Ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά και το σκοτάδι είχε σκεπάσει από νωρίς την πόλη. Ο Μάρτιν έχωσε τα χέρια στις τσέπες και κατέβηκε στο σταθμό του μετρό. Μόλις μπήκε στην ασυνήθιστα σκοτεινή αίθουσα, η φασαρία των δρόμων έμεινε πίσω του. Ένα κύμα ψύχους τον τύλιξε. Ένιωσε την υγρασία να διαπερνάει τα ρούχα του και να φτάνει στο δέρμα του. Πρώτη φορά κρύωνε τόσο εκεί μέσα.
Κοίταξε γύρω του. Λίγα μέτρα πιο πέρα, ένας άντρας στεκόταν με την πλάτη στηριγμένη στον τοίχο και κάπνιζε ένα πούρο. Ο πυκνός καπνός, ανέβαινε μέχρι το ταβάνι κι έφτιαχνε περίεργα, ακατανόητα σχήματα﮲ σχήματα που έμοιαζαν με αλλόκοτα πρόσωπα που είχαν τρύπες αντί για μάτια και στόμα, σχισμές αντί για ρουθούνια και ακανόνιστο περίγραμμα. Και μετά, τα σχήματα αυτά άλλαζαν μορφή και μετατρέπονταν σε άλλα, που έμοιαζαν με νότες﮲ νότες που στη συνέχεια γίνονταν λέξεις﮲ ασυνάρτητες λέξεις που ο Μάρτιν δεν μπορούσε να διαβάσει. Και ο καπνός αυτός, έκρυβε το πρόσωπο του άντρα κι έκανε τα μαλλιά του να μοιάζουν κατάλευκα. Ή μήπως ήταν όντως κατάλευκα; Ο Μάρτιν μισόκλεισε τα μάτια για να διακρίνει καλύτερα, αλλά είχε την εντύπωση ότι το σκοτάδι ήταν πιο πυκνό γύρω του. Ένα ρίγος τον διαπέρασε. Το μεγάλο ρολόι δίπλα στις σκάλες χτύπησε και ο ήχος του τον έκανε να γυρίσει απότομα. Ήταν έντεκα το βράδυ. Όταν στράφηκε και πάλι προς το σημείο που στεκόταν ο άντρας, δεν υπήρχε κανείς. Έψαξε με το βλέμμα του, αλλά δεν κατάφερε να τον εντοπίσει.
Προχώρησε πιο μέσα. Ένας νεαρός, καθόταν οκλαδόν στο πάτωμα, γρατζουνούσε την κιθάρα του και σιγοτραγουδούσε τους στίχους ενός παλιού τραγουδιού. Η φυσιογνωμία του, του φάνηκε γνωστή. Έκανε να τον προσπεράσει, όταν αναγνώρισε τα λόγια. Κοντοστάθηκε.
«To all passengers on board
We’ll be flying underground
To all passengers on board
Stay calm and praise the Lord
Mind the gap between the verses
Mind the gap between the lines
Mind the gap between our bodies
That’s where life always runs»
έλεγε σε κάποιο σημείο το τραγούδι.
«Mind the gap», ψιθύρισε κι εκείνος και προσπάθησε να θυμηθεί πότε το είχε ξανακούσει.
Ναι… Το συγκρότημα που το τραγουδούσε στην πραγματικότητα, ήταν το αγαπημένο ενός συμφοιτητή του στη σχολή. Είχαν χαθεί όταν αποφοίτησαν. Είχε μάθει ότι η ζωή δεν του τα είχε φέρει καλά. Δούλευε προσωρινά στο μετρό, μέχρι να βρει μια πιο σταθερή δουλειά. Προσπάθησε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε μάθει νέα του. Πρέπει να είχαν περάσει δέκα χρόνια.
Προχώρησε προς τις γραμμές και περίμενε. Ένας ρακένδυτος άνδρας πηγαινοερχόταν μονολογώντας, έχοντας τα χέρια πίσω από την πλάτη του. Τα λιγδωμένα του μαλλιά, έβγαιναν ακατάστατα μέσα από τον σκοροφαγωμένο σκούφο του και κολλούσαν πάνω στα αποστεωμένα μάγουλά του. Ο Μάρτιν, τον παρατηρούσε απροκάλυπτα, μέχρι που εκείνος τον πρόσεξε. Σταμάτησε να πηγαινοέρχεται και τον κοίταξε έντονα. Ο Μάρτιν γύρισε απότομα το πρόσωπό του από την άλλη πλευρά. Οι άνθρωποι που περίμεναν τον συρμό, ήταν λιγοστοί. Αντίκρισε μια νεαρή κοπέλα, που προσπαθούσε να σιάξει το σακίδιο στην πλάτη της. Παραδίπλα, ένας μεσήλικας, ψηλόλιγνος άντρας με μια σβηστή πίπα στο στόμα στεκόταν και περίμενε. Τα γκρίζα μαλλιά του, ήταν πατικωμένα με τόνους ζελέ και δεν πετούσε ούτε μια τρίχα. Πιο πέρα, ένα σγουρομάλλικο αγόρι, είχε το βλέμμα καρφωμένο πάνω του. Ο Μάρτιν έχωσε ασυναίσθητα το χέρι στην τσέπη κι έσφιξε το πορτοφόλι του.
Απομακρύνθηκε από τις ράγες και κάθισε σε μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα μπροστά από έναν τοίχο καλυμμένο με γκράφιτι. Περίεργο. Κάθε βράδυ έκανε το ίδιο δρομολόγιο, αλλά δεν θυμόταν τη συγκεκριμένη ζωγραφιά στον τοίχο. Για την ακρίβεια, δεν θυμόταν καμία ζωγραφιά στον τοίχο. Την παρατήρησε καλύτερα. Απεικόνιζε ένα αεροπλάνο﮲ ένα αεροπλάνο, που όμως δεν πετούσε στον ουρανό, αλλά… μέσα σε ένα σκοτεινό τούνελ.
«To all passengers on board
We’ll be flying underground…»
Έφτασε μακρινή στα αυτιά του η φωνή του μουσικού που τραγουδούσε ξανά και ξανά το ίδιο τραγούδι…
«To all passengers on board
We’ll be flying underground…»
Σιγομουρμούρισε κι εκείνος.
«Mind the gap…», συνέχισε.
«Προσοχή στο κενό!», άκουσε μια φωνή.
Γύρισε απότομα. Ο ρακένδυτος άντρας είχε πλησιάσει κι άλλο τις ράγες και πηγαινοερχόταν μονολογώντας.
«Προσοχή στο κενό…», επαναλάμβανε συνεχώς. «Προσοχή στο ενδιάμεσο κενό. Προσοχή στο κενό».
Ο Μάρτιν απέστρεψε το βλέμμα και κοίταξε το μεγάλο ρολόι του σταθμού. Εξακολουθούσε να δείχνει έντεκα. Συνοφρυώθηκε. Κοίταξε και το δικό του ρολόι. Έντεκα. Μάλλον θα είχαν χαλάσει.
«Και τα δύο;», αναρωτήθηκε. «Και τα δύο», απάντησε μόνος του στον εαυτό του.
Το χαρακτηριστικό σφύριγμα του συρμού που πλησιάζει ακούστηκε. Ο Μάρτιν πετάχτηκε όρθιος και προχώρησε προς τα εκεί. Μαζεύτηκαν όλοι στην αποβάθρα και περίμεναν. Το βαγόνι σταμάτησε και η μπροστινή πόρτα άνοιξε. Παραξενεύτηκε. Κοίταξε προς τα πίσω. Καμία άλλη δεν είχε ανοίξει. Στάθηκαν ο ένας πίσω από τον άλλο.
«Προσοχή στο κενό! Προσοχή στο κενό!», επαναλάμβανε συνεχώς ο ρακένδυτος άντρας, τη στιγμή που ανέβαιναν ένας – ένας.
Πρώτο μπήκε το σγουρομάλλικο αγόρι χοροπηδώντας. Προχώρησε μέσα στο βαγόνι, κόλλησε το πρόσωπο και τις παλάμες του σε ένα τζάμι και κάρφωσε το βλέμμα του στον Μάρτιν.
«Προσοχή στο κενό!», έλεγε και ξανάλεγε ο άντρας τη στιγμή που ο μουσικός ανέβαινε με μια δρασκελιά.
Το ίδιο κι όταν μπήκε η κοπέλα με το σακίδιο. Ο άντρας με την πίπα ήταν πίσω από τον Μάρτιν. Ο Μάρτιν έκανε να ανέβει στην πλατφόρμα, αλλά εκείνη τη στιγμή, ένιωσε κάποιον να τον σπρώχνει.
«Προσοχή στο κενό! Προσοχή στο κενό!», ούρλιαξε μανιασμένα ο ρακένδυτος και μπήκε μπροστά του, τη στιγμή που ο άλλος παραμέριζε τον Μάρτιν.
Εκείνος τον έσπρωξε με δύναμη κι έκανε να ανέβει. Μόνο που το πόδι του πάτησε στην άκρη του βαγονιού και γλίστρησε. Σκόνταψε. Ο Μάρτιν έκανε να τον βοηθήσει, αλλά ο ρακένδυτος τον άρπαξε από το μπράτσο και τον τράβηξε πιο πίσω.
«Προσοχή στο κενό!», του φώναξε.
Πριν προλάβει να αντιδράσει, είδε τον ψηλόλιγνο άντρα να βουλιάζει στο ενδιάμεσο. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του πολλές φορές για να συνέλθει από αυτό που αντίκριζε. Το κενό ήταν πολύ στενό… πώς ήταν δυνατόν; Πώς ήταν δυνατόν… να τον ρουφάει; Το σώμα του άρχισε να αλλάζει σχήμα, να μετατρέπεται σε μια χάρτινη σιλουέτα, σε μια σουρεαλιστική χαλκομανία. Τα μάτια του γούρλωσαν και οι βολβοί κόντευαν να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους. Και μετά, είδε αυτή τη χάρτινη καρικατούρα να γίνεται ρευστή, να λιώνει και να βυθίζεται μέσα στο ενδιάμεσο κενό. Η πίπα έπεσε με θόρυβο πάνω στο σκληρό τσιμέντο.
«Πώς…; Τι…;», ήταν τα μόνα που κατάφερε να ψελλίσει έντρομος, καθώς παρακολουθούσε τη φρικιαστική σκηνή.
Όταν πλέον εξαφανίστηκε τελείως, ο ρακένδυτος άντρας χαλάρωσε τη λαβή του και ο Μάρτιν έτρεξε προς τα εκεί. Κοίταξε τις ράγες. Δεν υπήρχε κανένα ίχνος του ψηλόλιγνου άντρα. Το μόνο που είδε, ήταν μαύρη γλίτσα﮲ μια μαύρη γλίτσα, που ανέδυε λευκό καπνό, ίδιο με τον καπνό που έβγαινε από το πούρο του τύπου με τα λευκά μαλλιά που είχε δει νωρίτερα. Ο ήχος της μηχανής του συρμού δυνάμωσε. Ετοιμαζόταν να ξεκινήσει. Ο Μάρτιν κοντοστάθηκε προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε μόλις συμβεί.
«Προσοχή στο κενό», επανέλαβε ο άλλος και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
Ο Μάρτιν πάτησε προσεκτικά το πόδι του και ανέβηκε. Οι πόρτες έκλεισαν αυτόματα. Το βαγόνι ανέπτυξε ταχύτητα κι άφησε πίσω του τον ρακένδυτο άντρα, που είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω του. Δεν μονολογούσε πλέον. Εκείνος στράφηκε προς το εσωτερικό και κοίταξε τον μουσικό, την κοπέλα και το αγόρι που είχαν καθίσει σε τρεις θέσεις και τον παρατηρούσαν. Και τότε, πριν προλάβει να καταλάβει τι είχε συμβεί, ένιωσε το βαγόνι να ανυψώνεται και να μην πατάει πλέον στις ράγες. Το ένιωσε να πετάει… να πετάει υπογείως.
«To all passengers on board…
We’ll be flying underground
To all passengers on board
Stay calm and praise the Lord…»,
Έφτασε στα αυτιά του η φωνή του μουσικού. Και τότε θυμήθηκε γιατί είχε κοντά δέκα χρόνια να μάθει νέα για τον συμφοιτητή του. Συνειδητοποίησε γιατί η φυσιογνωμία του μουσικού του είχε φανεί τόσο γνωστή. Και κατάλαβε γιατί τα ρολόγια είχαν σταματήσει σε εκείνη την ώρα.
Κάθισε και κοίταξε από το παράθυρο. Πετούσαν υπογείως. Έπρεπε να μείνει ήρεμος και να δοξάζει τον Θεό. Και από εδώ και πέρα, έπρεπε να προσέχει το κενό. Μόνο να προσέχει το κενό.
***
Μερικές μέρες μετά…
Η Σάλι κρατούσε από το χέρι τη μικρή της κόρη και κατέβαιναν στον υπόγειο σταθμό.
«Μαμά», την ρώτησε η μικρή. «Γιατί τόσες μέρες δεν παίρναμε το μετρό;»
«Ήταν κλειστό αγάπη μου», της εξήγησε εκείνη.
«Γιατί;», επέμεινε το κορίτσι.
«Έγινε ένα ατύχημα», αναστέναξε η Σάλι. «Ένας άντρας σκόνταψε στις ράγες, χτύπησε και σκοτώθηκε».
Το κορίτσι γούρλωσε τα μάτια.
«Και φοβήθηκαν να μην πέσουμε κι εμείς;»
«Κάτι τέτοιο…», είπε η μητέρα της. «Πριν από δέκα χρόνια περίπου, ένας υπάλληλος του μετρό, είχε χάσει τη ζωή του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Πριν πέντε χρόνια ένα μικρό παιδί το ίδιο. Πριν δυο χρόνια, ένας κύριος επίσης. Και πέρσι, άλλη μια κοπέλα. Όσο περνάει ο καιρός τα ατυχήματα γίνονται όλο και πιο συχνά κι έτσι προσπαθούν να βρουν τρόπο να κάνουν το μέρος πιο ασφαλές».
Προχώρησαν προς τις ράγες και περίμεναν. Ένα ζευγάρι στεκόταν δίπλα τους. Το κορίτσι άκουσε την κοπέλα να λέει στον φίλο της:
«Λένε ότι ο σταθμός αυτός είναι στοιχειωμένος. Όσοι έχουν πεθάνει στις ράγες, μαζεύονται όλοι μαζί κάθε φορά που σκοτώνεται κάποιος ακόμα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Όταν έρθει ο συρμός για να τους πάρει, αν κάποια από τις ψυχές γλιστρήσει και πέσει στο κενό ανάμεσα από το βαγόνι και το έδαφος, χάνεται για πάντα στην άβυσσο. Και λένε, πως η ψυχή του πρώτου ανθρώπου που είχε πεθάνει με αυτό τον τρόπο, έχει μείνει πίσω ώστε να προειδοποιεί νεκρούς και ζωντανούς, για να μην πέσουν στο κενό».
Το μικρό κορίτσι δεν κατάλαβε καλά τι σήμαιναν όλα αυτά. Όταν όμως έφτασε το βαγόνι τους, θα ορκιζόταν πως άκουσε κάποιον να λέει:
«Προσοχή στο κενό…»
***
«To all passengers on board…
We’ll be flying underground
To all passengers on board
Stay calm and praise the…»
Σιγοτραγούδησε ο Damon HellWay και πλησίασε το πρόσωπό του σε αυτό του Τζέρεμι Σίγκουλ.
Εκείνος καθόταν σε μια καρέκλα. Αν και δεν ήταν δεμένος, το σώμα του ήταν ακινητοποιημένο. Οι μύες του μουδιασμένοι. Γύρω του υπήρχε πυκνό σκοτάδι, όμως μπορούσε να δει καθαρά τον Damon, αν και δεν έπεφτε κανένα φως πάνω του. Έμοιαζε λες και το σκοτάδι, είχε πάρει τη μορφή του. Δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς συνέβαινε αυτό. Για την ακρίβεια, δεν μπορούσε να εξηγήσει πολλά πράγματα. Το βλέμμα του ήταν κενό. Το πρόσωπό του ανέκφραστο. Το μυαλό του βυθισμένο σε ένα χάος. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του, ήταν το μόνο που έδινε ίσως μια υπόνοια από το τι είχε υποστεί όλο αυτό το διάστημα που «πλήρωνε» την αυθάδειά του. Τα χείλη του ήταν σφραγισμένα, όμως οι βουβές κραυγές του αντηχούσαν μέσα στο μυαλό του κι επέστρεφαν πολλαπλάσιες κι εκκωφαντικές στα αυτιά του.
«…and praise THE…», επέμεινε ο Damon και τον πλησίασε ακόμα πιο πολύ.
Οι μύες του προσώπου του χαλάρωσαν ξαφνικά. Εκείνος άνοιξε τα χείλη και ψέλλισε κάτι.
«Δεν άκουσα;», έκανε ο Damon κι έστρεψε το αυτί του προς το μέρος του.
«Lord;», ρώτησε δειλά ο Τζέρεμι.
Ο Damon ύψωσε το κορμί του και πισωπάτησε μερικά βήματα. Ξαφνικά, η όψη του άρχισε να αλλάζει. Έμοιαζε πολύ ψηλότερος. Και το σκοτάδι, που είχε πάρει τη μορφή του, έγινε ακόμα πιο σκοτεινό, ακόμα πιο επικίνδυνο. Ο Τζέρεμι ήθελε να ουρλιάξει από αυτό που αντίκριζε, αλλά οι μύες του προσώπου του είχαν «παγώσει» και πάλι.
«Λάθος», είπε απλά ο Damon και χτύπησε τα χέρια του μεταξύ τους.
Εξαφανίστηκε. Ο Τζέρεμι απόμεινε μόνος του πάνω στην καρέκλα. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του, έγιναν απότομα πιο σκούροι. Το πρόσωπό του χλόμιασε λες και στράγγισε όλο το αίμα από μέσα του. Τα χείλη του γέμισαν πληγές. Και οι βουβές κραυγές του, αντήχησαν εκκωφαντικά μέσα στο σκοτάδι του μυαλού του και το γέμισαν με λάμψεις που έπεσαν πάνω στα σωθικά του και τον τσουρούφλισαν. Και οι λάμψεις αυτές, ήταν εκτυφλωτικές.
Ερωδίτη Παπαποστόλου