε ο Βαγγέλης.

«Έλα, άσε, το ‘χω».

«Την τύφλα σου δεν έχεις».

«Μάστορα; Θες να αρπαχτούμε;»

«Βασίλη, τελείωνε!» φώναξε η Μαρία. Την κοίταξε κι ύστερα έδωσε τα κλειδιά στον Βαγγέλη. Ανέβηκαν πάνω και οι τρείς. Μπήκαν στο σπίτι. Κάθισε στον καναπέ ο Βασίλης. Άναψε τσιγάρο και κάρφωσε το βλέμμα του στο παράθυρο.

«Δωσ’ μου τα κλειδιά της μηχανής» του είπε ο Βαγγέλης. Έβγαλε τα κλειδιά απ’ την τσέπη ο Βασίλης και τα παράτησε πάνω στο τραπέζι. «Είσαι σοβαρός άνθρωπος εσύ;» συνέχισε ο Βαγγέλης. Τον στραβοκοίταξε για μία στιγμή. Αναστέναξε. «Μου την βίδωσε» σχολίασε ο Βασίλης.

«Ποιος;»

«Ρωτάς;»

«Βασίλη, σοβαρέψου!»

«Εγώ, ρε, να σοβαρευτώ; Με φάγατε. «Σ’ αγαπάει» και μαλακίες. Ορίστε τ’ αποτελέσματα!»

«Σ’ έτρωγε!»

«Τέλος πάντων, δεν θα…» έκανε ο Βασίλης, μα σώπασε, γιατί την προσοχή του την είχε τραβήξει ο ήχος του κινητού του. «Μήνυμα;» μονολόγησε, κι ύστερα το έπιασε στα χέρια του. Το άνοιξε. «Σ’ αγαπάω. Μου λείπεις» διάβασε. Αποστολέας: Έλενα. Σηκώθηκε όρθιος. «ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ!» ούρλιαξε, πετώντας το κινητό στον τοίχο. Σμπαραλιάστηκε. Έβαλε το μπουφάν του. Κίνησε για να πάρει το κράνος. «Πού πας ρε;» τον ρώτησε ο Βαγγέλης. Στάθηκε μπροστά στην πόρτα η Μαρία.

«Σ’ αγαπάω; Μου λείπεις; Θα της σπάσω τα πόδια! Ανάπηρη θα την στείλω στον χάλια που τραβιέται, να την χαίρεται!»

«Βασίλη, συγκεντρώσου!» φώναξε η Μαρία.

«Συγκεντρώσου;» βρυχήθηκε εκείνος. «Ποια νομίζει, ρε, πως είναι; Νομίζει η Έλενα κι η κάθε Έλενα, ότι μπορεί να παίζει με τα συναισθήματα του κόσμου; Τώρα, τώρα, περίμενε, θα στην φτιάξω μάγκα!»

***

Ήταν περασμένες έξι όταν άκουσε η Έλενα να χτυπάει το τηλέφωνο του σπιτιού της. Δεν πρόλαβε να τρέξει για να το σηκώσει. Βρήκε την μητέρα της, στο σαλόνι, να προσπαθεί να βγάλει άκρη μ’ εκείνον τον τύπο που ‘χε καλέσει μέσα στο μαύρο χάραμα, όχι για να ευχηθεί, μα για να καταραστεί. «Από πουτάνα μάνα, πουτάνα κόρη βγαίνει μόνο!» άκουσε το ουρλιαχτό του Βασίλη στο τηλέφωνο. Έσκυψε το κεφάλι της. Δεν περίμενε ότι θα το τραβούσε τόσο πολύ.

«Τι ήταν αυτό, Έλενα;» την ρώτησε η μητέρα της κι εκείνη έκανε αναστροφή κι έφυγε για το δωμάτιό της.

«Σου μιλάω!» συνέχισε, μα δεν πήρε απάντηση. Μπήκε στο δωμάτιο η Έλενα, κλείδωσε την πόρτα κι αγνόησε την μητέρα της που ζητούσε επίμονα εξηγήσεις. Κάλεσε τον αριθμό του Βασίλη. «Ο συνδρομητής που καλέσατε…» άκουσε πριν το κλείσει. «Τέλεια…» μουρμούρισε ειρωνικά. Δεν ήξερε ότι ο Βασίλης έδινε μάχη για να φύγει απ’ το σπίτι και να πάει στο σπίτι της. Ούτε ήξερε ότι ο Βαγγέλης προσπαθούσε να τον καλμάρει. Κάλεσε το σταθερό του. Το σήκωσε η Μαρία. «Κλείσε» της είπε επιτακτικά. Ύστερα βγήκε στο στενό μπαλκόνι του Βασίλη. Την πήρε τηλέφωνο. «Είσαι ηλίθια; Πες μου λίγο; Ρίχνεις κι άλλο λάδι στη φωτιά;»

«Μια συγγνώμη ήθελα να του ζητήσω» απολογήθηκε η Έλενα, ακούγοντας τον χαμό που επικρατούσε στο σπίτι του Βασίλη.

«Μην διανοηθείς να τον ξαναενοχλήσεις γιατί θα πω στον Βαγγέλη να τον αμολήσει. Είναι έτοιμος να έρθει στο σπίτι σου και να τα κάνει όλα γυαλιά – καρφιά» συνέχισε η Μαρία, μα η Έλενα, που δεν πίστευε ότι ήταν τόσο σοβαρά τα πράγματα, δεν έδωσε σημασία στα λόγια της. «Ρε άσε με, άσε με σου λέω, θα πεταχτώ λίγο να της ανοίξω το κεφάλι και θα γυρίσω» άκουσε την φωνή του Βασίλη κι ύστερα στραβοκατάπιε.

«Βασίλη, σοβαρέψου ρε!» φώναξε ο Βαγγέλης

«Γαμήσου ρε!» απάντησε ο Βασίλης.

«Ακούς;» ρώτησε η Μαρία, πριν κλείσει το τηλέφωνο και γυρίσει στο σαλόνι.

Όλα κράτησαν για μία μικρή στιγμή. Μία που όρμησε ο Βασίλης να φύγει, μία που τον άρχισε ο Βαγγέλης στις μπουνιές, μία που ο Βασίλης κατέρρευσε στον καναπέ. «Το ‘κοψε στον ύπνο, ο μαλάκας» κάγχασε ο Βαγγέλης, σκουπίζοντας το αίμα από το στόμα του. «Βαράει κι άσχημα, γαμώ» συνέχισε, κοιτάζοντας την Μαρία που επέστρεφε, βιαστικά, στο σαλόνι. «Η Λένα ήτανε;»

«Ναι».

«Το μαλακισμένο, απόψε, πάει φιρί – φιρί να το φάει το κεφάλι της».

«Κοιμήθηκε ο Βασίλης;»

«Ξεράθηκε» μουρμούρισε ο Βαγγέλης. «Φτιάξε μου, σε παρακαλώ, λίγο καφέ, να συνέλθω για να φύγουμε» συνέχισε. Χώθηκε στην κουζίνα η Μαρία και τους έφτιαξε καφέδες. Συζητούσαν χαμηλόφωνα στο μπαλκόνι, μέχρι που ξημέρωσε για τα καλά. Ο Βαγγέλης κοίταζε, στα κλεφτά, το ρολόι του. Στις οχτώ την πήρε και έφυγαν. Κράτησε και τα δύο ζευγάρια κλειδιά της μηχανής του Βασίλη, γιατί δεν του είχε εμπιστοσύνη. «Ας ξεμεθύσει με το καλό και του τα δίνω» δήλωσε στη Μαρία, όταν της τα έδωσε, αφήνοντάς την έξω απ’ το σπίτι τους. «Κοιμήσου, μαναράκι μου, έχω διακόσια πράγματα που πρέπει να κάνω» της είπε κι έπειτα την φίλησε, φόρεσε το κράνος του κι έφυγε.

Ενώ ο Βαγγέλης είχε βάλει πλώρη για το καπιταλιστικό· το διαμέρισμα του Θανάση όπου μαζευόταν η παλιοπαρέα· ο Βασίλης σηκώθηκε απ’ τον καναπέ, έβγαλε το στομάχι του στην μπανιέρα κι ύστερα σύρθηκε μέχρι το υπνοδωμάτιο. Πέταξε ένα πάπλωμα στο πάτωμα, για άγνωστο λόγο, τυλίχτηκε με μια κουβέρτα και αποκοιμήθηκε κουλουριασμένος, δίπλα στο ξύλο του κρεβατιού.

***

Ξενυχτισμένοι ήταν ο Τάσος κι ο Θανάσης. Περίμεναν τον Βαγγέλη. Είχαν ακούσει για τον σαματά, μα δεν ήξεραν τις διαστάσεις του. «Του ‘χουν γαμήσει τις πρωτοχρονιές. Ούτε την γιορτή του δεν σέβονται» σχολίασε ο Τάσος, φτιάχνοντας καφέδες.

«Σβάρνα μας πήραν φέτος» μονολόγησε ο Θανάσης, που σηκωνόταν για να ανοίξει την πόρτα. Είχε ακούσει την μηχανή του Βαγγέλη κάτω απ’ το σπίτι και δεν περίμενε ν’ ακούσει και το κουδούνι.

«Καλά… Εσύ τον πατέρα στο νοσοκομείο, εγώ κοιτάω να συμμαζέψω το χάος της Αλεξάνδρας, ο Βασίλης έχει μπλέξει…»

«Δε γαμιέται ρε Τάσο; Θα επιβιώσουμε» τον διέκοψε ο Θανάσης.

«Να πω χρόνια πολλά ή θα ‘ν’ ειρωνεία;» ρώτησε ο Βαγγέλης, μπαίνοντας στο σπίτι. «Το μπουμπουνάς το καλοριφέρ, ε; Μείον έξι έχει έξω ρε φίλε» σχολίασε, βγάζοντας τα συμπράγκαλα από πάνω του.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Τάσος, φέρνοντας τους καφέδες στο τραπέζι.

«Μαλακίες, όπως πάντα» απάντησε ο Βαγγέλης.

«Αρπάχτηκε;» πετάχτηκε ο Θανάσης.

«Λες και δεν τον ξέρετε. Θα ξεσουρώσει και θα του περάσει» δήλωσε ο Βαγγέλης, ανακατεύοντας τον καφέ του, μη γνωρίζοντας πως εκείνη την πρωτοχρονιά, η καλή καρδιά του φευγάτου δεν πρόλαβε να μαυρίσει πριν διαλυθεί και γίνει χίλια κομμάτια.

***

Έπρεπε να κλείσει λογαριασμούς ο Βασίλης. Είχε πάρει την απόφαση να φύγει μακριά από εκείνη την πόλη που πίστευε ότι τον σακάτευε. Πήρε άδεια απ’ τη δουλειά. Πέρασε δυο μέρες με την Λίλιαν. Αποφορτίστηκε όσο μπορούσε. Έμαθε ότι η μεγάλη αδερφή της Χριστίνας είχε επιστρέψει στην Ελλάδα και κίνησε να τη βρει. Συναντήθηκαν το απόγευμα της Παρασκευής. Είχε πάει νωρίτερα ο Βασίλης στο ραντεβού.

Η Κλειώ, στα είκοσι οχτώ της, έμοιαζε για πολύ μεγαλύτερη. Ίσως να ‘φταιγε το ντύσιμο της. Ίσως να ‘χε συνηθίσει την Χριστίνα ο Βασίλης, που ‘ταν τρελάδικο, και κυκλοφορούσε σαν εκείνον. «Επιμελώς ατημέλητη». Τον πλησίασε. «Αν δε σ’ έβλεπα, δεν θα το πίστευα» του είπε, προτού του δώσει το χέρι και καθίσει απέναντί του. «Βασίλης, λοιπόν… Σαν τον μπαμπά. Του φέρνεις πολύ. Βασικά, του φέρνεις στα τριάντα του. Γυαλάκια φορούσε κι εκείνος, είχε γένια και κάπνιζε μια πίπα που βρώμιζε κεράσι όλο το σπίτι…»

«Φτιάξε μου την διάθεση» την πείραξε ο Βασίλης.

«Δεν σου μιλάει η Χριστίνα, ε;»

«Και με το δίκιο της. Δεν της είπα, ακόμη, τον λόγο που την χώρισα. Εσύ, θεωρώ, απ’ τα όσα μου ‘χει πει για σένα, ότι θα το διαχειριζόσουν αλλιώς, γι’ αυτό σου είπα να βγούμε και να μιλήσουμε. Κάποια στιγμή πρέπει να καταλάβει το γιατί» της απάντησε εκείνος.

«Γιατί, τότε, την χώρισες;» τον ρώτησε κι εκείνος αναστέναξε. «Σου φέρνω στον πατέρα σας, ε;» την ρώτησε κι εκείνη έγνεψε καταφατικά, με απορία. «Μάντεψε γιατί» συνέχισε. Κάγχασε η Κλειώ. «Δεν το ‘χε καταλάβει, ε; Σε φωτογραφία σ’ είχα δει, Βασίλη, και το ήξερα. Βέβαια, εγώ ήξερα και την μαμά σου. Ξέρεις, με την Χριστίνα έχουμε και κάποια χρόνια διαφορά. Την έφερνε στο σπίτι ο μπαμπάς, κάποιες φορές που έλειπε η μαμά. Σαν φίλη, μου την είχε παρουσιάσει και μ’ είχε ορκίσει να μην πω τίποτα στη μαμά. Ξέρεις, εκείνα τα χρόνια, δεν έδινα και πολύ σημασία…»

Σήκωσε το χέρι του ο Βασίλης κι η Κλειώ σώπασε για μια στιγμή. Άλλαξε το θέμα της συζήτησης. «Βασίλη, δεν μπορούσες να κάνεις κάτι, δεν ήξερες…»

«Έχω κι εγώ μια αδερφή. Λίγο μεγαλύτερη από εμένα, λίγο μικρότερη από εσένα. Ήξερε. Το έμαθα πάνω σ’ ένα καυγά με την μάνα μου. Δεν ήξερα, όμως, ποιος ήτανε αυτός ο άνθρωπος, δεν είχα ιδέα…» μουρμούρισε, βουρκώνοντας, ο Βασίλης.

«Ένα στραβό έχει ο μπαμπάς, είναι άστατος. Του ‘μοιασα κι εγώ. Δυστυχώς. Δυστυχώς δεν ήρθες για να μάθεις, αλλά, αλήθεια, θέλεις να μάθεις;»

«Να μάθω τι;»

«Για τον μπαμπά».

«Ξέρεις;»

«Είμαι είκοσι οχτώ, Βασίλη. Έχω έναν γιο που ‘χω να τον δω από τότε που ήταν τεσσάρων μηνών. Έμπλεξα με κάποιον συμμαθητή για να μπω στο μάτι του πρώην μου. Δεν έχω πια καμία σχέση με αυτό που ήμουν κάποτε. Μ’ αγαπούσε, ο καημένος. Ίσως και να μ’ αγαπάει ακόμη. Δεν το θέλαμε το παιδί. Ούτε εγώ, ούτε εκείνος. Έπεσαν οι μανάδες μας, οι φανατικές χριστιανές, να μας φάνε. Άρχισαν τα δικά τους. «Τα παιδιά τα δίνει ο θεός, είναι αμαρτία να το σκοτώσετε, τι σας φταίει η ψυχή, θα πέσει φωτιά να σας κάψει…». Νομίζω ότι τα ξέρεις. Μεγάλο σταυρό πρέπει να κάνει και η δική σου η μαμά. Τέλος πάντων. Το κρατήσαμε, είπαμε να παντρευτούμε, το αναβάλλαμε συνέχεια. Εγώ δεν άντεξα. Έφυγα. Πρώτα Ιταλία, μετά Γαλλία, τώρα μένω μόνιμα στον Καναδά. Δεν έχω μάθει ακόμη τι μ’ έπνιξε. Ο μπαμπάς με βοήθησε να φύγω και πριν φύγω, μου είπε κι αυτή την ιστορία. Ίσως για να με ηρεμήσει, ίσως για να μου δώσει κάποιο μήνυμα. Δεν ξέρω…»

«Πόσο είναι τώρα το παιδί;» ρώτησε ο Βασίλης.

«Εννιά».

«Και;»

«Βαθιά μέσα μου, με πονάει. Πραγματικά με πονάει. Μια ηλίθια απόφαση της στιγμής ήτανε. Πραγματικά. Έφυγα για να σπουδάσω θέατρο στην Ιταλία. Τον πρώτο καιρό δεν καταλάβαινα τι γινότανε. Μετά, όταν πέρασαν τα χρόνια και μάθαινα νέα, μου έλειπε η οικογένεια που είχα αφήσει πίσω. Δεν έχω το κουράγιο να γυρίσω. Όχι γιατί φοβάμαι, όχι, κάθε άλλο. Μα γιατί ξέρω πώς νιώθει ένα παιδί όταν του διαλύεις τον κόσμο. Εγώ το έζησα. Νομίζω πως το ένιωσες κι εσύ».

«Ναι…»

«Τι σου ‘χει πει η Χριστίνα για τους δικούς μας;»

«Ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν, στόλιζαν δέντρο τα Χριστούγεννα, έκαναν παιδιά… Τέτοια πράγματα».

«Η Χριστίνα και ο ονειρικός της κόσμος. Ας πούμε ότι ο γάμος ήταν συμφωνημένος. Κούνησαν και οι παππούδες λίγο τα νήματα. Καλός γάμος για να μείνει η περιουσία στην οικογένεια. Βρωμάνε μικροαστίλα οι δικοί μου. Και να πω ότι είχανε και τα ωχ αμάν λεφτά; Ναι, να πήγαινε στο διάβολο…»

«Κατάλαβα…»

«Οι δικοί μου, Βασίλη, ποτέ δεν ερωτεύτηκαν, μήτε αγαπήθηκαν. Παντρεύτηκαν γιατί έπρεπε, έκαναν παιδιά γιατί έπρεπε, τα μεγάλωσαν γιατί έπρεπε. Όπως κι όσο τα μεγάλωσαν. Η μαμά είναι κολλημένη με την εκκλησία, ο μπαμπάς με τις γυναίκες. Ο καθείς με τα πάθη του. Ούτε μία, ούτε δύο, ούτε τρεις έχουν περάσει απ’ το σπίτι. Κάργιες. Νόμιζαν ότι τους άνηκε το σύμπαν. Μόνο η μαμά σου κι άλλη μία κυριούλα, ήταν καλές. Με την μαμά σου έχω συζητήσει κιόλας. Βέβαια όχι για όλα αυτά, όχι. Αλλά, τέλος πάντων, you get the point, don’t you?»

«Ναι, το ‘χω».

«Το θέμα είναι… Αντέχεις;»

«Λέγε».

***

Χειμώνιαζε, θυμάμαι. Ίσως να έβρεχε, ίσως να χιόνιζε. Μια φορά πάντως, συννεφιασμένος ήταν ο ουρανός. Είχαμε ανάψει τα φώτα από νωρίς. Διάβαζε, ο μπαμπάς, στο γραφείο του. Εμείς, εγώ και η Χριστίνα, καθόμασταν στο σαλόνι. Ίσως Νοέμβριος. Είχε ανάψει το τζάκι. Η Χριστίνα μέσα στο πάρκο της ήτανε κι εγώ χάζευα τις φλόγες που έτρωγαν τα ξύλα κι έπαιζα, νομίζω με κάτι κυβάκια. Τότε μέναμε στο παλιό το σπίτι. Χειμώνας του ’79 πρέπει να ήτανε. Η μαμά έλειπε. Όλο κάπου έλειπε.

Ήταν νωρίς όταν χτύπησε το κουδούνι κι ήρθε εκείνη η κυρία. Έσερνε απ’ το χέρι της ένα κοριτσάκι, να, στην ηλικία της Χριστίνας πρέπει να ‘τανε, που το ‘χε ντυμένο μ’ ένα γαλάζιο μπουφάν. Φασκιωμένο ήταν το δόλιο. Της άνοιξε ο μπαμπάς. Μας χαιρέτισε η κυρία. Την χαιρέτισα κι εγώ. Μας είπε να παίξουμε και την μικρή, αφού την ξέντυσε. Το θυμάμαι καθαρά εκείνο το ντροπαλό παιδάκι, που καθόταν μόνο του και μας κοίταζε φοβισμένα. Κλείστηκαν στο γραφείο ο μπαμπάς κι εκείνη η κυρία. Σπασμένα λόγια έπιανα. Θυμάμαι πως η μικρή είχε πάει στο πάρκο και ρωτούσε την Χριστίνα πώς την έλεγαν. «Τίνα». Δεν μπορούσε να πει όλο το όνομά της.

Μου ‘χε κάνει εντύπωση το όνομα της μικρής και γι αυτό το κράτησα. «Βικτωρία». Δεν το είχα ξανακούσει. Το δικό μου, αν και σπάνιο, μου φαινόταν φυσιολογικό. Δεν έχω γνωρίσει άλλη, μόνο μία, εκείνη την φοβισμένη πιτσιρίκα. Κάθισε μπροστά στο τζάκι και το κοίταζε θλιμμένα. Για κάποιο λόγο, που δεν έχω καταφέρει ακόμη να εξηγήσω στον εαυτό μου, πίστευα ότι κρύωνε. Έφερα κι άλλα παιχνίδια από μέσα. Καθίσαμε να παίξουμε με την μικρή. Άκουγα λέξεις και φράσεις, που θα τα καταλάβαινα μετά από χρόνια. Το ρεζουμέ ήταν ότι εκείνη η κυρία ήθελε να χωρίσει και να χωρίσει κι ο μπαμπάς και να ζήσουν μαζί. Μετά φώναζαν. Πρώτα μάλωσαν. Μετά… Τέλος πάντων.

Δεκατρία χρόνια αργότερα, όντας μάνα, μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, μην ξέροντας κατά πού να κάνω, αποφάσισα να φύγω, απ’ τη χώρα, τη ζωή μου, το παιδί μου… Απ’ όλα. Μίλησα με τον μπαμπά. Πήγαινε χρόνια εκείνη η ιστορία. Όταν την γνώρισε, ήταν πιτσιρίκα. Την φλέρταρε, κολακεύτηκε, τα έμπλεξαν. Ξέρεις πως γίνονται αυτά. Την άφησε έγκυο και την παράτησε. Τον κυνηγούσε η μάνα σου. Της έδωσε λεφτά για να κάνει έκτρωση. Της είπε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να διαλύσει τον γάμο του και την οικογένειά του. Το δέχτηκε η κακομοίρα. Δεν είχε επιλογές. Δεν ξέκοψαν ποτέ. Ούτε όταν παντρεύτηκε, ούτε όταν γεννήθηκε η κόρη της, ούτε αργότερα. Ίσως να την ερωτεύτηκε κι ο μπαμπάς. Δεν ξέρω. Τον ρώτησα, μα απάντηση δεν πήρα.

Η Γιάννα, η μαμά σου, έπαιζε ένα παιχνίδι που δεν θα κέρδιζε ποτέ. Όταν γνωρίστηκαν, εγώ ήδη είχα γεννηθεί. Μετά έγινε ό,τι έγινε μεταξύ τους και έριξε ένα παιδί, χωρίς να το θέλει. Ήταν μικρή και φοβισμένη. Ήταν λογικό να την καταφέρει ο μπαμπάς. Δυστυχώς δεν το άφησαν εκεί. Το τράβηξαν. Μετά παντρεύτηκε η Γιάννα, μετά έκανε την αδερφή σου, μετά γεννήθηκε κι η Χριστίνα, μετά γύρισε πίσω στον μπαμπά και του ζητούσε να ‘ναι μαζί. Πίστευε, λυπάμαι που θα στο πω έτσι, ωμά, ότι αν έμενε έγκυος, θα τον κατάφερνε να χωρίσει κι ότι θα τον έπειθε να ζήσουνε μαζί. Στην αρχή του ‘χε πει ότι θα ‘φευγε ο άντρας της, ότι θα μπάρκαρε και θα εξαφανιζόταν. Μετά το γύρισε.

Κι εσένα σε θυμάμαι, όπως κι εκείνον, τον μεγάλο καυγά. Χτυπιότανε η μαμά σου εκείνο το απόγευμα. Της έλεγε ο μπαμπάς, να της δώσει λεφτά, να σου παρέχει κάποια πράγματα, να βοηθήσει όπως μπορούσε, μα εκείνη δεν δεχόταν. Ήθελε, σώνει και καλά, να είναι μαζί. Της εξήγησε ότι δεν γινόταν. Δεν το καταλάβαινε. Είχε έρθει μαζί σου, τότε, μόνο μαζί σου. «Ο γιος σου, Βασίλη» του ‘χε πει, χαμηλόφωνα, για να μην τον ακούσουμε. Βούρκωσε ο μπαμπάς. Σε πήρε αγκαλιά. «Γιατί ρε Γιάννα; Γιατί τα ‘φερες έτσι;» την είχε ρωτήσει. Θυμάμαι πως γέλασε η μαμά σου, αλλά τα λόγια της δεν τα συγκράτησα. Μόνο αυτό που είπε, ότι έχει το ίδιο όνομα με τον πεθερό της κι ότι θα σε βάφτιζε Βασίλη θυμάμαι…

***

«Ίδιος ο πατέρας σου…» ψιθύρισε ο Βασίλης, βουρκώνοντας. Τον κοίταξε απορημένα η Κλειώ. «Έτσι μου ‘λεγε πάντα. Ίδιος. Μέρα – νύχτα μου το κοπανούσε. Η καριόλα η γυναίκα… Μέχρι και τ’ όνομά του μου ‘δωσε…»

«Βασίλη;»

«Μέχρι πότε γινόταν όλο αυτό;» την ρώτησε, μη δίνοντας σημασία σ’ όσα είχε ακόμη να του πει.

«Σίγουρα μέχρι και που έφυγα εγώ απ’ το σπίτι, δηλαδή… Χμ… Το ‘94».

«Καλά και…»

«Και;» τον παρότρυνε η Κλειώ. Χτύπησε το κούτελό του με την παλάμη του. «Πόσο μα πόσο βλάκας μπορεί να είμαι; Πόσο; Μία φορά αν την είχα πάει την Χριστίνα στους δικούς μου…»

«Δεν θα την θυμότανε. Πρόσεχαν. Να φανταστείς ότι τελευταία φορά που σ’ είδα και που, φαντάζομαι, σε είδε και ο μπαμπάς, εσύ πρέπει να ήσουν κοντά στα δύο. Από ‘κει κι ύστερα, τους έχω τσακώσει δύο ή τρείς φορές, σ’ όλα αυτά τα χρόνια. Μετά που έφυγα, δεν ξέρω τι έγινε» τον διέκοψε η Κλειώ.

«Πόσο αστείο; Πίστευα ότι δεν θα κατάφερνα να μισήσω περισσότερο τη μάνα μου, κι όμως, να που το πέτυχα σήμερα» σχολίασε, καγχάζοντας, ο Βασίλης. Κοίταξε βιαστικά το κινητό του. «Κλειώ, πρέπει να φύγω» απολογήθηκε, καθώς άφηνε λεφτά στο τραπέζι.

«Εντάξει, μικρέ» του απάντησε εκείνη.

«Μη με λες μικρό, με φωνάζει η αδερφή μου έτσι» παραπονέθηκε.

«Ποια απ’ όλες;» του απάντησε, γελώντας.

«Χαίρομαι που το παίρνεις τόσο χαλαρά».

«Το ίδιο χαλαρά πρέπει να το πάρετε κι εσύ με την Χριστίνα. Την βλακεία των άλλων, δεν θα την πληρώσετε εσείς…»

«Δεν πρόκειται, Κλειώ. Τα ξέρεις τα γιατί».

«Εντάξει. Δεν θα της πω τίποτα».

«Σ’ ευχαριστώ» της είπε, βιαστικά, πριν φύγει απ’ το καφέ και καβαλήσει τη μηχανή. Είχε ένα σκασμό πράγματα να κάνει, κι άλλα τόσα ξεκαθαρίσματα. Χρόνο δεν είχε. «Θ’ αργήσω απόψε» έγραψε στην Λίλιαν. Έβαλε πλώρη για το σπίτι της Αλεξάνδρας. Είχε κανονίσει να πάρει τα ρούχα του Τάσου. «Να μαζέψω τα δικά μου τα σκατά, να μαζέψω και των άλλων» μουρμούρισε, λίγο πριν φτάσει.

«Vincit omnia veritas, Αλεξάνδρα» της είπε, αντί καλησπέρας, πριν μπει στο σπίτι. Διέσχισε αμίλητος το σαλόνι και πήγε κι έπιασε τον καναπέ. Του έλειπε η Χριστίνα εκείνο το βράδυ. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινε μόνος του εκεί. Η πρώτη φορά που δεν μαζευόντουσαν ζευγάρια, όπως κάποτε. Κάθισε απέναντί του η Αλεξάνδρα. «Είναι οριστικό;» τον ρώτησε κι εκείνος της έγνεψε καταφατικά.

«Το ‘χα καταλάβει».

«Και το δικό σου οριστικό είναι» σχολίασε ο Βασίλης.

«Δυστυχώς».

***

Στις εφτά το πρωί, μετά από μια τεράστια συζήτηση, ο Βασίλης φόρτωσε την βαλίτσα με τα ρούχα του Τάσου και του τα πήγε. «Καλά είναι;» τον ρώτησε, καθώς του άνοιγε την πόρτα. Έγνεψε αρνητικά ο Βασίλης, άφησε την βαλίτσα και έκανε μεταβολή. «Δεν έχω κουράγιο για κουβέντα».

«Τον νου σου, αδερφέ».

«Τον έχω».

Γύρισε σπίτι, άλλαξε φίλτρο στην καφετιέρα και την έβαλε να φτιάξει καφέ. Τον έσκαβε το στομάχι του. Έτρωγε όποτε, όταν κι αν θυμόταν. Άδειο ήταν το ψυγείο. Βγήκε πάλι έξω, για να βρει κάτι να φάει, μέχρι να γίνει ο καφές. Επέστρεψε. Έπιασε το λάπτοπ και κάθισε να γράψει. Ένα χάος επικρατούσε στο κεφάλι του. Ένα χάος που δεν μπορούσε με τίποτα να συμμαζέψει. Δεν είχε πια το κουράγιο. Κοίταζε τον κέρσορα στην οθόνη και δεν θυμόταν τι ήθελε να γράψει. Παρατημένο το ‘χε το κείμενο, απ’ το απόγευμα που ‘χε περάσει. Έκανε να γράψει κάτι, μα το έσβησε. Άναψε τσιγάρο. Βγήκε στο μπαλόνι. Άρχισε να παρατηρεί το χιόνι και τον άδειο, από κόσμο, δρόμο. Θυμήθηκε ένα απ’ τα απογεύματα που μελετούσε με την αδερφή του, τότε που ‘ταν ακόμη στο λύκειο, τότε που ‘χε χωρίσει με την Μελίνα κι είχε βαλθεί να μπει σε μια σχολή και να την κάνει.

Θυμήθηκε τον καυγά και τα λόγια της μάνας του. «Άχρηστος σαν τον πατέρα σου». Θυμήθηκε την Βικτωρία, που ούρλιαζε και κοπανιόταν. Θυμήθηκε εκείνο τ’ απόγευμα που έμαθε ότι άλλον πίστευε για πατέρα κι άλλος ήτανε. Τον έπιασε πάλι η ημικρανία του. «Γαμημένη ημικρανία…» μουρμούρισε.

Ξάπλωσε στον καναπέ κι έκλεισε τα μάτια του. Είδε μπροστά του την Χριστίνα να του χαμογελάει, όπως κάποτε, δείχνοντας τα μπροστινά της δόντια. Χαμογέλασε κι εκείνος. «Τρωκτικό» την φώναζε όταν ήταν μόνοι τους κι εκείνη έπαιρνε την πιο παραπονεμένη γκριμάτσα της. Άλλαζε μορφή το πρόσωπο και χρώμα τα μάτια. Έγιναν μπλε από καστανά. Χαμογελαστά αντί για θλιμμένα. Ανέκφραστο το πρόσωπο, έκρυβε κάτι σκανταλιάρικο. Πετάχτηκε όρθιος. Είχε μεσημεριάσει.

Σύρθηκε μέχρι την κουζίνα και κοίταξε το ημερολόγιο. Κυριακή, έξι Ιανουαρίου. «Άντε γαμήσου κι εσύ» μουρμούρισε πριν το ξεκρεμάσει απ’ το ψυγείο και το πετάξει στα σκουπίδια με μένος. Το ‘χαν πάρει με την Χριστίνα και είχαν σημειώσει, απ’ τις πρώτες κιόλας μέρες του προηγούμενου χρόνου, τα όσα ήθελαν να κάνουν. Είχε τελειώσει το 2001 κι ο Βασίλης δεν είχε καταφέρει τίποτα απ’ όσα ήθελε. Ήταν μόνος, χωρισμένος, πληγωμένος και προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια του.

Γέμισε μια κούπα με καφέ και κάθισε στο γραφείο. Τράβηξε ένα φύλλο απ’ τον εκτυπωτή κι έκανε ένα πρόχειρο πλάνο των όσων είχε να κάνει. Δρομολογούσε την φυγή του για λίγο πριν τα γενέθλιά του. «Είκοσι τέσσερεις Κυριακή… Ας πούμε δεκαοχτώ – δεκαεννιά να είμαστε μέσα» μονολόγησε. «Τρείς, κοντά, μήνες… Ξεκαθαρίσματα τώρα…»

Με την παρέα του δεν είχε να ξεκαθαρίσει κάτι. Δεν είχε φτάσει ο καιρός για να χτυπήσει την καμπάνα. Θα τους άφηνε στο σκοτάδι και την άγνοια. Με την Έλενα είχε να ξεμπερδέψει. Με εκείνη την παλιά ιστορία που ‘χε αφημένη στην άκρη, απ’ το λύκειο. Βούτηξε το τηλέφωνο στα χέρια του. Ήξερε απ’ έξω τον αριθμό. «Βασίλη;» ακούστηκε μια νυσταγμένη φωνή στο τηλέφωνο κι εκείνος χαμογέλασε.

«Τι κάνεις φιλενάδα;»

«Όχι και φιλενάδα!» του απάντησε, νευριασμένα, η Νάντια.

«Συμμαθήτρια;» συνέχισε, περιπαικτικά, εκείνος.

«Έστω. Καλή χρο-»

«Άσ’ το, Νάντια, η χρονιά μου είναι σκατά. Πες μου λίγο, πότε έχει γενέθλια η Έλενα;»

«Στις δεκαεννιά».

«Δεκαεννιά… Δεκαεννιά…» μουρμούρισε ο Βασίλης, κλικάροντας από ‘δω κι από ‘κει στον υπολογιστή του. «Σάββατο, ε;»

«Ναι, γιατί;»

«Θυμάσαι, παλιά, λίγο μετά απ’ το σχολείο, που ‘χα έρθει ένα μεσημέρι στο σπίτι σου…» άρχισε ο Βασίλης, με ονειρικό ύφος και η Νάντια έβαλε τα γέλια. «Τέτοιος είσαι! Ναι το θυμάμαι, όπως θυμάμαι και τ’ άλλα!» του απάντησε πρόσχαρα.

«Σειρά μου να τσακίσω την Έλενα».

«Πρόσεξε, Βασίλη…»

«Δεν έχω κάτι να προσέξω. Μην την πάρεις τηλέφωνο για χρόνια πολλά, μην κανονίσεις τίποτα. Θα πάω να την ταραχέψω λίγο. Μου χάλασε τη γιορτή; Θα της χαλάσω τα γενέθλια. Δίκαιο μου ακούγεται».

«Μ’ αρέσεις όταν γίνεσαι κακός».

«Νάντια, σοβαρέψου. Μιλάμε» της είπε κοφτά, πριν κλείσει το τηλέφωνο. Γύρισε στο χαρτί του. «Χριστίνα» έγραψε κι ύστερα αναστέναξε. «Να δω πότε θα βρω το κουράγιο να της μιλήσω… Να δω…» μονολόγησε, ψάχνοντας να βρει σε ποια γωνιά του μυαλού του είχε παρατήσει το κουράγιο.

***

Οι μέρες μέχρι τις δεκαεννιά πέρασαν ήρεμα. Ο Βασίλης πότε κοιμόταν σπίτι του και πότε στης Λίλιαν. Εκείνη την Παρασκευή ξενύχτησε με τις αναμνήσεις του. Ξύπνησε ιδρωμένος το μεσημέρι. Μαγείρεψε κι έφαγε. Διάβασε το γράμμα της Έλενας. Νευρίασε. Πήρε κι έγραψε την απάντηση. Την εκτύπωσε, δίπλωσε το χαρτί, το ‘χωσε στο μπουφάν του κι έφυγε για το σπίτι της.

Δεν έκανε μεγάλη φασαρία. Της είπε όσα είχε να της πει. Όσα πίστευε η Έλενα ότι ο Βασίλης δεν έμαθε ποτέ. Της τα ‘πε μ’ ένα τρόπο που φάνηκε πως την έχει συγχωρέσει. Τίποτα δεν συγχώρεσε ο Βασίλης. Κρατούσε. «Άσσους, βαλέδες, ντάμες και ρηγάδες» όπως της είχε πει. Δεν είχε παίξει ακόμη κανένα απ’ τα χαρτιά του. Της τα κοπάνησε όλα κι έβαλε την Νάντια, να την πάρει τηλέφωνο για να της πει και τα υπόλοιπα. Ούρλιαξε η Έλενα. Δεν περίμενε ποτέ ότι θα την έχουν πληρώσει με το ίδιο νόμισμα. Δεν περίμενε ότι όλα όσα έκανε, θα επέστρεφαν. Δεν περίμενε ότι η καλύτερή της φίλη θα έριχνε τον Βασίλη στο κρεβάτι, ούτε κι εκείνον, που δήλωνε ερωτευμένος, ότι θα δεχόταν.

Το ύφος του, μόνο, την τρόμαξε. Δεν τον είχε ξαναδεί έτσι. Έβραζαν τα μάτια του. Είχε πάρει πια το μήνυμα. Δεν μπορούσε να τα βάλει με τον φευγάτο. Κουδούνισαν τα λόγια του στο μυαλό της. «Θα σε λιώσω και θα λιώσω κι όποιον βρίσκεται δίπλα σου». Ύστερα ήρθε η σιωπή και το τηλεφώνημα της Νάντιας. «Η εκδίκηση έρχεται από ‘κει που δεν το περιμένεις» άκουσε και πάγωσε. Γκρεμίστηκε ο κόσμος της. «Ο Βασίλης…» ψέλλισε, αφού τον είδε να απομακρύνεται, πάνω στη μηχανή του, προσπαθώντας να καταλάβει πώς τα είχε φέρει έτσι ώστε να την χτυπήσει ακριβώς εκεί που πονούσε.

Ξεκαθάρισε και με την Χριστίνα. Την είδε για μία τελευταία φορά. Δεν της μίλησε, την άφησε να καταλάβει τι ήθελε να της πει. Τον έδιωξε, όπως έκανε πάντοτε, όταν δεν έφευγε εκείνη. «Δεν θα τραβούσε» μονολόγησε, καθώς σουλατσάριζε στα παγωμένα στενά. Κατά το χάραμα έσκασε μύτη στο ξενυχτάδικο του Θανάση. Δεν είπαν πολλά. Σκόρπια πράγματα. Ήταν γνωστό ότι ο Βασίλης μεθόδευε μια φυγή. Κανείς, όμως, δεν ήξερε, από τι ακριβώς προσπαθούσε να αποδράσει.

Φεύγανε γρήγορα οι μέρες. Είχε δρομολογήσει την άδειά του για τα μέσα του Μάρτη. Δέκα μέρες θα έπαιρνε και θα έφευγε. Θα πήγαινε στο Σαράγεβο να βρει τον Βαγγέλη, να συζητήσουν, να μάθει αν θα μπορούσε να βρει κάτι εκεί και να γίνει μόνιμος κάτοικος. Δεν του το ‘χε πει. Θα του έκανε έκπληξη. Κοίταζε το ημερολόγιο και περίμενε.

Την προτελευταία Παρασκευή πριν την δρομολογημένη φυγή του, φόρτωσε μερικά ρούχα και ξεκίνησε για ένα ταξίδι που για καιρό ανέβαλλε. Έφυγε κατ’ ευθείαν απ’ τη δουλειά, δίχως να χαιρετίσει κανένα. Βγήκε στην εθνική και πλακώθηκε. Ήξερε ότι θα τον έπιανε η νύχτα στο δρόμο. Μόνο μια στάση έκανε, κι αυτή για να δει έναν συνάδελφο απ’ τον στρατό και ν’ ανταλλάξουν δυο κουβέντες. Δεν τον βρήκε εκεί. Τον πήρε τηλέφωνο. Είχε μετακομίσει μόνιμα. «Mike, είσαι εκτός βεληνεκούς ρε. Κατεβαίνω Σπάρτη και το Ναύπλιο δεν βολεύει» είχε πει, γελώντας, ενώ περίμενε έξω απ’ την καντίνα, για το φαγητό του.

«Δόκιμε τι να σε κάνω; Γύρισα στα πάτρια εδάφη. Καιρός να πολεμήσω τους δαίμονές μου. Εσύ;»

«Εγώ την κάνω απ’ τα πάτρια εδάφη. Τελευταία ευκαιρία να σας δω. Ο Παυλάκος;»

«Καλά είναι, τα ίδια όπως τα ξέρεις. Ο Ασημακό;»

«Δεν τον πολυβλέπω, έχει μπλέξει με τις δουλειές. Το πρωί γραφείο, το βράδυ ταβέρνα, άσ’ τα – βράσ’ τα».

«Κατάλαβα. Πολύ χάρηκα που σ’ άκουσα ρε Billy».

«Κι εγώ ρε παλιοσειρά. Κι εγώ».

Έκλεισε το τηλέφωνο και πήρε το ψωμί με το λουκάνικο στο χέρι. Έτρωγε βιαστικά, σαν να τον κυνηγούσανε. Πήρε κι ένα καφέ, που ήπιε σχεδόν μονορούφι, καβάλησε τη μηχανή και ξαναβγήκε στην εθνική. Μετρούσε χιλιόμετρα. Έφτασε στον προορισμό του στις δέκα το βράδυ. Ήξερε που ήταν το σπίτι. Είχε ξαναπάει όταν ήταν φαντάρος. Πήγαιναν δύο και κάτι χρόνια από τότε που ‘χε δει για τελευταία φορά την αδερφή του. Της χτύπησε το κουδούνι. Ούτε που σάλεψε απ’ τον καναπέ η Βικτωρία, που δεν περίμενε κανένα. Ξαναχτύπησε ο Βασίλης. Δεν πήρε απάντηση. Νευρίασε. Έβγαλε το κινητό απ’ την τσέπη.

«Μικρέ; Καλά είσαι;» τον ρώτησε κι εκείνος κάγχασε. «Ξεροστάλιασα, τσουλάκι».

«Εσύ είσαι κάτω;» πρόλαβε να πει, πριν ακούσει το τηλέφωνο να κλείνει. «Χαζό παιδί» μουρμούρισε, καθώς σηκωνόταν για να του ανοίξει την πόρτα.

Με τις σκάλες ανέβηκε ο Βασίλης κι η Βικτωρία τον περίμενε στον διάδρομο. «Αχ το παιδί μας! Έβαλε γυαλάκια κι άφησε γενάκια!» τον πείραξε. Την στραβοκοίταξε πάνω απ’ τα γυαλιά του, μα δεν σχολίασε τίποτα. «Καλά είσαι;» την ρώτησε μόλις έφτασε μπροστά της.

«Καλά» του απάντησε, παίρνοντάς τον απ’ το χέρι και κλείνοντας την πόρτα πίσω τους.

«Σβαρνιάρα μια ζωή» σχολίασε ο Βασίλης, κοιτάζοντας το ακατάστατο και σκονισμένο σπίτι. «Μαλώνεις με τον εαυτό σου, Βίκυ;»

«Πες το κι έτσι» του απάντησε νωχελικά.

Έβγαλε το μπουφάν του και κάθισε σ’ εκείνον τον παλιό καναπέ που κοίταζε την τηλεόραση. «Σέρνομαι» μουρμούρισε. Τον κοίταξε αινιγματικά η Βικτωρία. «Πεινάς;»

«Έφαγα στο δρόμο».

«Ποτό;»

«Καφέ».

«Δεν έχω. Δεν πίνω».

«Τι πίνεις;»

«Το τελευταίο διάστημα; Τεκίλα».

«Βάλε».

Έφυγε για την κουζίνα η Βικτωρία κι ο Βασίλης άναψε τσιγάρο και την κοίταξε. Άκουσε ντουλάπια να ανοίγουν. «Καθαρά είναι τα ποτήρια ή θα πάθουμε τύφο, λέπρα και πανώλη, όλα μαζί σ’ ένα;» την ρώτησε κι άκουσε κάτι που δεν κατάλαβε. Σηκώθηκε και πήγε προς την κουζίνα. «Είπες κάτι;» την πείραξε. Τον στραβοκοίταξε. «Μ’ ορεξούλες ήρθες, μικρέ;»

«Ήρθα να σε δω πριν φύγω» της απάντησε ο Βασίλης, καθώς γέμιζε τα ποτήρια που ‘χε αφήσει στον πάγκο η Βικτωρία.

«Πού θα πας;»

«Άγνωστο. Κατά πάσα πιθανότητα θα κυνηγήσω την τύχη μου στο Σαράγεβο, που μένει ο Βαγγέλης. Αν δεν κάτσει, βλέποντας και κάνοντας».

«Έλα εδώ να μείνεις» του γκρίνιαξε.

«Το έχουμε ξανασυζητήσει και την απάντηση την ξέρεις».

«Γιατί ρε Βασίλη;»

«Δεν θα το ξανασυζητήσω. Στην υγειά μας».

«Στο όρθιο θα τα πιούμε;»

«Έχουμε κάνει άλλα κι άλλα στο όρθιο. Σ’ αυτό κόλλησες;» της πέταξε, με μια δόση πίκρας στη φωνή. Τον κοίταξε κρυφογελώντας. Τσούγκρισε το ποτήρι του. «Στην υγειά σου, μικρέ» του είπε κι ύστερα άφησε να περάσουν μερικές στιγμές. «Σου ‘πα ότι τρύπησα και την άλλη ρόγα;» τον ρώτησε γελώντας κι ο Βασίλης γούρλωσε τα μάτια και προσπάθησε να καταπιεί την τεκίλα που είχε στο στόμα. Δεν τα κατάφερε. Η μισή του βγήκε από την μύτη. «Γαμήσου, Βίκυ!» της φώναξε. Προσπάθησε να σβήσει το κάψιμο και τον βήχα του, πίνοντας νερό από την βρύση.

«Αφού ξέρεις ότι μ’ αρέσει να σε πειράζω».

«Ανέκαθεν» της πέταξε, βήχοντας. Ξαναγέμισε το ποτήρι και το πήρε μαζί του. Κάθισε στον καναπέ. Έσβησε το φώς η Βικτωρία κι άναψε κάτι μισολιωμένα κεριά που ‘χε πάνω στο τραπέζι. Κάθισε δίπλα του, οκλαδόν, και τον χάζεψε. Η εικόνα που ‘χε για ‘κείνον, στις αναμνήσεις της, ήταν εντελώς διαφορετική. Είχε βγάλει τα γυαλιά, ήταν μόνιμα ξυρισμένος, είχε κοντό το μαλλί του. Τότε έφερνε σε γυμνασιόπαιδο. Τώρα, όπως είχε γίνει, της έμοιαζε με κάποιον παρακμιακό ροκά, που ‘πνιγε το ντέρτι του στο αλκοόλ και μπλούζαρε τα βράδια. Του χάιδεψε το μάγουλο. «Αγρίεψε πολύ το προσωπάκι σου. Πόσο καιρό έχεις να ξυριστείς;»

«Κάνα εξάμηνο; Τόσο. Τα παίρνω με μηχανή. Δεν είμαι να πάω σαν παπάς στη δουλειά» της απάντησε, με αδιάφορο ύφος, έχοντας κολλήσει το βλέμμα του στην φλόγα του κεριού.

«Και το γυαλάκι;»

«Από τότε που γνώρισα την Χριστίνα».

«Πού πας και τις βρίσκεις;»

«Έλα μου ντε».

«Το τατουάζ που έλεγες;»

«Δε μ’ άφησε να το κάνω. Ευτυχώς. Θα το μετάνιωνα».

«Μάλ- Παιδί μου, δεν είναι νερό, μη το πίνεις έτσι!» του φώναξε, βλέποντάς τον να κατεβάζει το ποτήρι μονορούφι.

«Πα’ να πάρω το μπουκάλι» της απάντησε, αναστενάζοντας.

Γύρισε στο σαλόνι μ’ ένα γεμάτο ποτήρι και το μπουκάλι στα χέρια. Έβγαλε το μακρυμάνικο που φορούσε γιατί είχε σκάσει. Έμεινε με τη φανέλα. Πέταξε τα γυαλιά πάνω στο τραπέζι. Απόμεινε να κοιτάζει το γεμάτο ποτήρι και να σκέφτεται διάφορα. Είχε πάει να χαιρετίσει, μα δεν του έβγαινε. Δεν τους γούσταρε τους αποχαιρετισμούς και τους αποχωρισμούς. Έφευγε, όταν έπρεπε να φύγει, χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που τον ανάγκαζε ο εαυτός του να το κάνει.

«Τι μας λες; Κάνουμε και βάρη;» σχολίασε, κρυφογελώντας, η Βικτωρία.

«Δεν με χέζεις;»

«Προσπαθώ, αν δεν το έχεις καταλάβει, να σου φτιάξω το κέφι…»

«Δεν φτιάχνει».

«Έχω τρόπο».

«Δεν έχεις».

«Το ξέρεις ότι έχω τρόπο».

«Βίκυ; Σε πιάσανε πάλι τα σπαστικά σου;»

«Όχι. Απλά μου ‘λειψες. Έλεγα να ‘ρθω καμιά βδομάδα και να σου κατσικωθώ τα Χριστούγεννα, αλλά δεν νομίζω το Χριστινάκι σου να μ’ έπαιρνε με καλό μάτι. Τι ζήλια κι αυτή, Παναγιά μου; Πώς την άντεχες; Αυτή πρέπει να ζήλευε και την φάτσα της στον καθρέφτη…»

«Δεν θέλω να το συζητήσω».

«Ωραία. Τι θέλεις να συζητήσεις;»

«Τίποτα».

«Αποκλείεται. Σε ξέρω».

«Είπα, τίποτα» της απάντησε, κατεβάζοντας το ποτήρι του.

«Για εμας, μήπως;» τον ρώτησε.

«Τι να συζητήσω για εμάς;»

«Έχεις να με δεις δύο χρόνια. Πες μου, τουλάχιστον, ότι σου έλειψα».

«Δεν μου έλειψες καθόλου και το ξέρεις».

«Τότε γιατί, στα κομμάτια, ήρθες;»

«Κάνω ξεκαθαρίσματα, Βίκυ. Ξεκαθαρίζω πράγματα πριν φύγω. Κλείνω βιβλία, γράφω τίτλους τέλους, τελειώνω καταστάσεις. Πρέπει να χτίσω πάνω σε νέες βάσεις. Ό,τι απέμεινε απ’ το παρελθόν μου, καλό είναι να μείνει εδώ και να πεθάνει» της απάντησε σκεφτικά. Τον κοίταξε με απορία και παράπονο συνάμα. Σκαρφάλωσε στην αγκαλιά του. Τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του. Έζεχνε η ανάσα του τσιγάρο. «Τι μου λες; Μου λες κάτι;» τον ρώτησε μελαγχολικά.

«Κατάλαβες» της απάντησε, δίχως να την κοιτάξει. Τον έπιασε απ’ το πηγούνι κι έστρεψε το πρόσωπό του προς το δικό της. «Πες το» σχεδόν διέταξε. Δεν μίλησε ο Βασίλης. Μόνο σούφρωσε τα χείλη και της έσπρωξε το χέρι. Πήγε να πιάσει το μπουκάλι. «Άσ’ το κάτω και μίλα!»

«Τι δεν έχεις καταλάβει;»

«Δεν είναι θέμα κατανόησης και το ξέρεις. Να το ακούσω θέλω».

«Γιατί; Θ’ αλλάξει κάτι;»

«Για να σιγουρευτώ ότι ξέρεις τι γίνεται εδώ μέσα!» του απάντησε νευριασμένα, χτυπώντας το κεφάλι του με το δάχτυλό της.

«Μη με κρανιώνεις…» την προειδοποίησε.

«Τόσο δύσκολο σου είναι να πεις ότι τελειώσαμε; Τόσο; Έλα, πες το. Μία λέξη είναι μόνο. Να! Κοίτα εμένα. Τε-λει-ώ-σα-με» του είπε, στάζοντας ειρωνεία.

Γύρισε προς το μέρος της. Άναψε κι άλλο τσιγάρο. Φύσηξε τον καπνό στο ταβάνι. «Πες το!» του φώναξε.

«Δεν αρχίσαμε ποτέ κάτι, για να μπορέσουμε να το τελειώσουμε. Τώρα, το αν άρχισες εσύ κάτι και δεν θέλεις να το δεις να τελειώνει, δεν είναι δικό μου πρόβλημα. Βλέπεις, αδερφούλα, έμαθα ότι τα προβλήματα που δεν λύνονται, δεν είναι δικά μας προβλήματα. Ε, αυτό το ρημάδι, τόσα χρόνια, δεν μπορώ να το λύσω. Δεν είναι, λοιπόν, δικό μου πρόβλημα το αν περιμένεις ν’ ακούσεις κάτι από εμένα, ή αν θα σ’ αρέσει αυτό που θ’ ακούσεις ή όχι».

«Μια ζωή εγωιστής! Από θεωρίες, τόσα χρόνια, άλλο τίποτα!» του φώναξε, όταν τελείωσε το λογύδριό του.

«Θες, μήπως, αλήθειες, κοριτσάκι;» αγρίεψε ο Βασίλης. «Θες να δεις πόσο πουτάνα είναι η πραγματικότητα; Τόσο πουτάνα όσο η μάνα σου. Ναι, η μάνα σου, εγώ την σκότωσα αυτήν την γυναίκα και την έθαψα…» άρχισε να λέει. Βούτηξε το ποτήρι και το τασάκι απ’ το τραπέζι. Τα παράτησε στο μπράτσο του καναπέ, δίπλα του. Ούτε που σάλεψε η Βικτωρία. Ούτε τα βλέφαρα δεν πετάριζε. «Μέχρι και τ’ όνομά του μου έδωσε, η καριόλα, η κωλόγρια! Είμαι σίγουρος ότι αν δεν τον έλεγαν Βασίλη τον παππού, κάποια πουτανιά θα σκαρφιζότανε πάλι, για να μου βγάλει τ’ όνομα. Έτσι, για να μου το χτυπάει η σκρόφα ότι είμαι ίδιος ο πατέρας μου. Ξέρεις γιατί πήγε και γκαστρώθηκε; Για το παραμυθάκι που ‘φτιαξε κι είπε σ’ όλους; Τ’ αρχίδια μου κουνιόνται! Για να χωρίσει και να χωρίσει κι ο άλλος! Κατάλαβες τι σημαίνει εγωισμός, Βίκυ, ή να στο κάνω πιο λιανά; Και άντε, γάμησέ το αυτό, να το καταπιώ και να το χωνέψω! Θα μου πάρει καιρό, αλλά θα το χωνέψω, το γαμημένο, στο τέλος! Τ’ ότι δεν μίλησε, η τελευταία, η λεκανατζού, ήταν που τα ξεπάτωσε όλα! Ξέρεις γιατί χώρισα με την Χριστίνα; Γιατί έχουμε τον ίδιο πατέρα! Γι’ αυτό! Ούτε γιατί ντράπηκα, ούτε γιατί φοβήθηκα, ούτε γιατί θα κάναμε παιδιά με ένα μάτι και ογδόντα δύο πόδια! Γιατί η Χριστίνα δεν θα το άντεχε! Το κατάλαβες, κι εσύ, ηλίθια; Για να μην πονέσει το έκανα! Ό,τι γαμημένο πράγμα έχω κάνει μέχρι τώρα στην ζωή μου, το ‘χω κάνει για να μην πονάτε εσείς, αχ μωρέ, δόλια παιδάκια που σας έκανε ντα η ζωή! Αίσθημα ευθύνης λέγεται αυτό! Αυτό το πράγμα που δεν είχε ούτε η πουτάνα η μάνα σου, ούτε ο ηλίθιος ο πατέρας σου, ούτε ο ακόμη πιο ηλίθιος, δικός μου, πατέρας! Εγώ κλήθηκα να μαζέψω τα σπασμένα τους! Εγώ και μόνο εγώ! Μη μου τσαμπουνάς μαλακίες περί εγωισμού, Βίκυ! Έχω πατήσει τον εαυτό μου κάτω και τον έχω λιώσει, προσπαθώντας να ‘ναι οι άνθρωποι γύρω μου, εκείνοι που νοιάζομαι, καλά! Σακατεύτηκα για να κρατήσω όρθιους τους σακάτηδες! Κατάλαβες, τώρα, Βικάκι, πόσο μακριά πάει…»

Έσπασε η Βικτωρία. Έβαλε τα κλάματα. Προσπαθούσε να μιλήσει, μα δεν το κατάφερνε. Την έπιασαν σπασμοί. Έσβησε το τσιγάρο ο Βασίλης, την άφησε δίπλα του στον καναπέ, κι ύστερα σηκώθηκε. Την κουβάλησε, στην αγκαλιά του, μέχρι το κρεβάτι. Χτυπιόταν σαν το ψάρι, μέσα στους λυγμούς και τον οδυρμό της. Έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε δίπλα της. «Έλα εδώ» της είπε, μα δεν μπορούσε να κουνηθεί η Βικτωρία. Ούτε ανάσα δεν μπορούσε να πάρει μέσα στο κλάμα της. Την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Κρυ… Κρυ… Ω…» κατάφερε να πει. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες. «Το ξέρω, ψυχή μου, ότι κρυώνεις. Σώπα τώρα. Πέρασε» της ψιθύρισε.

«Τι σου έκαναν ρε μικρέ; Τι; Γιατί; Γιατί σ’ το έκαναν αυτό;» τραύλισε μέσα στο κλάμα της.

«Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, αλλά… Μη βγάζεις τον εαυτό σου απ’ έξω» της είπε ήρεμα, με στοργικό τόνο, προσπαθώντας να μειώσει την βαρύτητα εκείνης της φράσης. Την έσφιξε πιο δυνατά. «Εγώ…» άρχισε να τραυλίζει η Βικτωρία. Της χάιδεψε το μάγουλο.

«Εσύ;»

«Εγώ… Βασίλη… Δεν…»

«Δεν σου ρίχνω ευθύνες…» αναστέναξε εκείνος.

«Όχι… Δεν…»

«Δεν φταις, Βίκυ».

«Όχι…»

«Δεν θες να σε κατηγορώ;»

Κάτι πήγε να πει η Βικτωρία, μα ο Βασίλης, που ήξερε ότι δεν θα έβγαζε άκρη στην κατάσταση που ήταν η αδερφή του, την φίλησε στο μέτωπο. «Καλύτερα τώρα;» την ρώτησε κι εκείνη έγνεψε καταφατικά. Έχωσε τα πόδια της ανάμεσα στα δικά του. «Μόνο εσύ μ’ αγαπάς» ψέλλισε με παράπονο κι ο Βασίλης της χαμογέλασε.

«Ότι σ’ αγαπάω… Σ’ αγαπάω…»

«Αφού μ’ αγαπάς, γιατί με κάνεις έτσι;»

«Στο είπα και πριν. Μακέλεψα τον εαυτό μου για να ‘στε όλοι καλά. Υπάρχουν στιγμές που δεν ξέρω τι άνθρωπος έχω γίνει, που δεν ξέρω αν είμαι ακόμη άνθρωπος. Φεύγω γιατί με πνίγει το παρελθόν, Βίκυ. Κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, θα επιστρέψω. Εγώ, μουτράκι μου, τον έχασα τον πόλεμο. Κάθε φορά που πάω να υψώσω ανάστημα, έρχεται και κάτι νέο για να με γκρεμίσει. Πρέπει, κάποτε, να τελειώσουν όλα αυτά και να πάω μπροστά…»

«Να τελειώσουμε κι εμείς, Βασίλη;»

«Αυτό προσπαθώ να σου εξηγήσω. Δεν γίνεται να τελειώσουμε κάτι το οποίο δεν αρχίσαμε. Δεν είχαμε ποτέ, τίποτα, Βίκυ…»

«Είχαμε στιγμές… Είχαμε… Ήμασταν…»

«Τι ήμασταν; Ζευγάρι, πάντως, μια φορά, δεν ήμασταν. Κοίτα, Βίκυ, εσύ μ’ αγαπάς με τον τρόπο σου, εγώ με τον δικό μου. Το ότι δεν σε καταλαβαίνω, δεν σημαίνει κι ότι δεν σ’ αποδέχομαι. Είμαστε τελείως διαφορετικοί άνθρωποι, με τελείως διαφορετικούς χαρακτήρες και τελείως διαφορετικές σκοπιές…»

«Άρα;» τον διέκοψε κι εκείνος της χαμογέλασε. «Άρα… Μικρές αλήθειες… Μία γυναίκα αγάπησα πραγματικά, σαν άνθρωπο και σαν γυναίκα. Μία ερωτεύτηκα, με μία ήθελα να κάνω παιδιά, μ’ εκείνη μου ‘λαχε κι αυτή τα διέλυσε όλα. Όλες τις υπόλοιπες… Ας πούμε ότι χάρη σ’ εσένα έμαθα να φοράω μια όμορφη μάσκα και να μη δείχνω τίποτα».

«Άρα δε μ’ αγαπάς».

«Άρα… Ναι… Περίπου. Για την ακρίβεια δεν σ’ αγαπάω όπως περιμένεις να σ’ αγαπήσω» της απάντησε κι ύστερα άρχισε πάλι να νιώθει το τρέμουλό της. Της χάιδεψε την πλάτη. «Ορίστε… Όταν σε βλέπω έτσι και ξέρω ποιο είναι το μόνο πράγμα που θα σε ηρεμήσει, πρέπει να πατήσω πάνω στον εαυτό μου για να το καταφέρω. Κάτι τέτοιες στιγμές, να, σαν και τώρα, πρέπει να σκοτώσω τον Βασίλη και να βγάλω στην επιφάνεια τον φευγάτο. Κατάλαβες, τσουλάκι;» την ρώτησε κοφτά, πριν την βουτήξει απ’ το μαλλί και την φιλήσει με πάθος.

***

Άδειο ήταν το κεφάλι του Βασίλη, την ώρα που ξύπνησε. Άνοιξε τα μάτια του κι έψαξε στα τυφλά τα γυαλιά του. «Σκατά, δεν βλέπω τίποτα» συλλογίστηκε. Αχνοφαινόταν ο κόκκινος σκελετός στο κομοδίνο. Τα βούτηξε και τα φόρεσε. Κοιμόταν πάνω στο χέρι του η Βικτωρία. «Κακή μανία, ρε παιδί μου, κάθε φορά. Να το κόψω και να στο δώσω» της ψιθύρισε στο αυτί κι εκείνη μισάνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε μελαγχολικά. «Όχι» δήλωσε ο Βασίλης, μόλις είδε το ύφος της.

«Έλα μωρέ… Λίγο…» του γκρίνιαξε.

«Όχι. Θέλω να πιώ καφέ και πρέπει να πάω να πάρω, αφού δεν έχεις».

«Έχω… Έχω και θα σου φτιάξω αν κάτσεις λίγο ακόμη εδώ» μουρμούρισε, κουρνιάζοντας πάνω του.

«Τι τραβάω πρωί – πρωί…» μονολόγησε ο Βασίλης. Τον στραβοκοίταξε η Βικτωρία. «Πες μας κι ότι σε χάλασε το χθεσινοβραδινό;» τον ρώτησε νευριασμένα.

«Άντε πάλι… Λοιπόν, σήκω, γιατί θα τα πάρω στο κρανίο!»

«Αυτό είναι το ζητούμενο!»

«Όχι, το ‘χεις καταλάβει λάθος. Ανάποδα πάει».

«Δηλαδή;»

«Χαζή δεν είσαι. Σήκω λέμε, θέλω καφέ!»

«Όχι μικρέ, θα απαντήσεις!»

«Να πιώ καφέ πρώτα, και μετά».

«Δεν υπάρχει περίπτωση!»

«Ωραία! Έλα να δούμε ποιος μπορεί να μουλαρώσει περισσότερο» της απάντησε ο Βασίλης κι ύστερα τράβηξε το χέρι του και κόλλησε το βλέμμα στο ταβάνι. «Πες μου!» άρχισε να γκρινιάζει η Βικτωρία, που δεν είχε σκοπό να τον αφήσει να σηκωθεί.

«Θα μ’ αφήσεις να πιώ καφέ;»

«Ρε κωλόπαιδο, θα σου φτιάξω εγώ καφέ, αλλά κανόνισε μη και δεν μου πεις τι εννοείς» του είπε καθώς πετούσε από πάνω της τα σκεπάσματα.

«Όσο κι αν κουνιέσαι, φραπές δεν γίνεται!» της φώναξε ο Βασίλης, την ώρα που έβγαινε απ’ την πόρτα. Πάγωσε η Βικτωρία. Έβγαλε τη μία παντόφλα της και του την πέταξε. «Άχρηστη!» της φώναξε ο Βασίλης. Του πέταξε και την άλλη παντόφλα. «Άστοχη!» συνέχισε με περιπαικτικό τόνο. «Επίσης, πάχυνες!»

«Αι στο διάολο, πρωί – πρωί, που θες και καφέ! Να σηκωθείς να τον φτιάξεις μόνος σου!» του φώναξε εκείνη.

«Νευράκια, Βικάκι;» μουρμούρισε ο Βασίλης, για να την εκνευρίσει περισσότερο κι εκείνο το θυμωμένο ύφος, που ‘φερνε σ’ άτομο το οποίο δεν του έκανες το χατίρι και νευρίαζε, του ξύπνησε θύμησες. Ένιωσε σα να ‘χε την Χριστίνα μπροστά του. Ή την Έλενα. «Λες;» συλλογίστηκε, πριν σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. «Καφέ είπα!» της φώναξε, πηγαίνοντας προς το μπάνιο.

«Δεν είμαι η γκόμενά σου!» ούρλιαξε η Βικτωρία.

«Να γίνεις τότε!» απάντησε ο Βασίλης, μπαίνοντας στη μικρή ντουζιέρα.

«Μικρέ…» άρχισε η Βικτωρία, κι ο Βασίλης, που είχε ξαναπαίξει στο ίδιο έργο, με διαφορετική, όμως, πρωταγωνίστρια, χαμογέλασε. «Θα σου σπάσω το κεφαλάκι» συλλογίστηκε, καθώς σκεφτόταν την Χριστίνα, που του το πετούσε κάθε φορά που την νευρίαζε.

«… θα σου ανοίξω το κεφάλι!» ακούστηκε η φωνή της Βικτωρίας κι ο Βασίλης άρχισε να γελάει υστερικά μέσα στο ντους.

Πέντε λεπτά αργότερα βγήκε απ’ το μπάνιο, τυλιγμένος σε μια πετσέτα. Κοίταξε την Βικτωρία που ‘χε καθίσει στον καναπέ με σταυρωμένα χέρια κι έμοιαζε σαν να της είχαν κλέψει το παιχνίδι. «Μπα, αδερφούλα; Ντύθηκες;» την πείραξε, καθώς καθόταν δίπλα της.

«Άντε και γαμήσου, Βασίλη, πρωινιάτικο!» του φώναξε νευριασμένα. Άναψε τσιγάρο ο Βασίλης, έπιασε την κούπα με τον καφέ και γύρισε προς το μέρος της, χαμογελώντας γαλήνια. Μισόκλεισε τα μάτια του για μία στιγμή, προσπαθώντας να μην ξεσπάσει σε γέλια. «Μόνο μαζί σου, μουτράκι μου!» της είπε με τον πιο γλυκό του τόνο.

«Φλούφλη!»

«Πες με και δειλό, δεν πιάνει» συνέχισε ο Βασίλης.

«Δειλέ! Κότα! Πουλ πουλ πουλ πουλ πουλ!»

Άρχισε να γελάει ο Βασίλης. Τον χαστούκισε η Βικτωρία, που δάκρυζε απ’ τα νεύρα της. Τα ίδια ακριβώς περνούσε και με την Χριστίνα. Τα ίδια έζησε, για λίγες στιγμές, με την Έλενα. Άρχισε, μέσα στο σπαστικό του γέλιο, να βλέπει ένα παράξενο μοτίβο. Δεν του πήγαινε η καρδιά να συνεχίσει να την νευριάζει. Τιθάσευσε τον εαυτό του κι έβαλε τις σκέψεις του στην άκρη, για να τις επεξεργαστεί κάποια άλλη στιγμή. Άφησε τον καφέ στο τραπέζι και την τράβηξε προς το μέρος του.

«Παράτα με!»

«Άμα δεν θες μία εσύ, δεν θέλω δέκα εγώ» της πέταξε, χαμογελώντας μυστήρια.

«Καφέ σου έφτιαξα. Πες μου, τώρα, τι εννοούσες πριν!»

«Δεν εννοούσα κάτι, Βίκυ. Είτε με νευριάσεις, είτε όχι, στα είκοσι δύο μου, δεν θα πάρεις αυτό που θες, αν δεν το θέλω κι εγώ. Και, πίστεψέ με, γνωρίζοντάς σε, εγώ δεν έχω παρά να κάνω ένα – δύο πράγματα».

«Μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, μπλά…»

«Τι κάθομαι και προσπαθώ να σου αποδείξω τα αυταπόδεικτα; Πεταμένο σάλιο. Μια ζωή ηλίθια ήσουν κι ηλίθια παραμένεις» της είπε ο Βασίλης, πριν σηκωθεί. Πήγε στο υπνοδωμάτιο, άνοιξε τον σάκο που ‘χε φέρει κι άρχισε να ψάχνει για ρούχα. Τον ακολούθησε η Βικτωρία.

«Μόνο λόγια είσαι, Βασίλη…» μουρμούρισε η Βικτωρία. Έκλισε σφιχτά τα μάτια του. Γύρισε απότομα προς το μέρος της. Δεν πρόλαβε να πει κάτι η Βικτωρία. Την βούτηξε απ’ το μαλλί και την κόλλησε στον τοίχο. Άρχισε να καλπάζει ο σφυγμός της. Ένιωσε την ανάσα του στο αυτί της. «Άφησέ με να πιώ τον καφέ μου, πρώτα» της ψιθύρισε, πριν την αφήσει και γυρίσει στην αναζήτηση ρούχων.

«Γιατί με κάνεις έτσι;» ούρλιαξε η Βικτωρία, που δάκρυζε κι είχε σφίξει τις γροθιές της.

«Γιατί θέλω να πιω έναν ρημαδοκαφέ! Τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβεις;»

«Δύο λεπτά μωρέ Βασίλη… Δύο λεπτά δώσε μου κι εμένα σημασία…» κλαψούρισε εκείνη.

«Δύο λεπτά και μετά πίνω καφέ, ναι;»

«Ναι».

«Με το ρολόι».

«Ναι».

«Και μετά πίνω καφέ χωρίς να με ενοχλήσεις. Ναι;»

«Τέλειωνε, καίμε δευτερόλεπτα!»

«Ναι, ψυχούλα μου… Ναι, μουτράκι μου…»

«Και κόψ’ το γλυκανάλατο, το σιχαίνομαι!»

Την στραβοκοίταξε ο Βασίλης. «Τελικά, ίδιες μ’ αυτή ήταν κι οι άλλες. Όλα δικά τους τα θέλουν, με τον τρόπο που τα θέλουν, όποτε κι όταν τα θέλουν» συλλογίστηκε πριν την ξαναβουτήξει απ’ το μαλλί και την κολλήσει στον τοίχο.

***

«Βασίλη;» ρώτησε λιπόψυχα η Βικτωρία, κοιτάζοντάς τον να πηγαίνει προς το σαλόνι.

«Έλα».

«Πες μου ότι δεν τελείωσες μέσα μου…»

«Δεν στο λέω, γιατί μέσα σου τελείωσα» απάντησε εκείνος αδιάφορα, καθώς καθόταν στον καναπέ. Έπιασε την κούπα στα χέρια του και τράβηξε μια γερή τζούρα καφέ.

«ΕΙΣΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΗΛΙΘΙΟ, ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ;» βρυχήθηκε, απ’ το δωμάτιο, η Βικτωρία.

«Όχι» συνέχισε εκείνος, στον ίδιο ανέμελο τόνο.

«Πες μου έναν καλό λόγο για να το κάνεις» του είπε, όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε, η Βικτωρία. Βγήκε απ’ το δωμάτιο και κάθισε δίπλα του. Τον κοίταζε νευριασμένα. Δεν μπορούσε να καταλάβει την συμπεριφορά τού, ούτε το γαλήνιο ύφος του. «Ρε βλάκα, σοβαρά, ρώτα πρώτα. Είμαι στις με-»

«Δεκάρα δεν δίνω, Βίκυ. Τι έγινε; Φοβάσαι; Γιατί, πίστευα, ότι εκεί θέλεις να καταλήξουμε. Κάνω λάθος;» την διέκοψε, χωρίς ν’ αλλάξει τόνο και ύφος.

«Όχι έτσι κι όχι υπό αυτές τις συνθήκες».

«Ποιες συνθήκες;»

«Φεύγεις, Βασίλη».

«Έχω ήδη φύγει, Βικτωρία».

«Σου ‘στριψε καμιά βίδα;»

«Εμένα; Δεν νομίζω».

«Μπορείς να μου εξηγήσεις τι προ-»

«Ωραία» την διέκοψε. «Θα σου εξηγήσω. Δεν έχουμε τα ίδια θέλω».

«Δηλαδή, τι μου λες; Θες να γίνω η μάνα των παιδιών σου;» τον ρώτησε, με το σοβαρότερό της ύφος κι ο Βασίλης κάγχασε. «Όχι δα!»

«Τότε; Ένα λόγο δώσε μου!»

«Έτσι μου ‘ρθε ρε Βίκυ! Δεν σε πείραξαν άλλα κι άλλα, αυτό σε πείραξε;»

«Δεν με πείραξε, απλά… Ρώτα, πρώτα, μωρέ μαλάκα! Για μένα, χέστηκα! Παιδιά μαζί σου, συγκεκριμένα μ’ εσένα, με πατέρα έναν φευγάτο, δεν θέλω να κάνω. Για σένα το λέω. Γιατί ξέρω ότι είσαι ηλίθιο κι ότι θα την κάνεις την βλακεία καμιά μέρα, έτσι, επειδή θα σού ‘ρθει στο κεφάλι και θα πεις «δε γαμιέται», όπως λες πάντα!»

«Αχ, μωρέ, το Βικάκι μου, με σκέφτεται!» την ειρωνεύτηκε ο Βασίλης.

«Λέγε ό,τι θέλεις μικρέ. Ξέρεις πόσο σ’ αγαπάω».

«Ξέρω».

«Πότε θα φύγεις;»

«Δουλεύω τη Δευτέρα».

«Φύγε Κυριακή βράδυ».

«Είναι οχτώ ώρες δρόμος, Βίκυ».

«Πότε θα σε ξαναδώ;»

«Ειλικρινά, δεν ξέρω».

«Ναι, επειδή ούτε κι εγώ ξέρω, μείνε».

«Θα μπορούσες να ζήσεις με την ελπίδα ότι κάποτε θα είμαστε μαζί;»

«Μ’ αυτή την ελπίδα ζω».

«Ερωτευμένο είσαι;»

«Μακάρι να ήμουν. Θα μου περνούσε».

«Τότε;»

«Δεν μπορώ να στο εξηγήσω, μικρέ».

«Θα μας βγάλει κάπου;»

«Ποιο; Το να πηδιόμαστε πού και πού;»

«Αυτό το άνευ όρων».

«Δεν υπάρχουν όροι, μικρέ, μαζί σου. Πραγματικά… Ειλικρινά, δεν μπορώ να στο εξηγήσω».

«Μπορείς να το καταλάβεις;»

«Όχι κι ούτε και θέλω. Μου αρκεί που ξέρω ότι γαληνεύει το είναι μου όταν είσαι εδώ. Όταν δεν είσαι εδώ, εντάξει, έμαθα, πλέον, να το παλεύω».

«Τι να πω, ρε Βίκυ;» μουρμούρισε ο Βασίλης, σκεφτικά και θλιμμένα.

«Εγώ θα πω «πίνε καφέ, μου ‘χεις λείψει και δεν έχω σκοπό να κάψω την μέρα μου στις κατεστραμμένες φιλοσοφικές σου αναζητήσεις». Ξέρεις γιατί» του απάντησε πρόσχαρα.

«Δε γαμιέται;» μουρμούρισε ο Βασίλης, αφήνοντας τον καφέ στο τραπέζι.

***

Ο δρόμος της επιστροφής ήταν ευκολότερος. Ίσως να μην είχε κλείσει κι εκείνον τον λογαριασμό, μα είχε ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα με το μέσα του. Δεν μπόρεσε ν’ αποχωριστεί το παρελθόν ο Βασίλης, μα κατάφερε, μέσα σ’ ένα σαββατοκύριακο, να το κρύψει και να το καταχωνιάσει, εκεί που δεν θα το έβλεπε ούτε ο ίδιος. Νύχτα επέλεξε να ταξιδέψει και να πάει κατ’ ευθείαν στην δουλειά. Δεν άντεχε την γκρίνια της Βικτωρίας. Στις έξι θα ήταν στο σπίτι του, θα έπινε λίγο καφέ, θα ‘βγαινε στην γύρα, θα έβρισκε κάτι να φάει και θα πήγαινε για δουλειά.

Μία βδομάδα του είχε μείνει ακόμη για την μεγάλη φυγή. Μία βδομάδα και μία μέρα για την ακρίβεια. «Εφτά και χάραξε» μονολόγησε όταν μπήκε στο σπίτι. Πέταξε τα κλειδιά του στο τραπεζάκι και ξάπλωσε στον καναπέ. Είχε αμέτρητα πράγματα στο κεφάλι του και καθόλου διάθεση για να τα βγάλει. Είχε αποφασίσει ότι θα κοιμόταν το μεσημέρι και πως θα τα έγραφε στο ημερολόγιό του, όποτε κι όταν ξυπνούσε. Ύστερα θυμήθηκε πως ποτέ δεν έγραφε για την Βικτωρία, γιατί δεν ήθελε να θυμάται. Έπιασε το κεφάλι του που τον διέλυε. Βγήκε στο μπαλκόνι. Άναψε τσιγάρο. Αγνάντεψε τα σύννεφα. Πήγαινε για βροχή.

«Καταραμένη πόλη» μουρμούρισε, μισοκλείνοντας τα μάτια του. Είδε μπροστά του το πρόσωπο της Βικτωρίας να δακρύζει και να χαμογελάει ταυτόχρονα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσος καιρός είχε περάσει από ‘κείνο το μεσημέρι. «Δύο; Τρία; Πέντε χρόνια;» αναρωτήθηκε κι ύστερα είδε τον εαυτό του πάνω στη γέφυρα. Άκουσε, νοερά, εκείνη την υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του. «Godspeed, Βασίλη» ψιθύρισε μια φωνή μέσα στο μυαλό του.

«Όχι» είπε, ανοίγοντας τα μάτια και χτυπώντας το κάγκελο με το χέρι του. Έβγαλε το κινητό του απ’ την τσέπη. «Έφτασα» έγραψε.

«Σ’ αγαπάω ρε μικρέ» του απάντησε η Βικτωρία.

«Δε με χέζεις;» μονολόγησε, διαγράφοντας το μήνυμα κι ύστερα πήρε το μπουφάν και τα κλειδιά κι επέστρεψε στον δρόμο. Φευγάτος ήταν κι εκείνο το χάραμα, φευγάτος όπως πάντοτε.

Ο Φευγάτος άνοιξε τα φτερά του, πέταξε, πήρε υλική υπόσταση, και έγινε ένα αρκετά μεγάλο και βαρύ βιβλίο, το οποίο είναι διαθέσιμο από τις Εκδόσεις Memento. Μπορείτε να αγοράσετε τον Φευγάτο εδώ.

Επόμενο κεφάλαιο

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading