Ξέρεις, δεν διάλεξα να γεννηθώ εκεί που γεννήθηκα. Δεν διάλεξα τους ανθρώπους που με γέννησαν, το σπίτι που μεγάλωσα, το χωριό που έκανα τα πρώτα μου βήματα. Δεν διάλεξα τη θρησκεία μου, ούτε και την καταγωγή μου. Δεν διάλεξα τίποτα απ’ όλα αυτά, όπως κανείς μας δεν τα διαλέγει. Είναι η προίκα μας όπως περνάμε απ’ την ανυπαρξία, στη ζωή. Είναι αυτά που μας δίνει ο Θεός, ο Αλλάχ, η μοίρα, το σύμπαν… και μ’ αυτά καλούμαστε να πορευτούμε.
Θυμάμαι τη μάνα μου να σηκώνεται αχάραγα για να συγυρίσει και να μαγειρέψει, να με πηγαίνει απ’ το χεράκι στο σχολείο και να με φιλάει τρυφερά στο μέτωπο, κάθε που μ’ άφηνε στο προαύλιο. Την θυμάμαι τα βράδια να με κάνει μπάνιο και να μου χτενίζει απαλά τα μαλλιά. Θυμάμαι τον πατέρα μου να γυρνάει απ’ τη δουλειά χαμογελαστός, αν και κατάκοπος. Τον θυμάμαι να κρατάει στα χέρια του φρούτα και γλυκά και τα βράδια να μας λέει ιστορίες γύρω απ’ τη σόμπα. Τον θυμάμαι τις Κυριακές να μας πηγαίνει βόλτα και να μας σηκώνει στα τεράστια χέρια του για να παίξουμε. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να μου λέει παραμύθια και να μου δείχνει πού και πού τα προικιά μου, αυτά που με κόπο έφτιαξε με τα χέρια της. Θυμάμαι τον παππού μου να με μαθαίνει πώς να περιποιούμαι τα φυτά στην αυλή και να με συμβουλεύει πώς να είμαι καλός και άξιος άνθρωπος. Θυμάμαι πως ένιωθα ευτυχισμένη κι ας μην είχαμε πολλά. Θυμάμαι πως όλο γελούσα κι ας μην ήταν τα ρούχα μου καινούρια κι ας μην ήταν τα παιχνίδια μου πολλά.
Πόσο να ήμουν όταν άρχισαν γκρίζα σύννεφα να μαζεύονται πάνω απ’ τη χώρα μας; Πόσο να ήμουν όταν άρχισαν να γίνονται οι άνθρωποι γύρω μου σκυθρωποί; Πόσο να ήμουν όταν άρχισα για πρώτη φορά να βλέπω τον φόβο στα βλέμματα γύρω μου;
Θυμάμαι πως άρχισαν σιγά σιγά οι άντρες να φεύγουν απ’ το χωριό. Θυμάμαι τις μάνες τους να κλαίνε αθόρυβα και να σκουπίζουν τα μάτια τους βιαστικά, μη τους δει κανείς. Θυμάμαι τις γυναίκες τους να κρέμονται απ’ τους λαιμούς τους και να τους σφίγγουν δυνατά, μέχρι κάποιος, πιο ψύχραιμος, να τις τραβήξει από πάνω τους. Θυμάμαι παιδιά να κλαίνε. Θυμάμαι ανθρώπους να πονάνε. Θυμάμαι πείνα, φτώχια, ανέχεια και τρόμο.
Θυμάμαι ήχους δυνατούς πάνω απ’ τα κεφάλια μας, τόσο δυνατούς που μας έστελναν να κρυφτούμε αγκαλιασμένοι στα υπόγεια των σπιτιών μας. Θυμάμαι ουρλιαχτά που έσκιζαν την ησυχία. Θυμάμαι φωνές που μάτωναν τη σιωπή. Πόσο απότομα χάθηκαν τα γέλια, τα τραγούδια, τα παιχνίδια! Πόσο απότομα σταμάτησαν τα όνειρα κι οι ελπίδες!
Θυμάμαι ψίθυρους, ψίθυρους που στην αρχή σταματούσαν όταν κάποιο παιδί έκανε την εμφάνισή του στις παρέες των μεγάλων. Ψίθυρους που σύντομα έγιναν φωνές, που δεν σταματούσαν ακόμη κι αν κάποιο παιδί πλησίαζε. Φωνές που έγιναν ουρλιαχτά και “γιατί;” τόσο δυνατά που έφταναν μέχρι τον ουρανό, ή που σχεδόν έφταναν, γιατί αν είχαν φτάσει, τίποτα απ’ όσα επακολούθησαν δεν θα έπρεπε να συμβεί…
Θυμάμαι κλάματα και βαλίτσες να γεμίζουν βιαστικά. Θυμάμαι την σφιχτή αγκαλιά που μ’ έκλεισε η μάνα μου κι άρχισε να περπατάει βιαστικά. Θυμάμαι τον φίλο μου τον αδερφικό να κλαίει ασταμάτητα σ’ όλη τη διαδρομή, γιατί δεν τον άφησαν να πάρει μαζί του το αγαπημένο του αρκουδάκι. Θυμάμαι σκοτάδι, υγρασία και έναν ουρανό μαύρο, σαν τα μάτια του πατέρα μου, την τελευταία φορά που τον είδα. Θυμάμαι τ’ αστέρια που έλαμπαν, θαρρείς πιο πολύ από κάθε άλλη βραδιά, σαν τις φωτιές που έκαιγαν το χωριό μου. Σαν τις φωτιές που οι ίδιοι οι νοικοκυραίοι άναψαν κλαίγοντας στα ίδια τους τα σπίτια, στο ίδιο τους το βιος, στην ίδια την ψυχή τους.
Ξέρεις, δεν διάλεξα να γεννηθώ εκεί που γεννήθηκα, δεν διάλεξα τη θρησκεία μου, ούτε και την καταγωγή μου. Δεν διάλεξα τίποτα απ’ όλα αυτά, όμως έμαθα να τ’ αγαπώ και να τα σέβομαι, έμαθα να τα υποστηρίζω και να είμαι περήφανη γι’ αυτά. Δεν φταίω αν κάποιοι τα πρόδωσαν, δεν φταίω αν κάποιοι τα ξεπούλησαν, δεν φταίω αν κάποιοι δεν τα σεβάστηκαν κι αποφάσισαν να τα θυσιάσουν για να κερδίσουν, να πλουτίσουν, ν’ αποκτήσουν.
Η ιστορία γράφεται απ’ τους μεγάλους κι όχι απ’ τους μικρούς, την πένα την κρατάνε οι άρχοντες κι όχι ο λαός. Τις αποφάσεις τις παίρνουν οι κυβερνήσεις κι όχι οι πολίτες. Γράμματα πολλά δεν πρόλαβα να μάθω και αυτά που ακούω καμιά φορά, που λένε πως οι άνθρωποι ενός λαού κρατάνε τη μοίρα τους στα χέρια τους, μου φαίνονται τόσο ανόητα! Ποια μοίρα κρατάνε οι λαοί, όταν τους αρπάζουν με τη βία ανθρώπους της οικογένειάς τους για να προστατεύσουν τάχα τον τόπο τους; Έναν τόπο που κάτω απ’ το τραπέζι ξεπουλάνε, κάνοντάς τους ανούσια πιόνια; Ποια μοίρα κρατάνε, όταν τους λένε ψέματα και τους τάζουν όσα δικαιωματικά τους ανήκουν, μόνο και μόνο για να παίξουν τα δικά τους παιχνίδια; Ποια μοίρα κρατάνε, όταν ξεριζώνονται νύχτα απ’ τα σπίτια τους, με μια βιαστικά γεμάτη βαλίτσα και προορισμό το πουθενά;
Να μην φτάνει παιδί μου ο άνθρωπος σ’ αυτή την κατάσταση… Σε μια στιγμή, άφησα πίσω μου το σπίτι μου, το δωμάτιό μου, το κρεβάτι μου το στρωμένο με τη μάλλινη, ροζ κουβέρτα μου. Σε μια στιγμή άφησα πίσω μου τα βιβλία μου, το σχολείο μου, το χωριό μου. Σε μια στιγμή άφησα πίσω μου τον πατέρα μου, τον θείο μου και τον δάσκαλό μου. Σε μια στιγμή όσα λάτρευα και είχα, έγιναν στάχτη. Κυριολεκτικά…
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την μυρωδιά απ’ το ψωμί που έψηνε η γιαγιά μου στη θράκα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μυρωδιά απ’ τη μαρμελάδα ροδάκινο που έφτιαχνε η μάνα μου κάθε τέλος καλοκαιριού. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την μυρωδιά των βιβλίων μου και την ζεστή φωνή του δασκάλου μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μελωδία των τραγουδιών του πατέρα μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα φτωχά σπιτάκια του χωριού μου, τις αμυγδαλιές που άνθιζαν κάθε άνοιξη έξω απ’ την πόρτα μας. Δεν θα τα ξεχάσω ποτέ όλα αυτά, γιατί οι αναμνήσεις είναι και θα παραμείνουν δικές μου, ακόμη κι αν όλα αυτά ανήκουν πια σε άλλους.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα δάκρυα, τον πόνο και τις κακουχίες. Δεν θα ξεχάσω την πείνα, την ανέχεια και τα βάσανα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις φλόγες που οι ίδιοι βάλαμε στη γη μας, στο βιος μας που με κόπο χτίσαμε κομμάτι κομμάτι. Αυτές οι φλόγες ακόμη στοιχειώνουν την ψυχή και τα όνειρά μου και η μυρωδιά του καμένου θα μείνει για πάντα στη μνήμη μου, γιατί δεν βάλαμε φωτιά μόνο στο σπίτι μας, αλλά σε ολόκληρη τη ζωή μας.
Από πού είμαι; Σε ποιον πιστεύω; Τι σημασία έχει; Γράμματα πολλά δεν πρόλαβα να μάθω, αλλά με τα λίγα που ξέρω, ίδιος είναι πόνος, ότι γλώσσα κι αν μιλάει…