,

Οι φωτεινοί

Η παρέα είχε αράξει από νωρίς στην άκρη του βουνού, για να θαυμάσει το υπέροχο ηλιοβασίλεμα. Ένα πλάτωμα, στο πλάι του δρόμου, που επέτρεπε στους ταξιδιώτες δυο στιγμές χαλάρωσης. Η θέα ήταν καταπληκτική. Ο δρόμος, που κατέβαινε ως τους πρόποδες του βουνού, ξεδιπλωνόταν σα φίδι μέχρι τη θάλασσα.

Ήταν αργά πια. Κόντευαν μεσάνυχτα. Η Βέρα ένιωσε ψύχρα και μπήκε στο αυτοκίνητο, στη θέση του συνοδηγού. Φόρεσε την κολεγίου της και ξάπλωσε το κάθισμα. Ο Μάνος έκατσε στη θέση του οδηγού και τη χαμήλωσε ως το ύψος της. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Της ξέφυγε μια πονηρή ματιά. «Πάμε στο σπίτι μου;» πρότεινε με συνωμοτικό τόνο. Εκείνος θαύμασε, όπως έκανε συχνά, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της «Σου αρέσει που είμαστε μαζί;» τη ρώτησε χαμηλόφωνα. Η Βέρα δυσανασχέτησε.

Ο Πέτρος και η Εύη πέρασαν στα πίσω καθίσματα, διακόπτοντας το ζευγάρι. «Δεν κατεβαίνουμε σιγά σιγά στην πόλη;», «Άρχισα να αγριεύομαι” πρότειναν διαδοχικά. Ο Μάνος έκλεισε το μάτι στη Βέρα και σήκωσε το κάθισμά του. Έπειτα έβαλε μπρος και κατευθύνθηκε προς τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο.

Τα μάτια του κοίταξαν νευρικά τους καθρέπτες όταν ο ήχος του κινητήρα άρχισε να γίνεται διαφορετικός. Έκπληκτος διαπίστωσε ότι μια αόρατη δύναμη λειτουργούσε ενάντια στην πορεία του οχήματος. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κινηθεί προς τα πίσω, για να φτάσει ως την άσφαλτο. Οι υπόλοιποι αντιλήφθηκαν γρήγορα την κατάσταση κι άρχισαν να στρέφουν, νευρικά, το βλέμμα τους προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Μάνος πάτησε τέρμα το γκάζι μέχρι που στρίγκλισαν τα λάστιχα. Ο λευκός καπνός παρέσυρε τη δυσάρεστη οσμή της τριβής τους. Τουλάχιστον είχε καταφέρει να φτάσει στον δρόμο.

Έβαλε την πρώτη ταχύτητα αλλά μάταια. Ήταν ολωσδιόλου τρομοκρατημένος παρασύροντας, μοιραία, την υπόλοιπη παρέα. Αναμφίβολα κάποιος ή κάποιοι είχαν δέσει το όχημα για να τους αιχμαλωτίσουν. Άλλωστε σε μια τόσο απόμερη κι ερημική τοποθεσία, αυτή η εικασία, συγκέντρωνε τα περισσότερα μόρια. Ο μεγαλύτερος τρόμος, ωστόσο, ήταν το γιατί καθώς η μισή παρέα αποτελούταν από δύο πανέμορφες, νέες κοπέλες.

«Ξεκίνα επιτέλους» φώναζε ο οδηγός σε αλλόφρονα, πια, κατάσταση καθώς τα λάστιχα συνέχιζαν να στριγκλίζουν με μανία και να σκορπούν καπνούς. «Τι συμβαίνει; Τι θα μας κάνουν;» μονολογούσε τρομαγμένη η Βέρα. «Πάτα το, το μπουρδέλο. Πάτα το ρε Μάνο. Πάρ’ τους σβάρνα μωρέ, τους λυπάσαι;» διαμαρτυρόταν ο Πέτρος ενώ η Εύη είχε καλύψει τα μάτια της, με τα χέρια κι έκλαιγε.

Τότε όλοι σιώπησαν. Σύγκορμοι έμειναν να παρατηρούν απόκοσμες, διαυγείς σιλουέτες να τους πλησιάζουν από όλες τις κατευθύνσεις. Λαμπύριζαν μέσα στο ημίφως κι όσο πλησίαζαν αποκτούσαν χρώμα ενώ το πρόσωπο τους άλλαζε κάθε τόσο διάθεση. Τέλος, το κάθε αιωρούμενο κορμί είχε τη δική του μοναδική απόχρωση ενώ το περίγραμμα τους έμοιαζε σα να ήταν από NEON.

Οι τέσσερις νέοι είχαν μείνει αποσβολωμένοι, κολλημένοι ο καθένας στο παράθυρό του. Με κομμένη την ανάσα παρατηρούσαν αυτό το μοναδικό υπερθέαμα. Η σκηνή που εκτυλισσόταν μπροστά τους ήταν πραγματικά φαντασμαγορική όσο και τρομακτική.

Τότε ξεπρόβαλε μια κίτρινη σιλουέτα μέσα από το καπό του αυτοκινήτου. Το πρόσωπό της φιλοξενούσε, αμετάβλητα, μια σουρεαλιστική γκριμάτσα θυμού. Ο οδηγός και η συνοδηγός πετάχτηκαν στον αέρα. Αναρωτήθηκαν πώς ήταν δυνατό να πέρασε μέσα από τη λαμαρίνα. Ήταν τόσα τα ερωτηματικά που δεν τους άφηναν να σκεφτούν πια τη φυγή. Και οι τέσσερις τους είχαν παραδοθεί ολοκληρωτικά σε αυτό το απόκοσμο θέαμα.

Μέχρι που εμφάνισε ένα μικρό σφυράκι κι άρχισε να χτυπά, σε πολύ αργό ρυθμό, το παρ μπριζ και το καπό του αυτοκινήτου. Ο ήχος που δημιουργούσε έδινε την εντύπωση ότι προερχόταν από κάπου μακριά. Από ένα υπόγειο, ίσως, ενώ ακουγόταν με αντίλαλο.

«Θα σπάσει το τζάμι» είπε τότε ο Πέτρος και σκούντησε στο ώμο τον οδηγό. Ο Μάνος, σα να ξύπνησε από λήθαργο, αναζήτησε το τιμόνι. Όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να ανοιγοκλείνει, νευρικά, τις παλάμες του καθώς τιμόνι δεν υπήρχε πουθενά! Με τρόμο παρατήρησε τη θέση, που άλλοτε βρισκόταν το μέσω κατεύθυνσης του οχήματος, να είναι κενή. Αμέσως άναψε το φως από πάνω του για να κοιτάξει καλύτερα.

Η κίτρινη σιλουέτα σήκωσε τότε το σφυράκι και χτύπησε τη λαμαρίνα, στο ύψος της λάμπας και όλη αυτή η συσκευή εξαφανίστηκε, μέσα σε ένα σύντομο σύννεφο. Έπειτα χτύπησε στο σημείο του ραδιοφώνου και συνέχισε στην ίδια τακτική. Οι νεαροί παρατηρούσαν με τρόμο να χάνονται, ένα ένα, όλα τα όργανα του αυτοκινήτου. Σα να μην τα είχε τοποθετήσει ποτέ ο κατασκευαστής! Ούτε καν τα ποδόπληκτρα βρίσκονταν πια στη θέση τους. Και όλα αυτά συνέβαιναν ενώ η σιλουέτα βρισκόταν ακόμα έξω από το αμάξι. Οι φίλοι αναρωτήθηκαν τι θα μπορούσε να τους κάνει αν κατάφερνε να περάσει μέσα στην καμπίνα.

Και δυστυχώς οι φόβοι τους δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν. Καθώς οι γύρω σιλουέτες πλησίαζαν νωχελικά η κίτρινη πέρασε, αβίαστα, το χέρι της στο εσωτερικό του οχήματος. Η όψη της άλλαξε. Τα σκληρά χαρακτηριστικά της έδωσαν τη σκυτάλη σε ένα βαθύ παράπονο. Και οι τέσσερις μαζεύτηκαν στο κάθισμα τους, περιορίζοντας εντελώς τις κινήσεις τους.
Η σιλουέτα πέρασε αποφασιστικά το χέρι της και άγγιξε την Βέρα. «Όχι, όχι. Μη με ακουμπάς, σίχαμα! Μάνο κάνε κάτι!» ούρλιαξε με αποστροφή. Ο Μάνος, που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσε μουδιασμένος, άνοιξε την πόρτα του αποφασιστικά. Όσο φοβισμένος ήταν προηγουμένως άλλο τόσο επιθετικός φαινόταν τώρα.

Βγήκε από το αυτοκίνητο και κινήθηκε προς τη μεριά του συνοδηγού. Δίχως να νιώσει την παραμικρή αναστολή, γράπωσε την κίτρινη σιλουέτα και την τράβηξε με όλη του τη δύναμη. Ένα μουγκρητό ξεχύθηκε από το στόμα της, το οποίο σταδιακά ακολούθησε τον ρυθμό των παλμών της καρδιάς. Ο Μάνος είχε καταφέρει να ρίξει, την απόκοσμη αυτή παρουσία, πάνω στο οδόστρωμα ενώ η Βέρα συνέχιζε ακατάπαυστα να ουρλιάζει. Με αποστροφή παρατήρησε το ένα της χέρι, εκείνο που είχε αγγίξει την κοπέλα του, να φτάνει σε μήκος ίσαμε τα δύο μέτρα. Το θέαμα ήταν τόσο παρανοϊκό που τα είχε χαμένα πια. Στο μεταξύ η Βέρα είχε αφηνιάσει «Άσε με. Άσε με σίχαμα. Μη με ακουμπάς…»

Άνοιξε τα μάτια της απότομα. Το βλέμμα της περιεργάστηκε νευρικά το χώρο. Ευτυχώς, όλα ήταν γνώριμα. Έπειτα ξεφύσησε επιτρέποντας στο τεράστιο φορτίο άγχους να απελευθερώσει τα στήθη της. Μια κίνηση, στην άκρη του οπτικού της πεδίου, της τράβηξε την προσοχή.

«Βέρα; Το εννοούσες αυτό που είπες εχθές;» άκουσε τον αδερφό της να τη ρωτά με παράπονο, χωρίς καν να πει μια καλημέρα. Θαρρείς πως τόσες ώρες στεκόταν εκεί μόνο και μόνο για να της πάρει μια απάντηση, τόσο σημαντική γι’ αυτόν. Η φωνή του έβγαινε αργά, με κόπο. Τα σχιστά του μάτια ήταν υγρά. Το πουκάμισο του στραβοκουμπωμένο.

Η Βέρα τα ’χασε. Ήταν ακόμα επηρεασμένη από τον εφιάλτη. Σηκώθηκε και τον πλησίασε αμέσως. Γονάτισε για να φτάσει το ύψος του. «Τι σου είπα εχθές Χάρη μου;» «Γύρισες αργά, μεθυσμένη. Κι εγώ σε περίμενα όλο το βράδυ. Αν πάθεις κάτι εσύ, εγώ θα πεθάνω. Να το ξέρεις.» είπε κι άρχισε να κλαίει σιγανά στην αγκαλιά της. «Χάρη μου, τι σου είπα εχθές;» τον ρώτησε πάλι, υποψιασμένη πια. «Λέρωσα με το σάλιο μου την μπλούζα σου και μου είπες…» η Βέρα συνέχισε ξέπνοα, στη ροή του λόγου του «…Όχι, όχι. Μη με ακουμπάς, σίχαμα» ο μικρός της αδελφός ακούγοντας την ξέσπασε σε γοερά κλάματα. Η αδελφή του τον ακολούθησε μη μπορώντας να πιστέψει τι του είχε πει.

Όταν ηρέμησαν της υποσχέθηκε ότι θα της ζωγράφιζε εκατό λουλούδια όπου το καθένα θα είχε το δικό του ιδιαίτερο χρώμα. Εκείνη του έταξε ότι θα τον πήγαινε στις κούνιες και θα τού έβγαζε τα παπούτσια για να νιώσει την άμμο. Ο Χάρης χαμογέλασε με ανακούφιση.

Ο Χάρης κι ο κάθε Χάρης είναι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που δεν επέλεξαν να διαφέρουν τόσο, από μένα κι από σένα. Είναι άνθρωποι που μπορεί να μοιάζουν μεταξύ τους αλλά ο κάθε ένας έχει τη δική του ιδιαίτερη, χρωματιστή ψυχή.

The BluezGuest

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading