, ,

Άρωμα Μέντα και Βερίκοκο

Η Σόφι καθόταν στο παγκάκι του άλλοτε όμορφου, καταπράσινου πάρκου, που πλέον είχε μετατραπεί σε μια γκρίζα έκταση από τσιμέντο. Η αποπνικτική ζέστη του καλοκαιριού, της προκαλούσε δυσφορία. Τα ρούχα κολλούσαν πάνω στο δέρμα της. Σκούπισε τον ιδρώτα που έτρεχε από το μέτωπό της και κοίταξε τα σάπια βερίκοκα που είχαν πέσει στο έδαφος. Το γλυκερό πλέον άρωμά τους, ανακατευόταν με τη μυρωδιά του τσιμέντου και της έφερνε αναγούλα. Στράφηκε προς την κόρη της, που καθόταν δίπλα της. Η Λίζα της χαμογέλασε.

Εκείνη σηκώθηκε. Κούνησε το κεφάλι κι έσφιξε τα χείλη. Κλώτσησε μια πέτρα προς το σημείο όπου υπήρχε παλιά μια μικρή λίμνη με πάπιες. Κοίταξε τα μπάζα που ήταν στοιβαγμένα σε μια γωνιά.

Το θυμόταν σαν να ήταν χθες…

Κάθονταν στο ίδιο ακριβώς παγκάκι και η Λίζα της είχε ζητήσει το αγαπημένο της παγωτό: μέντα και βερίκοκο. Κι εκείνη το είχε αγοράσει από τον παγωτατζή που ήταν σταθμευμένος στο συνηθισμένο του σημείο. Το μικρό κορίτσι το είχε αρπάξει από το χέρι της και το έτρωγε λαίμαργα. Και μετά… και μετά… για κάποιο λόγο αδυνατούσε να θυμηθεί τι είχε συμβεί μετά.

Ένα δυνατός κρότος ακούστηκε και η Σόφι ένιωσε έναν διαπεραστικό πόνο στο κεφάλι. Πίεσε τους κροτάφους με τα δάχτυλά της. Εκείνη τη στιγμή, ένα ελαφρύ αεράκι φύσηξε και η μυρωδιά του τσιμέντου εισχώρησε απότομα στα ρουθούνια της. Άρχισε να βήχει. Ήξερε τι συνέβαινε.

Εδώ και αρκετό καιρό, τα σπίτια της πόλης γκρεμίζονταν ένα προς ένα. Τη θέση τους έπαιρναν, όμοια, μονότονα, γκρίζα κουτιά, χωρίς πόρτες και παράθυρα. Όσες φορές τύχαινε να περάσει από δίπλα τους, ένιωθε περίεργα. Ανέδυαν μια παράξενη, άσχημη μυρωδιά﮲ μια μυρωδιά, που μύριζε τσιμέντο… και λησμονιά.

Κι έπειτα, ήταν κι εκείνος ο αλλόκοτος άντρας που έβλεπε να στέκεται έξω από κάθε καινούριο κουτί﮲ ένας άντρας που φορούσε μπορντό γιλέκο, λευκό πουκάμισο, μαύρο παπιγιόν και παντελόνι. Όποτε τύχαινε να την δει να περνάει από εκεί, της χαμογελούσε και μια ολόχρυση οδοντοστοιχία έλαμπε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του. Της Σόφι δεν της άρεσε καθόλου αυτός ο τύπος. Την έκανε να νιώθει, άβολα. Αισθανόταν ότι κάτι ήταν παράταιρο σε όλο αυτό το σκηνικό, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι. Ακόμα και η Λίζα, φοβόταν κάθε φορά που τον έβλεπε και κρυβόταν πίσω της. Η Λίζα… Η Λίζα…;

Και τότε, συνειδητοποίησε πως η κόρη της δεν την είχε ακολουθήσει. Γύρισε απότομα. Το παγκάκι ήταν άδειο. Το πλησίασε και κοίταξε γύρω της πανικόβλητη.

Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Η ανάσα της έγινε κοφτή.

Ξαφνικά, μια ανάμνηση ζωντάνεψε μπροστά στα μάτια της.

«Μαμά, θέλω παγωτό μέντα και βερίκοκο!», της είχε πει.

«Δύο χωνάκια με μία μπάλα μέντα και μία βερίκοκο», είχε ζητήσει εκείνη.

Και μετά… την κράτησε από το χέρι και περπάτησαν χαρούμενες, με όλα τa αρώματα και τα χρώματα να τις περιτριγυρίζουν. Και μετά…

Πάλι δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχε συμβεί μετά.

Τώρα όλες οι μυρωδιές είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται﮲ τα χρώματα να ξεθωριάζουν. Ναι, ήταν σίγουρη. Ακόμα και ο ουρανός είχε αρχίσει να χάνει το γαλάζιο του χρώμα και να γίνεται γκρίζος. Αν και ήταν καλοκαίρι, ο ήλιος κρυβόταν συνεχώς πίσω από σύννεφα που έμοιαζαν με θολές μουτζούρες.

«Λίζα!», φώναξε με όλη της τη δύναμη.

Ένας περίεργος θόρυβος την έκανε να στραφεί προς τα βερίκοκα. Το θέαμα που αντίκρυσε ήταν φρικιαστικό. Σκουλήκια είχαν αρχίσει να βγαίνουν μέσα από τη σάρκα τους﮲ λευκά, αηδιαστικά σκουλήκια, που σέρνονταν προς το μέρος της. Η μυρωδιά τσιμέντου και σαπίλας έγινε ακόμα πιο έντονη. Έβγαλε μια κραυγή και άρχισε να οπισθοχωρεί τρομαγμένη.

«Λίζα!», ούρλιαξε ξανά.

«Εδώ είμαι μαμά», άκουσε την ήρεμη φωνή της.

Το κορίτσι στεκόταν δίπλα της.

«Πώς…;», τραύλισε.

Κοίταξε τα βερίκοκα. Τα σκουλήκια είχαν εξαφανιστεί. Ξεφύσησε ανακουφισμένη. Γονάτισε κι έσφιξε την κόρη της στην αγκαλιά της. Αυτό συνέβαινε συχνά τώρα τελευταία. Πολλές φορές νόμιζε πως η Λίζα εξαφανιζόταν από κοντά της. Τελικά όμως διαπίστωνε πως είχε απλά απομακρυνθεί για λίγο. Πάντα επέστρεφε σε εκείνη. Τη φίλησε στα μαλλιά. Έκλεισε τα μάτια και ρούφηξε λαίμαργα τη μυρωδιά τους. Μύριζαν μέντα και βερίκοκο.

«Πού ήσουν;», τη ρώτησε τρυφερά.

«Με φώναξε η Λούσι».

«Η Λούσι;»

«Το κορίτσι με τα λευκά μαλλιά».

«Το… ποιο;!»

Η Σόφι την κοίταξε παραξενευμένη.

«Ποιο κορίτσι; Υπάρχει άλλο κορίτσι εδώ;», την ρώτησε και άρχισε να ψάχνει με το βλέμμα της.

Η Λίζα κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

«Τώρα όχι».

«Τώρα;», επανέλαβε η Σόφι. «Λίζα τι…»

Εκείνη την έπιασε από το χέρι.

«Μαμά πάμε να φύγουμε από εδώ», της είπε ήρεμα.

Η Σόφι έριξε μια ακόμα ματιά στα βερίκοκα. Της φάνηκε πως είδε κάτι να σαλεύει μέσα από τη σάρκα τους. Απέστρεψε το βλέμμα. Κοίταξε τη Λίζα κι ένευσε.

Άρχισαν να περιπλανιούνται στους έρημους δρόμους της πόλης. Όλα τα καταστήματα, ήταν κλειδαμπαρωμένα. Οι τεράστιες, σκουριασμένες αλυσίδες, είχαν αρχίσει να διαβρώνονται. Βρωμούσαν σιδερίλα. Αν εξαιρούσαν τον άντρα με τη χρυσή οδοντοστοιχία, είχαν καιρό να συνατήσουν ανθρώπους. Η Σόφι ήξερε πως υπήρχαν κι άλλοι. Σίγουρα υπήρχαν. Πώς αλλιώς γκρεμίζονταν όλες οι μονοκατοικίες και χτίζονταν στη θέση τους, εκείνα τα γκρίζα, μονότονα κουτιά που «έσβηναν» όλα τα αρώματα και μύριζαν τσιμέντο﮲ τσιμέντο και λησμονιά. Ναι, σίγουρα λοιπόν υπήρχαν άνθρωποι, απλά εκείνη δεν έτυχε να δει κανέναν εδώ και καιρό. Δεν την πείραζε. Μπορούσε πιο εύκολα να χάνεται στο παρελθόν και να φέρνει στη μνήμη της τις αγαπημένες τους μυρωδιές: τη μέντα και το βερίκοκο.

Έφτασε στη γειτονιά της. Ήταν η μόνη που συνέχιζε να έχει μονοκατοικίες που έμοιαζαν με κουκλόσπιτα. Στάθηκε μπροστά από το σπίτι της.

Και τότε, συνειδητοποίησε πως η Λίζα είχε χαθεί και πάλι από δίπλα της. Κι όμως ήταν σίγουρη, πως μέχρι πριν λίγο της κρατούσε το χέρι.

«Λί…», πήγε να φωνάξει, αλλά η γη σείστηκε.

Εκείνη ταλαντεύτηκε. Έχασε την ισορροπία της κι έπεσε πάνω στη σκληρή άσφαλτο. Το έδαφος μπροστά της άρχισε να καταρρέει. Τη στιγμή που δημιουργούταν ένας τεράστιος κρατήρας, εκείνη σύρθηκε προς τα πίσω. Χτύπησε με δύναμη την πλάτη της στο πεζοδρόμιο. Ο πόνος την έκανε να παραλύσει. Το έδαφος σταμάτησε να βυθίζεται, λίγα εκατοστά μακριά της. Η γη έπαψε να τραντάζεται. Έσκυψε μπροστά με κόπο και κοίταξε την τεράστια τρύπα που είχε ανοίξει. Αυτό που αντίκρυσε την έκανε να ουρλιάξει. Στα τοιχώματά της, υπήρχαν ανάγλυφα, ανθρώπινα, τσιμεντένια κορμιά, που αγκαλιάζονταν μεταξύ τους. Εκφράσεις πόνου ήταν αποτυπωμένες στα πρόσωπά τους. Προσπάθησε να φωνάξει ξανά, αλλά μιλιά δεν έβγαινε από το λαιμό της. Η έντονη μυρωδιά τσιμέντου και αίματος εισχώρησε στα ρουθούνια της και την έκανε να αναγουλιάσει. Κάλυψε το πρόσωπο με τα χέρια της για να κρύψει τη φρίκη που είχε αντικρύσει.

Και τότε, ένιωσε το βλέμμα κάποιου καρφωμένο πάνω της. Σήκωσε αργά το κεφάλι. Απέναντί της, στην άλλη πλευρά που υπήρχε στέρεο έδαφος, στεκόταν ένας άντρας με κατάλευκα μαλλιά και καταγάλανα μάτια που την κοιτούσε έντονα﮲ τόσο έντονα, που μπορούσε να νιώσει το βλέμμα του να της τρυπάει το δέρμα, να της τρυπάει το μυαλό, σαν εκατομμύρια βελόνες που την τσιμπούσαν και…

«Μαμά…», άκουσε μια σιγανή φωνή.

Στράφηκε απότομα προς τα πίσω. Η Λίζα ήταν στο άνοιγμα της πόρτας του σπιτιού τους. Γύρισε προς τον κρατήρα. Δεν υπήρχε πουθενά. Ο άντρας, είχε επίσης εξαφανιστεί. Ανασηκώθηκε παραξενευμένη, τίναξε τη σκόνη από πάνω της και προχώρησε προς το μέρος της.

«Λίζα;», απόρησε. «Πότε…»

«Έφτασα πιο γρήγορα από σένα», της είπε ήρεμα.

Το άρωμα από μέντα και βερίκοκο που αναδυόταν από την κόρη της, την ηρέμησε αμέσως. Χαμογέλασε. Μπήκε στο σπίτι και «ρούφηξε» λαίμαργα τις μυρωδιές που υπήρχαν διάχυτες στον χώρο. Πλησίασε στο ψυγείο. Τα κίτρινα χαρτάκια που είχε κολλήσει ήταν ακόμα εκεί.

«Μαμά, μην ξεχάσεις το άρωμα μέντα», της είχε γράψει η Λίζα και είχε ζωγραφίσει δίπλα ένα λουλούδι.

Γύρισε και την κοίταξε. Το κορίτσι βρισκόταν ακόμα εκεί και της χαμογελούσε. Η Σόφι πλησίασε το πρόσωπό της και μύρισε το σημείωμα. Μύριζε έντονα μέντα. Το άρωμα υπήρχε ακόμα. Τι θα γινόταν όμως αν… Κούνησε γρήγορα το κεφάλι της πέρα-δώθε. Τίποτα δεν θα γινόταν, γιατί αυτό το «αν», δεν θα συνέβαινε ποτέ.

Πήγαν στο παιδικό δωμάτιο με τους πορτοκαλί τοίχους. Η μυρωδιά του βερίκοκου ήταν διάχυτη στον χώρο. Ξάπλωσαν μαζί στο κρεβάτι  και κοίταξαν στην οροφή τους πλανήτες που φωσφόριζαν στο σκοτάδι.

«Μαμά, αν πάμε σε κάποιο αστέρι, θα βρούμε μέντα και βερίκοκο;», την ρώτησε η Λίζα.

Δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της Σόφι και μούσκεψαν το πράσινο μαξιλάρι. Άρωμα μέντας αναδύθηκε. Έκλεισε τα μάτια και βυθίστηκε σε ευωδιαστά όνειρα.

***

Ξύπνησε απότομα από ένα δυνατό θόρυβο. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου, είχαν αρχίσει να μπαίνουν στο δωμάτιο. Σηκώθηκε ζαλισμένη, πλησίασε στο παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα. Ο δρόμος ήταν έρημος. Τα παράθυρα και οι πόρτες των σπιτιών σφαλισμένα. Στράφηκε νυσταγμένη προς το κρεβάτι, αλλά άνοιξε διάπλατα τα μάτια. Η Λίζα δεν ήταν εκεί. Πανικοβλήθηκε. Φώναξε το όνομά της αλλά δεν πήρε απάντηση. Έψαξε όλο το σπίτι, αλλά δεν μπόρεσε να τη βρει. Προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα για να βγει έξω, αλλά ήταν κλειδωμένη. Το κλειδί δεν υπήρχε πουθενά. Τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα. Δοκίμασε να σπάσει το τζάμι, αλλά δεν τα κατάφερε. Κάθισε στο κρεβάτι και κάλυψε το πρόσωπο με τα χέρια. Η κόρη της είχε εξαφανιστεί.  Η μυρωδιά της όμως ήταν διάχυτη στον χώρο. Μπορούσε να την αισθανθεί. Ήξερε πως βρισκόταν κάπου εκεί, απλά για κάποιο περίεργο λόγο δεν μπορούσε να την δει. Και τότε, ένας ακόμα δυνατός θόρυβος την έκανε να αναπηδήσει. Κοίταξε έξω με γουρλωμένα μάτια. Η μονοκατοικία στο τέλος του δρόμου, δεν υπήρχε πια. Στη θέση της, είχε εμφανιστεί ένα γκρίζο κουτί, σαν αυτά που είχαν αρχίσει να γεμίζουν την πόλη. Μα πώς; Πότε; Μέχρι χθες… μέχρι χθες την έβλεπε. Ο άντρας με την ολόχρυση οδοντοστοιχία στεκόταν εκεί, και ήταν στραμμένος προς το μέρος της. Χαμογελούσε. Οπισθοχώρησε τρομαγμένη.

***

Οι μέρες περνούσαν. Η Σόφι παρέμενε κλειδωμένη μέσα στο σπίτι χωρίς να μπορεί να βγει έξω. Η Λίζα δεν είχε εμφανιστεί. Κόντευε να τρελαθεί. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι μονοκατοικίες της γειτονιάς της, εξαφανίζονταν μία προς μια. Τη θέση τους έπαιρναν τα γκρίζα, τσιμεντένια κουτιά. Και ο αλλόκοτος άντρας, βρισκόταν εκεί κάθε πρωί, όλο και πιο κοντά στο σπίτι της, με το βλέμμα του στραμμένο προς το παράθυρό της. Κι εκείνη, τα βράδια έπεφτε σε έναν λήθαργο, στον οποίο δεν μπορούσε να αντισταθεί και ξυπνούσε απότομα από τον εκκωφαντικό θόρυβο που έκαναν τα σπίτια μόλις γκρεμίζονταν. Ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν να γίνει αυτό μέσα σε μια νύχτα. Είχε προσπαθήσει να μείνει ξάγρυπνη, αλλά δεν τα κατάφερνε.

Και όσο οι μονοκατοικίες λιγόστευαν, όσο τα γκρίζα κουτιά πλησίαζαν προς το δικό της σπίτι, άρχισε να παρατηρεί κάτι άλλο, πιο ανησυχητικό. Τα αρώματα, αυτά που την έκαναν να νιώθει πως η Λίζα ήταν κάπου εκεί, άρχισαν να εξασθενούν. Το χαρτάκι πάνω στο ψυγείο δεν μύριζε πια μέντα. Το δωμάτιό της μύριζε όλο και λιγότερο βερίκοκο. Οι πλανήτες που ήταν ζωγραφισμένοι στην οροφή, είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν. Κι εκείνη, άρχιζε να θυμάται. Άρχιζε να θυμάται τι συνέβη την τελευταία φορά που την είδε. Όσο οι μυρωδιές εξασθενούσαν, τόσο οι αναμνήσεις επέστρεφαν δριμύτερες να της θυμίζουν όλα όσα ήθελε να ξεχάσει﮲ όλα όσα καμουφλάριζε με τα αρώματα που λάτρευε η κόρη της.

«Μαμά, θέλω παγωτό μέντα και βερίκοκο!», της είχε πει.

«Δύο χωνάκια με μία μπάλα μέντα και μία βερίκοκο», είχε ζητήσει εκείνη.

Στη συνέχεια την είχε πιάσει από το χέρι για να περάσουν στην απέναντι πλευρά του δρόμου και να συναντήσουν τον… Κάιλ﮲ ναι, τον Κάιλ. Νόμιζε πως τον είχε ξεχάσει, αλλά τελικά τον θυμόταν πολύ καθαρά. Τον θυμόταν να της κουνάει το χέρι. Τον θυμόταν να της χαμογελάει, κι αμέσως μετά, να ουρλιάζει﮲ να ουρλιάζει τη στιγμή που το αυτοκίνητο έπεφτε πάνω τους και τις πετούσε στην γκρίζα άσφαλτο﮲ εκείνη που μύριζε τσιμέντο και λησμονιά, σαν τα γκρίζα κουτιά που είχαν γεμίσει την πόλη.

Τώρα όμως συνειδητοποιούσε πως μύριζε και κάτι άλλο. Μύριζε αυτό που μύριζαν οι σκουριασμένες αλυσίδες στις πόρτες των καταστημάτων. Μύριζε αυτό που αναδύθηκε από τον κρατήρα που είχε ανοίξει μπροστά από το σπίτι της. Σιδερίλα. Αίμα﮲ το δικό τους αίμα τη στιγμή που σωριάστηκαν στο έδαφος.

Ένας ακόμα πιο δυνατός θόρυβος την έκανε να αναπηδήσει. Προχώρησε με δειλά βήματα προς το παράθυρο. Πλέον δεν είχε μείνει καμία μονοκατοικία στον δρόμο. Ο άντρας με τη χρυσή οδοντοστοιχία βρισκόταν τώρα έξω από την αυλή της. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν μόνος του. Δίπλα του στεκόταν ο τύπος με τα λευκά μαλλιά και τα καταγάλανα μάτια. Εκείνος που είχε δει την ημέρα που το έδαφος σκίστηκε κάτω από τα πόδια της. Την κοιτούσαν έντονα και οι δυο. Μόλις συνειδητοποίησε πως το σπίτι της θα ήταν το επόμενο, το πάτωμα τραντάχτηκε. Η μυρωδιά τσιμέντου γέμισε το χώρο. Άρχισε να ουρλιάζει.

***

Ο Κάιλ πηγαινοερχόταν νευρικά στον διάδρομο του νοσοκομείου. Δεν άντεχε άλλο. Αυτή η αναμονή τον σκότωνε. Χρειαζόταν οπωσδήποτε καθαρό αέρα. Βγήκε έξω και πήρε βαθιές ανάσες. Κάθισε σε ένα παγκάκι κι έχωσε το πρόσωπο στα χέρια του.

«Κύριε Μπάρλοου…», άκουσε μια σιγανή φωνή.

Σήκωσε το κεφάλι. Ένας άντρας με λευκά μαλλιά και δέρμα και γαλάζια μάτια, στεκόταν μπροστά του και τον κοιτούσε έντονα.

«Σας γνωρίζω από κάπου;», ρώτησε εκείνος. «Αν είναι έτσι συγχωρέστε με, αλλά δεν είμαι σε θέση αυτή τη στιγμή να θυμηθώ…»

«Δεν με γνωρίζετε», του απάντησε εκείνος. «Εγώ όμως σας ξέρω. Damon HellWay», έκανε και του έδωσε το χέρι.

Ο Κάιλ σηκώθηκε και ανταπέδωσε. Ένα δυνατό ρίγος διαπέρασε το σώμα του μόλις τον άγγιξε. Ένιωσε το αίμα στις φλέβες του να παγώνει.

«Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;», τον ρώτησε.

«Εγώ είμαι αυτός που θα σας βοηθήσει», απάντησε ο Damon.

«Εσείς; Πώς;»

«Θα σας προσφέρω μια συμφωνία».

«Τι είδους συμφωνία;»

«Θα…», άρχισε ο Damon, αλλά σταμάτησε απότομα.

Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε προς τα πάνω. Κοίταξε προς τον ουρανό και στη συνέχεια προς το σημείο που βρισκόταν το δωμάτιο της Λίζας. Στράφηκε πάλι προς τον Κάιλ.

«Θα τα πούμε αργότερα κύριε Μπάρλοου», είπε ήρεμα. «Η κόρη σας, σας χρειάζεται», πρόσθεσε κι έκανε να φύγει.

«Η κόρη μου; Κι εσείς πώς το ξέρετε;», σάστισε. «Είστε γιατρός;»

Τον άρπαξε από το μπράτσο. Ο Damon τον κατακεραύνωσε με το βλέμμα του. Εκείνος τον άφησε αμέσως.

«Με συγχωρείτε. Εγώ…»

«Πηγαίνετε μέσα», του είπε κοφτά. «Η κόρη σας, όπως σας είπα, σας χρειάζεται».

Άρχισε να απομακρύνεται. Ο Κάιλ μπήκε τρέχοντας στο νοσοκομείο.

«Κύριε Μπάρλοου!»

Ο γιατρός ερχόταν προς το μέρος του. Εκείνος σταμάτησε και τον κοίταξε με προσμονή.

«Η κόρη σας, άρχισε να συνέρχεται. Μπορείτε να τη δείτε».

Το πρόσωπό του φωτίστηκε. Τον ακολούθησε.

***

Η Σόφι συνέχιζε να ουρλιάζει. Άρχισε να ψάχνει σε όλα τα δωμάτια, προσπαθώντας να βρει έστω μια υποψία μυρωδιάς, αλλά μάταια. Ό,τι θύμιζε τη Λίζα, είχε αρχίσει να ξεθωριάζει: οι ζωγραφιές, της, οι πλανήτες από την οροφή του δωματίου της, οι μυρωδιές που της άρεσαν. Έτρεξε στο μπάνιο. Άρπαξε ένα σαμπουάν με άρωμα βερίκοκο κι άδειασε το περιεχόμενό του. Εκείνο όμως που χύθηκε ήταν μια μαύρη γλίτσα. Το σπίτι τραντάχτηκε ακόμα πιο δυνατά. Ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο και γλίστρησε μέχρι το πάτωμα. Κάλυψε το πρόσωπο με τα χέρια. Ήξερε τι συνέβαινε. Το σπίτι της, μεταμορφωνόταν σε ένα γκρίζο κουτί, σαν όλα τα υπόλοιπα, κι εκείνη δεν είχε τρόπο να ξεφύγει. Θα έμενε για πάντα θαμμένη εκεί μέσα με το σκοτάδι να την τυλίγει και τη μυρωδιά του τσιμέντου, του αίματος και της λησμονιάς να την πνίγει.

***

Ο Κάιλ κάθισε δίπλα στο κρεβάτι της Λίζας. Εκείνη άνοιξε σιγά – σιγά τα μάτια και προσπάθησε να εστιάσει. Όταν τα κατάφερε, τον κοίταξε και του χαμογέλασε δειλά. Της φίλησε το χέρι.

«Μπαμπά… τι συνέβη;», τον ρώτησε.

«Εσύ και η μαμά… είχατε ένα ατύχημα…»

«Είναι καλά η μαμά;», τον ρώτησε αμέσως.

«Είναι…», άρχισε εκείνος, αλλά σταμάτησε απότομα.

Είδε από το παράθυρο του δωματίου, τους γιατρούς να μπαίνουν τρέχοντας στην απέναντι αίθουσα, εκεί που ήταν η Σόφι.

Η Λίζα του έσφιξε το χέρι. Γύρισε και την κοίταξε.

«Πήγαινέ με στη μαμά, μπαμπά».

«Λίζα μου, ακόμα είσαι…»

«Πήγαινέ με».

Ο Κάιλ σηκώθηκε, την τύλιξε με ένα σεντόνι και την πήρε στην αγκαλιά του. Βγήκαν έξω και κατευθύνθηκαν προς το δωμάτιο της Σόφι. Η πόρτα ήταν ανοιχτή.

«Οι ζωτικές της λειτουργίες πέφτουν! Ετοιμαστείτε για…»

«Κύριε Μπάρλοου δεν πρέπει να είστε εδώ!»

Εκείνος δεν τους έδωσε σημασία. Τους προσπέρασε και στάθηκε δίπλα της. Η Λίζα άπλωσε το χέρι προς το μέρος της Σόφι. Ο Κάιλ έσκυψε και τότε το κορίτσι, άγγιξε το χέρι της μαμάς της. Οι σφυγμοί της άρχισαν να σταθεροποιούνται.

***

Το σπίτι σταμάτησε να τραντάζεται. Η Σόφι σηκώθηκε αργά – αργά, και αφουγκράστηκε. Τίποτα δεν ακουγόταν. Άνοιξε την πόρτα του μπάνιου. Λευκό φως απλώθηκε παντού. Η μυρωδιά μέντας και βερίκοκου την πλημμύρισε.

Την επόμενη στιγμή, άνοιγε τα μάτια της σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Κοίταξε γύρω της. Στο διπλανό κρεβάτι, ήταν ξαπλωμένη η Λίζα, και κοιμόταν ήρεμη. Νόμιζε ότι την είχε χάσει, αλλά τελικά, η κόρη της είχε απλά ξυπνήσει, γι΄ αυτό είχε εξαφανιστεί το άρωμά της από εκείνο τον κόσμο. Και τώρα, είχε ξυπνήσει κι εκείνη. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο χώρος γύρω της, μύριζε μέντα και βερίκοκο.

***

«Γιατί τον άφησες να φύγει;», ρώτησε αργότερα ο Τζέρεμι τον Damon.

Βρίσκονταν μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Το μόνο φως που υπήρχε ήταν το κερί πάνω στο γραφείο μπροστά στο οποίο καθόταν κι έγραφε. Ο Damon στεκόταν δίπλα του αφηρημένος. Λευκός καπνός έβγαινε από το πούρο του κι έφτιαχνε αλλόκοτα σχήματα στον αέρα.

«Τι είπες;», ρώτησε τελικά.

«Γιατί τον άφησες να φύγει;», επανέλαβε εκείνος. «Δεν ήξερε ότι η κόρη του είχε αρχίσει να συνέρχεται…»

«Το ήξερα όμως εγώ».

«Ναι, αλλά μπορούσες να μην του το πεις».

«Δεν μπορούσα. Ακόμα κι εγώ, πρέπει να υπακούω σε κάποιους κανόνες», αναστέναξε ο Damon.

«Κανόνες;», κάγχασε ο Τζέρεμι. «Είμαι σίγουρος πως αν θέλεις, μπορείς να τους παρακάμψεις τους κανόνες».

Ο Damon στένεψε το βλέμμα. Έσκυψε μπροστά και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό του. Τα γαλάζια μάτια του πετούσαν σπίθες. Ο Τζέρεμι ζάρωσε στη θέση του.

«Κανείς δεν έχει τολμήσει να με αμφισβητήσει μέχρι τώρα…», έκανε αργόσυρτα. «Και πίστεψέ με, δεν θα είσαι εσύ ο πρώτος που θα το κάνει. Έγινα κατανοητός;»

«Μ…μα… μάλιστα…», τραύλισε εκείνος και ξεροκατάπιε.

«Δώσε μου τις σελίδες!», τον διέταξε.

Ο Τζέρεμι τις σήκωσε, αλλά το χέρι του έμεινε μετέωρο.

«Ήξερες ότι είχες αργήσει», συνειδητοποίησε. «Ήξερες ότι δεν θα προλάβαινες, αλλά το έκανες σκόπιμα… Δεν μπορεί να μην το γνώριζες. Απλά αυτό ήθελες να φανεί… έτσι δεν είναι;»

«Δώσε μου τις σελίδες!», κραύγασε ο Damon.

Εκείνος υπάκουσε. Τα χέρια του έτρεμαν.

«Και τώρα αγαπητέ μου Τζέρεμι, θα διαπιστώσεις τι παθαίνει όποιος με αμφισβητεί. Θα νιώσεις κυριολεκτικά στο πετσί σου τις συνέπειες της ανυπακοής σου!»

Η φωνή του αντήχησε στο δωμάτιο, χτύπησε στους τοίχους κι επέστρεψε πολλαπλάσια στα αυτιά τους. Ο Damon σήκωσε το χέρι και η φλόγα του κεριού έσβησε. Όλα βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Ο Τζέρεμι άρχισε να ουρλιάζει, αλλά δεν υπήρχε κανείς να ακούσει τις κραυγές του.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: