,

Η επέτειος

Ίσιωσε προσεχτικά την μαύρη φούστα της μπροστά στον καθρέφτη και κοίταξε μ’ αυταρέσκεια το είδωλό της στο κρύο γυαλί. Σήμερα ένιωθε όμορφη. Σήμερα ήταν όμορφη!

Ακούμπησε το χέρι της στην πόρτα της σαλοκουζίνας και κοίταξε γύρω της. Όλα ήταν έτοιμα. Οι μπύρες πάγωναν στην κατάψυξη, τα μεζεδάκια που είχε ετοιμάσει ήταν ήδη σερβιρισμένα στις πιατέλες, το σπίτι ήταν τακτοποιημένο, η τούρτα βρισκόταν μέσα στο ψυγείο και το κεράκι με τον αριθμό 1, βρισκόταν στο τραπέζι μπροστά της. Κοίταξε το ρολόι της. Ήταν νωρίς ακόμη. Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε, άναψε τσιγάρο κι ήπιε μια γουλιά απ’ τον καφέ της. Το βλέμμα της έπεσε στο παράθυρο, ένα σπουργίτι είχε καθίσει στο περβάζι. Χαμογέλασε και τράβηξε ακόμη μια ρουφηξιά. Ένας χρόνος! σκέφτηκε. Πέρασε κιόλας ένας χρόνος…

Κοίταξε το πακέτο της και χαμογέλασε. Αν την έβλεπε αυτή τη στιγμή, σίγουρα θα την κατσάδιαζε που καπνίζει. «Πότε πέρασε ο καιρός;» αναρωτήθηκε φωναχτά. «Ένας χρόνος! Ένας ολόκληρος χρόνος!».

Σαν χτες της φαινόταν που είχαν βγει οι δυο τους για πρώτη φορά. Πόσες ώρες ετοιμαζόταν γι’ αυτό το πρώτο ραντεβού! Ήθελε να τον εντυπωσιάσει. Είχε φορέσει εκείνο το μακρύ, μαύρο φόρεμα και τα αγαπημένα κόκκινα τακούνια της. Είχε βαφτεί προσεχτικά, είχε βάλει όμορφα κοσμήματα, είχε κάνει μια όμορφη αλογοουρά τα μαλλιά της για να τονίζεται ο λαιμός της. Το επιδοκιμαστικό βλέμμα του όταν την είδε, έκανε την καρδιά της να πεταρίσει. Είχαν περάσει όμορφα εκείνη τη μέρα. Όταν την γύριζε στο αυτοκίνητό της, της είπε “Γιατί φοράς τακούνια; Δεν σου χρειάζονται!” κι εκείνη χαμογέλασε κι από τότε δεν ξαναφόρεσε τακούνια όταν ήταν μαζί του.

Η πρώτη φορά που έκαναν έρωτα, δεν ήταν αυτό που θα έλεγες ρομαντικό ή τρυφερό. Είχε πάει για καφέ στο γραφείο του μετά τη δουλειά της κι ήταν μάλλον λίγο πιο παθιασμένο απ’ όσο φανταζόταν, αλλά… την ήθελε πολύ κι αυτό φαινόταν, δεν έδωσε πολλή σημασία που δεν την πήρε έστω μια αγκαλιά μετά. «Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι! Μην είσαι παράξενη! Σημασία έχει να σου φέρεται όμορφα. Μην ψάχνεις να πιαστείς από ανούσιες λεπτομέρειες!», της είχε πει η κολλητή της, η Ελένη, όταν της τα διηγήθηκε. Δεν είχε κι άδικο, μετά το επεισοδιακό διαζύγιό της απ’ τον άντρα της και τις πληγές που όλα όσα είχαν γίνει της άφησαν, είχε γίνει πιο ευερέθιστη, πιο απαιτητική. «Αυτή τη φορά θα προσπαθήσω να αφήσω το παρελθόν πίσω και να κάνω μια καινούρια αρχή!» της υποσχέθηκε η Βέρα. Και το έκανε. Αποφάσισε πως μ’ αυτόν τον άνθρωπο θα είναι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού της και δεν θα πατούσε σε ανούσιες λεπτομέρειες για να φύγει πάλι.

Μια φυγή όλα τα χρόνια της μετά το διαζύγιό της. Μια ασταμάτητη φυγή! Πουθενά δεν μπορούσε να κουμπώσει. Πάντα κάτι, ίσως μικρό κι ανούσιο, ερχόταν και γκρέμιζε όποια νέα γνωριμία έκανε. Πατούσε πάνω σ’ αυτό και το έσκαγε, σαν λυκειόπαιδο που το σκάει απ’ τα κάγκελα του σχολείου την ώρα των Λατινικών. Αυτή τη φορά όμως όλα θα ήταν αλλιώς, το είχε υποσχεθεί στην Ελένη. Το είχε υποσχεθεί και στον εαυτό της, ότι δεν θ’ αφήσει όσα έζησε να τη φρενάρουν, δεν θα πιανόταν πια από μικροπράγματα μόνο για να φύγει. Θα έμενε και θα γινόταν ευτυχισμένη, το άξιζε μετά από όσα είχε περάσει.

Η συγκατοίκηση ήρθε γρήγορα και το ίδιο γρήγορα άρχισαν και όλες οι προσπάθειές του να την “βοηθήσει να γίνει καλύτερη”. Ήταν πολύ όμορφη κι αν έχανε 10 κιλάκια θα ήταν θεά! Αν έκανε τα μαλλιά της πιο σκούρα θα τονίζονταν τα μάτια της και θα διορθωνόταν κι η φθορά τους απ’ το ξανθό που είχε τόσα χρόνια. Ήταν κρίμα να φοράει φούστες και να δείχνει τα στραβά πόδια της, ενώ αν φορούσε ένα παντελόνι θα έκρυβε αυτή την αντιαισθητική ατέλεια. Είχε τόσο όμορφο χαμόγελο, αλλά όταν γελούσε φαίνονταν τα ούλα της και δεν ήταν ωραία εικόνα. Η μάνα της ήταν μια αμόρφωτη χωριάτισσα, ο αδερφός της ένας φαφλατάς που γελούσε χωρίς λόγο κι οι φίλες της, σαχλές τσουλίτσες που το μόνο που έψαχναν ήταν γκόμενους. Η δουλειά της ήταν μίζερη, χωρίς όραμα και η μαγειρική της κάτω του μετρίου.

Την πείραζαν όλα αυτά που κατά καιρούς άκουγε, πάντα προσπαθούσε να του μιλήσει και να του εξηγήσει πως νιώθει ότι την προσβάλλει και την φέρνει σε δύσκολη θέση. «Μεταξύ μας πρέπει να είμαστε ειλικρινείς Βέρα. Κι εγώ που σ’ αγαπάω θα σου λέω την αλήθεια ακόμη κι αν πονάει». Μειδίασε στη σκέψη πως το σ’ αγαπώ, της το έλεγε μόνο έτσι. Ποτέ άλλοτε! Ούτε όταν κούρνιαζε στην αγκαλιά του στον καναπέ την ώρα που έβλεπαν ταινία, ούτε όταν του πήγαινε τον καφέ στο κρεβάτι τα κυριακάτικα πρωινά που χουζούρευαν κάτω απ’ τα σκεπάσματα, ούτε όταν έπεφτε δίπλα της αφότου έκαναν έρωτα.

Η συγκατοίκηση ήρθε γρήγορα και το ίδιο γρήγορα άρχισαν και όλες οι προσπάθειές του να την “βοηθήσει να γίνει καλύτερη”. Το ίδιο γρήγορα άρχισε η Βέρα να μεταμορφώνεται. Να μεταμορφώνεται σε κάτι που δεν της άρεσε, αλλά ήλπιζε ν’ αρέσει σε εκείνον. Γιατί αυτή τη φορά έπρεπε να πετύχει. Δεν έπρεπε πάλι να το βάλει στα πόδια!

Πόσος καιρός είχε περάσει, όταν κάποια στιγμή στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη κι είδε ένα σκοτεινό, αδυνατισμένο, αγέλαστο πλάσμα; Ένα πλάσμα που είχε κόψει επαφή με όλους τους ανθρώπους που αγαπούσε. Ένα πλάσμα που είχε χάσει όλο το φως και το χρώμα του. Ένα πλάσμα που απ’ το φόβο μην την πουν πάλι δραπέτη, παρέμεινε αυτοβούλως φυλακισμένη. Ένα πλάσμα που ήθελε τόσο απεγνωσμένα ν’ αγαπηθεί, που ξέχασε ν’ αγαπάει τον εαυτό του.

Πότε πέρασε ο καιρός; αναρωτήθηκε. Ένας χρόνος! Ένας ολόκληρος χρόνος! Ένας ολόκληρος χρόνος απ’ τη μέρα που μάζεψε τα πράγματά της και χτύπησε με δύναμη την πόρτα του σπιτιού τους. Ενός σπιτιού στο οποίο μπήκε με όνειρα κι ελπίδες που του επέτρεψε να στραγγαλίσει. Ενός σπιτιού απ’ το οποίο βγήκε, παρόλες τις ανασφάλειες και τα κόμπλεξ που κατάφερε να την γεμίσει. «Μη φύγεις! Σ’ αγαπάω!», ήταν η τελευταία κουβέντα που της είπε κι ήταν η πρώτη φορά που το σ’ αγαπάω έδειχνε να το εννοεί.

Ναι, ίσως την αγαπούσε και ίσως φοβόταν πως ήταν πολύ λίγος για εκείνη. Ίσως φοβόταν πως θα του έφευγε, ίσως φοβόταν πως όταν καταλάβαινε την αξία και τη δύναμή της, θα τον άφηνε. Ίσως κάποιες σειρήνες είχαν κλέψει κάποτε και τη δική του δύναμη. Ίσως κάποιος γέμισε το στόμα του πίκρα και το μυαλό του με αρνητισμό. Ίσως κάποιο παρελθόν τον έκανε χειριστικό, τοξικό και καταστροφικό. Ναι, ίσως την αγαπούσε, ο ήχος της πόρτας που έκλεινε ήταν όμως τόσο εκκωφαντικός που διέκοψε όλα τα “ίσως” που περνούσαν απ’ το νου της.

Πότε πέρασε ο καιρός; αναρωτήθηκε. Ένας χρόνος! Ένας ολόκληρος χρόνος απ’ τη μέρα που ξαναβρήκε τον εαυτό της κι άρχισε και πάλι να γελάει δυνατά. Που ζήτησε όλα τα συγνώμη που όφειλε στους ανθρώπους που αγαπούσε, που τους είχε αφήσει στο περιθώριο. Ένας χρόνος από τότε που στάθηκε μπροστά στη βιτρίνα εκείνου του μαγαζιού κι αγόρασε αυτή τη μαύρη φούστα, χωρίς να την απασχολούν τα 3 κιλά που είχε πάρει και τα στραβά πόδια της. Αυτόν τον ένα χρόνο θα γιόρταζε σήμερα με τις φίλες της, αυτόν τον ένα χρόνο που ξαναβγήκε στο φως και πήρε ανάσες. Ανάσες δυνατές που γέμισαν τα πνευμόνια της κι έφτασαν μέχρι την ψυχή της.

Χτύπησε το κουδούνι. Χαμογέλασε και προχώρησε προς την πόρτα…

Κική Γιοβανοπούλου

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading