,

Το τραγούδι του χιονιού

Η Αγγελική κοιτούσε προβληματισμένη έξω από το θολό παράθυρο της τον κάμπο, που τον κάλυπτε μια παχιά στρώση χιονιού και λαμπύριζε σαν κρυσταλλίνα Νάξου. Βαριές μολυβένιες νεφέλες κρέμονταν από πάνω τους. Λευκά πουπουλάκια ξεκίνησαν να πέφτουν μαλακά από το κόσκινο του ουρανού. Όσο η ώρα περνούσε, η χιονόπτωση δυνάμωνε. Δάγκωσε τα χείλη της αναποφάσιστη και κοίταξε με την άκρη του ματιού της τον Στράτο. Έμοιαζε σα θυμωμένη κουκουβάγια. Η γαμψή του μύτη εξείχε απειλητική, πάνω από το σφιγμένο στόμα του και τα φρύδια του είχαν σμίξει σε μια μονοκονδυλιά δίνοντάς του μια αγριωπή όψη. Ξεροκατάπιε. Ήξερε καλά αυτό το ύφος. Καλύτερα να μην έλεγε κουβέντα. Πέρασαν δίπλα από ένα εκχιονιστικό, που πήγαινε ανάποδα στην εθνική και βαρυγκωμούσε να σπρώξει στην άκρη ένα μικρό λόφο χιονιού.

“Τουλάχιστον ο δρόμος καθαρίζεται”, σκέφτηκε ανακουφισμένη και αφέθηκε να κοιτά τα μικρά αφράτα κρυσταλλάκια, που έπεφταν με φόρα πάνω στο τζάμι τους και τα έσπρωχναν στις άκρες οι υαλοκαθαριστήρες.

 “Ας ελπίσουμε ότι η διαδρομή, με αυτό τον καιρό, ως τη Θεσσαλονίκη θα είναι αρκετή για να ξεθυμώσει ή έστω να κουραστεί τόσο πού να μην έχει όρεξη για καυγάδες ή…” ρίγησε στη σκέψη και προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο, μα το μυαλό της γυρνούσε ξανά και ξανά σε όλα αυτά που είχαν προηγηθεί και που τους έκαναν να φύγουν άρον άρον από την Αθήνα. Την ξάφνιασε η απόφαση του Στράτου. Αυτός μέχρι εκείνο το απόγευμα, που της είπε ότι αποφάσισε να κατέβουν Αθήνα να περάσουν τις γιορτές με τους γονείς της, τους απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι. Τώρα βέβαια ήξερε ότι η ξαφνική μεταστροφή του ήταν γιατί ήλπιζε σε μια ακόμα γενναία “χρηματοδότηση”, από τον πατέρα της και όταν εκείνος αρνήθηκε, την ξεσήκωσε άρον άρον να επιστρέψουν. 

«Τον μαλάκα! Τι κάνει ο ηλίθιος; Πώς πάει έτσι σαν την κότα, το αρχίδι! Κουνήσου, ρε!» ξεφώνισε ο Στράτος και άρχισε να πατά νευρικά την κόρνα.

Η Αγγελική τινάχτηκε ξαφνιασμένη. Το χιόνι τώρα έπεφτε πυκνό και σχημάτιζε μια ημιδιάφανη κουρτίνα, που με το ζόρι σου επέτρεπε να δεις πέρα από μερικά μέτρα μπροστά σου, τα φώτα του αμαξιού που προπορεύονταν. Τα εκχιονιστικά είχαν στοιβάξει βρωμισμένους όχτους χιονιού στην άκρη του δρόμου, μα ήδη ένα παχύ διαγραμμένο από ροδιές σεντόνι τον είχε σκεπάσει. Λίγο πιο μπροστά είδε τα κοκκινωπά φωτάκια από νταλίκες, που αναβόσβηναν ρυθμικά και έκλειναν μια λωρίδα. Καθώς τις προσπερνούσαν, η Αγγελική κοιτούσε έναν οδηγό, που φορώντας ένα φουσκωτό μπουφάν με φωσφοριζέ ταινίες προσπαθούσε σκυμμένος να βάλει αλυσίδες σ’ ένα τεράστιο λάστιχο. 

«Στράτο…» είπε διστακτικά.

«….»

Η Αγγελική αμφιταλαντεύτηκε για λίγο. Το αμάξι είχε αρχίσει να σπινιάρει και να ζορίζεται και για μερικά δεύτερα ξέφυγε από τον έλεγχο του Στράτου, που το επανέφερε βρίζοντας. 

«Στράτο;» επανέλαβε λίγο πιο δυνατά, «Δε νομίζεις ότι είναι η ώρα να βάλουμε αλυσίδες;» 

Ο Στράτος την κοίταξε ξεφυσώντας φανερά εκνευρισμένος. Τα φρύδια του σκίαζαν τα βαθουλωμένα μάτια του πάνω στο οστέινο πρόσωπο, ενώ το στόμα του στράβωσε ειρωνικά επιμηκύνοντας, ακόμα περισσότερο, τη γαμψή μύτη του. Η Αγγελική δαγκώθηκε και έτριψε αμήχανη τα δάχτυλά της. 

«Μου κάνεις υποδείξεις;» τη ρώτησε με μια υποβόσκουσα απειλή.

«Όχι, όχι, φυσικά και όχι!» τραύλισε η Αγγελική και μαζεύτηκε προς το παράθυρο σταυρώνοντας τα χέρια της. 

«Εσύ ξέρεις καλύτερα…» είπε κατευναστικά. Το μπροστινό αμάξι έβγαλε αλάρμ και  ελάττωσε και άλλο την ταχύτητα του, ώσπου σταμάτησε σ’ ένα μικρό χώρο περιτριγυρισμένο από λοφάκια χιονιού. 

Ο Στράτος ξέσπασε σε μπινελίκια, καθώς τον προσπερνούσαν. Ξαφνικά λίγο παρακάτω ο Στράτος έβγαλε αλάρμ και σταμάτησε σχεδόν στη μέση του δρόμου. Η Αγγελική τον κοίταξε προσπαθώντας να ψυχανεμιστεί τι σκέφτονταν. Η ώρα πέρναγε κι εκείνος δεν κουνιόταν παρά μόνο κοιτούσε μπροστά. Το αμάξι, που είχε σταματήσει, τους προσπέρασε κορνάροντας. Ο Στράτος συνέχισε να κοιτά μπροστά. Η Αγγελική κατάλαβε. Φόρεσε το μπουφάν και τα γάντια της και βγήκε στη χιονοθύελλα. Το χιονόνερο της πάγωνε το πρόσωπο. Έσκυψε το κεφάλι και πήγε ως το πορτμπαγκάζ. Του έκανε νόημα ν’ ανοίξει το πορτμπαγκάζ, μα ‘κείνος δεν κουνιόταν. Προχώρησε προς τη μεριά του αβέβαιη και του χτύπησε μαλακά το τζάμι με τα ξυλιασμένα της χέρια. Η ασφάλεια ήταν κατεβασμένη. Χτύπησε σιγά το τζάμι ξανά φωνάζοντας για ν’ ακουστεί.

«Στράτο, άνοιξε το πορτμπαγκάζ να πάρω τις αλυσίδες!»

Εκείνος έλυσε το χειρόφρενο και πάτησε γκάζι σπινιάροντας πάνω στον χιονισμένο δρόμο. Η Αγγελική του χτύπησε το πίσω τζάμι με την παλάμη της. 

«Στράτο!» ούρλιαξε τρομοκρατημένη και προσπάθησε να πιάσει το πόμολο, μα ‘κείνος γκάζωσε. Έτρεχε παράλληλα με το αμάξι, ώσπου γλίστρησε στο χιόνι και σωριάστηκε. Ο Στράτος συνέχισε την πορεία του, χωρίς να γυρίσει καν να την κοιτάξει. Απέμεινε ξαπλωμένη φαρδιά πλατιά προσπαθώντας να συνέλθει από την έκπληξη, όταν ο ήχος φορτηγού που πλησίαζε την έκανε να τραβηχτεί τρομοκρατημένη προς ένα μικρό λοφίσκο χιονιού και να κολλήσει πάνω του. Η νταλίκα την προσπέρασε μην μπορώντας να τη διακρίνει.

Σηκώθηκε με δυσκολία. Δάκρυα κυλούσαν στα μάτια της και πάγωναν το πρόσωπό της. Έπρεπε να το περιμένει. Ήταν έξαλλος με τους γονείς της, άρα και με αυτήν. Την είχε κατηγορήσει ότι δεν τον υποστήριξε και δεν απαίτησε από τους γονείς της, να της δώσουν τα λεφτά. Μα τι μπορούσε να τους πει; Ήξερε ότι και εκείνοι περνούσαν δύσκολα. Πώς θα μπορούσε να απαιτήσει να της δώσουν και άλλα χρήματα; Δεν είχαν περάσει ούτε δύο χρόνια, από την τελευταία φορά που ο Στράτος τους είχε ζητήσει, για την ακρίβεια, τους είχε βάλει το μαχαίρι στο λαιμό, να χρηματοδοτήσουν μια ακόμα εκπληκτική και φανταστική επένδυση, όπως την εκθείαζε. Για ακόμα μια φορά τα λεφτά είχαν εξανεμιστεί μέσα σε λίγους μήνες. Ευτυχώς που είχε τη δουλειά της, ειδάλλως θα είχαν πεινάσει. Μετά από αυτό είχε απομακρυνθεί από τους γονείς της. Τα τηλέφωνα ολιγόλεπτα, τυπικά και κρυφά, να μην την καταλάβει ο Στράτος, που στραβομουτσούνιαζε. Η κατάσταση στο σπίτι ασφυκτική. Τα ξεσπάσματά του, όλο και πιο συχνά και πιο βίαια. Τα κλάματά του και οι μετάνοιές του, όλο και πιο δραματικές. Κι εκείνη, όλο και πιο απελπισμένη και ταυτόχρονα παραδομένη, ανήμπορη να αντιδράσει και ν’ αποτινάξει από πάνω της το φόβο. Ένιωθε λες ήταν μια νεκροζώντανη, απλά κινούνταν μηχανικά σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι. Κοίταξε γύρω της, όσο έβλεπε το μάτι της ο δρόμος ήταν άδειος και όλα ήταν καλυμμένα με χιόνι και παγωμένα όπως και αυτή. Η χιονοθύελλα κόπασε όσο απότομα είχε ξεκινήσει, μόνο μερικές μικρές νιφάδες έπεφταν πού και πού γύρω της και πάνω της βαριεστημένες. Σκούπισε τα δάκρυά της και ρούφηξε τη μύτη της, που είχε ξεκινήσει να τρέχει και στάθηκε αναποφάσιστη στην άκρη του δρόμου. Μια απόκοσμη ησυχία την τύλιξε. Προσπάθησε να αφουγκραστεί, μα πέρα από τη σιγή, τίποτα άλλο δεν ακούγονταν. Χαμογέλασε αχνά καθώς θυμήθηκε τους στίχους του Σεφέρη,

“Με λαμπυρίσματα γυαλιού, με τη σιγή τραγουδούσε το χιόνι
Σκοτώνει τούτη η μουσική· μέρες χαθήκαν τα σπουργίτια·
πάνε να θάψουν τους νεκρούς των.
Κι οι σταλαχτίτες από τα δέντρα χτυπάνε την γκρινιάρικη χορδή του ξεθυμασμένου ήλιου.”

Η Αγγελική στέκονταν στην άκρη του χιονισμένου δρόμου απολαμβάνοντας τη σιγαλιά. Αραιές χιονονιφάδες έπεφταν μαλακά. Για πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό, οι φόβοι της καταλάγιασαν. Δεν έτρεμε, δεν ανησυχούσε, δεν ασφυκτιούσε. Ο κίνδυνος είχε χαθεί, ακόμα και τα ίχνη του είχαν σβηστεί από το χιόνι. Δεν χρειαζόταν ν’ ανησυχεί για την κάθε της λέξη, κίνηση ή αναπνοή. Όλα ήταν τόσο γαλήνια. Αυτή ήταν γαλήνια. Πόσο καιρό είχε να νιώσει ήρεμη; Να ευχαριστηθεί τη στιγμή; Να νιώσει ζωντανή και αυτόβουλη; Να νιώσει ελεύθερη! Επιτέλους μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, ακόμα και να πεθάνει. Μια ρωγμή στα βαριά σταχτιά σύννεφα άφησε να φανεί ένα γαλάζιο κομμάτι του ουρανού, από όπου μια γενναία ακτίνα φωτός όρμησε ζωηρή και παιχνιδιάρα και έκανε το πέπλο χιονιού, που κάλυπτε τους γύρω λόφους, να στραφταλίσει σαν γκλίτερ. Η ομορφιά τη θάμπωσε. Είχε περάσει τόσο καιρό τυλιγμένη στη μαυρίλα, που είχε ξεχάσει ότι πέρα από αυτή υπήρχε το φως. Χρειαζόταν απεγνωσμένα αυτό το φως. Ρούφηξε λαίμαργα τον παγωμένο αέρα και της έκαψε τα πνευμόνια. Είναι ζωντανή, μπορεί να γίνει και δυνατή;

Η ησυχία διακόπηκε από ένα μηχανικό βόμβο που πλησίαζε. Προσπάθησε να τον αγνοήσει και του γύρισε την πλάτη. Άκουσε την νταλίκα να σταματά πίσω της και ξαφνικά η γαλήνη της χάθηκε. Όλοι οι φόβοι της επέστρεψαν ξανά και έκαναν την καρδιά της να σπαρταρίσει αλαφιασμένη. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το κορμί της.

«Συγγνώμη! Όλα καλά; Είστε καλά;» άκουσε μια ευγενική φωνή από πίσω της. Γύρισε διστακτικά. Ο νεαρός άνδρας, με το φουσκωτό μπουφάν, την πλησίαζε με μεγάλα βήματα θρυμματίζοντας το χιόνι κάτω από τα μποτάκια του.

«Έχετε χτυπήσει;» της είπε με ειλικρινές ενδιαφέρον. Του έγνεψε αρνητικά. 

«Το αυτοκίνητό σας που είναι;» τη ρώτησε μαλακά και στάθηκε μπροστά της. Τα βλέμματά τους ανταμώθηκαν. Δυο μεγάλα μελιά μάτια με κανελιές ανταύγειες την κοίταγαν γεμάτα καλοσύνη και συμπάθεια. Η Αγγελική απέμεινε, σα μαγεμένη να τα κοιτά. Πόσο καιρό είχε να δει ένα τόσο καθάριο βλέμμα σ’ έναν ενήλικο, αναρωτήθηκε.

«Σίγουρα δεν έχετε χτυπήσει;» τη ρώτησε μπερδεμένος, έπειτα από λίγο, μην μπορώντας και αυτός να πάρει το βλέμμα του από τα μάτια της.

«Όχι» ψέλλισε με μια αβεβαιότητα εκείνη.

Εκείνος τραβήχτηκε πίσω και την κοίταξε πιο προσεκτικά. 

«Πέσατε;» τη ρώτησε βλέποντας τα μουσκεμένα της πόδια. 

«Γλίστρησα…» είπε η Αγγελική κοιτώντας τα πόδια της και το χιόνι, που είχε πατικωθεί στο μπουφάν της. Ξεκίνησε να το τινάζει αποφεύγοντας να τον ξανακοιτάξει.

«Μα πώς βρεθήκατε εδώ; Πού είναι το αμάξι σας;» τη ρώτησε φανερά μπερδεμένος και έσκυψε να συναντήσει το βλέμμα της. Η Αγγελική τινάχτηκε πίσω αλαφιασμένη και έκανε μια αόριστη κίνηση. 

«Μείνατε από βενζίνη; Πάτε στο βενζινάδικο;» τη ρώτησε έπειτα από λίγο ξύνοντας αμήχανα τα καστανά μαλλιά του.

«Ναι» απάντησε εκείνη πιο ζωηρά και σκούπισε την κοκκινισμένη της μύτη, που έτρεχε σα χαλασμένη βρύση. 

«Είναι μακριά!» της είπε δείχνοντας της μια μισοθαμμένη στο χιόνι ταμπέλα, που σε ενημέρωνε για την ύπαρξη βενζινάδικου σε ένα χιλιόμετρο. Η Αγγελική την κοίταξε ξαφνιασμένη. Δεν την είχε προσέξει. Μια δυνατή ριπή ανέμου φύσηξε κάνοντάς τη να τρεμουλιάσει. Τα πουπουλάκια ξεκίνησαν να πέφτουν πιο πυκνά.

«Πάμε, δεν πρόκειται να σας αφήσω να περπατήσετε ως εκεί με τέτοιο καιρό!» είπε ο νεαρός άντρας και γύρισε κατά το φορτηγό. Εκείνη τον κοίταξε αναποφάσιστη. Κοίταξε γύρω της. Η ρωγμή των σύννεφων είχε κλείσει. Το τοπίο, που πριν λίγο της φαίνονταν πανέμορφο και γαλήνιο, τώρα έμοιαζε σκοτεινό και επικίνδυνο. Ο ουρανός είχε πάρει το χρώμα του υδραργύρου, από όπου έσταζαν βαριές νιφάδες. Προχώρησε με βιαστικά βήματα προς το φορτηγό και αφού τινάχτηκε όσο πιο καλά μπορούσε, χώθηκε μέσα στη ζεστασιά ανακουφισμένη.  

Ο νεαρός άντρας κάθονταν ήδη στη θέση του οδηγού και την κοίταγε χαμογελώντας καλοσυνάτα, ενώ της έδινε μια πετσέτα. 

«Καλύτερα να ειδοποιήσουμε την αστυνομία ή την οδική ασφάλεια σας, για το αμάξι σας. Δεν είναι δυνατόν με αυτόν το καιρό να γυρίσετε πίσω! Να τους πείτε πού περίπου είναι, μην τυχόν και πέσει κάνα εκχιονιστικό πάνω του! Αν και έχω ώρα να δω κάποιο. Κι εσείς θα τους περιμένετε στο βενζινάδικο;»

Η Αγγελική δαγκώθηκε. Τι να ‘λέγε; Απλά έγνεψε θετικά και έσπρωξε τα παγωμένα της πόδια προς τη ζέστη, ενώ σκούπιζε τα βρεγμένα της μαλλιά. 

«Δε συστηθήκαμε!» της είπε ζωηρά, «Με λένε Ανδρέα».

«Αγγελική» μουρμούρισε εκείνη και προσπάθησε να ζεστάνει τα ξυλιασμένα της χέρια. Ο Ανδρέας πάτησε μαλακά το γκάζι. Έξω οι χιονονιφάδες χόρευαν σ’ ένα ξέφρενο ρυθμό, καθώς ένας μανιασμένος αέρας ξεκίνησε να φυσά.

«Δε θα τους πάρετε;» τη ρώτησε έπειτα από λίγο. 

«Εεε;» 

«Την αστυνομία, λέω, δε θα τους πάρετε τηλέφωνο;»

«Εεε, δεν έχω κινητό…» 

Την κοίταξε ξαφνιασμένος. Όταν μια μεταλλική φωνή τους έκανε και τους δύο να τιναχτούν. 

“Προσοχή δίπλωσα στο 120 χιλιόμετρο! Ένας μαλάκας, με ασημένιο ford, που δεν είχε βάλει αλυσίδες με έκλεισε!”

Ο Ανδρέας πήρε το μικρόφωνο του cb και απάντησε «Ελήφθη! Χτύπησες;». “Όχι, ευτυχώς! Αλλά όπως δίπλωσε η νταλίκα τον πήρε λίγο από κάτω και σφήνωσε εκεί”

«Χτύπησε;» πετάχτηκε αλαφιασμένη η Αγγελική. Ο Ανδρέας την κοίταξε παραξενεμένος.

“Όχι, ευτυχώς, γιατί θα τον πλήρωνα και για άνθρωπο, το ζώον!”

Ο Ανδρέας διέκρινε τα φώτα. Η νταλίκα είχε διπλώσει και έκλεινε κάθετα όλο το δρόμο. Άναψε τα αλάρμ και πάτησε μαλακά το φρένο. 

«Κάτι μου λέει πως θα μείνουμε εδώ αρκετές ώρες…»

Γύρισε προς το μέρος της και της έδωσε το κινητό του. Το κοίταξε μπερδεμένη.

«Να πάρετε την αστυνομία, για το αμάξι…» 

«Το ξέρει ήδη…» είπε εκείνη και διπλώθηκε στα δύο προσπαθώντας να ζεσταθεί. Ο Ανδρέας απόρησε, μα δε μίλησε. Όταν θα ήθελε, ίσως και να του εξηγούσε τι είχε συμβεί και βρέθηκε να στέκεται μόνη της, μέσα στην Εθνική, με τέτοιο καιρό. Σηκώθηκε και τράβηξε την γκρι χοντρή κουρτίνα, που χώριζε την καμπίνα στα δύο. Από πίσω υπήρχε ένα καλοστρωμένο κρεβάτι. Η Αγγελική το κοίταξε έκπληκτη. Ο Ανδρέας έσκυψε και τράβηξε ένα συρτάρι. Κοίταξε ένα σωρό καλοσιδερωμένα ρούχα και ξεχώρισε ένα ζεστό φούτερ και μια φόρμα, αθλητικές κάλτσες, καθώς και μια ζακέτα φλις και της τα έδωσε λέγοντάς της «Καλύτερα ν’ αλλάξετε, δεν ξέρουμε πόση ώρα θα μείνουμε εδώ. Είσαστε μούσκεμα και παγωμένη, θα κρυώσετε…».

Η Αγγελική τον κοίταξε φανερά τρομοκρατημένη. Ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το αξύριστο πρόσωπό του. 

«Λοιπόν, εγώ θα πάω να δω τι γίνεται μπροστά και αν χρειάζεται κανείς βοήθεια. Θα κοιτάξω και την εξάτμιση. Καλύτερα να κλείσετε την κουρτίνα, να μη φαίνεστε…», είπε και χωρίς να της αφήσει περιθώριο ντύθηκε και κατέβηκε μες τη χιονοθύελλα. 

Η Αγγελική κοίταξε ξανά το τεράστιο όχημα, που τους έκλεινε το δρόμο. Στην αριστερή πλευρά διέκρινε το ασημένιο όχημα, που είχε σφηνωθεί το πορτμπαγκάζ του κάτω από τη ρυμούλκα. Κάποιος στέκονταν απέξω, διέκρινε το μπουφάν του Στράτου και ασυναίσθητα ανατρίχιασε και διπλώθηκε πάνω στο κάθισμα. Δεν υπήρχε περίπτωση να πάει να τον βρει. Ο Ανδρέας πλησίαζε κατά το μέρος του, λες να του έλεγε γι’ αυτή; Κόλλησε σχεδόν τη μούρη της στο τζάμι, πανικόβλητη. Μα εκείνος τελικά προχώρησε προς την καμπίνα της νταλίκας και σκαρφαλώνοντας τα σκαλιά φαίνονταν να μιλά με τον οδηγό της. Έπειτα πήρε το δρόμο της επιστροφής. Η Αγγελική χώθηκε στο χώρο πίσω της, έκλεισε την κουρτίνα και άλλαξε βιαστικά, μα δεν μπορούσε να σταματήσει το τρέμουλο.

«Τα πράγματα δεν φαίνονται καλά. Έχει γίνει και άλλο ατύχημα πιο πάνω και δεν μπορούν να περάσουν. Εσείς πώς είστε; Κρυώνετε;» τη ρώτησε μπαίνοντας. 

Εκείνη του έγνεψε θετικά. Ο Ανδρέας πήρε μια χοντρή κουβέρτα και την τύλιξε. Έπειτα τοποθέτησε τα ρούχα της πάνω στους αεραγωγούς του καλοριφέρ. 

«Ευχαριστώ» ψιθύρισε. Το ραδιόφωνο άρχισε να παίζει το “Runaway”. Ο Ανδρέας το δυνάμωσε. 

Η Αγγελική κάθονταν βουβή στο μισοσκόταδο και κοιτούσε τα αλάρμ που αναβόσβηναν, αφηρημένη κάνοντας τις νιφάδες να μοιάζουν σα μικρές φλογίτσες. Αφηρημένη έπαιζε με τη βέρα της. Να μπορούσε να γίνει και αυτή μια φυγάς, να εξαφανιστεί, να μην μπορεί να τη βρει ο Στράτος; Τράβηξε τη βέρα και την έχωσε στη τσέπη της φόρμας. Μα πού μπορούσε να πάει; Μόνο τη Ράνια μπορούσε να σκεφτεί και με αυτή είχε χρόνια να μιλήσει. Μετά την αποφοίτηση και τη μετακόμιση, τη δική της στη Θεσσαλονίκη και της Ράνιας στη Λάρισα, είχαν χαθεί, μα ακόμα θυμόταν το τηλέφωνό της. Αν δεν είχε αλλάξει.

«Τι μουσική ακούτε; Μήπως θέλετε να τ΄αλλάξω;» διέκοψε τις σκέψεις της ο Ανδρέας.

«Όχι, ροκ ακούω και εγώ…» έκανε διστακτικά η Αγγελική. Ο Ανδρέας της πρόσφερε ένα μεγάλο σάντουιτς.

«Ευτυχώς είχα πάρει προμήθειες! Βέβαια ο πατέρας μου τσαντίζεται, άμα κάποιος τρώει μέσα στην “Ρίτα”» είπε χτυπώντας μαλακά το ταμπλό και πρόσθεσε φανερά στεναχωρημένος, «Αλλά ποιος ξέρει αν θα μπορέσει να την ξαναοδηγήσει…»

«Γιατί;» ρώτησε μαλακά, με αληθινό ενδιαφέρων, η Αγγελική.

«Έπαθε κολπική μαρμαρυγή και τον έχουν στο νοσοκομείο της Λάρισας…»

«Λυπάμαι…» 

«Αναμενόμενο ήταν. Αυτή η δουλειά με το καθισιό και το άγχος σε τρώει. Μπήκε στο νοσοκομείο και το μόνο που τον ένοιαζε, ήταν ότι έπρεπε να παραδώσουμε το φορτίο. Αντικαταστάτη δε βρίσκαμε τέτοιες μέρες, έτσι βρέθηκα εγώ εδώ…»

«Δεν είστε οδηγός;»

«Έχω δίπλωμα και παλιά έκανα δρομολόγια για να τον βοηθήσω και να σπουδάσω, αλλά τώρα έχω δικό μου γραφείο και δεν προλαβαίνω. Τελείωσα λογιστικά…»

«Και εγώ…»

«Αλήθεια; Πού; Ωπ! Η μητέρα μου! Με συγχωρείτε…» είπε και σήκωσε το κινητό, που κουδούνιζε. 

Η Αγγελική τον κοιτούσε, καθώς μιλούσε με ευγένεια και σεβασμό στη μητέρα του και έπειτα στον πατέρα του και την έντονη ανησυχία που έδειχνε για την υγεία του και ασυναίσθητα τον σύγκρινε με το Στράτο. Εκείνος ποτέ δεν ενδιαφέρονταν για κανέναν άλλο, πέρα από τον εαυτό του. Ποτέ δε μίλαγε ευγενικά στους άλλους, παρά μόνο αν είχε κάτι να κερδίσει. Ποτέ δεν είχε νοιαστεί γι’ αυτήν, αν κρυώνει, αν πεινά. Ποτέ δεν την είχε τυλίξει με μια κουβέρτα… 

Ο Ανδρέας την κοίταξε με απολογητικό ύφος και χαμογέλασε. Είχε τόσο όμορφο χαμόγελο…

***

«Εδώ είναι;»

«Έτσι νομίζω…»

«Καλύτερα να σε περιμένω εδώ, μήπως και…»

«Σ`ευχαριστώ πολύ για όλα Ανδρέα, ακόμα μια φορά».

«Αγγελική, τα είπαμε, τέρμα τα ευχαριστώ. Έκανα ότι θα έκανε ο καθένας».

«Μην το λες!» είπε η Αγγελική και τα μάτια της σκοτείνιασαν. «Α να η Ράνια!» αναφώνησε ζωηρά προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία της. 

«Να μη χαθούμε ε;» της υπενθύμισε για χιλιοστή φορά ο Ανδρέας, καθώς η Αγγελική εγκατέλειπε το αυτοκίνητο.

«Δε θα χαθούμε…» του είπε με σιγουριά εκείνη και τον χαιρέτησε.

Αγκαλιάστηκε με τη Ράνια και μετά από τις χαιρετούρες προχώρησαν προς το σπίτι.

«Τα πράγματά σου;» τη ρώτησε η Ράνια.

«Δεν έχω τίποτα… Θα στα πω όλα. Έχω πολλά να σου πω…» Η Ράνια την αγκάλιασε σφιχτά.

***

«Μπαμπά να οδηγήσω και εγώ λίγο;»

«Θα γίνει και αυτό σύντομα, αγόρι μου!»

«Γιώργη μου, μην ενοχλείς τον μπαμπά. Έχει χιόνι και είναι επικίνδυνο. Καλύτερα να προσπαθήσεις να κοιμηθείς και εσύ λίγο, όπως η αδερφή σου. Σε λίγο φτάνουμε».

Έπειτα από λίγο τον είχε πάρει ο ύπνος. Η Αγγελική τον σκέπασε και γύρισε στον Ανδρέα

«Είναι πολύ ενθουσιασμένα που θα πάμε στους παππούδες, για τα Χριστούγεννα».

«Ναι, τέσσερις μερούλες ξεγνοιασιάς! Θα περάσουμε πολύ ωραία με τους δικούς σου! Θα σταματήσω να βάλω αλυσίδες στο πάρκινγκ, δε θέλω να το διακινδυνεύω…». Εκείνη του χαμογέλασε. Ο Ανδρέας άναψε τα αλάρμ και βγήκε στο πάρκινγκ. Έσβησε τη μηχανή και κατέβηκε να βάλει της αλυσίδες. Μαζί κατέβηκε και Αγγελική. 

«Να σε βοηθήσω;»

«Όχι, καρδιά μου. Τα καταφέρνω. Μπες καλύτερα μέσα, μην κρυώσεις». Η Αγγελική τον κοίταξε με λατρεία και απομακρύνθηκε λίγο από το αυτοκίνητο. Κοίταξε τη μικρή κοιλάδα, που φώλιαζε ανάμεσα στα λευκά βουνά. Μια μικρή χιονονιφάδα έπεσε στο μάγουλο της ανατριχιάζοντάς τη. Ξεκίνησε να χιονίζει. Κρυσταλλένιες πεταλουδίτσες πετούσαν νωχελικά γύρω της. Η φύση σίγησε, μαγεμένη λες από το θέαμα. Ο Ανδρέας την πλησίασε, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και την αγκάλιασε από πίσω. 

«Άκου!» ψιθύρισε η Αγγελική.

Εκείνος αφουγκράστηκε 

«Δεν ακούω τίποτα…» είπε παρατημένα έπειτα από λίγο.

«Και όμως ακούς…» είπε γυρνώντας και κοιτώντας τον στα μάτια. «Ακούς το τραγούδι του χιονιού, “μια κατάνυξη που προμηνά τις ανθισμένες μυγδαλιές”…»

«Για μένα οι αμυγδαλιές είναι πάντα ανθισμένες, όσο έχω εσένα» της ψιθύρισε και την αγκάλιασε σφιχτά

«Και για μένα, ψυχή μου. Τώρα πια, είναι πάντα ανθισμένες!» 

Αναστασία Χ.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading