Πλησίασε σαν μια θολή, σκούρα φιγούρα, μια μουτζούρα που ξεδιάλυνε σιγά – σιγά, καθώς άρχισε να μας απευθύνει το λόγο. Ήταν σκούρος, ταλαιπωρημένος και απελπισμένος.
– I am from Pakistan. I need to go to a market, buy food for my children and wife. (Είμαι από το Πακιστάν. Πρέπει να βρω ένα σούπερ μάρκετ, να αγοράσω φαγητό για τα παιδιά μου και τη γυναίκα μου).
Ήξερε πού απευθύνθηκε. Ήμασταν δυο μαμάδες με τρία παιδιά που έπαιζαν στο πάρκο. Με την άλλη μαμά κοιταχτήκαμε. Βγάλαμε πορτοφόλι, ψιλά, του δώσαμε… δεν ήθελε να τα πάρει. Βούρκωσε, σχεδόν άρχισε να κλαίει. Ήθελε να πάμε να πάρουμε φαγητό για τα παιδιά και τη γυναίκα. Πού να έβρισκε μαγαζί, και τι να έπαιρνε με τα ψιλά; Ούτε καν ήξερε πού να πάει.
Αυτό που ζούσαμε εκτυλισσόταν σε fast forward. Ακαριαία αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει. Του αφήνουμε τα ψιλά, και χωρίς πολλά – πολλά αφήνω τον μικρό στην άλλη μαμά και φεύγω μαζί του. Βγαίνουμε στη λεωφόρο και μου αρχίζει την ιστορία του. Είναι από το Πακιστάν. Πρέπει να πάνε στο Άργος. Τα παιδιά του και η γυναίκα του είναι στο πάρκο. Μήπως ξέρω καμιά δουλειά, ή να μου καθαρίσουν το σπίτι;
Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν. Η οικογένεια είναι προφανώς στο Πεδίο του Άρεως, κοντά στα ΚΤΕΛ. Στο Άργος μάλλον θα βρήκε δουλειά σε αγροτικές εργασίες…
– I don’t have a job for you, I’m sorry! Now, lets go buy some food. (Δεν έχω κάποια δουλειά για σένα, συγγνώμη! Πάμε να αγοράσουμε φαγητό τώρα).
Η ψυχή του μια τρικυμία που με έπνιγε. Ήθελα να του λύσω το τωρινό του πρόβλημα όσο πιο γρήγορα γινόταν.
– Are you Muslim too? (Είσαι κι εσύ Μουσουλμάνα;).
– No, I’m not a Muslim. I’m a Christian, but what difference does it make? (Όχι, δεν είμαι Μουσουλμάνα. Είμαι Χριστιανή, αλλά ποια η διαφορά;), ξεστόμισα κι αμέσως αναρωτήθηκα. Τι Μουσουλμάνα, λέει. Δεν με βλέπει με το στενό το τζην και την καστανοκόκκινη σγουρή αφάνα ελεύθερη στο βλέμμα όλου του κόσμου; Μετά το φαντάστηκα. Εφόσον ήμουν διατεθειμένη να τον βοηθήσω, εφόσον ένιωσα την απελπισία του, δεν μπορεί να ήμουν Χριστιανή. Είχα υπερβολικά μεγάλη κατανόηση για Χριστιανή. Θα έπρεπε να ήμουν Μουσουλμάνα.
Βγήκαμε στη λεωφόρο και φτάσαμε στον φούρνο. Δεν είχα και πολλά χρήματα μαζί μου. Τα βλαστάρια μας, παρότι χορτάτα όλη μέρα από φαγητά και αηδίες, μας είχαν ζητήσει σουβλάκια. Τα ψιλά τα είχα δώσει σ’ εκείνον. Είχα επάνω μου μόνο έξι ευρώ.
Μπαίνουμε μέσα. Ο υπάλληλος γνωστός, εγώ πελάτισσα πολλά χρόνια.
– Ρε συ, του λέω, έχει γυναίκα και παιδιά και πεινάνε. Δεν κρατάω και πολλά χρήματα επάνω μου. Θα ψωνίσω και ό,τι χρωστάω θα στο δώσω αύριο.
Τι ήταν να το πω! Όταν ψώνιζα για το σπίτι και μου έλειπε κανένα ευρώ, δεν πείραζε, θα τους τα πήγαινα αύριο χωρίς κανένα πρόβλημα, μόνο χαμόγελο! Τώρα όμως πείραζε. Ο υπάλληλος με κοίταξε στραβά, με βλέμμα που άστραψε αμφιβολία. Προφανώς δεν ήμουν πλέον αξιόπιστη και θα τον εξέθετα. Ξαφνικά θα πρέπει να είχα γίνει Μουσουλμάνα.
– Θέλεις πίτσα;
Δεν ήθελε κρέας χοιρινό, ήταν Μουσουλμάνοι, μού θύμισε. To τυρί όμως τους άρεσε και το έτρωγαν. Του πήρα μια τυρόπιτα και μια κασερόπιτα. Διάλεξε κι ένα μπουκάλι γάλα, μετά άλλαξε γνώμη και πήρε χυμό. Με ζάχαρη είπε. Για να τους κρατήσει… Πήρα και μια φραντζόλα ψωμί.
– Βάλε και πέντε κουλουράκια με μαύρη ζάχαρη και κανέλα, νηστίσιμα, είπα στον υπάλληλο του φούρνου.
– Ναι, αλλά ο χυμός είναι πιο ακριβός από το γάλα.
– Κάνε λογαριασμό και άφησε τα κουλουράκια στην άκρη, αν δεν μου φτάσουν.
Τελικά μου έφτασαν. Αλλά δεν δέχτηκε παραπάνω λεφτά. Τα κουλουράκια τα έκανε δώρο. Έγινε κι αυτός λίγο Μουσουλμάνος, είναι κολλητικό.
Βγήκαμε έξω από τον φούρνο. Εγώ το νου μου στο παιδί που είχα αφήσει χωρίς να του πω πού πήγαινα. Κοιταχτήκαμε για δυο δευτερόλεπτα… έντονα. Το βλέμμα ήταν πύρινο, ο αέρας ανάμεσά μας κοβόταν με το μαχαίρι. Δεν ακούστηκε λέξη από το στόμα μας, στο κεφάλι ένα βαρύ σύννεφο από σκέψεις, σταματημένες. Πιαστήκαμε απ’ αυτό το βλέμμα για ένα δευτερόλεπτο ακόμα. Ο αποχαιρετισμός δεν έλαβε χώρα ποτέ. Παρέμεινε σ’ αυτή την ονειρική σφαίρα:
– Ευχαριστώ.
– Καλή τύχη.
Γύρισα να πάρω την ανηφόρα του σκοτωμού, να γυρίσω στον μικρό.
Γύρισε να πάρει την κατηφόρα του σκοτωμού, να βρει και να φροντίσει την οικογένεια.
Το σύννεφο διογκωνόταν μες στο κεφάλι. Όλα είχαν διαδραματιστεί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ήταν από αυτά που γίνονται από κεκτημένη ταχύτητα. Που δεν τα συνειδητοποιείς εκείνη την ώρα. Που τη σημασία τους την καταλαβαίνεις μετά. Μετά που κάθεται η σκόνη και αντιλαμβάνεσαι τι έγινε. Έτσι συνέβη και με μένα. Είχε πλέον νυχτώσει όταν μπόρεσα πια να πω… Γεια σου, Μουσουλμάνε από το Πακιστάν. Όλα να πάνε καλά.