Ο μόνιμός σου σύντροφος πάνω σε μία μικροσκοπική ετικέτα. Η αδικοχαμένη χαρά όποτε πιάνεις ένα παντελόνι που σου αρέσει και δειλά δειλά το παίρνεις στο δοκιμαστήριο γνωρίζοντας μέσα σου ότι πάλι θα σου κολλήσει στα μπούτια, θα κουμπώνει με το ζόρι και θα το εγκαταλείψεις στην άκρη μαζί με τα άλλα. Κι ότι πάλι θα πάρεις την XXL φόρμα. Kι η μαλακισμένη στο ταμείο θα σε κοιτάξει με ένα βλέμμα λύπησης και συμπόνοιας, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην κοιλιά σου και στα χοντρά μπούτια σου. Και θα σου ψευτοχαμογελάσει λέγοντας «Καλημέρα, ευχαριστούμε πολύ».
Το πρωί σηκώνεσαι χάλια, γνωρίζοντας ότι πάλι δεν έπρεπε να φας εκείνη την κρέπα στις έντεκα το βράδυ βλέποντας Netflix. Κάθεσαι με τα χέρια πάνω στα γόνατα, να κρατάνε το ζαλισμένο σου κεφάλι. Το στομάχι διαμαρτύρεται, θέλει πάλι να γεμίσει, ποτέ δεν νιώθεις ότι είναι αρκετό. Σέρνεσαι στο μπάνιο και κοιτάζεσαι στον καθρέφτη.
Από αύριο ξεκινάω, λες φωναχτά λέγοντας πάλι ψέματα στον εαυτό σου. Πλένεις τα δόντια σου, τα μούτρα σου, πιάνεις πάλι τις δίπλες δέρματος στα πλάγια της κοιλιάς σου. Θέλεις να σηκώσεις την μπλούζα, να δεις τα χάλια σου, να το πάρεις απόφαση επιτέλους.
Αλλά καταλήγεις στην κουζίνα. Βάζεις καφέ με γεύση καραμέλα και περιμένεις κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Κόσμος πηγαινοέρχεται, κρατώντας σακούλες, άνθρωποι κάθε ηλικίας κάνουν τζόκινγκ, ένας πενηντάρης κουβαλάει κούτες ελαφριές σαν πούπουλο, ενώ εσύ ξέρεις ότι αν τις πιάσεις θα μοιάζουν με σιδερένιες άγκυρες. Ο καφές είναι έτοιμος, πας να βάλεις ζάχαρη, λες όχι, δεν πρέπει και τον πίνεις σκέτο. Μετά τις δύο γουλιές δεν αντέχεις, βάζεις τρεις κουταλιές ζάχαρη και σκέφτεσαι εντάξει, από αύριο θα βάζω λιγότερη.
Τα ψέματα μαζεύονται με το κιλό και φτιάχνουν ένα βουνό όπως τα άπλυτα στην καρέκλα.
Η δουλειά σου πλέον γίνεται από τον υπολογιστή, δεν χρειάζεται να βγεις έξω, να περπατήσεις, να μπεις σε λεωφορεία και να ζοριστείς, να δυσκολευτείς να κάτσεις στις μικροσκοπικές τους θέσεις προκαλώντας γέλια και δυσφορία στους διπλανούς σου.
Και τι θα φας για πρωινό; Μπαίνεις στον δισταγμό να παραγγείλεις και πάλι ζαμπονοτυρόπιτα και μπουγάτσα. Να πάει καλά η μέρα, να έχεις δυνάμεις. Δυνάμεις για ποιο πράγμα; Για να κουνάς το ποντίκι όλη μέρα;
Δεν θα φάω τίποτα, σκέφτεσαι. Θα βγεις πιο μετά να πάρεις φρούτα. Σήμερα πρέπει να ξεκινήσεις, ναι, πρέπει. Να σταματήσεις πλέον να είσαι XXL παντού.
Στο πρώτο μισάωρο το στομάχι γουργουρίζει ασταμάτητα. Το μυαλό σου δεν μπορεί να ξεκολλήσει από το online delivery. Τελικά παραγγέλνεις ένα κουλούρι γεμιστό κι ένα κρουασάν βουτύρου. Σκέφτεσαι εντάξει, σιγά σιγά, αυτό έχει λιγότερες θερμίδες. Πίνεις τον καφέ, βάζεις δεύτερο με λιγότερη ζάχαρη. Χαίρεσαι και κάνεις σχέδια για τα κιλά που θα χάσεις σε λίγους μήνες.
Νιώθεις τόσο ωραία που όταν έρθει το πρωινό, το καταβροχθίζεις λαίμαργα σε πέντε λεπτά. Το στομάχι γεμίζει, αλλά η κοιλιά σου πονάει αφόρητα. Πας τουαλέτα και σιχαίνεσαι και πάλι τον εαυτό σου.
Δεν βγαίνεις έξω που ήθελες να πάρεις φρούτα και περνάς τη μισή μέρα στο γραφείο σου. Αποφασίζεις να κάνεις λίγη γυμναστική στο σπίτι. Στις δύο κάμψεις το σώμα σου ήδη υποφέρει. Κάνεις άλλες δύο και νιώθεις περήφανος. Θα φας κάτι καλό απ’ έξω να πάρεις δυνάμεις, να μπορείς να γυμνάζεσαι περισσότερο. Παραγγέλνεις μία μερίδα γύρο, αλλά χωρίς έξτρα σάλτσα. Λίγες λίγες να κόβονται οι θερμίδες. Αφού φας και τελειώσεις τη δουλειά, κάνεις ένα μπάνιο και βγαίνεις για μία βόλτα.
Σε κάθε βιτρίνα κοιτάς τον εαυτό σου. Το φούτερ που οριακά μαζεύεται κάτω από την κοιλιά σου. Την φόρμα που είναι η μόνη που αντέχει να κουβαλάει τα χοντρά σου μπούτια. Κοιτάς εσένα και κοιτάς και τους γύρω. Όλοι σου φαίνονται μοντέλα, αδύνατοι, προσεγμένοι. Κανείς δεν τρώει τόσα για πρωινό, ούτε βάζει τόση ζάχαρη στον καφέ. Όλα τα μετράς με θερμίδες, με κιλά, με λίπος και ιδρώτα.
Στα δέκα λεπτά περπάτημα έχεις ήδη κουραστεί. Παίρνεις έναν χυμό κι ένα κρουασάν από το περίπτερο και κάθεσαι σε ένα παγκάκι. Τόσο γυμνάστηκες, να μην πάρεις δυνάμεις; Από αύριο θα κόψεις και το κρουασάν, σκέφτεσαι.
Ένα νεαρό ζευγαράκι κάθεται απέναντι και γελάει. Κάτι βλέπουν στο κινητό του αγοριού. Σκέφτεσαι την δική σου προσωπική ζωή. Μοιάζει ξεχασμένη, ανάμνηση που κάποιος άλλος είχε ζήσει, όπου δεν έτρωγε κουλούρι γεμιστό για πρωινό ούτε έπαιρνε ρούχα με ετικέτες XXL.
Στην επιστροφή, μία κοπέλα σε μία στάση σε ρωτάει κάτι για ένα λεωφορείο. Πιάνετε μία απλή κουβεντούλα. Αν μένει κοντά, πώς την λένε, τι δουλειά κάνει. Φτάνει το λεωφορείο της και σκέφτεσαι αν πρέπει να της ζητήσεις το τηλέφωνό της. Διστάζεις. Το καταλαβαίνει. Ετοιμάζεσαι να το κάνεις και κοιτάει με στραβωμένα χείλη την κοιλιά σου. Το φούτερ που έχει μαζευτεί και φαίνεται η φανέλα από μέσα. Αγχωμένος στρώνεις τη φόρμα σου, νιώθεις εκατό κιλά, διακόσια, τριακόσια, νιώθεις το πιο βαρύ πράγμα στον κόσμο.
Δεν κάνεις τίποτα, η κοπέλα φεύγει και σε χαιρετάει από μακριά. Δεν σου ρίχνει ούτε ένα βλέμμα πια. Γυρνάς σπίτι και κοιτάς πάλι τις βιτρίνες. Ποιό XXL, σκέφτεσαι ότι ούτε όλα τα Χ του κόσμου δεν κάνουν για ρούχα σου.
Στο σπίτι πετάς τα ρούχα νευριασμένος. Κλαις από τα νεύρα σου. Φτάνεις στο ψυγείο, βγάζεις από μέσα μπισκότα, αναψυκτικά, γλυκά, ετοιματζίδικα φαγητά, τα πετάς στα σκουπίδια, κλαις περισσότερο, ανοίγεις ντουλάπια και πετάς πατατάκια, κριτσίνια, σάλτσες, κρουασάν, το μισό σουπερμάρκετ του μήνα είναι πλέον στα σκουπίδια που ξεχειλίζουν από παντού θερμίδες και λίπος.
Πέφτεις να κάνεις γυμναστική, σκέφτεσαι ότι θες να κάψεις απόψε όλα σου τα κιλά, θα κάνεις κάμψεις μέχρι να πεθάνεις από την κούραση, στις πέντε πέφτεις στο έδαφος, νιώθεις σακί, σακί με πατάτες, σακί με λίπος, XXL σακί.
Κάθεσαι στον υπολογιστή και βλέπεις ταινίες. Έχεις πιάσει ένα σακούλι με πατατάκια που είχες πετάξει στα σκουπίδια και μασουλάς.
Αύριο θα πας σε διατροφολόγο.
Θα πας σε ψυχολόγο.
Θα ξεκινήσεις αυστηρή δίαιτα πρωτεΐνης.
Θα γυμνάζεσαι το πρωί και το απόγευμα.
Θα πίνεις καφέ σκέτο, ούτε καν με μειωμένη ζάχαρη.
Πέφτεις για ύπνο και χαμογελάς. Τα δάκρυά σου έχουν αλμυρή γεύση, αλλά δεν σε νοιάζει πλέον.
Από αύριο θα έχεις μόνο δάκρυα χαράς.
Ξυπνάς το πρωί και βυθίζεις το κεφάλι στα χέρια σου. Το στομάχι διαμαρτύρεται. Σήμερα ξεκινάει η μεγάλη δίαιτα.
Φτάνεις στην κουζίνα και ετοιμάζεις καφέ καραμέλα. Θα τον πιω σκέτο, σκέφτεσαι. Στις δύο γουλιές δυσκολεύεσαι. Στις τρεις δεν αντέχεις. Βάζεις δύο κουταλιές ζάχαρη και κάθεσαι στον υπολογιστή.
Εντάξει, σιγά σιγά θα ξεκινήσω. Τι να παραγγείλουμε για πρωινό;
ΧαπιΝιουΓιαρ