Δεκαπέντε χρόνια πριν…
Ήταν ένα κρύο βράδυ του φθινοπώρου και η μικρή Τζένη κοιτούσε από την κλειδαρότρυπα του δωματίου της. Έβλεπε τις βαριές μπότες του μπαμπά της να βηματίζουν, καθώς εκείνος πηγαινοερχόταν στον διάδρομο. Η πόρτα του απέναντι δωματίου άνοιξε κι εμφανίστηκαν δυο καλογυαλισμένα παπούτσια. Εκείνος σταμάτησε αμέσως και στράφηκε προς το μέρος του άντρα που βγήκε. Μίλησαν χαμηλόφωνα. Στη συνέχεια, ο άντρας άρχισε να απομακρύνεται και ο πατέρας της έμεινε ακίνητος στη θέση του. Μια παράξενη σιωπή απλώθηκε, για να διακοπεί σχεδόν αμέσως, από την κραυγή του, που αντήχησε σε όλο το τετράγωνο.
Σήμερα…
Η Τζένη κοίταξε τα τρία ζευγάρια υποδημάτων πάνω στο πρώτο σκαλί της ξύλινης εσωτερικής σκάλας που ένωνε το σαλόνι με τα υπνοδωμάτια στον πάνω όροφο, ένα ζευγάρι γόβες στιλέτο και δυο ζευγάρια παντόφλες. Ποτέ δεν είχε καταλάβει τον λόγο που η μητέρα της τα άφηνε εκεί. Όσες φορές την είχε ρωτήσει, εκείνη είχε περιοριστεί στο να φέρει τα δάχτυλα στα χείλη και να της κάνει νόημα να σωπάσει. Μετά, το πρόσωπό της γαλήνευε και κατευθυνόταν προς την κρεβατοκάμαρά της, όπου έμενε κλεισμένη με τις ώρες.
Θυμόταν πολλές φορές να ξυπνάει τη νύχτα από βήματα που ακούγονταν στο σπίτι και φωνές,﮲ φωνές που στην αρχή ξεκινούσαν σαν ψίθυροι και μετά γίνονταν τραγούδι﮲, ένα τραγούδι που συνοδευόταν από την πιο γλυκιά μελωδία που είχε ακούσει ποτέ της. Και θυμόταν μια φορά που καταλάθος έσπρωξε μια παντόφλα. Τα ουρλιαχτά της μητέρας της, τρυπούσαν το μυαλό της και μάταια ο πατέρας της προσπαθούσε να την ηρεμήσει. Μάταια προσπαθούσε να της πει πως θα τα έφτιαχναν ξανά…
Κάθισε στη σκάλα δίπλα τους και στήριξε την πλάτη της στον τοίχο. Έκλεισε τα μάτια.
Στην κηδεία της μητέρας της δεν είχε παρευρεθεί κανένας άλλος, εκτός από τον πατέρα της κι εκείνη. Θυμόταν να επιστρέφουν στο σπίτι κι εκείνος να κλείνεται στο δωμάτιό του. Θυμόταν να του χτυπάει κλαίγοντας την πόρτα και να τον παρακαλά να της ανοίξει, χωρίς ωστόσο να παίρνει καμία απάντηση. Και θυμόταν, το επόμενο πρωινό να ξυπνά από τα ουρλιαχτά του, όταν είχε ανακαλύψει πως οι γόβες της μητέρας της βρίσκονταν στο πρώτο σκαλί της ξύλινης, εσωτερικής σκάλας, δίπλα στις παντόφλες﮲, εκείνες τις παντόφλες που είχε ευλαβικά τοποθετημένες η ίδια και δεν άφηνε κανέναν να τις αγγίξει. Οι φωνές του ηχούσαν ακόμα στα αυτιά της, όταν την κατηγορούσε πως τον κορόιδευε, πως συνέχιζε την εμμονή της μητέρας της. Ένιωθε ακόμα τα χέρια του στους ώμους της να την τραντάζουν. Είχε κλειδωθεί στο δωμάτιό της και τον παρακαλούσε κλαίγοντας να σταματήσει να φωνάζει. Του ορκιζόταν πως δεν είχε βάλει εκείνη τα παπούτσια στο σκαλί, αλλά δεν έλεγε να την ακούσει. Οι φωνές του αναστάτωσαν όλη τη γειτονιά και κάποιος αποφάσισε να καλέσει την αστυνομία. Και τότε, η κηδεμονία της πέρασε σε μια μακρινή της θεία, που φρόντισε να την πάρει αμέσως από εκεί.
Αγκάλιασε το σώμα της κι ακούμπησε το κεφάλι στα γόνατά της.
Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, από τότε που ήταν δέκα χρονών, είχε να πατήσει σε αυτό το σπίτι. Εξαιτίας ενός θανάτου είχε φύγει κι εξαιτίας ενός θανάτου είχε επιστρέψει, του θανάτου του πατέρα της.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε. Κοίταξε γύρω της. Όλα τα έπιπλα ήταν καλυμμένα με σεντόνια. Τα πλησίασε και τα χάιδεψε με τα δάχτυλά της. Το ύφασμα κουνήθηκε ελαφρά κι εκείνη τραβήχτηκε απότομα. Αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε αν τελικά ανακάλυπτε πως δεν ήταν έπιπλα αυτά που βρίσκονταν από κάτω, αλλά κάτι άλλο. Κούνησε το κεφάλι της πέρα-δώθε και οι περίεργες σκέψεις έφυγαν.
Άρχισε να ανεβαίνει. Η σκάλα έτριζε σε κάθε της βήμα.
Μιλούσε αραιά και πού με τον πατέρα της όλα αυτά τα χρόνια. Και κάθε φορά, προσπαθούσε να της ζητήσει συγγνώμη. Κάθε φορά όμως, δεν τα κατάφερνε. Όταν του τηλεφωνούσε εκείνη, αυτός δεν απαντούσε ποτέ. Την καλούσε εκείνος όταν ήταν έτοιμος, όπως της έλεγε.
Αναστέναξε. Στάθηκε στο διάδρομο που χώριζε το δωμάτιό της από εκείνο των γονιών της. Πριν πολλά χρόνια, ένα δεκάχρονο κορίτσι παρακολουθούσε από την κλειδαρότρυπα τη στιγμή που ο γιατρός ανακοίνωνε στον πατέρα της τον θάνατο της μητέρας της, μιας μητέρας που έπασχε από σοβαρή ψυχική ασθένεια, η οποία την είχε οδηγήσει να βλάψει τον εαυτό της με τρόπο ανεπανόρθωτο. Εκείνο το βράδυ είχε επιστρέψει από το νοσοκομείο μετά από απόπειρα αυτοκτονίας. Η Τζένη θυμόταν το κενό της βλέμμα και τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Θυμόταν την έκφραση στο πρόσωπό της, μια έκφραση που αποδείκνυε πως η γυναίκα που είχε επιστρέψει, ήταν ήδη νεκρή, απλά τους έδινε λίγο χρόνο παραπάνω για να το συνειδητοποιήσουν. Το ίδιο βράδυ ανέβασε υψηλό πυρετό. Δεν πρόλαβαν να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Ο γιατρός που ήρθε, διαπίστωσε απλά τον θάνατό της.
Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα. Οι μπότες του πατέρα της, ήταν αφημένες δίπλα στο κρεβάτι. Εκεί τον είχαν βρει. Είχε πεθάνει στον ύπνο του.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι με τα λευκά σεντόνια και τη σκισμένη κουνουπιέρα που κρεμόταν από πάνω του, την κουνουπιέρα που είχε αρπάξει άπειρες φορές η μητέρα της, γιατί νόμιζε πως της επιτιθόταν. Ήξερε τον λόγο που ο πατέρας της δεν την είχε αφαιρέσει τόσα χρόνια. Τον έκανε να νιώθει πως εκείνη ήταν δίπλα του. Το έλεγε άλλωστε συνέχεια. Δεν είχε φύγει ποτέ από το σπίτι, όχι στα αλήθεια, γι’ αυτό εκείνος θα έμενε για πάντα εκεί. Η Τζένη όμως έπρεπε να φύγει, έτσι της είχε πει την τελευταία φορά που είχαν μιλήσει στο τηλέφωνο και του είχε ζητήσει να πάει να την βρει.
«Πρέπει να φύγεις Τζένη! Εγώ θα μείνω γιατί η μητέρα σου είναι εδώ, εσύ όμως πρέπει να φύγεις!»
Ένα απαλό αεράκι της χάιδεψε το πρόσωπο. Περίεργο, θα ορκιζόταν πως όλα τα παράθυρα ήταν κλειστά. Ένιωσε τα βλέφαρά της να βαραίνουν. Τι πείραζε λίγος ύπνος…;
***
Ξύπνησε απότομα με βήματα να ηχούν μέσα στο κεφάλι της. Κοίταξε γύρω της. Είχε βραδιάσει και το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Ανακάθισε και προσπάθησε να αφουγκραστεί. Το σπίτι ήταν πνιγμένο στη σιωπή κι όμως θα ορκιζόταν ότι άκουγε βήματα. Έπεσε με δύναμη πάνω στο μαξιλάρι και κάρφωσε το βλέμμα της στην οροφή. Πήρε το κινητό που είχε ακουμπισμένο για να δει την ώρα, αλλά διαπίστωσε ότι είχε κλείσει από μπαταρία. Νύσταζε… Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να κοιμηθεί ξανά, τα βήματα ακούστηκαν και πάλι. Αυτή τη φορά ήταν σίγουρη. Έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι, αλλά σκόνταψε στις μπότες του πατέρα της κι έπεσε στο πάτωμα κάνοντας ένα δυνατό θόρυβο. Έμεινε ακίνητη και κράτησε την αναπνοή της. Τα βήματα σταμάτησαν απότομα κι έδωσαν τη θέση τους σε ομιλίες. Σηκώθηκε με αργές κινήσεις και προχώρησε προς την πόρτα. Άνοιξε μια χαραμάδα.
«Είπες ότι δεν μένει κανείς εδώ!», άκουσε μια θυμωμένη φωνή.
«Δεν μένει!»
«Και τότε τι ήταν αυτός ο θόρυβος ρε;»
«Ξέρω ‘γω; Μπορεί να είναι το φάντασμα του τρελάρα! Χαχαχα!»
«Σκάσε!» έκανε ο άλλος.
Σιωπή επικράτησε. Η Τζένη έκλεισε την πόρτα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Η καρδιά της κόντευε να βγει έξω από το στήθος της. Κοίταξε γύρω της, προσπαθώντας να βρει ένα ασφαλές μέρος να κρυφτεί, ένα μέρος όπου δεν θα σκέφτονταν να ψάξουν οι ληστές. Τα βιαστικά βήματα που ακούστηκαν να ανεβαίνουν τις σκάλες, δεν της άφησαν περιθώριο να σκεφτεί παραπάνω. Κοίταξε την ντουλάπα. Της φάνηκε ότι είδε τον μικρό εαυτό της να της χαμογελά, να περνά από μπροστά της και να χώνεται μέσα. Την ακολούθησε αμίλητη. Όταν ήταν μικρή κρυβόταν εκεί για να ξεφύγει από τους εφιάλτες της, να ξεφύγει από τις φωνές της μητέρας και τα ξεσπάσματα του πατέρα της, να ξεφύγει από τις φωνές του ίδιου της του μυαλού. Έκλεισε τις πόρτες, άφησε μόνο μια μικρή χαραμάδα και χώθηκε κάτω από τα σκονισμένα ρούχα που κρέμονταν. Κόλλησε την πλάτη της στο ξύλο, τύλιξε τα χέρια γύρω από τα γόνατά της και περίμενε. Τα βήματα δεν άργησαν να φτάσουν έξω από την πόρτα της. Βουβά δάκρυα άρχισαν να αυλακώνουν τα μάγουλά της. Και τότε, τη στιγμή που η πόρτα άνοιξε και ο ένας από τους άντρες μπήκε στο δωμάτιο, τα ρούχα μέσα στην ντουλάπα κουνήθηκαν, ενώ εκείνη παρέμενε ακίνητη στη θέση της. Η καρδιά πήδηξε μέσα στο στήθος της. Κοίταξε μέσα από τη χαραμάδα και είδε μια ακτίνα φωτός να πλημμυρίζει τον χώρο από τον φακό που κρατούσε ο άντρας. Προχώρησε με γρήγορα βήματα προς το κρεβάτι. Άρχισε να ανοίγει τα συρτάρια από τα κομοδίνα. Πετούσε έξω το περιεχόμενό τους με άτσαλες κινήσεις. Η ανάσα του ήταν κοφτή. Βλαστήμησε δυνατά καθώς δεν βρήκε τίποτα αξίας. Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε γύρω του αναστενάζοντας. Το φως από τον φακό έπεσε στο πρόσωπό του και φώτισε μια μεγάλη ουλή από το φρύδι μέχρι το μάγουλό του. Το βλέμμα του άστραψε όταν κοίταξε προς την ντουλάπα. Ένα σαρδόνιο χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του. Η Τζένη χώθηκε ακόμα περισσότερο πίσω από τα ρούχα. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που πίστευε πως ο χτύπος θα έφτανε στα αυτιά του. Και τότε, τη στιγμή που έκανε να φύγει από το κρεβάτι και να πάει προς το μέρος της, σκόνταψε στις μπότες κι έπεσε στο πάτωμα. Η φωνή του πατέρα της έφτασε σαν ανάμνηση στα αυτιά της.
«Πρέπει να φύγεις Τζένη! Εγώ θα μείνω γιατί η μητέρα σου είναι εδώ, εσύ όμως πρέπει να φύγεις!»
Δεν ήξερε αν την είχε ακούσει πραγματικά ή αν το μυαλό της επαναλάμβανε απλά την τελευταία τους συνομιλία. Εκείνο που ήξερε, ήταν ότι αν δεν έφευγε τώρα που ο άλλος ήταν πεσμένος στο έδαφος και πάλευε να σηκωθεί, δεν θα έφευγε ποτέ. Άνοιξε διάπλατα τις δύο πόρτες της ντουλάπας και βγήκε έξω τρέχοντας.
«Ματ!», άκουσε μια φωνή πίσω της. «Ματ! Πιάσ’ την!»
Βγαίνοντας στο διάδρομο είδε με την άκρη του ματιού της έναν άλλον άντρα να τρέχει προς το μέρος της. Δεν προλάβαινε να σκεφτεί. Δεν προλάβαινε να παλέψει.
«Τρέξε Τζένη!» άκουσε τη φωνή του πατέρα της στα αυτιά της.
Άρχισε να κατεβαίνει δυο – δυο τα σκαλοπάτια. Το μόνο που πρόλαβε να δει πριν μπει στο σκοτεινό σαλόνι και κρυφτεί πίσω από τα σκεπασμένα με σεντόνια έπιπλα, ήταν οι γόβες και οι παντόφλες έλειπαν από τη σκάλα. Χώθηκε πίσω από έναν καλυμμένο καναπέ και περίμενε. Ο άντρας δεν άργησε να φτάσει. Η Τζένη τον άκουσε να πατάει τον διακόπτη στον τοίχο. Το φως δεν άναψε. Εκείνος βλαστήμησε δυνατά. Άρχισε να κλωτσά νευριασμένος τα έπιπλα. Τον άκουγε να τραβάει τα σεντόνια με μανία και να τα πετάει στο πάτωμα. Έβριζε και φώναζε πως δεν θα του γλίτωνε. Θα την έβρισκε και θα της έδινε να καταλάβει. Εκείνη κρατούσε την αναπνοή της. Και τότε, λίγο πριν την πλησιάσει, άκουσε μια σιγανή φωνή να τραγουδάει. Τη συνόδευε η πιο γλυκιά μελωδία που είχε ακούσει ποτέ της, μια γλυκιά μελωδία που είχε χρόνια να ακούσει…
«Παίζεις παιχνίδια;!» φώναξε έξαλλος. «Θα…»
Τα λόγια του διακόπηκαν απότομα. Το ουρλιαχτό του τρύπησε τα αυτιά της. Τον άκουσε να κλαψουρίζει. Τον άκουσε να ικετεύει για τη ζωή του. Και στο τέλος, τον άκουσε να σωριάζεται στο πάτωμα. Και μετά… σιωπή.
Περίμενε λίγη ώρα, και βγήκε αργά από την κρυψώνα της. Ένα λευκό, απαλό φως υπήρχε διάχυτο στον χώρο. Κοίταξε προς το μέρος του κι ένιωσε την καρδιά της να χάνει μερικούς χτύπους. Η μητέρα της, στεκόταν ακίνητη στο κέντρο του δωματίου και την κοιτούσε. Η σιλουέτα της ήταν διάφανη. Το δέρμα της χλωμό. Δίπλα της στέκονταν ο παππούς και η γιαγιά της, όπως τους είχε γνωρίσει μέσα από τις φωτογραφίες τους. Η Τζένη κοίταξε στο πάτωμα. Η μητέρα της φορούσε τη μία γόβα. Η άλλη ήταν καρφωμένη στο μάτι του άντρα που κειτόταν πλέον νεκρός. Ο παππούς και η γιαγιά της, φορούσαν τις παντόφλες. Ώστε γι’ αυτό η μητέρα της είχε εμμονή μαζί τους. Γι’ αυτό δεν ήθελε να τις πειράζει κανείς. Οι φωνές και τα τραγούδια που άκουγε τα βράδια, ανήκαν… στην οικογένειά της. Της χαμογέλασαν. Δίπλα τους, υπήρχε το νεκρό πλέον σώμα του άντρα. Το πρόσωπό του, είχε γίνει μια μάσκα τρόμου. Το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο. Το ένα μάτι του ήταν γουρλωμένο από τον φόβο. Τα μαλλιά του ήταν λευκά. Τα πνεύματα ένευσαν κι άρχισαν να απομακρύνονται. Η Τζένη τους ακολούθησε. Έφτασαν στη σκάλα και ανέβηκαν στο πρώτο σκαλί. Εκείνη τη στιγμή, είδε τη διάφανη σιλουέτα του πατέρα της να κατεβαίνει από τον επάνω όροφο. Φορούσε τις μπότες που ήταν αφημένες δίπλα στο κρεβάτι του. Εκείνες στις οποίες είχε σκοντάψει ο άντρας όταν είχε μπει μέσα στο δωμάτιο κι ετοιμαζόταν να ανοίξει την ντουλάπα. Το κορδόνι από τη μια έλειπε. Η Τζένη ήταν σίγουρη, αν και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς το ήξερε, ότι ήταν τυλιγμένο σφιχτά γύρω από το λαιμό του άντρα που κειτόταν πλέον νεκρός στην κρεβατοκάμαρα. Στάθηκαν και οι τέσσερις στο πρώτο σκαλί. Την κοίταξαν, της χαμογέλασαν και οι μορφές τους άρχισαν να ξεθωριάζουν. Το μόνο που έμεινε ήταν τα υποδήματά τους.
***
Μια κοπέλα με μαύρα γυαλιά και σάλι τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι και τους ώμους της, παρακολουθούσε τα περιπολικά και το ασθενοφόρο που ήταν σταματημένα στον δρόμο.
«Δεσποινίς!»
Ένας μεσόκοπος άντρας ερχόταν προς το μέρος της κουτσαίνοντας.
«Τι συνέβη;» τη ρώτησε.
«Δυο ακόμα άνθρωποι βρήκαν τραγικό θάνατο μέσα σε αυτό το σπίτι» σχολίασε εκείνη.
«Τι εννοείτε;»
«Όποιος τολμάει να πειράξει αυτό το σπίτι, καταλήγει νεκρός» του απάντησε. «Πριν πολλά χρόνια, έμενε εδώ ένα ζευγάρι με μια κόρη. Η μητέρα είχε χρόνια ψυχικά νοσήματα και μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, άφησε τελικά την τελευταία της πνοή. Ο πατέρας δεν άντεξε το σοκ και κατέρρευσε. Την κόρη ανέλαβαν μακρινοί συγγενείς. Χρόνια μετά, ο πατέρας βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του. Από τότε, λένε πως κανείς τους δεν έχει φύγει από εκεί μέσα. Φυλούν την τελευταία κατοικία τους και δεν αφήνουν κανέναν να τη μπει μέσα χωρίς να υποστεί τις θανατηφόρες συνέπειες».
«Είναι… είναι στοιχειωμένο;», ρώτησε με τρεμάμενη φωνή ο άντρας.
Εκείνη δεν μίλησε. Του γύρισε την πλάτη και κοίταξε τα αυτοκίνητα να φεύγουν. Έριξε μια κλεφτή ματιά πίσω της και είδε τον άντρα να απομακρύνεται. Όταν είχε μείνει πλέον μόνη, πλησίασε προς το σπίτι, έσπρωξε τη βαριά, σιδερένια καγκελόπορτα, διέσχισε την αυλή και μπήκε μέσα. Έβγαλε τα γυαλιά και το σάλι και το πρόσωπο της Τζένης αποκαλύφθηκε. Στη συνέχεια πήρε μέσα από την τσάντα που κρατούσε το κορδόνι, το πέρασε στην μπότα και μετά έβγαλε τη γόβα. Καθάρισε το τακούνι από το αίμα και το εναπόθεσε στο σκαλί δίπλα στο ζευγάρι του.
«Μην ανησυχείτε…» ψιθύρισε κι άρχισε να ανεβαίνει. «Δεν θα αφήσω κανέναν να πειράξει το σπίτι μας…».
Ερωδίτη Παπαποστόλου