Πρώτη μου σκέψη ήταν πως αν υπήρχε βραβείο λανθασμένων επιλογών, θα το έπαιρνα όλα τα χρόνια της ζωής μου. Γιατί δε βλέπω εδώ μέσα και φοβάμαι. Πάντα όταν είμαι σε μια νέα κατάσταση πρώτα φοβάμαι και μετά προσπαθώ να σκεφτώ λογικά.
Εντάξει, άκου, μύρισε, γεύσου, άγγιξε. Και να είσαι έτοιμη.
Η καρέκλα είναι ξύλινη και σκέτη. Μάλλον μόνο αυτή είναι, δεν πιάνω άλλη απλώνοντας τα πόδια μου. Χαϊδεύω τη θέση των πιρουνιών, των μαχαιριών, όλων. Αν κρίνω από τα πιρούνια και τα κουτάλια που ακούγονται σαν κροτίδες μέσα στην ασέληνη σιγαλιά δεν πρέπει να έχει πολύ κόσμο. Ηρεμώ την καρδιά μου. Τα πιρούνια – κροτίδες είναι μακριά. Βήματα. Ο σερβιτόρος; Λάθος, η σερβιτόρα. Τακούνι χαμηλό. Μου προτείνει φιλέτο γλώσσας με σος λεμονιού και σοβινιόν. Όχι κρασί, μόνο νερό, παρακαλώ. Ευγένεια στην αγχωμένη μου αγένεια. Ξανά πιρούνια. Λες και κρέμονταν όλοι από μια άγνωστη φωνή, να διψούσαν για δυο ανθρώπινες νότες.
Θυμάμαι την ώρα που απερίσκεπτα δέχθηκα την πρόκλησή του να έρθω εδώ. Λες και δε με ξέρω. Τρίξιμο καρέκλας. Βήματα. Δύο ζευγάρια βήματα. Φεύγουν. Άρα είναι από αλλού η έξοδος. Πρέπει να ηρεμήσω. Περνάει ώρα. Πιρούνια – κροτίδες και αχνοί ψίθυροι. Το τακούνι της σερβιτόρας. Πιάτο και ποτήρι. Ευχαριστώ. Πολύ ωραία γεύση η γλώσσα, έλιωνε στο στόμα. Η σως ήταν ισορροπημένη. Το νερό πρέπει να ήταν εμφιαλωμένο, έλειπε το χλώριο του νερού βρύσης. Το φαγητό με ηρέμησε αρκετά. Το κρύσταλλο του ποτηριού. Βάζω το μικρό μου δαχτυλάκι στο τραπέζι. Να ακουμπήσει ομαλά το ποτήρι. Κεντητό τραπεζομάντηλο; Κι άλλη καρέκλα τρίζει. Ένα ζευγάρι βήματα βαριά. Ποια μοναξιά τα έσερνε; Δε μίλησε, μόνο έφυγε.
Ευχαρίστησα τη σερβιτόρα και άφησα γενναίο φιλοδώρημα για το χαμηλό της τακούνι. Έχω απλωμένα τα χέρια μου. Φαρδύς διάδρομος, μια καρέκλα, σύρσιμο της φούστας μου. Σκαλιά. Σύρσιμο ποδιών μεθοδικό, ένα ένα σκαλί. Ένα χέρι μπροστά. Πόρτα. Αντίο. Βγαίνω. Εκεί μέσα θα ξαναμπώ μαζί του.