Σήμερα είναι η τελευταία μέρα. Όλα τα σχολεία κλείνουν, για πάντα. Αποφασίστηκε χωρίς πολλά – πολλά. Δεν περιμένουν να τελειώσει καν η εβδομάδα, Τρίτη αποφασίστηκε και σήμερα, Τετάρτη, είναι η τελευταία μέρα.
Δεν έχει αποφασιστεί μονάχα πώς θα χρησιμοποιηθούν τα κτίρια, εφόσον κανείς μαθητής δεν θα πατήσει ξανά μέσα στις αίθουσες, στην αυλή. Πιθανότατα θα αφεθούν να ρημάξουν, ή μάλλον θα γίνουν μουσεία.
“Να, βλέπετε αυτά τα παλιά κτίρια με τον πεσμένο σοβά που έχουν φουσκώσει από την υγρασία, τα γκράφιτι, τα σκουριασμένα κάγκελα, τις βρομιές, τα σκισμένα βιβλία και τα αποτσίγαρα; Βλέπετε την αυλή πώς χάσκει άδεια με το σκισμένο δίχτυ του βόλεϊ και τις βανδαλισμένες μπασκέτες;” θα ρωτάνε τις νέες γενιές οι αρχαιολόγοι
“Ο χρόνος τις έχει καταστρέψει” θα παρατηρούν αυτές
“Όχι, πάντα έτσι ήταν” θα απαντούν οι αρχαιολόγοι
Θα το λένε αυτό, μορφωμένοι άνθρωποι, και θα νιώθουν περηφάνια. Θα μαζεύονται σε συνέδρια, θα μιλάνε για την “βιωματική εκπαίδευση”, ίσως και την “βιωματική όσφρηση”, γιατί η αποχέτευση στα σχολεία του τότε, μυρίζει όπως στα σχολεία του τώρα.
Στο μέλλον, όπου τα σχολεία δεν θα υπάρχουν, γιατί τα σχολεία πάνε, έκλεισαν, θα διαβάζει ο κόσμος βιβλία, ή θα βλέπει ντοκιμαντέρ για τη σχολική ζωή με τον ίδιο τρόπο και την ίδια συμπόνια που βλέπουμε τους homo sapiens να χτυπάνε πέτρες μεταξύ τους, σαν παλαμάκια
Σημασία έχει όμως το παρόν. Ένα παρόν στο οποίο τα σχολεία κλείνουν.
Οι ετοιμασίες έχουν ήδη ξεκινήσει. Αρχικά, προσπαθούν να στραγγίξουν τα σάλια. Τόσα χρόνια, τόσοι μαθητές και καθηγητές, πλημμύρισαν τον χώρο, πνιγόμαστε. Έχουν ρίξει λοιπόν μια ψαρόβαρκα, να διασχίσουν το σχολείο, να ρίξουν δίχτυα μπας και σωθεί τίποτα στεγνό που να μην έχει πιάσει γλίτσα από τα νερά και τα σάλια. Πετάνε και ένα σταυρό να βουτήξουν οι αριστούχοι μέσα στο φλέμα να τον πιάσουν, αυτό, το σύμβολο της αγάπης, της φιλίας, της αλληλεγγύης και τρέχα γύρευε.
Εμείς οι υπόλοιποι μαθητές ξεκολλάμε τσίχλες, παντού υπάρχουν τσίχλες. Όλα μας τα φοιτητικά χρόνια μασούσαμε, μασούσαμε και ξαφνικά μας λένε να τα μαζέψουμε. Μασούσαμε γραφικές παραστάσεις, συνηρημένα, και εξισώσεις με γεύση μέντα, πορτοκάλι, καρπούζι, φράουλα και τώρα;
“Να τα πάρουμε, να τα μασήσουμε ξανά και ύστερα να τα τεντώσουμε” προτείνει ένας μαθητής “Να τα τεντώσουμε και ύστερα να φέρουμε τρόμπες και να φουσκώσουμε αυτά τα κολλώδη λάστιχα, να τα έχουμε ρεζέρβα”
Έτσι βλέπεις πρώην μαθητές να κυκλοφορούν με τζιπ γιγάντια, να κατεβάζουν το παράθυρο στα φανάρια, να κλείνουν τσαχπίνικα το μάτι στους περαστικούς και να λένε αποστομωτικά, “Φιλαράκι, αυτό είναι πρώτης τάξης δοτική προσωπική-κτητική λάστιχο!”
Είναι και άλλοι μαθητές , κάθονται σαν τα νεογέννητα πουλάκια που περιμένει να τα ταΐσει η μητέρα τους, με το στόμα ορθάνοιχτο. Κάθε μέρα περνούσε ένας ψυχοπονιάρης φιλόλογος και τα τάιζε, τα μπούκωνε έννοιες. Έτρωγαν τα μικρά μου, ΒΡΟΥΜ το αεροπλανάκι, μπαμ και κάτω ο κομφορμισμός.
Οι καθηγητές συγκάλεσαν ωστόσο σύλλογο στο γραφείο τους. Φοράνε μαύρα και κλαίνε. Ήρθε το τέλος, ήρθε το τέλος. Κρατάει ο καθένας μια χούφτα βελάκια, κάνουν διαγωνισμό ποιος θα πετάξει την μεγαλύτερη βλακεία.
Ένας καθηγητής, στέκεται όρθιος, στη μέση της αίθουσας, πάνω σε μια στοίβα σχολικών βιβλίων. Φωνάζει.
“Κλείνουν τα σχολεία; Αυτό σημαίνει -ισμος. Θα μείνουν χιλιάδες εκπαιδευτικοί στον δρόμο; Είναι -ισμος. Τα παιδιά δεν θα μορφώνονται; -ισμος. Τα κτίρια θα ρημάξουν;-ισμος. ” παίρνει βαθιά ανάσα “Κύριοι και κυρίες μας κυβερνούν -ισμίτες που αποσκοπούν στην -ισμιση και προκαλουν -ισμους!”
“Ποιους ισθμούς;” αναρωτιούνται οι άλλοι. Μπερδεμένοι και αγχωμένοι ξεφυλλίζουν απουσιολόγια, μπας και καταφέρουν ν συνειδητοποιήσουν πως τα σχολεία κλείνουν, πάει ένας θεσμός, πάει η γλώσσα, πάει η μάθηση. Αλλά για να είναι ειλικρινείς, ποτέ δεν πίστεψαν πραγματικά πως λειτουργούσε το σχολείο, μια ζωή σκέφτονταν πώς θα την κάνουν από εκεί το γρηγορότερο. Ε, άρα, τώρα θα φύγουν μια και καλή.
Ικανοποιημένοι, λύνουν την συνεδρίαση, φιλιούνται σταυρωτά και εύχονται ο ένας στον άλλο καλό καλοκαίρι τον Νοέμβριο. Υπόσχονται να μη χαθούν, να συναντιούνται για καφέδες που και που φορώντας μπλουζάκια “ήμουν- και εγώ – στο σχολείο”.
Κάτι μαθητές όμως καραδοκούν έξω από τη πόρτα με τσεκούρια, αποφασισμένοι να παλέψουν για τα σχολεία μέχρι τέλους. Καταλαβαίνω απόλυτα τους εξοργισμένους συμμαθητές μου. Μια ζωή το σχολείο αποτελούσε πηγή άγχους και γκρίνιας, είναι πολύ βαρύ το πλήγμα ξαφνικά να μένεις μετέωρος, να μη μπορείς να γκρινιάξεις για κάτι. Και τώρα ούτε να διεκδικήσουν αυτό που θέλουν δεν μπορούν, δεν ξέρουν πώς να φωνάξουν, τί να φωνάξουν και σε ποιόν. Αποπροσανατολισμένοι, χαμένοι με σπασμένα νεύρα, αρχίζουν να κοπανάν με τα ρόπαλα τα κεφάλια τους. Το σχολείο το θέλουν, πρέπει να το θέλουν, αλλά παράλληλα δεν το θέλουν, τί θα γίνει τώρα, το θέλουν ή δεν το θέλουν;
Όσο λαμβάνει χώρα ο ομαδικός αυτοτραυματισμός, νεαροί μαζεύονται σε παρέες και υπολογίζουν την ψυχική φθορά που τους προκάλεσε το σχολείο. Κάτι ακούστηκε για αποζημιώσεις, και για αυτό κουβάλησαν τα ψυχολογικά, τους κουβάδες με τα δάκρυα, χαρτί και μολύβι, μη τους ξεφύγει ούτε δευτερόλεπτο που σπατάλησαν.
Φυσικά, έξω από το σχολείο λες και το μπέρδεψαν με το αεροδρόμιο, καθηγητές φροντιστηρίων κρατάνε πινακίδες με τα ονόματά τους και προσηλυτίζουν. Ζήτω η μάθηση, ζήτω η γνώση. Έχεις λεφτά, έχεις μέλλον, επίσημα αναγνωρισμένο. Εξάλλου, για του φτωχούς έχουν ήδη φτιαχτεί ήδη ειδικές θαλάσσιες περιοχές, να πάνε να πνιγούν ελεύθερα.
(Και όσοι γκρεμοτσακίστηκαν το ορκίζομαι, η τελευταία τους κραυγή ήταν της λύτρωσης γιατί επιτέλους, κανείς δεν υποστηρίζει ότι τα σχολεία δουλεύουν)