,

Άλλη μια μέρα στη δουλειά

Εκείνος ο δρόμος που έβγαζε στο μαγαζί, ένιωθε σαν να ήταν το σπίτι της. Τον περπατούσε με κλειστά μάτια. Ήξερε όλες τις συνήθειες που είχαν οι γειτόνισσες πωλήτριες, αν και δεν θυμόταν πάντα τα ονόματά τους. Η Αλίκη είχε πλέον τον ίδιο αέρα με αυτές κι αν έβλεπε κάποια κοπέλα στο δρόμο, αναγνώριζε ενστικτωδώς αν ήταν πωλήτρια. Έβλεπε το περπάτημά τους, τη στάση του σώματος, μύριζε αυτόν τον αέρα και συχνά αυτήν την απελπισία.

Από τότε που ξεκίνησε να δουλεύει, άλλαξε στυλ, ντυνόταν πιο προσεγμένα και για να ταιριάζει με τις υπόλοιπες και για να σταματήσει ο υπεύθυνος της να την αποκαλεί χωριάτα. Ξεκίνησε να βάφεται και πιο έντονα και κατήργησε τα τσιμπιδάκια από το χτένισμά της.

Εκείνη τη μέρα μπήκε στο μαγαζί χωρίς να του μιλήσει. Ανέβηκε στον πάνω όροφο, άφησε τα πράγματά της και περίμενε υπομονετικά να έρθει η συνάδελφος της, το στήριγμα της. Σήμερα η Άννα δεν θα έφευγε για το νυχτερινό της μάθημα, για να αντιμετωπίσουν μαζί την απογευματινή του κρίση.

Είδαν ξανά στις κρεμάστρες ρούχα που δεν ήταν της φίρμας και ο υπεύθυνος τους υποσχέθηκε ποσοστά.

“Καλύτερα να πάρω ένα ψαλίδι και να τους ανοίξω τρύπες” ψιθύρισε η Αλίκη και η συνάδελφος της κούνησε το κεφάλι.

Το απόγευμα δεν είχε κίνηση και τα κορίτσια έμειναν στον πάνω όροφο να τακτοποιήσουν τα ρούχα με τη σκέψη τους στο πολυπόθητο κλείσιμο της μέρας. Μία μπάλα πετάχτηκε στα σκαλοπάτια και είδαν τον υπεύθυνό τους να κάνει σουτάκια δίπλα στο ταμείο.

Η Άννα κατέβηκε και έβαλε τα άδεια κουτάκια μπύρας που ήταν δίπλα στην ταμειακή μηχανή, μέσα σε μια σακούλα. Παραπατώντας, ο υπεύθυνος ξάπλωσε φαρδύς πλατύς στα σκαλοπάτια, τη στιγμή που μπήκαν στο μαγαζί πελάτες.

Η Αλίκη κατέβηκε περνώντας από πάνω του για να εξυπηρετήσει τους ανθρώπους, αλλά έκαναν μεταβολή και έφυγαν.

“Άχρηστες! Ένα ρούχο δεν είστε ικανές να πουλήσετε! Δείτε τι μου έμαθε ο δικός μου δάσκαλος!” μουρμούρισε ο υπεύθυνος και μπουσουλώντας, ανέβηκε τα σκαλοπάτια μέχρι τον πάνω όροφο. Τα επιμελώς διπλωμένα ρούχα, πετάχτηκαν στον αέρα σαν πυροτεχνήματα. Μπλούζες στην σκάλα, τζιν στο πάτωμα και εκείνο το ωραίο superdry φόρεμα στο φωτιστικό.

Όσο τα κορίτσια δίπλωναν ξανά τα ρούχα, η γνωστή μυρωδιά ξεπρόβαλε από την τουαλέτα όπου ο υπεύθυνος έπινε το τσιγάρο του.

“Τόσους μήνες τα ίδια και τα ίδια. Δεν μπορώ άλλο, θα τον σκοτώσω!”

“Αλίκη, δεν αξίζει για τα λεφτά”.

“Ποια λεφτά; Τόσα μηνιάτικα μας έχει φάει”.

“Και πόσα μεροκάματα από τις κοπέλες που έρχονται για τα δήθεν δοκιμαστικά”.

“Άννα, θα τον καταγγείλω. Θα είσαι μάρτυρας;”

” Φυσικά, κοριτσάκι μου”.

“Πάμε να φύγουμε από εδώ μέσα”.

“Και δεν πάμε;” αναφώνησε η Άννα και τα κορίτσια γέλασαν δυνατά.

Βλέποντάς τες να εγκαταλείπουν το μαγαζί, ο υπεύθυνος φώναξε σε πλήρη σύγχυση “Πόρνες, πόρνες και οι δύο σας, πού πάτε; Ζητάω συγγνώμη, για όλα και αν μπορώ να σας ξεπληρώσω, θα το κάνω και σε είδος”.

Μην πέφτεις θύμα εργασιακής εκμετάλλευσης. Κατάγγειλε κάθε παράνομη συμπεριφορά.

C.C.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: