,

Το δικό μας έθιμο

Βράδυ τριακοστής πρώτης Δεκεμβρίου. Λίγες ώρες πριν ο χρόνος αλλάξει, προτού έρθει η πρώτη μέρα μιας νέας χρονιάς, ενός καινούργιου μυστηρίου στο μυθιστόρημα που αποκαλούμε ζωή, καθόμασταν με τους δύο μπόμπιρές μας και την γυναίκα μου, τη Χαρά, στο σαλόνι. Το μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο, γεμάτο πολύχρωμα στολίδια κι ένα αστέρι στην κορυφή, με την φάτνη, τα προβατάκια, τους βοσκούς τους, την Παναγία, τον Ιωσήφ και το νεογέννητο μωρό που έμελλε να μείνει στην ιστορία για την καλοσύνη και τα θαύματά Του -και που άκουγε στο όνομα Ιησούς, φυσικά-, βρισκόταν εδώ και τρεις βδομάδες στην καθιερωμένη πια θέση του: στη γωνία δίπλα από την τηλεόραση. Το σπίτι είναι στολισμένο με λαμπάκια κι άλλα παρεμφερή, τα οποία είχαμε τοποθετήσει μαζί με τους μικρούς αγγέλους που είχαμε με την γυναίκα μου, ενώ έξω ένας χιονάνθρωπος, σαν μεγάλη χαμογελαστή καρικατούρα από παγωμένη βανίλια, με δύο γαλάζιους σβόλους για μάτια, ένα μικρό καρότο για μύτη, ένα όχι και τόσο πετυχημένο χαμόγελο, δυο κλαράκια για χέρια και μερικά κουμπιά στο «στήθος», κάθεται καρτερικά στο κρύο και ατενίζει το σπίτι των γειτόνων φίλων μας, του Περικλή και της Δέσποινας και υιών και θυγατέρων αυτών. Στα δεξιά μας είναι το σπίτι του Γεράσιμου και της εγκύου συζύγου του, της Φρόσως, και αριστερά ο Ηλίας κι η γυναίκα του, η Μαρία με το μωράκι τους.

Όλοι αυτοί ήμασταν φίλοι χρόνια τώρα, από τα μικράτα μας. Μεγαλώσαμε σε αυτή τη γειτονιά, παίζαμε εδώ, κάναμε σκανταλιές στα σπίτια μας. Ενίοτε τ’ ακούγαμε από τους δικούς μας. Ήμασταν αγαπημένοι και παραμείναμε έτσι, παρά το ότι απομακρυνθήκαμε για να σπουδάσουμε. Δηλαδή, οι άλλοι έφυγαν, εγώ παρέμεινα και πήρα πτυχίο από το ντόπιο πανεπιστήμιο, που δεν θεωρείται, βέβαια, από τα ανώτερα της χώρας, αλλά ποιος νοιάζεται; Δουλειά έχω, πέρασα καταπληκτικά όσο πηγαινοερχόμουν στη σχολή, γνώρισα άλλα άτομα, τα οποία, όμως, προέρχονταν από άλλες περιοχές κι έφυγαν όταν τελειώσαμε, αλλά κρατούσαμε κάποια επαφή. Με τους προαναφερθέντες γείτονες, όμως, είχαμε ανέκαθεν φοβερές σχέσεις και ποτέ δεν χαθήκαμε. Όσο περνούσαν τα χρόνια της παιδικής ηλικίας δε, και ενώ μπήκαμε στην εφηβεία, τα σκιρτήματα της καρδιάς άρχισαν να βαράνε καμπανάκια και το κάθε αγόρι και το κάθε κορίτσι επέλεξε το δικό του ταίρι –το οποίο ταίρι το είχε διαλέξει εξ αρχής, όπως αποδείχτηκε. Η αγάπη έμεινε στην ψυχή του καθενός μας και, ακόμα κι όταν απείχαμε χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων ο ένας από τον άλλο, δεν χάθηκε ποτέ, κι όταν ανταμώσαμε ξανά αναζωπυρώθηκε σαν τη φλόγα του καντηλιού που έχει μείνει καιρό χωρίς λάδι.

Θα μπορούσα να εξιστορώ γεγονότα και περιπέτειες για τους οχτώ μας, αλλά δεν θα το κάνω, γιατί θέλω να εστιάσω στο γιορτινό κλίμα των ημερών που διανύουμε. Σε αυτό και στο έθιμο που αποκτήσαμε χρόνια πριν.

Ως γνωστόν, οι γονείς λένε στα παιδιά τους, όταν αυτά είναι πολύ μικρά, πως ο Άι-Βασίλης υπάρχει και φέρνει δώρα σ’ όλα τα παιδάκια του κόσμου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Έτσι και σ’ εμάς, οι γονείς μας έλεγαν πως ο στρουμπουλός γεράκος θα ερχόταν όταν εμείς θα κοιμόμασταν -απαραίτητη προϋπόθεση, παρακαλώ, να κοιμάσαι- και θα μας άφηνε κάτω από το δέντρο ό,τι είχαμε παραγγείλει να μας φέρει. Κι όντως, κάθε πρωί της νέας χρονιάς πεταγόμουν από το κρεβάτι και έβρισκα το παιχνίδι που ήθελα, και μετά έπαιρνα τηλέφωνο τους υπόλοιπους να μάθω αν είχαν πάρει κι αυτοί το δώρο τους. Έπειτα, μαζευόμασταν αγοράκια και κοριτσάκια, ντυμένα σαν να ζούσαμε στο Βόρειο Πόλο, στο σπίτι το δικό μου τη μία χρονιά, σ’ αυτό της Φρόσως την άλλη κλπ -κάθε χρόνο και σε κάποιου άλλου- και ευχαριστιόμασταν τα παιχνίδια.

Υπέροχες στιγμές, σας διαβεβαιώνω.

Αλλά χάθηκαν για αρκετά χρόνια μετά, όταν μας ανέφεραν οι γονείς μας πως ο Άι-Βασίλης δεν υπάρχει κι ότι οι ίδιοι μας έφερναν τα δώρα, κι αυτό ήταν ένα πλήγμα από αυτά που σε κάνουν να αιμορραγείς όχι σωματικά, αλλά ψυχικά. Είχαμε, θυμάμαι, μαζευτεί όλοι στο σπίτι του Ηλία και καθόμασταν γύρω από το τραπέζι του σαλονιού του, σαν να ήμασταν οι Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης ή σαν να παίζαμε κάνα επιτραπέζιο. Τα πρόσωπα μας ήταν πολύ σοβαρά και οι περισσότεροι είχαμε κλάψει, ακούγοντας το νέο. Προσπαθούσαμε να βρούμε κάποια λύση, αλλά ήμασταν πολύ μικρά για κάτι τέτοιο. Το θέμα σταδιακά «πάγωσε», ξεχάστηκε, παρότι λαμβάναμε δώρα κάθε χρόνο. Μόνο που πια ξέραμε πως δεν είχε κατέβει κανείς από τη στέγη του σπιτιού ή από καμιά καμινάδα.

Όμως, κι ενώ οι νέες οικογένειές μας σχηματίζονταν και η πιθανότητα να αποκτήσουμε δικά μας παιδιά ήρθε στο προσκήνιο, αναρωτηθήκαμε τι θα μπορούσε να γίνει. Μας είχε πιάσει κάποια νοσταλγία για κείνα τα πρωινά, με τα δώρα, τα τηλεφωνήματα και τα παιχνίδια, και είπαμε, τι στο καλό, γιατί και τα δικά μας τα αγγελάκια να μην ζήσουν αυτές τις στιγμές; Μπορεί να ερχόταν η μέρα που θα τους αναγγείλαμε την τρομακτική πραγματικότητα, ότι ο Άι-Βασίλης δεν υπάρχει, αλλά μπορούσαμε τουλάχιστον να τους προσφέρουμε πάμπολλες Πρωτοχρονιές χαράς.

Η λύση ήταν μπροστά μας, θα πει κάποιος. Απλά, θα ακολουθούσαμε το παράδειγμα των γονιών μας και θα κάναμε ό,τι κάνουν οι περισσότεροι, αν όχι όλοι. Θα λέγαμε το ίδιο παραμυθάκι, θα παίρναμε τα δώρα νωρίτερα, θα τα αφήναμε στο δέντρο και τα μικρά θα το έβρισκαν κάθε πρωί του κάθε καινούργιου χρόνου.

Αλλά η Χαρά, την οποία αγαπάω γιατί είναι πανέξυπνη και εφευρετική και της αρέσουν ακόμα και τώρα τα αθλήματα, όπως και μένα, είχε μια καταπληκτική ιδέα. Την οποία, μάλιστα, θα την εφαρμόζαμε και πριν καν αποκτήσουμε παιδιά.

«Κάθε χρόνο», είπε, «ο καθένας από εμάς θα ντύνεται Άι-Βασίλης και θα φέρνει δώρα στους υπόλοιπους! Θα μπαίνει από την πόρτα και θα αφήνει τα δώρα στο δέντρο».

Αμέσως, είχαμε σηκωθεί όλοι και γελάγαμε και χειροκροτούσαμε, κι εγώ της έδωσα ένα τεράστιο φιλί. Αυτό που είχε προτείνει ήταν πάρα πολύ ωραίο και όχι και τόσο συνηθισμένο. Ανά έτος, με τη σειρά που είχαμε καθιερώσει όταν ήμασταν παιδιά και μαζευόμασταν στο κάθε σπίτι μας, θα δίναμε από ένα κλειδί σε κάποιον και αυτός ή αυτή θα έφερνε τα δώρα στους υπόλοιπους. Το έθιμο θα ξαναγεννιόταν! Κι εμείς οι μεγάλοι θα απολαμβάναμε να παίζουμε το ρόλο ενός κυρίου που πάντα αγαπούσαμε.

Το ξεκινήσαμε από εκείνη τη χρονιά κι έκτοτε το συνεχίζουμε επιβεβλημένα και με εξαιρετική διάθεση. Και τα μπομπιράκια μας… Το λατρεύουν! Βρίσκουν τα δωράκια τους, παίρνουν τηλέφωνο το ένα το άλλο και κανονίζουν σε ποιο σπίτι θα βρεθούν.

Και κάτι ακόμα: χαίρομαι που τους αρέσει, γιατί είμαι σίγουρος πως κι εκείνα θα ακολουθήσουν το παράδειγμα των γονιών τους.

 

 

Ήμασταν, λοιπόν, στο σαλόνι και βλέπαμε μια οικογενειακή παιδική ταινία, τρώγοντας ποπ-κορν. Δεν ήταν κι οι φίλοι μας, γιατί θέλουμε να αναβιώνουμε το έθιμο όπως όταν ήμασταν παιδιά. Συν του ότι ο εκάστοτε Άι-Βασίλης έπρεπε να ετοιμαστεί κατάλληλα. Όταν έκανε διάλειμμα, ο μικρότερος γιος μου, ο Γιάννης, με ρώτησε: «Μπαμπά, ο Άι-Βασίλης θα έρθει, έτσι δεν είναι;» Έχει φωνούλα χαλαρωτική, ο μπαγάσας. Την ακούς και θέλεις να ξεχάσεις οτιδήποτε άλλο έχεις στο μυαλό σου.

«Φυσικά και θα έρθει», του απάντησα και του ανακάτεψα τα μαλλάκια του. «Πάντα έρχεται. Σωστά, Μεγάλε;»

«Μεγάλο» αποκαλούμε τον Χρήστο, τον μεγαλύτερο γιο, που έχει μανία με το ποδόσφαιρο.

«Αχά», έκανε. «Περιμένω εκείνη τη μπάλα, θυμάσαι, μπαμπά; Εκείνη που είχαμε δει…»

«Θυμάμαι, θυμάμαι», είπα. Πώς να τη ξέχναγα, αφού και την είδα και παρήγγειλα στον Γεράσιμο να τη φέρει. Ξέχασα να πω ότι τα έξοδα για τα δώρα τα χρεώνεται ο κάθε «Άι-Βασίλης». Έτσι δεν θα γινόταν και με τον γνωστό παππού με τη μεγάλη γενειάδα;

«Θα σου τη φέρει, Μεγάλε μου, μην ανησυχείς», είπε η Χαρά και του χαμογέλασε. «Κι εσένα, Γιάννη, το βιβλίο σου με τα ζώα». Ναι, ο μικρός είναι λάτρης της άγριας φύσης και δη των λιονταριών. Σε ποιον έχει μοιάσει ως προς αυτό μη με ρωτήσετε, δεν ξέρω.

«Ωραία, ωραία», είπε ο μικρός κι έτριψε τα χέρια του. Αυτό το έκανα κι εγώ στην ηλικία του. «Θέλω να δω το… το λευκό λιοντάρι, μαμά. Θυμάσαι, εκείνο με το λευκό τρ… τρίχωμα». Έχουμε ένα θέμα με κάποιες λεξούλες, αλλά θα το ξεπεράσουμε.

«Αν θυμάμαι, λέει…» σχολίασε η Χαρά και με κοίταξε.

«Και το λευκό λιοντάρι, και τη λευκή τίγρη κι όλα τα…; Πώς τα είπαμε, Γιάννη;» είπα εγώ.

Ο μικρός το παίδεψε λίγο στο μυαλό του. «Τα…» Πετάχτηκε απότομα και βροντοφώναξε: «ΤΑ ΣΠΑΝΙΑ ΕΙΔΗ!»

«Μπράβοοοο», είπαμε με τη Χαρά και τον χειροκροτήσαμε.

Τότε άρχισε πάλι η ταινία και στρέψαμε την προσοχή μας σ’ αυτή.

 

 

Τώρα είμαι στο κρεβάτι και απόλυτη ησυχία επικρατεί στο σπίτι. Τα παιδιά κοιμούνται, η Χαρά το ίδιο κι εγώ παρατηρώ το ταβάνι της κρεβατοκάμαρας. Σκέφτομαι πόσο όμορφο είναι να πιστεύεις. Σε κάνει να θέλεις να ζήσεις όσα έχει να σου προσφέρει ο κόσμος κι όλο το σύμπαν. Είναι, νομίζω, από τα καλύτερα συναισθήματα. Ειδικά για τα παιδιά. Κοιτάζοντας τους γιους μου, βλέπω εμένα στην ηλικία τους και θυμάμαι κάθε τέλεια στιγμή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Σκουπίζω τα μάτια μου, καθώς ένα δυο δάκρυα κυλάνε. Το παρελθόν υπάρχει για να μη λησμονούμε όσα βιώσαμε, καλά και κακά. Εγώ προτιμώ τα καλά. Σε τέτοιες στιγμές, αυτά με εμπνέουν.

Να πω κάτι εδώ που πιστεύω ακράδαντα. Ο αγαπημένος άγιος των παιδιών υπάρχει, ναι, υπάρχει. Ζει μέσα μας και περιμένει να βγει στην επιφάνεια. Όχι μόνο όταν παίρνουμε δώρα στα μικρά μας ή και σε άλλους, αλλά κι όταν κάνουμε κάτι καλό για κάποιον. Μπορείς να δώσεις σ’ ένα φτωχό ψωμί να φάει, σ’ ένα άστεγο μια καλύβα να μείνει, σ’ ένα παιδί με ανίατη ασθένεια ένα αυτοκινητάκι να κουρδίσει. Μπορείς, όμως, και να κάτσεις με έναν φίλο σου που μελαγχολεί και να ακούσεις τι έχει ανάγκη να πει. Ο Άι-Βασίλης δεν είναι ένα πρόσωπο, αλλά όλα τα πρόσωπα επί Γης κι όλες οι μορφές ευτυχίας που μπορεί να χαρίσει ένας άνθρωπος. Και δεν έρχεται μόνο την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αλλά κάθε που μια ψυχή γελάει ή και κλαίει χαρούμενη, προσδοκώντας το αύριο.

Ο Άι-Βασίλης είναι ιδέα, από εκείνες που επιβιώνουν διαχρονικά, όχι λόγω των διαφημίσεων των μίντια, αλλά γιατί αποτελεί μιαν επιπλέον απόδειξη του ότι οι άνθρωποι μπορούμε να είμαστε ενωμένοι και να βοηθάμε ο ένας τον άλλο. Αυτός είναι, κατ’ εμέ, ο λόγος που αξίζει να τον δεχόμαστε στις καρδιές μας.

Ακούω την εξώπορτα. Ένα κλειδί γυρίζει αργά-αργά –το ίδιο που έδωσα το απόγευμα στον «Άι-Βασίλη»-Γεράσιμο. Τον ζηλεύω λίγο, για να πω την αλήθεια. Όταν φοράω την κοκκινόμαυρη στολή και τα άσπρα γένια, νιώθω σαν να είμαι κυριολεκτικά ο κύριος «Χο, χο, χο». Την πρώτη φορά, μάλιστα, που ήμουν «Άι-Βασίλης» και στεκόμουν έξω από την πόρτα των σπιτιών, κοιτούσα πίσω μου και νόμιζα πως το έλκηθρο βρισκόταν αραγμένο στο δρόμο και οι τάρανδοι φυσούσαν και ξεφυσούσαν κρύο αέρα, αδημονώντας να ξεκινήσουν ξανά το ταξίδι τους και να δουν τις ομορφιές που έχει ο εκάστοτε τόπος. Από τα κορυφαία συναισθήματα, αναμφίβολα. Ελπίζω κι οι γιοι μου να τα νιώσουν κάποτε.

Χαμογελάω, γυρίζω πλευρό και κλείνω τα μάτια μου.

Απαραίτητη προϋπόθεση για να εισέλθει ο Άι-Βασίλης στο σπίτι σου είναι να κοιμάσαι, σωστά;

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: