, ,

Η Πύλη του Σολέτ – Μέρος Τέταρτο – Κεφάλαια 6 και 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ

 

Ο Σιεξέλ κοίταζε πια με δέος τον θόλο με τα βράχια από πάνω τους.  Αυτό που είχε ξεκινήσει σαν ένα ταξίδι επιβίωσης σε ένα εχθρικό τοπίο, είχε μετατραπεί τώρα σε μια πορεία μέσα από έναν μαγικό τόπο.  Όσο προχωρούσαν πάνω στη γέφυρα, τόσο ο πραγματικός κόσμος άλλαζε με τρόπους που δεν μπορούσαν να εξηγηθούν με τη λογική.  Τουλάχιστον, τελείως.  Όπως με τον σταλακτίτη από το πουθενά που τους είχε δώσει τροφή και νερό, όταν πίστευαν ότι θα πέθαιναν.  Ή εκείνο το αρπακτικό που επέστρεψε.

Το σαΐσηρχα που είχε εμφανιστεί πριν κάτι μέρες πάνω τους και τους είχε αφήσει παγωμένους από τον τρόμο, είχε εμφανιστεί ξανά την επόμενη μέρα.  Αλλά αυτή τη φορά ο Νανακέ, κάνοντας ένα επιδέξιο άλμα, στάθηκε μπροστά στη ζοφερή φιγούρα του πτηνού, θαρραλέος κι αγριεμένος με την ράχη καμπουριαστή και ξεφυσώντας απειλητικά με διαπεραστικά συρίγματα.  Και αυτή η μικρή μαύρη περισπωμένη που σύριζε γενναία κάτω από τον τεράστιο σκοτεινό όγκο που αιωρούνταν απειλητικός, σαν να έσπασε τα μάγια.  Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλιώς, γιατί τόσο ο ίδιος, όσο κι η Σέρεϊ –κινημένοι ίσως από την απελπισία για να προστατέψουν τον μονάκριβο γάτο τους– αντί να παγώσουν από τον τρόμο, άρχισαν να ουρλιάζουν γεμάτοι θυμό ενάντια στο αρπακτικό, έχοντας τον Νανακέ στα πόδια τους.  Κι ο Σιεξέλ δεν περιορίστηκε στις οργισμένες κατάρες και βρισιές προς το σαΐσηρχα, αλλά άρπαξε το σισραθάκ του και το εκσφενδόνισε προς το μέρος του καταφέρνοντας παραδόξως να το καρφώσει με ενστικτώδη ακρίβεια στον θώρακα του πουλιού.

Θα περίμενε κανείς λογικά, ότι ένα τόσο μικρό όπλο να είναι ελάχιστα αποτελεσματικό σε σύγκριση με ένα τόσο μεγαλόσωμο τέρας, όπως ίσως ένα πιρουνάκι του γλυκού ενάντια σε έναν πτεροδάκτυλο.  Στην αρχή ο Σιεξέλ ήθελε να πιστεύει ότι είχε χτυπήσει κάποιο αδύναμο σημείο που το πλάσμα δεν είχε προβλέψει, αφού ο τρόμος που γεννούσε στα θύματά του αρκούσε και περίσσευε.  Γιατί το είδε ξαφνικά να κλονίζεται και να βγάζει φριχτά στριγκλίσματα γεμάτα αγωνία, κουνώντας σπασμωδικά τα πτερύγιά του.  Το μικροσκοπικό τσεκούρι, όπως το έβλεπαν από απόσταση, που φαινόταν να λαμπυρίζει πάνω στο σκούρο παλλόμενο σώμα ξεκόλλησε με έναν εκκωφαντικό θόρυβο, σαν να τσακιζόταν μια χιλιόχρονη βελανιδιά και κατρακύλησε χοροπηδώντας μερικά μέτρα πιο μπροστά τους, πάνω στα σανίδια της γέφυρας.  Αλλά το απίστευτο ήταν αυτό που ακολούθησε μετά:  αποσβολωμένοι είδαν να ξεπηδά μια γαλάζια φλόγα από το σημείο στον θώρακα του πλάσματος, από όπου είχε βγει το σισραθάκ, η οποία γιγαντώθηκε αστραπιαία και καταβρόχθισε κυριολεκτικά σε λίγα λεπτά την κλυδωνιζόμενη φιγούρα του σαΐσηρχα, στέλνοντας να κατρακυλήσει με μια λαμπερή καμπύλη παγερής φωτιάς μέσα στην θολή έκταση των σύννεφων κάτω τους, όπου και έσβησε αφήνοντας μια λεπτή στήλη καπνού.

Όχι, πραγματικά, κανένας δεν θα μπορούσε να το εξηγήσει με λογική αυτό.

Μουδιασμένοι, αφού μάζεψαν τον γάτο και το σισραθάκ, συνέχισαν σιωπηλοί τον δρόμο τους.  Όμως τα χέρια τους, σφιχτοδεμένα και τα βουβά χαμόγελά τους, τα έλεγαν όλα, όπως και οι ευχαριστίες που απεύθυναν ο καθένας τους προς τη θεά.  Γιατί σίγουρα ήταν δικό της έργο όλο αυτό, άλλωστε αυτός δεν ήταν ο δικός της τόπος;  Υπάκουγε επομένως στους νόμους της δικής της μαγείας και αυτή ήταν η μόνη λογική που μπορούσε να χωρέσει στη θεά Σαέφαργγυς.

«Αν δεν αντιδρούσαμε έτσι με το αρπακτικό, δεν θα βλέπαμε αυτό το θαύμα, έτσι δεν είναι, Σιεξέλ;» του είπε λίγες μέρες αργότερα η Σέρεϊ, όταν στρατοπέδευσαν για μια ακόμη φορά πάνω στη γέφυρα.  Το θαμπό φως χανόταν σιγά σιγά με την φωτεινή γραμμή του ορίζοντα να λάμπει για λίγο, βάφοντας χρυσαφένια τα σκοινιά της γέφυρας, πριν χαθεί ολότελα στο μαύρο, άναστρο σκοτάδι του θόλου.   Ο άντρας έγνεψε καταφατικά, καθώς μασουλούσε αφηρημένα μερικές φράουλες, που παρά τις μέρες δεν έλεγαν να μαραθούν και να χαλάσουν.  Είναι ιερός τόπος και όσα συμβαίνουν ξεπερνούν τους νόμους της πραγματικότητας, έλεγε μια σκέψη μέσα του, σαν μάντρα.  «Η χάρη της ποτέ δεν μας όριζε χωρίς να έχουμε το δικαίωμα της επιλογής» της είπε προσεκτικά, γιατί δεν ήθελε να προκαλέσει τη θεά εκεί που βρίσκονταν στο έλεός της.  «Ίσως είναι δοκιμασίες για όσους θέλουν να γευτούν τα δώρα της, γιατί σίγουρα δεν θα τα χαρίσει σε αυτούς που δεν έχουν καθαρή καρδιά και δεν είναι άξιοι».

Η Σέρεϊ έγειρε παραξενεμένη το κεφάλι της με τα λόγια του.  Δεν είχε συνηθίσει τον άντρα της, να μιλάει με αυτό τον, πώς θα το έλεγε, τον τόσο ευσεβή τρόπο.  Τον κοίταξε που έγερνε καθισμένος δίπλα της, με το φως να κάνει σκιές στο χλωμό του πρόσωπο.   Όλα αυτά που είχαν περάσει στο ταξίδι αυτό, είχαν αφήσει τα ίχνη τους πάνω του, μόνο τώρα όμως συνειδητοποιούσε ότι η επίδραση έφτανε και στη σκέψη του.  «Καλέ μου, η θεά ποτέ δεν ήθελε τον φόβο να μας οδηγεί» του είπε και του έπιασε το χέρι «εκείνη με τη σοφία της, ξέρει ποιος αξίζει στ’ αλήθεια και ποιος όχι.  Εγώ πιστεύω ότι θέλει να το μάθουμε κι εμείς οι ίδιοι από μόνοι μας, γιατί είτε κακώς πιστεύουμε ότι είμαστε ανάξιοι είτε γιατί κακώς πιστεύουμε ότι είμαστε άξιοι.  Θέλει να έχουμε την επιλογή των πράξεών μας, άσχετα με το τι πιστεύουμε για τη θέση μας στον κόσμο, γιατί έτσι θα μάθουμε από τις πράξεις μας πόσο άξιοι είμαστε τελικά.  Αλλά σίγουρα ένα πράγμα που δεν θέλει είναι ο φόβος μας απέναντί της, γιατί βλέπεις;» του έδειξε κάτω στην γαλακτερή έκταση που αχνόφεγγε «κάτι που μπορούσε να σκοτώσει και μόνο προκαλώντας τον φόβο στα θύματά του, χάθηκε τόσο εύκολα όταν επιλέξαμε να διώξουμε τον δικό μας φόβο».

Ο Σειξέλ σήκωσε το χέρι της γυναίκας του που τον κρατούσε, εκείνο το χέρι που είχε το δαχτυλίδι του γάμου τους και το έφερε στα χείλη του.  «Πόσο τυχερός είμαι που μου χάρισες την ευκαιρία να γίνω άντρας σου, αγαπημένη μου Σέρεϊ» της είπε κι είδε τα μάτια της να βουρκώνουν, «χωρίς εσένα δεν μπορώ να φανταστώ τον κόσμο, πάντα εκεί που νομίζω ότι χάνομαι, είσαι εκεί και μου δείχνεις τον δρόμο».  Η γυναίκα χαμογέλασε με τα γαλάζια της μάτια να λαμπυρίζουν γεμάτα δάκρυα και τον αγκάλιασε «μακάρι να τα καταφέρουμε» του είπε σιγανά στ’ αυτί «μα αν τύχει και δεν γίνει για τίποτα δεν μετανιώνω, ξέρω ότι όπου κι αν είμαστε, θα είμαστε μαζί».

Πώς να μη νιώθει δέος σε εκείνο το μέρος, όταν η θεά του αποκαλυπτόταν με τόσα πρόσωπα, από το πιο τρομακτικό μέχρι το πιο αγαπημένο, αυτό της γυναίκας του;

Κι αυτό το κατάλαβε ακόμα περισσότερο όταν με το πρώτο φως της μέρας, η Σέρεϊ τον σκούντησε ψιθυρίζοντας με ταραγμένη φωνή, «Σιεξέλ, ξύπνα, η γέφυρα… άλλαξε!»  Πετάχτηκε αλαφιασμένος, περιμένοντας να δει, τα ξηλωμένα σκοινιά να αιωρούνται στο κενό ή τα σανίδια εξαφανισμένα αλλά αυτό που είδε ήταν φυσικά κάτι άλλο:  η γέφυρα ήταν γερή και στερεωμένη όπως το βράδυ που την είχαν αφήσει πριν ξαπλώσουν.  Όμως τότε φαινόταν να εκτείνεται στο σκιώδες άπειρο, ενώ τώρα σε καμιά εικοσαριά μέτρα μπροστά τους ορθωνόταν ο τεράστιος πέτρινος τοίχος του βουνού.  Δεν θα χρειαζόταν να περπατήσουν άλλο σ’ αυτή την αιώνια, όπως τους φαινόταν ως τώρα, γέφυρα.  Είχαν φτάσει.  Όπως το συνήθιζε η θεά είχε αλλάξει και πάλι τα πράγματα, με τον μαγικό της τρόπο, σιωπηλά κι αθόρυβα.

Μόνο που αυτό που έβλεπε τώρα εκεί, πέρα από ένα υπερυψωμένο πλάτωμα από βράχια σε κάπως συστρεμμένα σχήματα, ήταν ο συμπαγής, ακανόνιστος και ατέλειωτος τοίχος που δεν είχε καμιά πύλη ή κάποια άλλη έξοδο προς τα εκεί.  Κι οι διηγήσεις του θρύλου δεν έλεγαν κάτι για το τι γινόταν όταν ο ήρωας είχε να αντιμετωπίσει, εκτός από τις αντιξοότητες και τα τερτίπια του μαγεμένου βουνού.

Ένα βήμα τη φορά, καθησύχασε τον εαυτό του, ας δούμε με τι έχουμε να κάνουμε αυτή τη φορά.  Εκείνη τη στιγμή η Σέρεϊ, σηκώνοντας την κόρη τους, κοίταξε προς το μέρος του βράχου, γέρνοντας το κεφάλι της με κάποια σκέψη στο μυαλό, σαν να την προβλημάτιζε κάτι.  «Τι είναι;» τη ρώτησε, ο Σιεξέλ, κοιτάζοντας κι εκείνος πότε πότε εκεί που ήταν στραμμένο το βλέμμα της γυναίκας του.  «Να, κάτι μου φαίνεται παράξενο.  Δεν το πρόσεξες κι εσύ;» του είπε γνέφοντας με το κεφάλι της προς τον πέτρινο τοίχο.

Ο Σιεξέλ έστρεψε ξανά το πρόσωπό του προς τα εκεί, παρατηρώντας τον βράχο που καμπύλωνε προς τα πάνω, το υπερυψωμένο πλάτωμα, την ρηχή εσοχή πάνω του που αντανακλούσε ψηλά το λιγοστό φως του πρωινού, τα σκοινιά της γέφυρας πο λικνίζονταν ανάλαφρα με το βάρος τους.  Τι ήταν αυτό που έβλεπε η Σέρεϊ, αλλά εκείνος δεν μπορούσε;  Έμεινε σιωπηλός για λίγο παρατηρώντας και πάλι, αυτά που υπήρχαν πέρα μπροστά τους, αλλά στο τέλος δεν άντεξε.  «Εντάξει, ξεφτέρι μου, τι βλέπεις που δεν βλέπω εγώ;» της είπε,

«Μάλλον είσαι αγουροξυπνημένος, γενναίε μου» αστειεύτηκε εκείνη και σηκώθηκε αγκαλιά με την Νητ-Ήχρα, που ξυπνούσε εκείνη την ώρα μ’ ένα χασμουρητό.  «Στην εσοχή» του είπε γνέφοντας πάλι το κεφάλι της προς τα εκεί, «η αντηλιά από πού έρχεται, αφού ο θόλος πάει μέχρι πέρα κάτω;»

Η αντηλιά!  Μα πώς του είχε ξεφύγει;  Δεν υπάρχει πύλη ή διέξοδος πάνω στον πέτρινο τοίχο γιατί πιθανότατα, σκέφτηκε γεμάτος έξαψη καθώς σηκώθηκε κι άρχισε να περπατά βιαστικά προς το τέρμα της γέφυρας, υπάρχει διέξοδος στο δάπεδο του πλατώματος, τόσο απλά.  Με την έγνοια να επιβεβαιώσει τη υποψία του, δεν συνειδητοποίησε την ανακούφισή του, όταν ύστερα από τόσον καιρό να περιπλανιούνται σε μια αιωρούμενη πραγματικότητα, τώρα πατούσε σε κάτι σταθερό.  Ούτε πρόσεξε τη Σέρεϊ, που μαζεύοντας τα λιγοστά πράγματά τους τον ακολούθησε με μάτια που έλαμπαν και ψιθύριζε στην κόρη τους «φτάνουμε, ναι; Ναι!»  Ο Σιεξέλ ανέβηκε σχεδόν σκαρφαλώνοντας το κακοτράχαλο πλάτωμα και σταμάτησε απότομα με το πρόσωπό του να φωτίζεται αμυδρά από το λιγοστό φως.

Όμως όταν στράφηκε προς το μέρος της, η Σέρεϊ είδε ότι ο άντρας της δεν χαμογελούσε.  Την πλησίασε και έσκυψε για να τη βοηθήσει να ανέβει προσεκτικά στον βράχο, με τον Νανακέ να χοροπηδά πέρα δώθε, γεμάτος ενεργητικότητα και περιέργεια.

«Τι είναι; Δεν έχει έξοδο κάτω;» τον ρώτησε ανυπόμονη, μέχρι να καταφέρει να φτάσει και να δει γιατί αυτό που είχε υποθέσει δεν ήταν τελικά ακριβώς αυτό που φανταζόταν.  Όρθια μπροστά στο ανοιχτό δάπεδο, με το πρόσωπό της να φωτίζεται απαλά και τα μαλλιά της να ανεμίζουν από το αεράκι που στροβιλιζόταν μπαίνοντας από το στρογγυλό άνοιγμα, είδε ότι υπήρχε μια σκάλα, με ελικοειδές σχήμα που χωρούσε δυο άτομα, διαμορφωμένη απευθείας στον βράχο.

Όμως μετά την έξοδο από το δάπεδο η σκάλα αντί να ανηφορίζει, συνέχιζε προς τα κάτω και χανόταν πέρα στη θάλασσα των νεφών, δείχνοντάς τους ότι ήταν απλώς μία σκάλα σαν εκείνη που είχαν ακολουθήσει οι ίδιοι τους όταν είχαν ξεκινήσει το ταξίδι στο βουνό της Σήρεϊ-Σησενέγ.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΠΤΑ

 

«Τουλάχιστον προσπαθήσαμε, Σιεξέλ» είπε η Σέρεϊ προσπαθώντας, χωρίς επιτυχία, να τον παρηγορήσει, καθισμένη πλάι του στο τελευταίο σκαλί πριν την θάλασσα της ομίχλης.  Στην αγκαλιά της, η Νητ-Ήχρα ακουμπούσε συλλογισμένη το κεφαλάκι της στον ώμο της μάνας της, ενώ το βλέμμα της  ήταν πάνω στον πατέρα της που φαινόταν συντετριμμένος.

Τι νόημα έχουν όλα αυτά; γλιστρούσε ολοένα και πιο απελπισμένη η σκέψη στο μυαλό του, βασανιστήκαμε ανεβαίνοντας όλο αυτό το πράγμα με την ελπίδα να μην πεθάνουμε και τώρα, απλώς βρήκαμε ότι δεν υπάρχει προορισμός, δεν υπάρχει Πύλη, όλα ήταν ψέματα, κούφια ψέματα…  Έτριψε με μανία το πρόσωπό του σαν να προσπαθούσε να σβήσει τις εικόνες που τον είχαν βυθίσει στην απόγνωση.  Τι θα κάνουμε τώρα; 

Δεν ήταν ότι δεν είχαν προσπαθήσει, είχαν κατεβεί τα κρύα, πέτρινα σκαλοπάτια με τον άνεμο να σφυρίζει, κοιτάζοντας τριγύρω την απεραντοσύνη του πρωινού ορίζοντα.  Κι ήταν πολλά, τουλάχιστον πενήντα μέτρα πιο κάτω.  Η παρηγορητική ζεστασιά του χρυσαφένιου ήλιου, που είχαν τόσο καιρό να την αισθανθούν ν’ αγγίζει το δέρμα τους, δεν μπορούσε να φτάσει μέσα τους.  Έφτασαν μέχρι τη θολούρα που ψύχρανε με την υγρή της ανάσα την ατμόσφαιρα γύρω τους, πορεύτηκε κι ο ίδιος στα τυφλά πιο κάτω αφήνοντας πίσω του την Σέρεϊ να περιμένει με αγωνία, ώσπου δεν άντεχε άλλο.  Γιατί όταν πέρασε και το παγερό πέπλο της ομίχλης, είδε ότι τα σκαλοπάτια συνέχιζαν να κατεβαίνουν, στρίβοντας πίσω από τον βράχο.  Και πιο πέρα κάτω να εμφανίζονται μετά τη στροφή σε ακόμα πιο κατηφορική διαδρομή, ολοένα και πιο κάτω, ακολουθώντας ποιος ξέρει πόσες κατηφορικές στροφές ακόμα μέχρι να καταλήξει εκεί που είχαν ξεκινήσει.

Ο Νανακέ, όρθιος δίπλα στην κυρά του που ήταν κουβαριασμένη με την μικρή δίπλα στον βράχο στο τελευταίο σκαλοπάτι ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε τον ερχομό του και νιαούρισε με μια λεπτή, κυματιστή φωνή για υποδοχή.  Η Σέρεϊ με το που είδε την παραιτημένη έκφραση του προσώπου του, μεμιάς κατάλαβε.  Χάσαμε κάθε ελπίδα, σπάραξε μέσα της, κι εγώ μας οδήγησα όλους μας εδώ.  Μα πίστεψα πως οι θρύλοι ήταν αληθινοί, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, γιατί μας καταράστηκε έτσι η θεά;  Έκρυψε ωστόσο την απελπισία της, προσπαθώντας να βρει κάτι, οτιδήποτε για να  στηριχτούν τώρα πάνω του, κινδύνευαν στ’ αλήθεια τώρα με αφανισμό, κι έπρεπε να πάρουν μιαν απόφαση για το τι θα έκαμναν.  Όχι δηλαδή ότι είχαν και πολλές επιλογές σ’ αυτό.  Κοίταξε αφηρημένη τον γάτο τους που στεκόταν τσιτωμένος με τα αυτιά του να στρέφονται συνέχεια σαν κεραίες εδώ κι εκεί σε θορύβους που μόνο εκείνος μπορούσε ν’ ακούσει.  Την ίδια στιγμή έστρεφε το κεφαλάκι του προς το μέρος του Σιεξέλ, νιαουρίζοντας βραχνά και τριβόταν  προσπαθώντας να του τραβήξει την προσοχή.  Καημένε Νανακέ, σκέφτηκε ασυναίσθητα η Σέρεϊ, αναρωτιέσαι κι εσύ τι πάθαμε όλοι και είμαστε έτσι.  Χάιδεψε το γατί, προσπαθώντας να αντλήσει παρηγοριά από αυτό, ενώ οι σκέψεις της ήταν στραμμένες προς τη θεά.

«Γιατί να θέλει να μας βασανίζει έτσι;» είπε εκείνη τη στιγμή φωναχτά, σαν να διάβαζε τη σκέψη της ο άντρας της, με το πρόσωπό του ανάμεσα στον θυμό και τη σύγχυση.  «Από τη μια να μας δίνει τροφή και νερό και από την άλλη να μας δείχνει ότι άδικα κάνουμε όλη αυτή την προσπάθεια;  Δεν μπορώ να το καταλάβω, όλοι αυτοί των οποίων τα κατορθώματα υμνούν οι θρύλοι, δεν γύρισαν άπρακτοι, με κάποιον τρόπο τα κατάφεραν, αλλά πώς;  Δεν θέλω να πιστέψω ότι όλοι αυτοί είπαν απλώς ψέματα, θα έπρεπε κάπου να βρουν όλα τα πλούτη που βρήκαν».

Η Σέρεϊ τον κοίταξε σκεπτική.  «Η αλήθεια είναι πως κανένας από τους θρύλους δεν λέει ότι βρήκαν πλούτη, αλλά ότι ο πλούτος επέστρεψε στο χωριό τους».  Κούνησε μπερδεμένη το κεφάλι της.  «Δεν ξέρω, μπορεί απλώς να περιπλέκουμε τα πράγματα χωρίς λόγο.  Ίσως το βουνό να έχει κάποια άλλη σκάλα που να οδηγεί στην Πύλη του Σολέτ κι εμείς ίσως… ίσως απλώς πήραμε λάθος δρόμο».

«Δεν νομίζω» είπε αποκαρδιωμένος ο άντρας της, «αλλά εδώ που φτάσαμε, δεν έχουμε και κάτι άλλο για να πιαστούμε».  Αναστέναξε.  «Δεν νομίζω ότι έχει νόημα να γυρίσουμε από τη γέφυρα πάλι, καλύτερα να πάμε από αυτή τη σκάλα κι όπου μας βγάλει».  Η Σέρεϊ έγνεψε ότι συμφωνούσε μαζί του.  «Όταν θα φτάσουμε στους πρόποδες» συνέχισε, με λίγο καλύτερη διάθεση ο Σιεξέλ «ίσως να μπορούσαμε να πάμε γύρω-γύρω και να βρούμε κάποιο άλλο σημείο για την Πύλη του Σολέτ».

Είναι τόσες πολλές οι διηγήσεις για το τι γίνεται αφού ο γενναίος περνάει από την Πύλη του Σολέτ, για τους θησαυρούς που αντανακλούν το φως σαν χίλιοι ήλιοι, σκέφτηκε με πικρία ο Σιεξέλ, για το μαγικό ταξίδι που επιστρέφει τους ήρωες στη χώρα τους μεταμορφώνοντας την σε γη της Αφθονίας, όπως ξυπνά κανείς από έναν εφιάλτη και διαπιστώνει ότι στην πραγματικότητα ζει μια ατέρμονη ευδαιμονία, που δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα στο πώς ακριβώς φτάνει κανείς στην ίδια την Πύλη του Σολέτ.  Θυμήθηκε με πόση λεπτομέρεια τον είχε ορμηνέψει ο ιερέας Ινάλεμ, για το τι θα έπρεπε να κάνει όταν θα έφτανε μπροστά στην Πύλη.  Την περγαμηνή με τις ιερές λέξεις που του είχε δώσει και που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει, όπως ακριβώς τον είχε συμβουλέψει και που τώρα ήταν κρυμμένος μέσα στις πτυχές των ρούχων του.  Μόνο που τελικά, ίσως δεν θα είχε καν την ευκαιρία.

Κι η θεά θα ατένιζε ανήμπορη τα παιδιά της να σβήνουν ένα-ένα, όπως οι πατημασιές στην άμμο που τις καταπίνει το κύμα και γενιές ολόκληρες θα χάνονταν στην κλεψύδρα του Χρόνου σαν να μην υπήρξαν ποτέ, θυμήθηκε τις ζοφερές προφητείες για τις εποχές που κόσμοι ολόκληροι είχαν χαθεί, κατά πώς έλεγαν οι θρύλοι για την εποχή του Σοάχ.  Είναι δυνατόν στ’ αλήθεια να ισχύει αυτό που είχε πει ο ιερέας, πως η ίδια η Δημιουργός μας δεν μπορεί να μας σώσει, αν εμείς δεν καταφέρουμε να τη φτάσουμε;  Αν δεν καταφέρουμε να πάμε κοντά της και να συνταιριαστεί ο δικός της άχρονος χρόνος με τον δικό μας, που αιώνες δικοί μας είναι για εκείνη μια μέρα ίσως;  Δεν μπορεί να είναι όλα αυτά θλιβερά ψέματα μόνο, δεν είναι δυνατόν.  Άδικα την έβλεπα στον ύπνο μου να βασανίζεται παγιδευμένη στον βράχο; 

Ή ήταν δικός μου φόβος τελικά κι όχι η θεά που μου μιλούσε;

Δεν ήξερε πόση ώρα είχαν απομείνει έτσι, να αναμασούν τις θλιβερές τους σκέψεις, προσπαθώντας να στηρίξουν ωστόσο ο ένας τον άλλο.  Αλλά κάποια στιγμή οι λογισμοί τους διακόπηκαν απότομα όταν άκουσαν έναν παράδοξα γνωστό ήχο, από κάπου ψηλά, πίσω από τον βράχο.  Ο Σιεξέλ στράφηκε προς τα εκεί παραξενεμένος «κάτι μου θυμίζει αυτό, δεν ακούγεται…» προσπάθησε να προσανατολιστεί «… σαν νιαούρισμα

Κοίταξαν αστραπιαία κι οι δυο εκεί που πριν μερικά λεπτά ήταν ο Νανακέ και τώρα ο χώρος ήταν κενός.  «Νανακέ!» φώναξαν κι οι δυο ταυτόχρονα, ο Σιεξέλ σηκώθηκε κοιτάζοντας ψηλά τον πέτρινο τοίχο δίπλα του, μήπως και έβλεπε τον μαύρο γάτο του σκαρφαλωμένο, Κύριος οίδε, σε αναζήτηση τίνος πράγματος.  Το μακρινό νιαούρισμα ξανακούστηκε, σαν να ήθελε να τους φωνάξει, ελάτε, ελάτε κάτι βρήκα εδώ.  Αλλά πού ήταν αυτό το εδώ;

«Από πού λες να πήγε;» αναρωτήθηκε γεμάτη αγωνία η Σέρεϊ, ψάχνοντας με το βλέμμα για κάθε πιθανή διέξοδο ή σήραγγα που θα χωρούσε ένα επιδέξιο, μαύρο γατί.

«Από τη σκάλα δεν μπορεί να πήγε, πάει κάτω αυτή κι ο Νανακέ ακούγεται» κι επιβεβαιώνοντάς την, εκείνη τη στιγμή το μακρινό νιαούρισμα από ψηλά ξανακούστηκε «σαν να είναι ψηλότερα από μας».  Η Νητ-Ήχρα, με την περιέργειά της να έχει μεγαλώσει, κοίταζε κι εκείνη εδώ κι εκεί, μιμούμενη την μάνα της, μέχρι που κάποια στιγμή τσίριξε χαρούμενη «Νάνα! Νάνα!», μια που δεν μπορούσε να πει όλο το όνομα του φίλου της.  Η Σέρεϊ δεν έδωσε στην αρχή σημασία αλλά μια λάμψη την έστρεψε προς τα εκεί:  στα σκαλιά που κατηφόριζαν, μισοκρυμμένο στην θολούρα άστραφτε το περιδέραιο που κάθε πλάσμα στο Αΐροτσι φορούσε, με το μυστικό του όνομα.  «Σιεξέλ!» φώναξε στον άντρα της δείχνοντας προς τα εκεί και εκείνος με μια γρήγορη δρασκελιά το έφτασε και το σήκωσε.  Ναι, πραγματικά ήταν το περιδέραιο του Νανακέ.

«Άρα, από εκεί πήγε… μα πώς ακούγεται ψηλά αφού η σκάλα κατεβαίνει» είπε γεμάτος σύγχυση φωναχτά τη σκέψη του, όμως το επίμονο νιαούρισμα του Νανακέ, μα σας φωνάζω τόση ώρα, γιατί δεν έρχεστε επιτέλους; τον έκανε να πάρει βιαστικά την απόφαση.  «Πάμε κάτω, Σέρεϊ» της είπε και κείνη βιάστηκε να τον ακολουθήσει «μπορεί να βρήκε κάποια προεξοχή που να τον χωράει, έτσι κι αλλιώς κατά κει θα πηγαίναμε κι εμείς».  Τουλάχιστον δεν ακούγεται να κινδυνεύει, σκέφτηκε με αγωνία ο Σιεξέλ, έτσι κάνει όταν θέλει να μας δείξει κάτι, σαν εκείνα τα θηράματα που μας έφερνε… Βάστα φιλαράκο, θα σε βρούμε!

Ποτέ στη ζωή της η Σέρεϊ δεν έκανε τόσο γρήγορα κι αστόχαστα μια διαδρομή.  Με την μικρή γραπωμένη σαν μαϊμουδάκι στην αγκαλιά της και τα μπαγκάζια να χοροπηδούν δεξιά κι αριστερά γύρω από το πανωφόρι της, σχεδόν πετούσε στα σκαλιά χωρίς ούτε ίχνος φόβου.  Τα πετραδάκια που γλιστρούσαν κάτω από τα παπούτσια της και έπεφταν κροταλίζοντας κάτω στο άπειρο, η υγρασία της ομίχλης που την έπνιξε με την ψυχρότητά της, όλα ήταν φευγαλέα στο μυαλό της.  Ψηλαφητά, ακολουθώντας τον Σιεξέλ, που αχνοπατούσε το ίδιο γοργά μ’ εκείνη σαν φάντασμα και με το βάρος τους πάνω στον πέτρινο τοίχο, με τις ανάσες τους να αγκομαχούν παράξενα στη πηχτή σούπα των νεφών, ούτε που κατάλαβαν πότε πέρασαν τη γαλακτερή θαμπάδα.

Μερικές στιγμές αργότερα αφού πέρασαν κάτω από την θολή οροφή, που γλιστρούσε μαλακά κλείνοντας πίσω τους, απέμειναν εκστατικοί με τη θέα που αντίκριζαν:  σε ύψος που έφερνε ζαλάδα, πέρα μακριά φαίνονταν τα πετρώδη ξέφωτα, τα σκοτεινά δάση, ο δρόμος, όλα λιλιπούτεια σαν να ανήκαν σε μυρμήγκια.  Δεν το θυμόντουσαν να είναι τόσο ψηλά εδώ, ίσως γιατί τότε η σήραγγα ήταν σαν γούβα που τους έκρυβε και τους απασχολούσε περισσότερο ο άνεμος που φυσομανούσε φρενιασμένα.  Τώρα ήταν όλα ανοιχτά πέρα ως πέρα, γαλήνια και ήσυχα, θα μπορούσαν να κάθονται εδώ και να αγναντεύουν, ένα ήσυχο φθινοπωρινό απόγευμα και να μοιράζονται με ευχαρίστηση τα νέα της ημέρας.

Μα κράτησε μόνο δευτερόλεπτα όλο αυτό, την επόμενη στιγμή συνέχισαν τον τρελό κατήφορο μέχρι τη στροφή που ήδη φαινόταν και μέχρι την οποία είχε φτάσει την προηγούμενη φορά ο Σιεξέλ μόνος του.  Το νιαούρισμα ακουγόταν ακόμη, πιο απόμακρο κι ακόμα πιο ψηλά από όσο πριν κι όπως έτρεχαν, ο Σιεξέλ δεν μπορούσε να συγκρατήσει την μεγαλύτερη σύγχυσή του, μα πού στο καλό έχει χωθεί αυτό το γατί, πώς γίνεται να απομακρυνόμαστε κι άλλο αφού… 

Δεν ολοκλήρωσε τη σκέψη του επειδή φτάνοντας στο σημείο της στροφής –που πίσω της αποδείχτηκε ότι υπήρχε ένα μικρό πλάτωμα– όλα τα παράξενα βρήκαν την εξήγησή τους.  Το γιατί ο Νανακέ ακουγόταν να είναι τόσο ψηλά και γιατί σ’ εκείνους φαινόταν ο δρόμος να κατηφορίζει κανονικά.

Ότι ήταν πραγματικά κατηφορικός δρόμος από εκεί και πέρα, αυτό δεν χωρούσε αμφιβολία.  Ήταν το πλάτωμα που έκαμνε όλη τη διαφορά.  Κι αυτό επειδή, κρυμμένος τόσο καλά πίσω από τη στροφή και μέσα σε μια εσοχή του βράχου, θυμίζοντας το εσωτερικό ενός πέτρινου φάρου, υπήρχε ένας δεύτερος δρόμος.  Μια σκάλα με πέτρινα σκαλοπάτια, αρκετά απότομη και κυρίως, ανηφορική.  Η κορυφή της χανόταν κι αυτή μέσα στην θολούρα της συννεφιάς, αλλά ο Σιεξέλ ήταν σίγουρος πως πιο πάνω ήταν…

«Τον ακούω!  Σιεξέλ, ο Νανακέ είναι εκεί πάνω, τον ακούς κι εσύ;» η φωνή της Σέρεϊ γέμισε τον χώρο με ένα φωτεινό σύννεφο και όρμησαν με ανανεωμένες δυνάμεις, κάθιδροι, φωνάζοντας τον γάτο με εναγώνια καλέσματα κι εκείνος να τους απαντάει με ανυπόμονα νιαουρίσματα, μα πού είστε; Τόσην ώρα σας φωνάζω, τι γίνεται και δεν μου δίνετε σημασία;  Κι όσο ανέβαιναν, περνώντας την πυκνή ομίχλη σαν σε όνειρο, τόσο βεβαιώνονταν και οι δύο ότι ο δρόμος για την Πύλη του Σολέτ υπήρχε στ’ αλήθεια. Όλα έδειχναν ότι δεν ήταν ονειροφαντασίες και παραφουσκωμένοι θρύλοι, ο δρόμος υπήρχε στ’ αλήθεια μονάχα που, όπως και ολόκληρο το βουνό, είχε τον μαγικό του τρόπο να δοκιμάζει όσους έρχονταν εδώ για να δει ποιοι ήταν πραγματικά αποφασισμένοι και άξιοι για να τον ακολουθήσουν.

Και να, στην κορυφή της σκάλας, πάνω στον κοκκινωπό βράχο που, σαν να ήταν θρόνος τον έλουζε ο ήλιος του πρωινού βάφοντάς τον χρυσαφένιο, στεκόταν βασιλική μια λιλιπούτεια, μαύρη φιγούρα με υψωμένη την ουρά.  Μόλις τους είδε, ευθύς αμέσως τινάχτηκε χοροπηδώντας σαν λαστιχένιο παπί και κατηφόρισε νιαουρίζοντας με δυνατή, κυματιστή φωνή προς το μέρος τους.  Ο Νανακέ για άλλη μια φορά, αδιάφορος στην αμφιβολία και στον φόβο, σπρωγμένος ίσως από κάποια απλή, γατίσια περιέργεια, είχε ξετρυπώσει την διέξοδο που τόσο απεγνωσμένα έψαχναν.

«Νάνα! Νάνα!» τσίριξε γεμάτη χαρά η Νητ-Ήχρα, τεντώνοντας τα άσπρα χεράκια της προς το μέρος του και η Σέρεϊ γονάτισε μέχρι που ο γάτος τους έφτασε και χώθηκε γουργουρίζοντας στην αγκαλιά τους.  Ο Σιεξέλ κοντανασαίνοντας, κάθισε κοντά τους στο σκαλί, προσπαθώντας να κρύψει τα προδοτικά δάκρυα ανακούφισης.  Ο γάτος, όταν χόρτασε τα χάδια και τα φιλιά από τις γυναίκες της ζωής του, προχώρησε σιωπηλά και πλησιάζοντας τον άντρα σηκώθηκε στα πίσω πόδια του αγγίζοντας απαλά με το μπροστινό του, τον ώμο του Σιεξέλ.  Κι όταν εκείνος κοίταξε το μονάκριβο γατί, δαγκώνοντας τα χείλη του, με το χέρι ακουμπισμένο χαϊδευτικά στο στιλπνό μαύρο σώμα του ζώου, εκείνο έγλειψε νιαουρίζοντας σιγανά τα υγρά του μάγουλα.  «Φιλαράκο, μας έσωσες και πάλι»  είπε ο άντρας στενάζοντας και πήρε τον Νανακέ στην αγκαλιά του «αλλά για το όνομα της θεάς μη μου το ξανακάνεις αυτό, στ’ αλήθεια δεν θα το αντέξω».

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: