,

Η Καταστροφή

Αύγουστος 1922

Ο φίλος του Ιωακείμ ο βουλευτής των Φιλελευθέρων προσπάθησε να προειδοποιήσει την οικογένεια! Από τον Ιούνιο, που άρχισε να ισχύει ο νόμος «περί διαβατηρίων», από την Κυβέρνηση της Αθήνας, που ήθελε να εμποδίσει πιθανές εισροές προσφύγων από την Μικρά Ασία! Εισροές που θα ήταν κυρίως φιλοβενιζελικοί ψηφοφόροι! Άλλωστε όλο και πιο πολλοί έβλεπαν την κατάρρευση του Μετώπου.
–«Γιακίμη», του λέει «πούλα ότι έχεις και πέρνα απέναντι στη Χίο. Σε περιμένει σπίτι και δουλειά μέχρι να ορθοποδήσετε! Θα φύγει ο στρατός και θα είσαστε στο έλεος των Τούρκων!».
Ο Ιωακείμ δεν ήθελε να δει τον κίνδυνο! Κανείς δεν ήξερε τι γινόταν στο μυαλό του! Ήταν πια ένας μεσήλικας που είχε χτίσει τη ζωή του απ΄ την αρχή, τόσες φορές. Σμύρνη , Αργεντινή, Αϊβαλί, και τώρα ξανά Σμύρνη, σε ένα νέο σπίτι δικό τους. Όλες του οι οικονομίες πήγαν εκεί. Η Σοφία με τα κορίτσια μόλις είχαν κρεμάσει καινούριες χειροποίητες κουρτίνες με κοφτό κέντημα!
Κάθε φορά που η οικογένεια του μεγάλωνε, μέσα από απώλειες, ναι, αλλά εκείνος κατάφερνε να μεγαλώσει ξανά την ευημερία της, απ΄την αρχή.
Έχοντας ζήσει το διωγμό του 1915, πίστευε ότι θα επιβιώσουν. Όταν τελικά ο φίλος του έφυγε με το Ελληνικό επιτελείο, του είπε ότι παρ’ όλα αυτά εκείνος θα τους περιμένει στην Χίο!
Η οικογένεια όσο πέρναγαν οι μέρες και ο στρατός αποχωρούσε, προετοιμαζόταν! Επισκέφτηκαν την γιαγιά Ιωάννα στο γηροκομείο, λίγο πριν φύγουν οι τελευταίοι στρατιώτες. Με δυσκολία τους αναγνώρισε. Την χαιρέτησαν μην ξέροντας αν και πότε θα την ξαναδούν!

Ο Ροδίτης φίλος.

Λίγο πριν την μοιραία φωτιά, έχουν συγκεντρωθεί όλοι μαζί στο διώροφο σπίτι στον Αγ. Τρύφωνα. Η Φωτώ με τα παιδιά της , ο Χρήστος ναυτόπαις πια είναι με άδεια στην Σμύρνη, είναι μαζί τους. Η μάνα της , η γιαγιά Γαρυφαλιά και η αρραβωνιασμένη αδερφή του Ιωακείμ η Μαρίκα είναι και εκείνοι μαζί τους. Οι Παπάζογλου, η θεία Καλομοίρα με τον άντρα της και τα παιδιά της, ήταν στην ενδοχώρα όπου δούλευε σαν μηχανικός ο άντρας της.
Ενώ προσπαθούν να βρουν τρόπο να περάσουν απέναντι, διότι οι Τσέτες έχουν αρχίσει να λεηλατούν και να σφάζουν, έρχεται στο σπίτι ένας φίλος της οικογένειας να τους προσφέρει σωτηρία . Τον γνώρισαν από την γειτονιά που έχει το μοδιστράδικο η Μαρίκα και δουλεύει μαζί της και η δεκαεπτάχρονή Σταυρία. Είναι από τη Ρόδο, άρα Ιταλός υπήκοος, ενδιαφέρεται για τη Σταυρία και αγαπά την οικογένεια. Έχει βγάλει τα απαραίτητα χαρτιά για να τους πάρει μαζί του σαν οικογένειά του, με Ιταλικό καράβι .Δύο συνοικίες δρόμο ήρθε γι’ αυτό. Έχει επιτραπεί μόνο σε ξένους υπηκόους να φύγουν και πρώτα Ιταλούς και Γάλλους καθολικούς. Θα περιμένουν στην Σάντα Μαρία την Ιταλική Καθολική εκκλησία μέχρι να έρθει καράβι .
Έτσι και έγινε! Η Σοφία φόρεσε σαν ζώνη τη θήκη για χρήματα που φορούσαν οι ταξιδιώτες της Ανατολής και εκεί ο Ιωακείμ πέρασε όσες χρυσές λίρες μπόρεσε να συγκεντρώσει.
Ο Κώστας που είναι είκοσι χρονών πρέπει να μεταμφιεστεί σε έφηβο. ‘Έτσι λεπτοκαμωμένος που είναι ξύρισε το μουστάκι και φόρεσε κοντά παντελόνια με λεπτές γυναικείες κάλτσες, για να μοιάζει δεκαπέντε και να μην τον πιάσουν οι Τούρκοι για τα Αμελέ Ταμπουρού. Θα προσπαθήσει να περάσει μόνος απέναντι γιατί όλοι ξέρουν ότι η οικογένεια Σαράφογλου έχει ένα ενήλικα γιό. Ο Ιωακείμ έχει αφήσει γένια και έχει βάλει φέσι προσπαθώντας να μοιάζει γηραιότερος .
Για άλλη μια φορά η οικογένεια αποχαιρετά το σπίτι της με μόνο τα ρούχα που φοράνε και ότι μπορούν να κρατήσουν στα χέρια.
Με περιβραχιόνιο την Ιταλική σημαία ο Ροδίτης φίλος τους τους συνόδευσε και κλείστηκαν μαζί με άλλους Ιταλούς στην Σάντα Μαρία.
Μέχρι αρχές Σεπτεμβρίου( με το νέο ημερολόγιο), που οι Τούρκοι πυρπόλησαν τον Αγ. Νικόλα την Αρμένικη εκκλησία στην παλιά τους γειτονιά γεμάτη γυναικόπαιδα! Η φωτιά κράτησε πέντε μέρες και με τη βοήθεια του ανέμου και μπιτόνια βενζίνης, έκαψε όλη τη Σμύρνη εκτός από την Τούρκικη και Εβραϊκή συνοικία.
Δεν άργησε να φτάσει και στην Ευρωπαϊκή συνοικία που ήταν η Καθολική εκκλησία. Τότε ήρθε ένα άγημα Ιταλών και σχηματίζοντας αλυσίδα περιφρούρησης παρέλαβε τους Ιταλούς υπηκόους. Τόσες μέρες μέσα στην εκκλησία, είχαν γνωριστεί με μια Ιταλίδα κυρία και την υπηρέτριά της. Είδε η γυναίκα ότι η οικογένεια είχε τόσα μικρά παιδιά και προσφέρθηκε να κρατήσει αγκαλιά την τρίχρονη Μαρίτσα, αφού θα έμπαιναν στο ίδιο καράβι. Με βαριά καρδιά δέχτηκαν ο Ιωακείμ και η Σοφία.
Η Σοφία κρατούσε στην αγκαλιά της τον έξι μηνών Μιχαλάκη. Ο Ιωακείμ την έξι χρονών Ελευθερία και ένα δέμα. Η Σταυρία ανάμεσά τους, προσπαθώντας να μην φαίνεται και την εντοπίσει κανένας Τούρκος, κρατούσε ένα μπόγο. Ο Γιώργος κρατούσε τον πατέρα του από το ζωνάρι για τα μην τον χάσει.

Σεπτέμβριος 1922

Βγαίνουν προσπαθώντας να περπατούν στο κέντρο και όχι στις άκρες. Η αλυσίδα του αγήματος δεν είναι πολύ δυνατή, γρήγορα σπάει από το πλήθος και στα πλάγια υπάρχουν Τσέτες και όχλος χωρικών από τα βάθη της Μικρασίας που αρπάζουν όποιον ξεχωρίσουν άντρα ή γυναίκα και κυρίως νέα κορίτσια . Η αναπνοή είναι δύσκολη από την οσμή του καπνού και της καμένης σάρκα.
Προσπαθεί ο Ιωακείμ και η Σοφία να έχουν οπτική επαφή με τους δικούς τους. Τη Μαρίκα και τον αρραβωνιαστικό τη, τη Φωτώ τη γιαγιά Γαρυφαλλιά και τα παιδιά, αλλά πιο πολύ με την Ιταλίδα που κρατάει την Μαρίτσα. Το πλήθος πανικόβλητο προχωράει μπροστά σχεδόν χωρίς να πατάει στη γη. Κι αν πατάει δεν προλαβαίνει να δει αν πατάει πράγμα ή άνθρωπο, δικό του ή ξένο, ζωντανό τη πεθαμένο, όπως έχει περιγραφή από τόσες μαρτυρίες. Ο Ιωακείμ τράβηξε τη Σταυρία που πήγε να πέσει, δεν πρέπει να βρεθεί στα χέρια των Τούρκων.
Ξαφνικά η Σοφία αρχίζει να κλαίει, φωνάζοντας πως χάσανε τη Μαρίτσα! Ο Ιωακείμ ξαφνικά έπαψε να αισθάνεται το χέρι του Γιωργάκη στην ζώνη του. Γυρίζει να δεί αλλά σπρωγμένος από το πλήθος δεν μπορεί να τον φτάσει. Εκείνος του φωνάζει ότι δεν μπορεί να αναπνεύσει και τον βλέπει από μακριά να κουρνιάζει στα σκαλιά ενός μεγάλου κτιρίου.
Τρελαμένο το πλήθος από φόβο και πόνο για ότι είδε και άφησε πίσω του, φτάνει στην αποβάθρα. Όποιος πυροβολείται ή λιπόθυμά δεν πέφτει κάτω από τον πολύ κόσμο. Ο Ιωακείμ βλέπει μια μαούνα μπροστά και καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος για όλο αυτό το άτακτο και τρελαμένο από τη φωτιά πλήθος, εκατοντάδων ανθρώπων, αλλά σπρώχνεται χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι.
Κάποια στιγμή η μαούνα βουλιάζει από τον κόσμο, και σε λίγο ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούγεται και ο Ιωακείμ κατάλαβε ότι η προβλήτα μπροστά τους σπάει και γέρνει προς τη θάλασσα. Σπασμένες σανίδες, χέρια, πόδια και κεφάλια γίνονται ένα!
Το μόνο που πρόλαβε ήταν να κρατήσει γερά τη Ελευθερία και τη Σοφία από το μανίκι καθώς έπεφταν. Παρακαλούσε μόνο να μπορέσει να τις βγάλει όλες στην επιφάνεια ξανά!

Τα πνευμόνια του κοντεύουν να σκάσουν! Τα νερά είναι ένας μαύρος βούρκος και βρομάνε όπως σε όλα τα λιμάνια. Βγαίνει στην επιφάνεια και συνειδητοποιεί ότι τραβάει τα κορίτσια μαζί του! Τις βοηθάει να πιαστούν από ένα στύλο που στηρίζει την αποβάθρα, και βουτάει ξανά γρήγορα! Πρέπει να φτάσει γρήγορα εκεί που βυθίστηκε η Σοφία με το μωρό! Μέσα στο σκοτάδι πιάνει κάτι. Μακάρι να μην κάνει λάθος θεέ μου, είναι τόσο βαριά με τη ζώνη που φοράει στη μέση της!
Βγαίνουν την επιφάνεια, δίπλα του ένας Ιταλός ναύτης που βοηθάει κόσμο, τον βοηθάει με το Μιχαλάκη. Ευτυχώς, αλλιώς κάποιος από τους δυο θα χανόταν στα σκοτεινά νερά. Τους κρατάει γερά και τους τοποθετεί σε έναν άλλο στύλο. Προσπαθεί να βρει την ανάσα του, και κοιτάζει γύρω του.
Ψάχνει τους υπόλοιπους, την αδερφή του Μαρίκα, την έσωσε ο αρραβωνιαστικός της. Ο Γιάννης Συρινίδης ξέρει καλό κολύμπι. Το ίδιο και ο Χρήστος Γρηγορίου που βοηθάει την μητέρα του Φωτώ και τα μικρότερα αδέρφια του. Τώρα βοηθάνε και άλλους, ο Γιάννης αναγκάζεται τα χτυπήσει κάποιον που τον άρπαξε πανικόβλητος και θα τον τραβήξει στο βυθό . Ο Ιωακείμ τους φωνάζει να μην βγουν αμέσως στην προκυμαία γιατί οι Τσέτες πυροβολούν όποιον καταφέρει να ανέβει. Πρέπει να κρατηθούν όπως μπορούν και να βγουν αργότερα. Γύρω τους κραυγές, κλάματα και πτώματα παντού.

Την ίδια στιγμή σε κάποια άλλη μεριά της προκυμαίας του Κε, καθώς πέφτει το σκοτάδι, φτάνει ο Γιωργάκης, προσπαθώντας ακόμα να αναπνεύσει. Παντού ακούγονται εκρήξεις. Κάποιος του λέει ότι είναι οι μηχανές από τους κινηματογράφους που παίρνουν φωτιά και εκρήγνυνται. Πιο μακριά ανατινάζονται αποθήκες. Γύρω του είναι πτώματα και μπόγοι, μπαούλα, περιουσίες μιας ζωής. Μπροστά του επιπλέουν πτώματα των περισσότερων, που πέταξαν αυτά τα πράγματα και προσπάθησαν να φτάσουν στα καράβια. Καράβια που είναι τραβηγμένα στα βαθιά, για να μην κινδυνέψουν από τη φωτιά. Ουδέτεροι παρατηρητές μιας απόλυτης, αποτρόπαιης καταστροφής, για να μην δυσαρεστήσουν τους σύμμαχους τους Τούρκους βοηθώντας εχθρούς τους!
Παιδιάστικα ο Γιώργος χαζεύει γύρω του, μη συνειδητοποιώντας απόλυτα τον κίνδυνο και παρακαλεί όποιον βουτάει να τον πάρει μαζί του! Τη στιγμή που, όπως του λένε δεν ξέρουν και εκείνοι αν θα φτάσουν ποτέ στα καράβια! Το ξημέρωμα τον βρήκε εκεί ανάμεσα στα πτώματα ώσπου τον είδε ένας γείτονας και του είπε ότι η οικογένεια του είναι στο σταθμό του τραίνου Αϊδινίου-Πούντας. Έτσι ξεκίνησε για εκεί με μεγάλες προφυλάξεις…
Όλες αυτές τις μέρες, από τότε που η οικογένεια κλείστηκε στη Σάντα Μαρία, μέχρι τη στιγμή που υποχώρησε η προβλήτα, ο Κώστας προσπαθεί να γλυτώσει από τους Τούρκους, ζώντας τις δικές του περιπέτειες!
Σε μια προσπάθεια να μπει σε βάρκα που πήγαινε Ιταλούς υπηκόους στο καράβι τους, βλέπει τη Μαρίτσα που την κρατούσε αγκαλιά μια κυρία! Ζητά να του την δώσουν και εκείνες δεν την δίνουν, δεν τον ξέρουν. Γίνεται φασαρία και οι επιβάτες που θέλουν να γλυτώσουν, επεμβαίνουν και υποχρεώνουν την κυρία με την καμαριέρα της να δώσει το παιδί, αφού βλέπουν ότι τον γνωρίζει και τον ζητάει! Αργά την ίδια μέρα με την αδερφή του αγκαλιά μαθαίνει από γνωστό του ότι, όσοι γλύτωσαν από τη Σάντα Μαρία, μάλλον και η οικογένειά του, είναι στο σιδηροδρομικό σταθμό. Προσπαθεί να φτάσει εκεί.

Σταθμός Αϊδινίου-Πούντας.

Δυο μέρες είναι κρυμμένοι στο σταθμό των τρένων. Προσπαθούν να κάνουν ησυχία για να μην τους ακούσουν οι Τσέτες. Τους είπαν ότι από εκεί θα έρθει Ιταλικό ή Ελληνικό καράβι να παραλάβει γυναικόπαιδα.
Η Σοφία κοντεύει να τρελαθεί! Ο Μιχαλάκης κλαίει συνέχεια από τη στιγμή που ήρθαν. Πολλές φορές , όρμησαν κάποιοι αγριεμένοι φωνάζοντας πνίξτε το θα μας ακούσουν οι Τσέτες! Αν δεν ήταν ο Ιωακείμ και η οικογένειά της, η Φωτώ, ακόμα και η μάνα της, η Γαρυφαλλιά παρά τα χρόνια της έχει πειθώ. Πως φοβόταν ότι θα της πνίξουν το βράδι το παιδί! Δεν κοιμάται σχεδόν! Και πώς να κοιμηθεί; Δεν ξέρει τι έχει απογίνει ο Γιώργος που τον έχασαν στο πλήθος! Η Μαρίτσα της; Το κοριτσάκι της; Η Ιταλίδα φαινόταν καλή γυναίκα και ευκατάστατη! Αν έχανε το κοριτσάκι της, προσεύχεται να είναι τουλάχιστον καλά! Ο Κώστας είναι καλό και άξιο παλληκάρι, όλοι ελπίζουν να τον βρουν απέναντι γερό!
Ο Ιωακείμ την κοιτάζει μουδιασμένος και εκείνος. Τι να της πει; Πώς να την παρηγορήσει; Δεν ξέρουν την τύχη τριών από τα παιδιά τους! Σκέφτεται και τη μάνα , την κυρία Ιωάννα… Μακάρι όταν μπήκαν οι Τούρκοι στο προάστιο που ήταν το γηροκομείο, να μην υπέφερε, να μην κατάλαβε, χαμένη στο παρελθόν της…
Αλλά τα παιδιά του πού να’ ναι; Ο Γιωργάκης είναι μικρός και άμυαλος ακόμα, δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του… Ο ύπνος τους είναι λίγος και ταραγμένος. Κοιμούνται με βάρδιες για λίγο. Ο αδερφός της Σοφίας, ο Νίκος Καραμιχάλης, ο Γιάννης Συρινίδης, και εκείνος όταν απομακρύνονται για τρόφιμα η για να κοιμηθούν, κάποιος μένει επιφυλακή. Οι νύχτες είναι δύσκολες. Οι λεηλασίες και οι αρπαγές γυναικών και κοριτσιών συχνές από τις περιπολίες Τούρκων.
Με το ξημέρωμα προσπάθησε να βγει έξω να μάθει νέα. Φτάνοντας στην είσοδο του σταθμού, ανάμεσα σε άλλα παιδιά βλέπει το Γιωργάκη να ψάχνει το πλήθος με το βλέμμα! Δεν πιστεύει στα μάτια του! Τον αγκαλιάζει και τον παίρνει μαζί του. Πόσο χάρηκαν όλοι! Του έδωσαν νερό και η γιαγιά Γαρυφαλλιά τον κοιμίζει στην ποδιά της. Φαίνεται ταλαιπωρημένος και άυπνος. Ο Ιωακείμ βγήκε για να φέρει ότι φαγώσιμο μπορούσε να βρει, γύρισε σούρουπο πια!
Τότε εκεί ανάμεσα στον κόσμο είδε τον Κώστα με τη Μαρίτσα αγκαλιά! Την ίδια στιγμή τον είδε και η Σοφία και έμπηξε τις φωνές! Τρελάθηκαν από τη χαρά τους! Ο Κώστας έψαχνε από νωρίς ανάμεσα στο πλήθος να τους βρει! Πώς έγινε αυτό το θαύμα! Μέσα σ’αυτό το χαμό τους αγαπάει ο θεός! Αναθάρρεψε ο Ιωακείμ, τώρα ελπίζει ξανά. Το μούδιασμα έφυγε, είναι όλοι ζωντανοί και μαζί! Αύριο είναι μια νέα μέρα και θα κινήσει γη και ουρανό να βρει τρόπο, να βρει καράβι, να σωθούν τα γυναικόπαιδα και αν τα καταφέρει και εκείνος ακόμα καλύτερα!
Το πρωί ο Ιωακείμ έχει φύγει νωρίς μόνος και άφησε τον Κώστα για λίγο μαζί τους. Προσπαθεί να βρει ξένους υπηκόους για να μάθει κάτι. Η φωτιά έσβησε σχεδόν και η Σμύρνη, τα όμορφα κτήριά της, είναι ένα άδειο κουφάρι που καπνίζει…Έμαθε όμως ότι θα επιτραπεί τελικά σε Ιταλικά και Ελληνικά καράβια να παραλάβουν μόνο γυναικόπαιδα! Θα πλευρίσουν στην Πούντα με συνοδεία Αγγλικών πολεμικών για ασφάλεια! Ύστερα από πιέσεις του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, στο Κεμάλ προσωπικά εκείνος υποχώρησε.
Γύρισε να τους πει να ετοιμάζονται, αλλά θύμωσε πάρα πολύ! Η αδερφή του Μαρίκα με το Γιωργάκη πήραν το κλειδί του σπιτιού του Αγ. Τρύφωνα και πήγαν να δουν τι μπορούν να σώσουν. Τα έβαλε με όλους που τους άφησαν να φύγουν! Μια νέα γυναίκα εικοσιπέντε χρονών και ένας έφηβος… Δεν είχαν καθόλου μυαλό λοιπόν; Τελικά γύρισαν λίγο πριν το σούρουπο, αφού όλοι είχαν τρελαθεί από την αγωνία. Κατάχλομοι τους διηγήθηκαν την περιπέτειά τους.
Το σπίτι ήταν καμένο όπως όλες οι γειτονιές της Ελληνικής συνοικίας. Ο Γιώργος τους είπε κλαίγοντας, ότι βρήκε τα παπάκια της στέρνας τους καμένα πάνω στην βυσσινιά, το ίδιο και το καραβάκι που του είχε φτειάξει ο μπαμπάς του! Όπως ακριβώς τα είχαν αφήσει!
Μετά η Μαρίκα τους είπε ότι γυρνώντας, έπεσαν σε περίπολο από Τσέτες και κρύφτηκαν σε μια αυλή, γι’ αυτό άργησαν. Τότε συνειδητοποίησαν πόσο κινδύνεψαν!
Όλες αυτές τις μέρες ο Μιχαλάκης δεν σταματάει να κλαίει! Δεν ξέρουν τι να κάνουν, κάτι συμβαίνει με το παιδί, αλλά τέτοιες ώρες είναι αδύνατο να βρουν γιατρό! Μόνο στην Μυτιλήνη, μέρες αργότερα, θα δει το παιδί γιατρός που βοηθάει τους πρόσφυγες. Από το αυτάκι του τρέχει αίμα και πύον. Μόλυνση θα τους πει από τα βρώμικα νερά του λιμανιού όπου έπεσαν. Έσπασε το τύμπανό του και δεν μπορεί να γίνει πια τίποτα. Και πράγματι σε όλη του τη ζωή ο Μιχάλης Σαράφογλου δεν θα ακούει από το ένα αυτί …
Την επομένη θα έρθει καράβι. Ο Κώστας πρέπει να βρει τρόπο να περάσει απέναντι μόνος του, σε λίγο θα φαίνονται τα γένια του. Δεν πρέπει κανείς να καταλάβει ότι δεν είναι έφηβος αλλά νεαρός άνδρας. Ο Ιωακείμ στέλνει πίσω του το Γιώργο και αν δει ότι ο Κώστας τα κατάφερε να τους το πει.
Ο Γιώργος στην αρχή ακολουθεί τον Κώστα μέσα στο πλήθος, αλλά γρήγορα γίνεται δύσκολο γιατί μικρόσωμος καθώς είναι τον χάνει συχνά και ο Κώστας του λέει να γυρίσει πίσω. Εκείνος θα βρει την οικογένεια αργότερα απέναντι. Τι πέρασε, πώς πέρασε απέναντι λίγοι το ξέρουν. Είναι μια άλλη ιστορία που δεν ξέρω να διηγηθώ…
Μετά από λίγη ώρα Γιώργος ξανά χάνεται μέσα στο πλήθος και χαζεύει τα γνώριμα του κτίρια όπως το Σπότρινγκ Κλάμπ, που καπνίζουν ερείπια πια. Είναι ένα παιδί που αγαπάει το ποδόσφαιρο και το μυαλό το είναι μόνο στο παιχνίδι. Αναλογίζεται ότι θα καταστράφηκε το γήπεδο και οι εγκαταστάσεις του Απόλλωνα στον Αγ. Τρύφωνα, εκεί που τόσο τους άρεσε να παίζουν μπάλα και αθλήματα…
Κάποια στιγμή το πλήθος κινείται και το ακολουθεί προς το καράβι που έχει έρθει, όπως του είχε πει ο πατέρας. Μια ηλικιωμένη κυρία του ζητά να την βοηθήσει με ένα καλάθι γεμάτο πορσελάνες που κρατάει, αφού θα μπουν στο ίδιο καράβι! Εκείνος δέχεται και ανεβαίνει μαζί της, χαζεύοντας για τελευταία φορά τη Σμύρνη που καπνίζει ακόμα!

Ο Ιωακείμ βεβαιώθηκε ότι η Σοφία και τα παιδιά ανεβαίνουν στο καράβι. Μόνο τότε πλησίασε το κιγκλίδωμα που τους χωρίζει και προσπαθεί να περάσει από τους φρουρούς. Καμπούριασε για να φαίνεται γηραιότερος, όταν τον σταματούν οι φρουροί. Βρίσκονται σε όλη τη σειρά παραταγμένοι και ψάχνουν όλους, παίρνοντάς τους ότι πολύτιμο έχουν.
Και εκείνος έχει τρις χρυσές λίρες γι’ αυτό. Εκείνοι ζητούν και το ρολόι με την αλυσίδα του πατέρα του που είδαν. Του τραβούν με τη βία και ένα δακτυλίδι ευτυχώς βγήκε γιατί θα του έκοβαν το δάκτυλο, όπως έγινε στον προηγούμενο από αυτόν, που προσπάθησε να περάσει…
Επιτέλους ανέβηκε και βρήκε στο κατάστρωμα τη Σοφία εκεί ακριβώς που της είχε πει να περιμένει. Τις τακτοποίησε κάτω Η Σοφία και τα κορίτσια είχαν δει και είχαν ζήσει τόσα πολλά αυτές τις μέρες, δεν ήθελαν να δουν τίποτα άλλο. Εκείνος ανέβηκε ξανά στο κατάστρωμα να αποχαιρετήσει την προηγούμενη ζωή του για τελευταία φορά…
Στις σκάλες βρήκε το Γιώργο να ψάχνει σαν χαμένος με ένα καλάθι στο χέρι! Τον αγκάλιασε χαρούμενος και εκείνος του είπε για τη γηραιά κυρία! Ήλπιζε να ήταν με τον Κώστα ο Γιωργάκης, αλλά στην πραγματικότητα ανησυχούσε και έψαχνε στο πλήθος, χωρίς να πει τίποτα στη Σοφία. Τον έστειλε κάτω να βρει τη μητέρα του και τα κορίτσια.
Εκείνος έμεινε να κοιτάει τη Σμύρνη που χανόταν από τα μάτια του και από το χάρτη! Την αποχαιρετούσε μαζί με τη μάνα του, τον γαμπρό του, τόσους φίλους και συγγενείς! Την αποχαιρετούσε μαζί με τη νιότη του, τις ρίζες του, τα πάντα…
Από δω και εμπρός φοβόταν ότι θα ήταν μισός, ο άλλος μισός θα έμενε εκεί στις στάχτες της Σμύρνης!
Ήθελε να πιστεύει ότι είναι από τους τυχερούς, κατάφερε να σώσει την οικογένειά του. Σίγουρα ο Κώστας του θα τα κατάφερνε να σωθεί. Άλλοι είχαν πιο τραγική κατάληξη.
Βλέποντας τη Σμύρνη να καίγεται και τόσους πρόσφυγες από τα βάθη της Μικράς Ασίας μέχρι τα παράλια, ήξερε ότι δεν υπήρχε γυρισμός. Οι Τούρκοι είχαν ξεριζώσει βαθιές ρίζες. Έβλεπε τον κόσμο γύρω του, τόσο χαμένο και μουδιασμένο από τον πόνο και κατάλαβε ότι κάποιοι από αυτούς δεν θα κατάφερναν να κάνουν ποτέ ξανά νέες ρίζες. Παντού θα νοιώθουν προσωρινοί, πρόσφυγες. Και εκείνος ελπίζει να βρει το δρόμο του γρήγορα ξανά, ο καιρός θα δείξει.
Ελπίζει να μπορέσουν, να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, τα παιδιά του δηλαδή, εκείνος μάλλον θα είναι από εκείνους που θα είναι με το βλέμμα στραμμένο στην άλλη μεριά της θάλασσας.
Ο Ιωακείμ δεν ήθελε να πιστεύει σε κατάρες, αλλά αν έπρεπε να χαθεί η Ιωνία, που ήκμασε από την αρχαιότητα μέχρι τώρα, η κατάρα του ήταν ότι έγινε επί των ημερών του, για να ζήσει τόσο βαθύ και έντονο πόνο. «Άραγε παππού έγινε το χατίρι σου; Όλο το μάλαμα έγινε στάχτη πιά;» Σκέφτηκε και γύρισε να φύγει, ο καπνός της Σμύρνης φαινόταν ακόμα και όταν ξεμάκρυναν στα ανοιχτά.
Αντίο Σμύρνη, αντίο μάνα, μουρμούρησε και κατέβηκε να βρει την οικογένειά του….

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: